Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Τηλεφωνικό Κέντρο

(απόσπασμα)

Οι μονόλογοι της Μύριαμ

«ΜΑΣ ΠΑΙΡΝΟΥΝ…»

Ίσως δε με αναγνωρίσεις με την εξωτερική μου εμφάνιση και το καινούργιο μου όνομα. Ποτάμια μπήκαν ανάμεσά μας. Σύνορα κι άλλα πολλά. Τα μαντίλια στραγγίζουν στα ποτάμια και στεγνώνουν στον αέρα. Στον ελληνικό αέρα για τελευταία φορά. Κάποιος είπε: «Κοιτάξτε την Ελλάδα που φεύγει, γιατί εμείς δεν φεύγουμε. Μας παίρνουν, μα μένουμε ακόμα εκεί». Αντίο, Θεσσαλονίκη, μετά τον Αξιό ποταμό. Κανένα παράθυρο δεν είναι ανοιχτό να ιδούμε τα τείχη σου. Ακόμα κι εκείνο το κομμάτι στη συνοικία του Βαρδάρη που σέρνονταν οι άνθρωποι της χαμοζωής, μας αρνήθηκε τη θέα του. Από δω και πέρα πιο πολύ μας πλησιάζει σα μονότονη προσευχή, παρά σαν κραυγή διαμαρτυρίας, η φωνή του μικρού παιδιού. «Νερό, νερό!». Το βαγόνι είναι γεμάτο από φωνές. Νερό! Νερό!

»Οι πηγές στο φαράγγι σου ποτέ δεν στερεύουν. Μα… δε μπορώ τίποτε να σου υποσχεθώ για τους μήνες που ήθελες να περάσουμε εκεί. Ο λόγος του ανθρώπου έπαψε να του ανήκει. Αντίο, ωραίο σπίτι! Αντίο, ήλιε, Γρηγόρη! Με την ψυχή μας μονάχα είναι δική μας η πολιτεία. Δε μπορώ πια να περάσω ούτε από κείνο το καφενείο που κάπνιζε η σόμπα του.

»Λογαριάζαμε να φύγουμε για την Αθήνα. Να παραστήσουμε τον τυφλοπόντικα με τη βοήθεια όλων εσάς των φίλων μας. Ευτυχώς που ο παππούς πρόλαβε και πέθανε. Σχεδόν με περίμενε. Γι’ αυτό, Λουκιανή, βιαζόμουν να φύγω. Τον κηδέψαμε νύχτα με φαναράκια. Ήταν πολύ επιβλητική κηδεία. Ήρθαν οι ομόθρησκοι με τα διακριτικά τους, τ’ αστέρια της νύχτας. Η τελευταία κηδεία που είδαμε όλοι μας. Πρόλαβα και του διάβασα κομμάτια από την «Έξοδο». Του μίλησα για σένα. Ήθελα τόσο πολύ να σε διοχετεύσω στη σκέψη του. Τίποτε δε δέχτηκε παθητικά, παρ’ όλη την ηλικία και τη γνώση του. Όριζε το θάνατό του όπως και τη ζωή του και δεν έβαζε το Θεό να οπλίζει το τρίτο χέρι. Η θέληση κι η δύναμη ήταν το ίδιο για τον παππού. Οι λεγόμενοι «δυνατοί» δε μπορούσαν να του κανονίζουν την εσωτερική του πορεία. Καμιά ουτοπία, μου παράγγειλε, να μην έχω για το τι πρόκειται να συμβεί. Η τελευταία του λέξη ήταν «φύγετε». Ανάλογα με την περίσταση μετέτρεπε τη μορφή της πραότητας σε πολεμική μάσκα. Καλός ψαράς ανάμεσα στους ψαράδες και καλός δάσκαλος ανάμεσα στα παιδιά. Κοντά στο σπίτι μας είναι ένα ναυπηγείο. Τώρα τελευταία περνούσε αρκετές ώρες εκεί, παρά τη σωματική του ανημποριά. Έτσι προετοίμασε τη φυγή του Δαβίδ. Από έναν όρμο της Χαλκιδικής μπαρκάρανε για την Τουρκία μαζί με άλλους φυγάδες. Δεν πρόλαβαν όμως να περάσουν τα χωρικά ύδατα και τους πήραν το κατόπι οι Γερμανοί. Ύστερα από δραματικές περιπέτειες, κατάφεραν να κρυφτούν στις σπηλιές των ακτών και να γλιτώσουν. Συνδέθηκαν τελικά με τους αντάρτες.

