Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων



ΡΙΤΑ ΜΠΟΥΜΗ - ΠΑΠΑ

Η ΧΡΥΣΩ

(Β΄απόσπασμα σσ. 89-99)

 

Η μνήμη είναι βαθύ πηγάδι. Κι όσο ανασέρνεις με το σχοινί και τον κουβά, τόσο και βγαίνει νερό καινούργιο, καθάριο, ζωντανό που σ’ ανασταίνει. Αριστερά απ’ το «Μεγάλο Δρόμο», τον αμαξιτό, που ξεκινούσε καλοστρωμένος από το κέντρο της πυκνοκατοικημένης πόλης κι έφτανε στα εξοχικά προάστια, αφήνοντας πίσω μια σειρά εργοστάσια και φάμπρικες κάθε λογής, βυρσοδεψεία, κλωστήρια, υφαντουργεία, σμυριγλάδικα, γυαλάδικα, άρχιζε ένας χωματόδρομος προς τα Λειβάδια και τις Καλαμιές.

Ένας μεγάλος βάλτος γεμάτος καλαμιές και βούρλα, με χώμα κόκκινο, εύπλαστο κι ελαστικό σαν ζύμη, τράβηξε κατακεί Σιφνιούς αγγειοπλάστες, που στήσαν τ’ αργαστήρια τους και τα καμίνια. Βγάζανε προϊόντα πήλινα, να τα ζηλεύεις. Αν κι ο τόπος είχε γυαλάδικο εργοστάσιο που ’βγαζε εκτός από τζάμια και γυαλικά και πιατικά, τα «σιφνέικα», όπως τα λέγανε, είχαν μεγάλη κατανάλωση, γιατί ήτανε φτηνά. Κι ο φτωχόκοσμος με δαύτα πορευόταν στο νοικοκυριό του. Και τι δεν πλάθανε με τη χωματένια ζύμη τα λασπωμένα χέρια των Σιφνιών, μόλις το ξυπόλητο πόδι τους έβαζε τον τροχό σε κίνηση. Σχήματα αμέτρητα γεννιόταν μέσα στις δυο παλάμες τους. Με πόσες γιρλάντες, πουλιά και κυπαρίσσια, βαρκούλες με πανιά, ύστερα τα στολίζανε. Ήταν να τόνε χαίρεσαι το φτωχό Σιφνιό, σαν ζύγιαζε την κίνηση του τροχού με το γυμνό του λασπωμένο πόδι, πότε γοργά, πότε αργά, ανάλογα με το σχέδιο που φτεροκόπαγε μες στο μυαλό του. Είδη πρώτης ανάγκης. Λεκάνες κόκκινες μεγάλες για του ψωμιού το ζύμωμα, φουφούδες, φουφουδάκια για το μαγεριό, τσουκάλια και γκιουβέτσια, σουπιέρες και πιατικά λογής λογής, πιατέλες, κιούπια για το νερό και στάμνες, κανάτια, μαστραπάδες, φλιτζάνια, καντηλέρια, θυμιατήρια, αλατιέρες, ποτήρια, τρίφωτα και τετράφωτα λυχνάρια. Όλα πλασμένα με κείνο το κόκκινο πηλό, που ζύμωνε ο τεχνίτης τραγουδώντας σιφνέικα «κοτσάκια», πλεγμένα με τ’ «αμάνι-αμάνι»… Στους Σιφνιούς χρωστάει η Ελλάδα τη φύλαξη και τη συνέχιση της αρχαίας τέχνης της αγγειοπλαστικής. Με τι μεράκι χάιδευαν το σχήμα προτού το ψήσουν στο καμίνι. Αμέ τ’ αλοίφωμα, το στόλισμα, τι χέρι αγγέλου το εκτελούσε! Και να κουβεντιάζεις μ’ αυτό το λασπωμένο κουρελιάρη, και να σου λέει αράδα με καμάρι: «αθάνατη αρχαία τέχνη!» Και μήπως φτιάχναν μόνο λαγήνια και σκεύη της κουζίνας; Φτιάχναν λογής λογής στολίσματα για τις προσόψεις των σπιτιών. Αγάλματα, γοργόνες, σφίγγες και περιστύλια για τις πόρτες και ορθοστάτες, υποστηρίγματα σε αρχαίο ρυθμό για τα δώματα και τους εξώστες. Με απανωτά στρώματα γύψο δεν ξεχωρίζαν απ’ τα μαρμαρένια. Έπρεπε να τα ψηλαφίσεις, να τα χτυπήσεις, για να πειστείς πως ήταν έργα χωματένια, βγαλμένα από μήτρες και ψημένα στο καμίνι.

