Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Νίκου-Γαβριήλ Πεντζίκη, «Συμβάν»

Μερικοί φαντάροι μακριά απ’ τα σπίτια τους, κάποιαν ώρα
εύκαιρη,
είτε για κορίτσια ή ρετσίνα και προσφάι, κατηφόρισαν,
στη ρεματιά με τ’ αρχοντικά λευκάδια κάτω από το χωριό,
ίσαμε τ’ αντικρινά καλύβια, σιμά στα κυπαρίσσια
και τις φτελιές.

Φτωχός ο τόπος και τα καλωσορίσματα περισσότερα
απ’ τις μπουκιές.
Αν ψωμί δεν χόρταιναν, τα κορίτσια τα ‘βλεπαν από μακριά.
Μπορεί και για το λόγο αυτό να ’χαν τ’ αμέριμνο χαμόγελο,
γεμάτοι προσδοκίες ξαφνικές πάνω στο κάθε τι π’ αντίκριζαν.

Στα λιβάδια από κάθε μεριά του νερού άνθιζε η άνοιξη,
συνοδεύοντας με χρώματα τις φωνές από βατράχια και πουλιά.
Πέρασαν το μικρό πέτρινο γεφύρι και στρίβοντας μέσα στη
λόχμη·
«Δεν πάμε», λεν, «παιδιά, να δούμε ποια ψυχή εδωπέρα ζει».

Κανένας δεν ζούσε, μονάχα χρονολογίες και ονόματα πολλά
διάβασαν
πάνω σε Σταυρούς. Κατά λάθος πήραν το ξωκκλήσι για σπίτι.
Ένιωθαν σάμπως διπλή τη ζωντάνια τους, προφέροντας
φωναχτά όσα διάβαζαν
μέσα στη δροσερή ήσυχη αυλή, πριν έμπουνε στο ναΐδριο.

Αστοχώντας τις συνήθεις αμφιβολίες της εποχής
για τα μεταφυσικά,
όλοι τους, καθώς ενθυμούμενοι τους δικούς των άναψαν κεριά,
γοητεμένοι από το μελένιο φως, βάλθηκαν να εξετάζουν,
θέλοντας να δουν το κάθε τι μέσα στο μάλλον
σκοτεινό εσωτερικό.

Σε χρωματουργίες από την πολυκαιρία στους τοίχους
μισόσβηστες,
η Ορθόδοξη Χριστιανική Εποποιία αρχινούσε
απ’ το Νάρθηκα,
παν’ από ’ναν σωρό ρόβη στη γωνιά και την ξεχασμένη
μπούκλα του τσομπάνη,
παριστάνοντας αριστερά στον τοίχο, στον κυρίως ναό,
έναν έφιππο.

Από το κόκκινο τ’ άτι του ευθύς γνώρισαν
τον Άγιο Δημήτριο.
Διαβάζοντας όμως «ΣΚΥΛΟΓΙΑΝΝΗΣ», δίπλα
στην πεσμένη μορφή,
που την υποτάσσει τρυπώντας την με το κοντάρι του
ο Μυροβλήτης,
απόρεσαν, γιατ’ ήξεραν πως με τον Λυαίο η νίκη του Αγίου
σχετίζεται.

Τότε όμως ένας απ’ τη Σαλονίκη, καθώς θυμήθηκε
τα καλά παιδιάτα του,
όταν πέφτοντας σ’ ένα κατώγι άπλωσε ο Άγιος το χέρι του
και τον γλύτωσε,
είπε πως είναι αναρίθμητες οι νίκες του Πολιούχου
στην πραγματικότητα,
και απ’ τα συναξάρια όπως το θυμόταν εξιστόρησε
το περιστατικό.

Όταν ο τσάρος των Βουλγάρων όλη τη Μακεδονία
καταστρέφοντας,
έφτασε απ’ το Λαγκαδά κι απ’ τον Γαλλικό ταυτόχρονα
μπροστά στην πόλη,
αγναντεύοντας από ’να ύψωμα όλη την έκταση της πόλης
με τα οικήματα
την ίδια νύχτα πατάχτηκε αυτοπροσώπως απ’ τον Άγιο.

Τα λόγια του με την πυκνή παράθεση των συγκεκριμένων
τοπωνυμιών
δίνοντας σάρκα και οστά σε όσα γνώριμα της πόλεως
αναθυμόταν,
χόρταιναν τις αισθήσεις των συναδέλφων του παρουσιάζοντας,
όχι ένα κτίσμα, αλλά σάμπως μια γυναίκα ζωντανή,
τη Θεσσαλονίκη.
(1944)

Νίκος-Γαβριήλ Πεντζίκης, «Συμβάν», Ποιήματα, Αγροτικές Συνεταιριστικές Εκδόσεις, 1988.