»Όταν πληροφορηθήκαμε πως ο Δαβίδ ήταν ελεύθερος στα βουνά, ο παππούς φώναξε τη Ρουθ κι εμένα στο δωμάτιό του. Υποπτεύομαι πως δεν έβλεπε πια. Μας ξεχώριζε από ένστικτο. Δεν το ρώτησα. Κατάλαβα πως δε μας έμενε πολύ καιρός ούτε για τη ζωή ούτε για το θάνατο. Ακούμπησε τα χέρια του στα κεφάλια μας και μας είπε να θυμηθούμε τα λόγια του Απόστολου Παύλου για τους Εθνικούς και Εβραίους. Να τα θυμόμαστε πάντα και να πεισθούμε πως δεν υπάρχουν Εθνικοί και Εβραίοι. Επέμενε να το πιστέψουμε αυτό και ν’ αγωνισθούμε όλοι σαν ένας. Έκλεισε τα μάτια. Ένιωσα τα δάχτυλά του που πασπάτευαν τα μαλλιά μου. Ήθελε να βεβαιωθεί πως ήμουν εγώ. Δεν με διέκρινε με τη μορφή της Μαρίας. Του μίλησα. Φαίνεται πως μπέρδευε εικόνες παλιότερες και σύγχρονες. Φορούσε ένα μικρό σκουφάκι μαύρο. Του το ’βγαλα και φίλησα την κορφή του κεφαλιού του. Η Ρουθ κρατούσε τα χέρια του σφιχτά πάνω στο μάγουλό της».

Άνθρωποι στέκονταν πίσω της. Ήταν δικοί της που ήξεραν να σέβονται την ακινησία πάνω στο βρεγμένο μουράγιο. Μπροστά της η θάλασσα και το βλέμμα πέρα μακριά στον αντικατοπτρισμό της ερήμου. Βήματα δεν ακούστηκαν. Είχε σκεπάσει ο πατέρας με άμμο την αυλή που άλλοτε ήταν στρωμένη με χαλίκι. Τα σίδερα, που κάποτε κρεμούσε ο Δαβίδ τη βάρκα του, είχαν λυγίσει και γέμισαν μπουκέτα από μικρούτσικα μύδια.

«Ήρθαν κιόλας», σκέφτηκε, και δεν απόσπασε το βλέμμα από την παραλία της Θεσσαλονίκης που τα μεγάλα σπίτια καθρέφτιζαν τη ζωή στην ακίνητη θάλασσα. Κοίταζε λαίμαργα ν’ αρπάξει τις τελευταίες μπουκιές απ’ το πιάτο που τραβούσαν από μπροστά της. Αντίο, ωραίο σπίτι!

—Μυριάμ, φώναξε μαλακά η μητέρα.

Πλάι της στεκόταν μια άλλη γυναίκα. Έμοιαζε τόσο πολύ με το Γρηγόρη που δεν αμφέβαλλε ποια ήταν. Δεν την ξάφνιαζε τίποτα πια. Έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια. Δεν ήταν δυνατόν να ’χε ξημερώσει και τ’ όνειρο να τέλειωσε.

«…Μας απαγόρεψαν την κυκλοφορία. Θα σας κλείσουν σε γκέτο. Δεν προλαβαίνω να σας εξηγήσω τι είναι. Θα το μάθεις. Βιάζομαι να σου θυμίσω τη διαφορά της λάσπης και της πορσελάνης. Δεν κατεργάζονται οι άνθρωποι το υλικό με τον ίδιο τρόπο. Μη σκεπάζεις το πρόσωπό σου εσύ, καλό μου, που έχει μια αρμονία με τη φύση. Προετοιμάσου λοιπόν να βρεις την τρύπα που θα κρύψει την καταγωγή του ανθρώπου. Εκείνη που διδάχτηκες. Πόσο αλλιώτικα θα ’ρθω στην Αθήνα…».

—Μυριάμ, ξαναφώναξε η μητέρα, αυστηρά τούτη τη φορά.

Έδωσε σταθερά το χέρι στη μητέρα του Γρηγόρη κι εκείνη την έπιασε από τη μέση και μπήκαν σπίτι. Η Ρουθ συμμάζευε τα πράγματά της κλαίγοντας και ο Φαίδων, που ’χε συνοδεύσει τη μητέρα του, κοίταζε έξω στο δρόμο. Ο Γρηγόρης με τα πένθιμα ρούχα ήρθε να την αποχαιρετίσει. Τα χείλη τους μουρμούρισαν «αντίο» και τότε η μητέρα του έπεσε στην αγκαλιά της. Ο Φαίδων την απόσπασε και της είπε ν’ ανακοινώσει το σκοπό της επίσκεψής τους, γιατί ο χρόνος ήταν πολύτιμος.

—Συγγνώμη, είπε πρώτα η μητέρα κι ύστερα την παρακάλεσε να πάει σπίτι της. Θα την έκρυβε εκεί, στο δωμάτιό του, έστω κι αν την κρεμούσαν στην πλατεία Ελευθερίας. Θ’ αγωνιζόταν για τη ζωή της, το όφειλε στο παιδί της. Σιωπή από κάθε πρόσωπο εκεί μέσα, μετά το πρώτο ξάφνιασμα. Ένα βάζο με λουλούδια πάνω στο τραπέζι έδινε μια ειρηνική εικόνα. Ακόμα οι άνθρωποι διαφεντεύανε τον ανθρωπισμό τους.