Μα, ας ξαναμπούμε (δεν το ξέχασα) στο Μεγάλο Δρόμο, το δρόμο τον αμαξιτό, που είχε κιόλας σχηματίσει «δίκτυο». Δρόμοι δεκάδες χιλιόμετρα, που ανοίχτηκαν μες στα βουνά με δυναμίτη και στρώθηκαν από τη μερμηγκιά της εργατιάς. Η πέτρα ρόδινη που αχτινοβόλαγε στον ήλιο, τη φέρνανε τα κάρα απ’ τα νταμάρια. Σειρά οι εργάτες καθιστοί δεκάωρα τη σπάζαν με κασμάδες και σφυριά για να στρωθεί ο ίσιος δρόμος μέσα από τα κατσάβραχα και τις κακοτοπιές. Περνούσε ο οδοστρωτήρας φερμένος από την Ευρώπη και ισοπέδωνε όλες αυτές τις πέτρες. Ύστερα τα καζάνια του συνεργείου λιώναν την πίσσα και την άπλωναν καυτή με φτυάρια σ’ όλη την επιφάνεια. Στο τέλος σκέπαζαν την πίσσα με άμμο κουβαλημένη απ’ τους γιαλούς της Σύρας. Δρόμοι πρωτοφανέρωτοι στη χώρα μας. Τι στοίχιζαν; Τα έξοδά τους τ’ αντιμετώπιζε ο πλούσιος Δήμος της Ερμούπολης, της πολιτείας που προστάτευε εκείνος, ο αρχαίος ντελάλης θεός, ο Ερμής, με τα φτερωτά πέδιλα, το φτερωτό σκουφί και το κηρύκειο με τα δυο φίδια που συμφιλίωσε σαν τα ’βρε να μαλώνουν.

Πάνω στους ίσιους αυτούς δρόμους κυλούσαν τ’ αμάξια των πλούσιων που τα τραβούσαν ένα ή δυο άλογα που τρέχανε με ρυθμικούς βηματισμούς. Μέσα σ’ αυτά τα μυθικά αμάξια, μαύρα σαν το λουστρίνι, που άστραφταν, κάθονταν οι αρχόντοι κι οι αρχόντισσες του τόπου ακόμα και για να πάνε την Κυριακή στην εκκλησιά, να επιδειχτούν, να ρίξουν στο δίσκο της εκκλησιάς και στις παλάμες των ζητιάνων ένα δυο γρόσια. Μα προπαντός τ’ αμάξια πηγαινοέρχονταν, ξεχωριστά το καλοκαίρι, στις βίλες που ’χαν χτίσει στα διάφορα χωριά, στις πιο ωραίες τοποθεσίες. Οι αμαξηλάτες (και ποιος δε ζήλευε την τύχη τους) ντυμένοι με μπλε στολές, χρυσά κουμπιά και γάντια, δεν πάταγαν ποτέ στη γη. Οδηγώντας τ’ άλογα του αφέντη τους, βλέπαν τον κόσμο από ψηλά και σαν ανέμιζαν το καμουτσίκι, πατώντας το κουδούνι ρυθμικά, όλοι παραμερίζανε τρεχάλα, για να περάσει τ’ όχημα.