—Είναι δύσκολο ν’ αποχωριστείς τους δικούς σου, συνέχισε η μητέρα του. Δε μπορώ να κάνω το ίδιο για όλους σας, μα ο Φαίδων έχει ετοιμάσει ένα καταφύγιο για τους άλλους. Εμείς όμως, Μυριάμ, ως το τέλος μαζί. Τ’ ορκίζομαι στην άγια ψυχή του.

Η Ρουθ έκλαιγε. Δεν ήξερε τι να πάρει μαζί της στο ταξίδι. Στα πόδια της τριβόταν μια γάτα. Την πήρε στην αγκαλιά της και την έσφιξε. Οι γονείς τους δεν έλεγαν τίποτα. Περίμεναν την απόφασή της με πιασμένη ανάσα.

—Μπορώ να σας στείλω όλους στο βουνό, είπε ο Φαίδων. Θα δυσκολευτούμε, αλλά θα τα καταφέρουμε. Αποφασίστε, γιατί η πολιτοφυλακή ψάχνει τα σπίτια… Είναι ζήτημα λεπτών. Έχουμε πληρώσει ανθρώπους που ξέρουν τα κατατόπια. Ένας ένας θα φεύγετε. Θα σας περιμένω στο καφενείο του Βράχου πάνω στο Επταπύργιο, τα κορίτσια ξέρουν. Εκεί είστε άγνωστοι. Μπρος, ξεκίνα, Μυριάμ, με τη μητέρα… κι από κει θα μπούμε τη νύχτα στη χαράδρα του Παύλου Μελά που θα περιμένουν οι άνθρωποί μας. Κύριε Περόζ, θ’ αλλάξουμε ρούχα και η μητέρα μου με τη γυναίκα σας. Μη χάνουμε καιρό. Ρουθ… μια στιγμή, που είναι η βάρκα του Δαβίδ; Σάπισε; Κρίμα, θα μπορούσαμε να περάσουμε από τη θάλασσα τα λίγα μέτρα του επικίνδυνου δρόμου.

—Είναι πιο δύσκολα απ’ τη θάλασσα. Επιτηρούν συνεχώς. Η Ρουθ μπορεί να περάσει απ’ το υπόγειό μας στο απέναντι σπίτι κι από κει θα βγει στο στενάκι μακριά, είπε η Μυριάμ.

Ο πατέρας όμως είχε αντίρρηση. Έπρεπε να ’ναι όλοι μαζί. Άλλωστε τη νύχτα θα ’ρχονταν οι δικοί τους άνθρωποι που θα τους έστελναν στην Αθήνα, σύμφωνα με το σχέδιο της Μυριάμ και των φίλων της. Η Μυριάμ συλλογιόταν εντατικά. Μέσα στις λίγες στιγμές που τους μένανε ένιωθε πως κρατούσε τη ζωή στα χέρια της. Έκανε ένα βήμα μπροστά. Στάθηκε πλάι στη Ρουθ και την κοίταξε.

—Δίνω τη θέση μου στη Ρουθ, είπε στο Φαίδωνα, είναι νέα κι άφθαρτη. Πρέπει να ’ρθει μαζί σας. Όταν έχουμε εξασφαλίσει το Δαβίδ και τη Ρουθ, είμαστε πιο ελεύθεροι. Έτσι δεν είναι μητέρα, πατέρα;

Οι γονείς δεν απάντησαν. Η Ρουθ έκλαιγε με λυγμούς και διαμαρτυρόταν. Δεν ήθελε ν’ αποχωριστεί τους δικούς της. Η Μυριάμ έκανε μια προσπάθεια ν’ αλλάξει την ατμόσφαιρα. Ο Φαίδων κοίταζε το ρολόι του τοίχου.

—Κρίμα… κρίμα που σε λογαριάζαμε για μεγάλη… Καλά που δε σε πάντρεψε η μητέρα, κλαψιάρα μου. Μη δυσκολεύεις τα πράγματα. Όταν περάσει η μπόρα, σου υπόσχομαι να στείλω άνθρωπο να σε φέρει κοντά μας. Φύγε, Ρουθ. Τώρα! Παρ’ την Φαίδων… Γιατί με κοιτάτε έτσι; Πέστε λοιπόν κι εσείς τη γνώμη σας!