Και που πηγαίνανε οι νιοστρωμένοι δρόμοι σ’ ένα νησί που όλο του το πλούτος ήταν τα θυμάρια που μοσχοβόλαγαν όταν τα πύρωνε ο ήλιος και φύσαγαν οι ανέμοι του καλοκαιριού; Στην εσωχώρα του νησιού. Ο ένας συνέχιζε από την Πέτρα και πέρναγε απ’ τα φραγκοχώρια, Μάνα, Χρούσα, Παρακοπή, Φοίνικα, Ντελαγκράτσια, κι έφτανε μέχρι τ’ αμμουδερά ακρογιάλια τους. Άλλος δρόμος σ’ ένα σημείο, άνοιγε κλαδί για το ολόδροσο χωριό Κοϊμός, χτισμένο σε μια ρεματιά ολοπράσινη γεμάτη από φρουτόδεντρα φυτεμένα απ’ τους ιδιοχτήτες. Ο κύριος δρόμος, έξη χιλιόμετρα απ’ την πόλη, σταμάταγε στο ξακουστό μας Πισκοπιό, που οι άρχοντες είχαν μεταμορφώσει σε παράδεισο, όπως και τ’ άλλα χωριά που προαναφέραμε κι απέχαν απ’ την πόλη δεκάξη και δεκαοχτώ χιλιόμετρα. Για να μεταμορφωθούν εκτάσεις άγονες, με θέα όμως περίβλεπτη, που οι πλούσιοι αγόραζαν απ’ τους αθώους χωρικούς με μετρητό, ξοδεύτηκαν μπορεί κι εκατομμύρια, όταν το μεροκάματο του εργάτη ήτανε το πολύ ένα δίφραγκο. Δυο δηλαδή δραχμές, με ώρες αλογάριαστες δουλειάς. Φέρανε Βαυαρούς, Γάλλους, Ιταλούς αρχιτέκτονες, μηχανικούς, γεωπόνους, κηπουρούς, ανθοκόμους, ζωγράφους, διακοσμητές. Οίστρος, μεράκι, άμιλλα. Ποιος θα ’χτιζε την πιο φανταστική έπαυλη μέσα στη Σύρα. Όλα τα μεγάλα ονόματα, βιομήχανοι, μεγαλέμποροι, τραπεζίτες κι αργότερα οι εφοπλιστές, υψώσανε αληθινά παλάτια, τέτοια που δεν τα είχανε μήτε οι βασιλιάδες της Αθήνας. Πύργοι, πισίνες, κρήνες, συντριβάνια, αγάλματα παντού κρυμμένα μες στο πράσινο, αρχαίοι θεοί, με τα πρωτεία στον πολιούχο Ερμή τον κερδοφόρο, αλτάνες, θερμοκήπια, πευκώνες, σπάνια τροπικά φυτά, με τα περίπτερα για το κυνήγι και αναπαυτήρια κάτω απ’ τα μυροβόλα δέντρα, τραπέζια και καθίσματα μαρμάρινα και ξέφωτα σαν θόλοι εκκλησιάς. Όλα φτιαγμένα απ’ την αρχή σ’ άγονα και πετρώδικα εδάφη με εκβραχώσεις και ποτάμια ιδρώτα, άνοιγμα πηγαδιών, κι αμέτρητα φορτία χώμα φερμένο από ήμερες μεριές. Μια απίθανη ανοικοδόμηση το δέκατο ένατο αιώνα πάνω σ’ ένα νησάκι τόσο δα, που όμως ήταν ξακουστό και από τότε οι ξένοι τ’ ονομάζανε «πύλη της Δύσης». Μετά, τα σχέδια των επαύλεων τ’ αντίγραψαν τα Φάληρα, κι οι Κηφισιές.

Κάθε Συριανός άρχοντας (μεγάλα ονόματα, που μέχρι τώρα διατηρούν τη λάμψη τους και δεν πνιγήκανε στη σημερινή τερατώδικη Αθήνα του τσιμέντου και των εκατομμυρίων κατοίκων – κάθε καρυδιάς καρύδι) – υπουργοί, βουλευτάδες, μεγαλέμποροι, βιομήχανοι, τραπεζίτες, γιατροί και δικηγόροι, ζητούσαν να ξεπεράσουν σε μεγαλείο και πρωτοτυπία ο ένας τον άλλο. Όλοι φιλοδοξούσαν να χτίσουν μια μινιατούρα από τις Βερσαλλίες, το Φοντενεμπλώ, το Σαν Σουσί του Φρειδερίκου της Πρωσίας. Έτσι δημιουργήθηκαν σ’ ένα μικρό νησί με φτωχή γη, τόποι μαγευτικοί κι αρχοντικά ονομαστά που φιλοξένησαν τον Όθωνα, την Αμαλία κι αργότερα το Γεώργιο, την Όλγα. Κι εκτός από τους βασιλιάδες, αυλικούς (η Ερμούπολη είχε δώσει δυο τρεις Κυρίες της Τιμής για τις Βασίλισσες), πρεσβευτές, πολιτικούς και πρόξενους, διάσημους ξένους επισκέπτες, που έρχονταν να γνωρίσουν από κοντά την «ευρωπαϊκή» Ελλάδα, και γράφανε τις εντυπώσεις τους ύστερα σε βιβλία και στον τύπο. Τα γύρω Κυκλαδονήσια, γυμνά, φτωχά και πεινασμένα, έστελναν εργατιά για τα εργοστάσια και υπηρέτριες για τα πλουσιόσπιτα.

Τ’ αρχοντικά τους μες στην πολιτεία και τι δεν έκλειναν. Κάθε αρχοντικό, αν δεν εγκαταλείπονταν από τα πρώτα χρόνια του εικοστού αιώνα απ’ τους ιδιοκτήτες του που ήρθαν στην Αθήνα πια να ζήσουν, θα ’τανε σήμερα ένα μικρό Μουσείο. Από αρχαία αγαλματάκια κυκλαδικά, ασημικά και πορσελάνες του Μάισεν, της Βενετιάς, της Κίνας, οικόσημα στην πέτρα σκαλιστά και κεντημένα στα υφάσματα, λινά, μετάξια, χρυσά κρεβάτια, περσικά αυθεντικά χαλιά, κομψοτεχνήματα δυσεύρετα, αγορασμένα σε ταξίδια αναψυχής στη Δυτική Ευρώπη, στη Ρωσία, στις Ινδίες. Πίνακες με πορτραίτα των προγόνων πλαισιωμένα σε κορνίζες που η κάθε μια ήταν ξεχωριστό έργο τέχνης, έπιπλα, πολυέλαιοι, καθρέφτες. Η εικόνα της σπιτικής χλιδής συνεχιζόταν στο θερμοκήπιο, όπου ήταν φυτεμένα τα πιο σπάνια τροπικά φυτά. Ένας μικρός θαρρείς ναός με θαμπά τζάμια ολοσκέπαστος, με τραπεζάκια και καθίσματα πλεγμένα με μπαμπού από Ινδούς, Κινέζους. Το μέρος τούτο, το χρησιμοποιούσανε για καπνιστήριο. Μετά απ’ το φαγοπότι οι αφέντες κι οι προσκαλεσμένοι τους αποσύρονταν, κάτω από αροκάριες, για να καπνίσουν πούρα ή τσιγάρα ευωδιαστά, να κουβεντιάζουν, πίνοντας καφέδες, για την οικονομική ζωή της Σύρας που ήταν ανεξάρτητη, για τα δάνεια που κάθε τόσο δίνανε στο Κράτος, να στρώσουνε καινούργια σχέδια για ανάπτυξη, για νέα εργοστάσια και εισαγωγές από τις αποικίες και να ελέγξουν την πολιτική και όλη την κατάσταση στη χώρα.

Μέσα στ’ αρχοντικά των μεγαλοαστών υπήρχε ένας θησαυρός από βυζαντινές εικόνες, χρυσά περικαλύμματα Ευαγγελίων, τρίπτυχα με ηλικία αιώνων. Συλλογές από πολύτιμες πέτρες, ξένα και ντόπια γραμματόσημα, βιβλία ελληνικά και γαλλικά σε κάθε βιβλιοθήκη. Οι Χιώτες άρχοντες, σαν πιο μορφωμένοι και κοσμογυρισμένοι, είχαν το πάθος του συλλέκτη.

Κάθε αρχοντικό είχε καμμιά φορά και δέκα υπηρέτες μαζί με τον αμαξηλάτη και τον κηπουρό. Τους διοικούσε έμπιστος διαχειριστής που ρύθμιζε τα πάντα σαν διευθυντής. Αυτός αγόραζε τα τρόφιμα, έδινε τις εντολές της Κυρίας για τα φαγητά στη μαγείρισσα. Αυτός επιτηρούσε και την καθαριότητα, την τάξη του σπιτιού. Αυτός μισθοδοτούσε το υπηρετικό προσωπικό, κρατούσε τους λογαριασμούς, φρόντιζε για τη συντήρηση και κάθε ανάγκη του σπιτιού, μια βλάβη, μια επιδιόρθωση και ό,τι άλλο. Ο οικονόμος ήξερε γράμματα, λογιστικά, πλήρωνε τους προμηθευτές και τα διεύθυνε όλα σα μαέστρος. Αυτός μπορούσε να πλησιάζει τ’ αφεντικά, όποτε χρειαζόταν. Οι άλλοι υπηρέτες, κι ήταν τα περισσότερα ωραία κορίτσια διαλεγμένα στην Άνδρο, Πάρο, Τήνο, Νάξο πλησίαζαν την Κυρία μονάχα όταν τα καλούσε κείνη. Γι’ αυτό το λόγο ήταν εντοιχισμένος ψηλά στον τοίχο της προκουζίνας ένας μικρός πίνακας μαύρος με αραδιασμένα γεωμετρικά δέκα ή δώδεκα κουμπιά. Κάθε υπηρέτης είχε το κουμπί του. Όταν, εκεί που εργαζόταν ο καθένας στη δική του δουλειά, ακούγονταν ένα κουδούνισμα, εν’ απ’ αυτά τ’ άσπρα κουμπιά γινόταν κόκκινο. Το κάλεσμα ερχόταν από τα διαμερίσματα της Κυρίας. Τότ’ έσπευδαν οι άλλες να ειδοποιήσουνε την υπηρέτρια που έδειχνε το κόκκινο κουμπί.

—Μαρούσα! Γαρουφαλιά! Ντομένικο! Καρμέλα!… Τρέξε, η Κυρία!