Κανείς δε μίλησε. Ο Φαίδων αγκάλιασε τη Ρουθ και της κρυφομιλούσε. Η μητέρα του κοίταζε την πόρτα. Το κορίτσι δεν μπορούσε πια να σκεφτεί τίποτε. Είχε παραλύσει. Ο Φαίδων της έσφιγγε το χέρι και την τραβούσε προς τα έξω. Η μητέρα του ακολουθούσε. Τότε η γάτα νιαούρισε με την απελπισία της Ρουθ. Την πήρε στην αγκαλιά της και παρακάλεσε να της επιτρέψουν να την κρατήσει. Είχε κι εκείνη ανάγκη από κάποιον κρυψώνα. Ήταν γάτα Εβραίων…

—Θα ’χω κάτι ζωντανό κυρία, να μιλώ μαζί του για…

Η Μυριάμ έσφιξε τις γροθιές της κι απόσπασε τη Ρουθ από την αγκαλιά των δικών της. Της έδωσε τη γάτα και τίποτε άλλο.

—Σε μια ώρα θα γυρίσω να πάρω τα πράγματα της Ρουθ. Οι δυο από σας πρέπει να ’χουν φύγει από το σπίτι. Είτε έρθετε με τους δικούς μου είτε πάτε με τους δικούς σας, μην ξεχνάτε το καφενείο στο Επταπύργιο. Υπάρχει μόνιμα ο σύνδεσμος εκεί. Ελπίζω πως θα σκεφθείτε ψύχραιμα. Έως το βράδυ δεν πρέπει να μείνετε εδώ.

Ύστερα έσκυψε στη Μυριάμ και της είπε:

—Μη νοιάζεσαι για τη Ρουθ. Την αγαπώ όπως ο Γρηγόρης αγαπούσε εσένα.

Ανέβηκε σαν υπνοβάτης τις σκάλες του σπιτιού. Μπήκε στη βιβλιοθήκη που διάβαζε λίγες μέρες πριν ο παππούς. Γονάτισε στην καρέκλα του και χάιδεψε το μαξιλάρι που ακουμπούσε το κεφάλι του. Άκουγε κάτω τους γονείς της που μετακινούσαν έπιπλα και συμμάζευαν πράγματα. Ας έπαιρναν όποια απόφαση ήθελαν από δω και πέρα. Είτε το βράδυ, είτε τώρα. Πέρασε στο δωμάτιο της Ρουθ και μηχανικά τύλιξε σ΄ ένα μπόγο ό,τι ρούχα έβρισκε μπροστά της. Την τελική απόφαση θα την έπαιρναν σε μια ώρα που θα ερχόταν ο Φαίδων. Ένιωθε πως κανείς δεν θ’ άντεχε την αναμονή της νύχτας. Έφτασε ως τ’ αυτιά της, σαν ψίθυρος, ο μεταλλικός ήχος των λιρών που μετρούσε ο πατέρας της. Τα λύτρα τους. Αναστατώθηκε απ’ αυτόν τον ήχο. Τέντωσε τα χέρια και μετρούσε σύμφωνα με τον κάθε χτύπο: «Ένα, δύο, τρία…». Όταν έφτασε στα επτά, αναστέναξε. Κι όταν έφτασε στο τριάντα, έτρεξε στο συρτάρι της, έψαξε κάτω από διάφορα χαρτιά, βρήκε ένα μικρό κουτάκι από κρέμα, τ’ άνοιξε και έβγαλε ένα πεντόλιρο. Της το ’χε χαρίσει ο πατέρας της στα γενέθλιά της, πριν κάμποσα χρόνια. Απέναντί της ήταν ο μικρός καθρέφτης με την ασημένια κορνίζα, που ήξερε όλες τις παιδικές της γκριμάτσες κι όλες τις νεανικές της εκφράσεις. Όπως σήκωσε τα μάτια, ο καθρέφτης τής έδειξε μια τρομερή εικόνα. Οι μορφές του ανθρώπου, κρυμμένες και φανερές, συνειδητές κι ασυνείδητες, περνούσαν γρήγορα πάνω απ’ το πρόσωπό της. Παλαίστρα είχε γίνει το χλωμό της μάγουλο, που μάχονταν φίδια, δράκοντες και τέρατα για την επικράτηση. Σημάδεψε με το πεντόλιρο το κρύσταλλο και τόσπασε.

Το μέτρημα κάτω σταμάτησε. Το πεντόλιρο κύλησε στο πάτωμα. Δεν το σήκωσε. Βγήκε στη σκάλα κι απ’ τα κάγκελα φώναξε.

—Φεύγουμε αμέσως τώρα. Ούτε στιγμή! Πατέρα, φόρεσε ένα ακόμα κοστούμι κι άσε τη βαλίτσα. Δεν πάμε ταξίδι.

Άκουσε την εξώπορτα να βροντάει δυνατά. Σχεδόν δεν το πίστευε. Ανασήκωσε τη βαριά κουρτίνα του παραθύρου προς τη θάλασσα. Βέβαια. Αυτό ήταν. Σηκώθηκε γαρμπής. Σε μια ώρα σίγουρα θα γύριζε ο καιρός σε βαρδάρη. Τα κύματα ξέπλεναν το μουράγιο κι οι αφροί έφταναν ως μέσα στην αυλή. Η εξώπορτα ξαναβρόντηξε δυνατά. Η βουή απ’ τη θάλασσα ήταν νανούρισμα μπροστά στη βουή που ερχόταν απ’ το χωλ, κάτω στο σπίτι.

Οι πολιτοφύλακες τους μπλοκάρισαν. Έδειξαν μάλιστα και μια διαταγή που ‘λεγε πως έπρεπε να παρουσιαστούν σε λίγα λεπτά για μια τυπική ανάκριση στο στρατόπεδο Χιρς. Δεν είχαν να φοβηθούν τίποτα. Απολύτως τίποτα. Ούτε χρειαζόταν να πάρουν μαζί τους πράγματα. Θα γύριζαν σπίτι τους πάλι. Ο πατέρας, που γνώριζε έναν πολιτοφύλακα, προσπάθησε να του βάλει στην τσέπη μια χούφτα λίρες, μας εκείνος τρομοκρατήθηκε. Έπαιζε το κεφάλι του. Ήταν οι άλλοι μαζί του. Δεν υπήρχε τρόπος να ξεφύγουν. Η προειδοποίηση ήταν ρητή. Αν ένας έκανε μια ύποπτη κίνηση να ξεφύγει, θα τουφεκιζόταν επί τόπου ένας άλλος από τους δικούς του. Μια μικρή ελπίδα απόμεινε ακόμα, πως ίσως επρόκειτο για μια ανάκριση ή ένα εξευτελιστικό μέτρο.

Είδε το Φαίδωνα κρυμμένο σε μια γωνιά, απέναντι απ’ το έρημο πια σπίτι που το χτυπούσαν τα κύματα. Τα μικρά δέντρα στη μεριά του δρόμου, που δεν τ’ άφηνε ο βαρδάρης να μεγαλώσουν, λύγιζαν στη γη. Πόσα χρόνια λύγιζαν έτσι στη γη μ’ όλους τους βαρδάρηδες! Και δεν ξεριζώνονταν.

Η συνοδεία διέσχισε το δρόμο. Και μέσα απ’ τα κλεισμένα παραθυρόφυλλα οι γείτονες κοίταζαν και σώπαιναν…

«Ο ΘΑΛΑΜΟΣ»

«Έχω ένα σπίτι. Θάλαμο το λένε. Ογδόντα κρεβάτια, τριώροφα. Απόψε φόρεσα την επίσημη στολή μου. Αυτή που θα μένει αμετάβλητη στις δικές μου μεταβολές. Είμαι μαζί με τη μητέρα στον ίδιο θάλαμο. Δεν ξέρουμε που βρίσκεται ο πατέρα ή αν βρίσκεται. Είναι όμως τόσο ήσυχος που μπορεί να δημιουργήσει μια ζωή απ’ το θάνατο. Έτσι θέλουμε να πιστεύουμε. Κανείς δεν τον καταλαβαίνει πότε απουσιάζει και πότε είναι παρών. Μέσα του η παγκόσμιος ιστορία των θρησκειών. Μπορεί να κάνει ανακεφαλαιώσεις μέσα του και να ξεχαστεί. Όποιος μπορεί να ξεχαστεί μέσα του, ανοίγει μια τρύπα στο συρματόπλεγμα. Αυτός είναι ο ένας τρόπος. Τον άλλο θα στον μεταδώσω σιγά σιγά.

»Εδώ με φωνάζουν Γκρετσίνκα, Ελληνιδούλα. Ας πιστέψω προς το παρόν ότι μου αξίζει που με φωνάζουν έτσι, επειδή πέρασα μπροστά απ’ τους άντρες θεόγυμνη σαν άγαλμα. Μας έγδυσαν όπως μας γέννησε η μάνα μας και μας πέρασαν μπροστά απ’ τους άντρες για να μας προσβάλουν. Δεν έκρυψα τίποτα. Ήμουν ένα άγαλμα που εκτίθεται σε χιλιάδες βέβηλα μάτια. Εκείνη ιδιαίτερα τη στιγμή, αγαπούσα το κορμί μου, που είχε ζεστή γεμάτη σάρκα κι ευχήθηκα να μαρμάρωνε. Προχωρούσα και γύριζα δεξιά κι αριστερά όπως με πρόσταζαν και νόμιζα ότι η ευχή μου είχε πραγματοποιηθεί. Νόμιζα πως περνούσα από ένα παγκάκι του Λευκού Πύργου, μια χειμωνιάτικη βαριά ημέρα… Ένα πουλί ήταν παγωμένο πάνω στο παγκάκι, η μύτη του στρέφοταν στον ουρανό. Σα να ’θελε να πετάξει. Μα ο ουρανός δε χαμηλώνει ποτέ, καλό μου… Το σχήμα του κι η ομορφιά του μου ’μειναν ακέραια μέχρι τούτη τη στιγμή. Η παγερή αίσθηση των φτερών του πάνω στα δάχτυλά μου. Το βάρος του. Δεν έβλεπα τίποτα, δεν ένιωθα τίποτα. Οι άντρες έσκυβαν τα κεφάλια καθώς περνούσαμε κι αν μερικές από μας έκαναν να κρύψουν τ’ απόκρυφά τους μάτωναν τα χέρια τους οι βουρδουλιές.