Κι έπρεπε πρώτα να ευπρεπιστεί η κοπέλα, βιαστικά να σιάξει τα μαλλιά της, να φορέσει την άσπρη της ποδιά και να τρέξει στα πάνω δώματα του μέγαρου, γελαστή, πρόθυμη και υποταχτική. Τα γύρω κυκλαδονήσια, όπως είπαμε, στέλναν την εργατιά για τις φάμπρικες της Σύρας και τις υπηρέτριες για τ’ αρχοντικά της. Ένα ανθρώπινο υλικό θεοσεβούμενο, αγαθό, υποταχτικό, που θεωρούσε τ’ αφεντικό ευεργέτη ύστερα από το θεό. Ξεχωριστά για μια κοπέλα ήταν μεγάλη τύχη να περετάει σ’ ένα τέτοιο σπίτι. Εξόν που μάθαινε να μιλάει και να φέρεται διαφορετικά, να ντύνεται «ευρωπαϊκά», αποχτούσε και κάποια δύναμη. Γινόταν νύφη περιζήτητη για τα προσόντα της, την ομιλία της, το παρουσιαστικό της, αλλά και την υποστήριξη του αφεντικού. Την προίκα που ’διναν απλόχερα οι άρχοντες αυτοί σ’ αυτούς που τους υπηρετούσαν πιστά. Γι’ αυτό, μετά το γάμο τους εντάσσονταν στην τάξη των νοικοκυρέων.

Όλα τούτα τ’ αρχοντικά που ήταν σαν φρούρια χτισμένα στη συνοικία της Μεταμόρφωσης και στα «Βαπόρια» με τη θαυμάσια θέα προς τ’ ανοιχτό πέλαγος. Σ’ αυτή προπάντων τη συνοικία, όπου αργότερα χτίστηκε κι ο περίλαμπρος ναός του Αγίου Νικολάου, κατοικούσε η συριανή πλουτοκρατία. Η πρόσοψη των αρχοντόσπιτων έβλεπε προς το δρόμο χαραγμένο και στρωμένο μέχρι την Αμπέλα, οι πισινές πλευρές τους ήταν στραμμένες προς τη θάλασσα, μ’ εξώστες, λιακωτά, παράθυρα πολλά να μπαίνει ο ήλιος μόλις πρόβελνε απ’ τα βουνά της Τήνου και τη Δήλο, κι έβαφε όλη την πυκνοκατοικημένη Σύρα μενεξεδιά και τριανταφυλλένια. Τα θεόρατα αυτά πέτρινα χτίσματα κρέμονταν πάνω απ’ το νερό, κι όπως στη Βενετιά τα θεμέλια τους ήταν στημένα και στη στεριά και στο νερό. Είχαν κάτι θολόχτιστα υπόγεια με πελώριους χώρους αποθηκευτικούς, που όταν φουρτούνιαζε, το κύμα έμπαινε μέσα ανεμπόδιστα και ξάπλωνε με τους αφρούς τους.

Η ιστορία της Σύρας, η φήμη, που από στόμα σε στόμα πέρασε έναν αιώνα κι έφτασε ως τις μέρες μας, μαρτυρούσε πως ο μεγάλος πλούτος που είχε αποκτηθεί από κάμποσες οικογένειες, ήταν καρπός ενός εμπόριου ανεξέλεγκτου που διεξάγονταν σε βάρος του δημόσιου. Ολόκληρα φορτία μεταφέρονταν λαθραία μπροστά στ’ αρχοντικά από πλεούμενα κοντραμπατζίδικα λογής λογής. Ρίχναν τις άγκυρες, δέναν στα βράχια τις γούμενες, πέφταν ξυπόλητοι οι ναύτες στο γιαλό, φορτώνονταν στην πλάτη κάσες, σακιά, ως που αδειάζανε τ’ αμπάρια. Άλλοι εργάτες έμπιστοι τ’ αφεντικού τοποθετούσαν το εμπόρευμα και το στιβάζανε σε ντάνες, σε κείνες τις υπόγειες αποθήκες, για να παζαρευτεί σιγά σιγά και να χυθεί στην ντόπια και στην ξένη αγορά. Εμπορεύματα φερμένα απ’ το εξωτερικό. Υφάσματα εγγλέζικα ακριβά, καφέδες, ζάχαρη, ρύζια, μπαχαρικά. Κι ακόμα σιτάρι από τη Ρωσία, δέρματα και μαλλιά από τη Μικρασία, τσίτια από την Αγγλία, υφάσματα λεπτά ακριβά από τη Γερμανία, που τα ζητούσαν οι αρχόντισσες στα Εφτάνησα, στο Ναύπλιο, στην Αθήνα.

*

Αλληλένδετα με τη βιομηχανία, τη ναυπηγική, το εκρηκτικό διακομιστικό εμπόριο, που η κίνησή του είχε επιβάλει την ίδρυση της πρώτης στην Ελλάδα Ελεύθερης Ζώνης στα 1837, και το χτίσιμο από Βαβαρούς αρχιτέκτονες των Τελωνείων με τους μοναδικούς σε μέγεθος χώρους αποθήκευσης, πάνω στον κύριο βραχίονα του λιμανιού, ήταν κ’ η ναυτιλιακή πρωτοφανέρωτη ανάπτυξη, μητέρα της σημερινής μεγάλης ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας. Ο εμπορικός στόλος της Σύρας, ξεπερνούσε σ’ όλο το δέκατο ένατο αιώνα σ’ αριθμό καραβιών, χωρητικότητας και με χιλιάδες ναύτες πληρώματα, ακόμα και τον εμπορικό στόλο του Γαλαξειδιού και της «Μικρής Αγγλίας», όπως αποκαλούσανε οι Έλληνες την Ύδρα τα πρώτα χρόνια ύστερα από τη σύσταση Ελληνικού Κράτους. Στη Σύρα γεννήθηκε απ’ το τίποτα μια ισχυρή εμποροναυτιλιακή κίνηση, γνωστή σε όλη τη Μεσόγειο, τις χώρες της Ανατολής, την Ινγκιλτέρα. Τη Σύρα είχαν σαν αφετηρία όλοι οι καραβοκυραίοι. Εκεί είχαν τα γραφεία τους (γραφείο μισό ή ένα το πολύ δωμάτιο). Από κει στέλναν κι έπαιρναν με το ταχυδρομείο, ό,τι σήμερα γίνεται με τις τηλεπικοινωνίες και τα τέλεξ. Η Σύρα ήταν που έμαθε σ’ όλους τους ναυτικούς πως υπήρχε ένας τηλεγραφικός κώδικας, που τους βοηθούσε να κάνουν και οικονομία και να εξασφαλίζουν στα τηλεγραφήματά τους τη σιγουριά της εχεμύθειας. Ο σημερινός ναυτιλιακός γίγαντας Περαιάς, την εποχή αυτή ήταν έμβρυο. Για ν’ ανταποκριθεί στη ραγδαία αυτή ανάπτυξη του εμπόριου και της ναυτιλίας, η Αγγλία, έστησε στη Σύρα το πρώτο Τηλεγραφείο της Ήστερν, που είχε τότε τον πιο ισχυρό τηλεπικοινωνιακό σταθμό σε όλη την υδρόγειο. Εκεί στήθηκε αργότερα κι ο πρώτος ασύρματος σταθμός «Μαρκόνι», για να εξυπηρετεί ταχύτερα αυτό τον οικονομικό πνεύμονα της χώρας, αναπτυγμένο σ’ ένα νησάκι των Κυκλάδων τόσο δα.