»Κύριε, γυμνούς μας έστειλες στη γη! Ήταν η φωνή σου, Λουκιανή. Είχα φυλαγμένη την περηφάνια της γέννησής μου γι’ αυτήν ειδικά τη στιγμή. Η διαλογή έγινε. Παιδιά, γέροι, γριές, αρσενικοί, θηλυκοί, παιδιά… Θα τα μάθεις. Θα τα μάθουν όλοι. Ελπίζω να μείνουν μάρτυρες.

»Δεν έχω πια τα μαλλιά μου. Φοράω ένα μαντήλι στο κεφάλι. Όλες φοράμε το ίδιο μαντήλι κι έχουμε χαραγμένον έναν αριθμό στο μπράτσο. Χαμηλά στο πετσί μας και βαθειά μέσα στην καρδιά μας και πιο βαθειά στην ψυχή μας. Τι είναι η ψυχή;

»Πάντα ήθελα να ’χω ένα φορητό τηλέφωνο. Σπουδαία εφεύρεση. Τώρα που έχω τον αριθμό, κάπου θα οικονομήσω και τη συσκευή. Γράψ’ τον στη θύμησή σου: 38912. Γράψ’ τον με τ’ απαλά σου χέρια, για να νιώσω ανακούφιση.

»Η μητέρα νομίζει πως παραμιλάω. Πως έπαθα τύφο. Θυμήσου τι σου είπα μητέρα. Πρέπει να δουλεύει το μυαλό μας, κυρίως τούτον τον πρώτο καιρό.

»Την ώρα που πέφτανε τα μαλλιά μου, θυμόμουν το Γρηγόρη. Το κουρείο στην οδό Αλλατίνι που έκοψα για πρώτη και τελευταία φορά τα μαλλιά μου. Έκλαιγα τότε. Τότε θυμόμουν ακόμα και τον πόνο στο αριστερό μου χέρι, βαθειά στο κόκαλο, που μ’ έπιανε όταν θ’ άλλαζε ο καιρός. Εκείνη τη στιγμή η επικοινωνία μ’ εμένα, το κόκαλό μου και τον καιρό, είχε πολύ μεγαλύτερη σημασία από μερικές ξανθές τρίχες πεταμένες στα πολωνικά εδάφη εις ανάμνησιν των αλβανικών βουνών.

»Η θαλαμάρχις μας παρακολουθεί. Εσένα όμως ούτε να σε ιδεί μπορεί, ούτε την παρουσία σου μέσα μου να μαντέψει Είναι ο έλεγχός μας εδώ. Δε με τρομάζει η φωνή της κι έτσι άνετα μπορώ να συνεχίσω την εκμετάλλευση του κυκλώματός μου προς όφελός μου κι όχι προς όφελος του κατακτητή.

»Δεν ξέρω τι μέρα είναι. Έχω μπερδέψει το λογαριασμό κι ούτε μπορώ να υπολογίσω το χρόνο απ’ τη στιγμή που κατέβηκα τα σκαλοπάτια της εξώπορτας του σπιτιού μου. Ο Φαίδων πρέπει να ’ναι ακόμα στη γωνία. Πρέπει να κοιτάζει το σπίτι μας και τη χαράδρα του Παύλου Μελά. Δεν πάλιωσε τίποτα ακόμα μέσα μου. Μπορώ να σχηματίσω εικόνες και να κάνω συνδυασμούς χρονολογικά λανθασμένους και τοπικά σωστούς.

»Το σκυλάκι της γειτονιάς ήρθε η αστυνομία και το πήρε. Το ’βαλαν σ’ ένα σακί και το ’κλεισαν στην κλούβα. Νόμιζαν πως τίποτα δεν είδε απ’ τη διαδρομή. Μα εκείνο τα ’χε δει όλα και το ’σκασε. Ξαναγύρισε στην γειτονιά κι όλα τα παιδιά πανηγύρισαν. Το κρύψαμε στην αυλή μας, το ταΐσαμε, το σώσαμε. Όλα τα παιδιά είχαμε ένα μυστικό και περηφανευόμαστε κάθε φορά που περνούσε η κλούβα. Είχαμε ένα μεγάλο μυστικό…».