Διαταγές φορτίων πηγαινοέρχονταν καθημερινά. Προσφορές για πώληση ή αγορά καραβιών, για αγορά ή πώληση φορτίων. Παραγγελίες για ναυπήγηση ξύλινων φορτηγών στον περιβόητο Ταρσανά. Από τη Σύρα ξεκινούσαν για τη θαλασσινή τους σταδιοδρομία οι Έλληνες ναυτικοί. Από κει ναυτολογούσαν τα πληρώματά τους. Από τη Σύρα έκλειναν τα κάθε λογής συμφωνητικά συμβόλαια για τις μεταφορές των εμπορευμάτων. Τα κέρδη κάναν πλούσιους μέσα σε λίγο καιρό τους έξυπνους ναυλομεσίτες, τους εμπόρους. Κέρδη. Και στη Σύρα ξοδεύονταν σπάταλα όλος αυτός ο πλούτος, που έπεφτε βροχή στα χέρια όσων έπαιρναν μέρος στις ναυτιλιακές διαδικασίες. Κ’ ήταν ναυτιλιακά τα χρήματα που ξοδευόντουσαν για κάτι παραπανίσια έξοδα επίδειξης, που η φρόνιμη δημογεροντία δεν επικροτούσε, μα δεν μπορούσε και να τα εμποδίσει, αφού μάλιστα έβλεπε, πως όλοι τούτοι που είχαν αλισιβερίσια με μπάρκα και καράβια, ήτανε άντρες μερακλήδες. Στολίζανε την πόλη με ωραία έργα, που τα ’βλεπαν με το άντε κι έλα στην Ευρώπη και τα ’φερναν στη Σύρα. Άνοιγαν λέσχες, μπυραρίες, καφέ σαντάν, χοροδιδασκαλεία, μα και σχολεία μουσικής, φιλανθρωπικά καταστήματα, έδιναν χορούς, έφερναν μουσικούς θιάσους από την Ιταλία, τη Γαλλία, με ξακουστά ονόματα τραγουδιστών, να ιδούν οι Συριανοί τις πριμαντόνες ν’ ακούσουνε τενόρους και κοντράλτες από τη «Σκάλα» του Μιλάνου, το Σαν Κάρλο της Νάπολης. Γιατί, καθώς πιστεύανε, το νεοχτισμένο θέατρό τους «Απόλλων», αντίγραφο της «Σκάλας», αν και πολύ μικρότερο, δεν είχε να ζηλέψει τίποτε σε λάμψη, πολυτέλεια και στολισμό. Ιδίως στις πρεμιέρες, όταν οι τρεις σειρές των βελουδένιων θεωρείων κι η κατακόκκινη βελούδινη πλατεία γέμιζαν κόσμο ντυμένο επίσημα, κυρίες έξωμες με τις εξωτικές τις χτενισιές και τα διαμαντικά που αστράφταν με κάθε τους κίνηση, στους ολάσπρους λαιμούς, στα δάχτυλα τα δαχτυλίδια, στα μπράτσα τα βραχιόλια, και καθρεφτίζανε τους πάμφωτους κρεμαστούς πολυελαίους, καθώς αεριζόταν οι κυρίες με κάτι πελώριες βεντάλιες από φτερά, εξωτικών πουλιών. Ξιπασμός ασυγκράτητος, νεοπλουτικός και κραυγαλέος κυριαρχούσε σ’ αυτή ιδίως την τάξη των μεγαλέμπορων, τραπεζομεσιτών και κείνων που πλουτίζανε ραγδαία με τις δουλειές της θάλασσας, τους ναύλους, τις αγοραπωλησίες σκαριών.

Τα νέα ήθη που μπαίναν στο νησί, τα νέα από την Ευρώπη, έσπρωξε πρώτη φορά να οργανωθεί κ’ η εργατική τάξη σε συντεχνίες ξεχωριστές, να ιδρύσει την «Αλληλοβοήθεια», ένα αυτασφαλιστικό ταμείο που βοηθούσε στις μεγάλες τους ανάγκες τους εργάτες, και τους καλούσε να μάθουνε δυο γράμματα στο κυριακάτικο σχολειό που ’χε ιδρύσει. Κι απ’ όλα, το πιο σημαντικό, ξυπνούσε στη συνείδηση της εργατιάς την αίσθηση για δικαιώματα, για αμοιβή πιο δίκαιη, για όρους δουλειάς πιο ανθρωπινούς.

Οι νέες συνήθειες, οι νέοι τρόποι ζωής, που αγκάλιαζε η νεολαία της τάξης των νοικοκυραίων, που αποκόβονταν σιγά σιγά από κάθετι που θύμιζε Τουρκιά κι Αντολή, καφάσια και γυναικωνίτες, φέσια, τσουμπέδες, βράκες, ναργιλέδες. Μαζί όμως μ’ αυτά, απόδιωχναν και την εγκράτεια των νέων, τη φιλεργία, το αίσθημα της ευθύνης, έτσι που γρήγορα οι νέοι αυτοί σχημάτισαν ένα «ρεμπέτ ασκέρ», καθώς τους αποκαλούσαν οι παλιοί. Σ’ αυτό το στερνό τέταρτο του δέκατου ένατου αιώνα, στερεωμένες οικονομικά οικογένειες, πειθαρχημένες στους γονιούς και στην παράδοση κάθε φαμίλιας, άρχισαν να κλονίζονται κι ατράνταχτες περιουσίες να μαδούνε σαν δέντρα το φθινόπωρο.