(…)

«ΚΑΤΑΓΡΑΦΟΝΤΑΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ…»

«Άλλαξα κράτος. Έφυγα απ’ τον «Καναδά». Είμαι στην καρδιά της Γερμανίας. Μέσα στα γραφεία τους. Αυτές οι γλώσσες που ’μαθα με τους βαρδάρηδες στη Θεσσαλονίκη μου όπλισαν τα χέρια. Θυμάσαι, εκεί στο Κέντρο, που αρνήθηκα να κάνω τον διερμηνέα; Τι ωραία που ένιωσα τότε! Ήμουνα ακόμα περήφανη για τη λευτεριά μου. Πιστεύεις πως το ίδιο ένιωσα όταν κάθισα στο γραφείο τους;… Και τότε μου ’ρθε στο στόμα η γεύση απ’ την παλιά ραγισμένη στάμνα του Υπεραστικού. Διψούσα κι ανάσαινα τη χωματίλα της στάμνας. Ανάσαινα την ίδια μου τη σάρκα, που ’χε περίπου το ίδιο χρώμα και την ίδια μυρωδιά και τον ίδιο ιδρώτα και την ίδια ραγισματιά. Ωστόσο βαστούσε ακόμα το νερό.

»Γράφω κάρτες με στοιχεία πεθαμένων. Δικαιολογητικό το τύφος. Δε σου λέω την πάσα αλήθεια. Τυραννίστηκα αρκετόν καιρό να σ’ αποφύγω, γιατί δεν έπρεπε να ξαναφέρω στο νου μου τα όσα γίνονται εδώ πέρα. Έπρεπε να προχωρήσω το δρόμο καταγράφοντας μαρτυρίες χωρίς διακοπές, όσο ήταν δυνατόν. Αναπολώ τα μάτια που αγάπησα ζωντανά, Λουκιανή, κι είμαι περιτριγυρισμένη από μάτια κρύα που επιμένουν να μένουν ανοιχτά. Προσπαθώ να πιάσω σωστά τους δυο παράλληλους δρόμους που βλέπαμε απ’ το σπίτι της Τέτης. Μήπως είναι οι γραμμές του τρένου ή δυο μεγάλα ποτάμια; Πρέπει να λύσω αυτό το πρόβλημα, δεν πιστεύω πως είναι ανθρώπινες σκιές που πορεύονται στο σκοτάδι. Πρέπει να ’μαι σίγουρη πως όλα λύνονται με σωστούς μαθηματικούς υπολογισμούς.

»Ακούσαμε να τραγουδούν την «Άγια Νύχτα». Μήπως είναι Χριστούγεννα; Τραγουδούσαν κι άλλα χριστουγεννιάτικα τραγούδια. Τ’ ακούγαμε σιωπηλά. Τέτοια είναι λοιπόν η φωνή του έξω κόσμου; Ώστε υπάρχει αυτός ο έξω κόσμος που τραγουδάει, γιορτάζει και προσεύχεται. Στ’ όνομα τίνος προσεύχεται; Για ποιον; Κάποια στο κάτω πάτωμα νανουρίζει το μωρό της. Το νανουρίζει απ’ τη στιγμή που άκουσε τους ύμνους, μ’ εκείνες τις φωνές τους αρμονικά συνταιριασμένες, που απορείς πώς μπορεί να ’ναι δικές τους. Η γειτόνισσα από κάτω επιμένει να κουνάει τ’ αδειανά της μπράτσα μουρμουρίζοντας ένα πολύ λυπητερό τραγούδι.

»Αλλά νομίζω πως κάτι άλλο ήθελα να σου πω. Γι’ αυτόν τον άντρα που έρχεται από τα ποτάμια. Επιμένει να με καλεί. «Όχι, δε θέλω!» φώναξα δυνατά μέσα στο γραφείο. «Όχι, δε θέλω!». Είναι Πολωνός κρατούμενος, που εργάζεται κι αυτός μαζί μου κι έχει κάποια θέση ας πούμε προϊστάμενου. Με κοίταξε έκπληκτος στην αρχή, τρομαγμένος κατόπιν κι ύστερα χαμογέλασε. Χαμήλωσα τη φωνή μου κι εξακολουθούσα να παλεύω κοιτάζοντάς τον. Ζούσα ωστόσο κι ένιωθα μια ανάταση στο κάθε μου κύτταρο.

»Όταν ακούσεις την αναστάσιμη καμπάνα, βάλε τα χέρια στα μάτια σου. Σκέπασε έτσι κάθε σου πόνο κι ύστερα άνοιξέ τα να δεις τη φωταψία των κεριών. Το ημερολόγιο δεν έχει καμιά σχέση σε τούτο το θάλαμο. Η κατάστασή μου είναι ο δείχτης της γέννας, του θανάτου, της Ανάστασης. Ένα κοπάδι βόσκει ειρηνικά στη Βηθλεέμ και 102 άνθρωποι πέθαναν από… τύφο σε δύο μέρες. Μπορούμε να πούμε στους δικούς τους με κάθε λεπτομέρεια πώς έγινε. Υπάρχει απόλυτη τάξη. Αλλά πού είναι οι δικοί τους; Ή μπορούμε να στείλουμε ένα τηλεγράφημα: «Η πατρίς σας ευγνωμονεί».