Μαζί με τα ευρωπαϊκά έθιμα, τα μαγαζιά με τις βιτρίνες, τα κομμωτήρια, τα μοδιστράδικα και τους φραγκοραφτάδες που γέμισε η Σύρα και ράβανε κουστούμια «ψαλλιδόκωλα» με υφάσματα εγγλέζικα, μαζί με τα ψηλά καπέλα, τα γάντια, τα μπαστούνια, τις μπέρτες, τα μεταξωτά τ’ ατλάζια, τις νταντέλες, τους κορσέδες, τ’ αρώματα, τα καπέλα με τα φτερά και τα φουστάνια της τελευταίας παριζιάνικης μόδας για τις Συριανές «κοκώνες» του Ροΐδη, μπήκαν στον τόπο και δαιμόνια. Ο τζόγος στις λέσχες και στα καφενεία, τα πιοτά, οι ταβέρνες, το μεθύσι. Οι αμέτρητες ξενόφερτες γυναίκες που πουλιόνταν και ξεπαράδιαζαν τους άντρες, χωρίζανε αντρόγυνα. Σειρά ξεδιάντροπα τα σπίτια του έρωτα τα φανερά, χωριστά τα κρυφά με τις αρρώστιες και την ξετσιπωσιά, που μεταδίνονταν και στα πιο κάτω στρώματα, μολύνοντας κι ανθρώπους του λαού, την εργατιά, μέχρι και τους θεοσεβούμενους. Φτάναν στη Σύρα κατευθείαν απ’ τη Γαλλία, την Ιταλία, τη Ρωσία, την Αίγυπτο κόσμος λογιώ λογιώ. Περιηγητές που ζήταγαν να γράψουν εντυπώσεις, φραγκοκαλόγεροι και δάσκαλοι που ανοίγαν γαλλικά σχολειά ή δίδασκαν στο σπίτι τα παιδιά των πλούσιων ξένες γλώσσες, φραγκοπαπάδες παιδαγωγοί που συνόδευαν στον περίπατο τα βλαστάρια των μεγαλέμπορων και των βιομηχάνων. Καταφθάναν ακόμα ζωγράφοι, Ιταλοί και Ρώσοι πολιτικοί φυγάδες, που εικονογραφούσαν και τοιχογραφούσαν εκκλησιές και σπίτια, πορτραιτίστες, που κέρδιζαν παρά και τον ξοδεύαν στο αλκοόλ. Κι ανάμεσα σ’ αυτούς, απατεώνες, ομοφυλόφιλοι και μέχρι έμποροι χασίς! Γιατί η Σύρα του πλούτου και της μαύρης φτώχιας καυχιόταν για τα ολονύχτια κέντρα της και τα καφεσαντάν, όπου τραγουδούσαν και χόρευαν μισόγυμνες γυναίκες, κι όπου άρχισε να συχνάζει όχι μονάχα η νεολαία των πλούσιων πατεράδων μα και των νοικοκυραίων, που δίψαγαν να νιώσουν καινούργιες συγκινήσεις, αδιάφοροι για τα λεφτά που ξόδευαν στις μπύρες, στο φαγοπότι, στα λουλούδια και στον έρωτα.

Οι περισσότεροι διασκεδάζανε με ευπρέπεια. Δεν κυλιόνταν στους δρόμους μεθυσμένοι, ούτε τους πήγαιναν σηκωτούς στα σπίτια τους, όπως γινότανε συχνά ακόμα και με νοικοκυρόπαιδα.

Οι ερωτευμένοι σπαταλούσαν ασυλλόγιστα ποσά για να φαντάξουν στα μάτια του κοριτσιού που αγάπαγαν, μα και της φαμίλιας της, κι ακόμα και της γειτονιάς της. Νοίκιαζαν για όλη τη νύχτα ολόκληρες ορχήστρες και μισομεθυσμένες οι παρέες των λιμοκοντόρων, έπρεπε να περάσουν από τη συνοικία και το σπίτι της καλής τους, να ξυπνήσουν απ’ τον ύπνο τα γλυκά μάτια της με μια άρια από την «Τραβιάτα», την «Κάρμεν», το «Ριγολέτο», ή κι ένα τραγουδάκι μελοποιημένο του Σολωμού, που είχε αρχίσει να γίνεται της μόδας και στη Σύρα. τι ενθουσιασμός που τα ’πιανε τα παλικαράκια με τα ψηλά σκληρά κολάρα, σαν τύχαινε να τρίξει γρίλια, ν’ ανοίξει ένα παράθυρο μεσάνυχτα, να ιδούν κορίτσια με τα μαλλιά χυτά στους ώμους! Πετούσαν τα ημίψηλα, χούφτες κέρματα στον αέρα, όπως συνήθιζαν και στα βαφτίσια οι Συριανοί νονοί, λεφτά που ανήκαν στην ορχήστρα, έξτρα απ’ την αμοιβή της, και που στο τέλος της σερενάτας άναβαν σπίρτα οι μουσικοί και τα μαζεύαν ψάχνοντας μες στο σκοτάδι, ενώ χαχάνιζαν οι νεαροί, που γύριζαν στα σπίτια τους τις μικρές ώρες απένταροι μα ευτυχισμένοι.

 

Ρίτα Μπούμη – Παπά, Η Χρυσώ, Καρανάσης, Αθήνα 1984, σ. 89-99.