»Είμαι ακόμα γυναίκα, αφού με κοιτάζει ένας άνδρας. Ο Πολωνός απέναντί μου Είναι αριστοκράτης στην καταγωγή και του κατέβηκε να μπλεχτεί με το λαό και να κάνει αντίσταση στη μεγαλύτερη αριστοκρατία του κόσμου. Γίνεται, καλό μου; Τον φέρανε λοιπόν εδώ. Η μορφή του είναι η ζωή. Και η μόρφωσή του τέλεια. Είμαστε συνάδελφοι. Τον ξεχώρισα τη στιγμή που τον φέρνανε μαζί με τους άλλους Πολωνούς. Φορούσε ένα κόκκινο μαντήλι με άσπρες βούλες, που ’κανε μια χτυπητή αντίθεση με τα ξανθά του μαλλιά και τα γαλανά μάτια. Κάτι σκίρτησε μέσα μου, που το χαρακτήρισα σαν ελπίδα επειδή μπορούσα να ξεχωρίσω τον άντρα απ’ τη γυναίκα, τα χρώματα, την ομορφιά. Μέσα στην αιμορραγούσα λευτεριά μου βρήκα ένα βάλσαμο.

»Έτυχε να ’ναι λιακάδα όταν ήρθε. Ο ήλιος φώτιζε το μισό του πρόσωπο. Τι μεγάλο θέαμα για μας! Μια παλάμη φάρδος πάνω στους ώμους του είχε ήλιο. Όλο το πρωινό τον ανέκριναν ή κάτι άλλο του έκαναν που δεν μπορούσα να ξεχωρίσω. Έχουμε μια θέση πάνω στο πεζούλι κοντά στις… κρεβατοκάμαρές μας, απέναντι απ’ τα γραφεία και παρακολουθούμε την κοσμική κίνηση. Την παίρνουμε κατά σειρά. Εκείνο το πρωί υποσχέθηκα τη μερίδα μου από τη μαργαρίνη για να κρατήσω τη θέση. Μου θύμιζε τόσο πολύ το Φαίδωνα που σχεδόν έψαχνα πίσω του να βρω τη Ρουθ. Στην αρχή, όταν τον είδα να μπαίνει παλικαρίσια, στητός, ψηλός, αδύνατος, μέσα στο στρατόπεδο, αναπήδησα και φώναξα, «το παλικαράκι», και νόμισα πως θα πέθαινα. Νόμισα πως ο Γρηγόρης, η μητέρα του, οι δικοί μας όλοι σέρνονταν πίσω του, κι ύστερα χάθηκε ο κόσμος. Έτυχε να ’ναι η σειρά μου στο πεζούλι όταν ήρθε, κι έδωσα ιδιαίτερη σημασία στην ομοιότητα και την ίδια την άφιξή του. Τον λένε Γιούρεκ.

»Τον ξανάδα όχι πλέον σαν ένα Πολωνό αριστοκράτη, μα σαν ένα αριθμό με ριγωτή στολή και ξυρισμένο κεφάλι. Ωστόσο χόρτασα πρόσωπο, μαλλιά, μάτια, παράστημα αντρίκειο κι απόδιωξα τον ψίθυρο που βομβούσε γύρω μου. «…Κοίτα, κοίτα το τελευταίο θέαμα του κόσμου… Κοίτα ήλιο, ήλιο στον κόλπο του Θερμαϊκού…». Πήγαινε κι ερχόταν στο ανακριτικό γραφείο, πήγαινε κι ερχόταν σαν το παγιδευμένο ζώο και μου ’φερνε πόνο. Ο Γιούρεκ, η παγίδα, η Τέτη… Συλλογιέμαι πολύ την Τέτη, τον Νώντα και το Στέφανο. Συλλογιέμαι τη Δήμητρα και προσπαθώ πολύ ν’ ακούσω το γέλιο της. Νομίζω πως με είδε στο πεζούλι. Ήμουν κι εγώ ένας στόχος των ματιών του. Βολεύτηκα όσο καλύτερα μπορούσα. Έψαχνε να με διακρίνει. Έσιαξα το μαντίλι μου. Ήθελα να ’μαι γυναίκα. Κι όταν κατάλαβα πως θα τον περνούσαν απ’ την αυλή για να τον μεταμορφώσουν σε νούμερο, βγήκα έξω παρ΄ όλο που ήταν απαγορευμένο. Κάρφωσα τα μάτια μου στα μάτια του φύλακα, έσκυψε το κεφάλι και δεν… με είδε. Κλονίστηκα. Η προσπάθεια ήταν μεγάλη κι η έκπληξή μου. Είχα πράγματι μια δύναμη. Κι ο Γιούρεκ με είδε, μπορεί και να κατάλαβε τον αγώνα μου. Πήγαινε, πήγαινε και γύριζε πίσω το κεφάλι έως ότου χάθηκε στην αποθήκη με το δεσμοφύλακά του. Δε μισούσα εκείνη τη στιγμή. Είχα ανέβη πάνω από το μίσος. Δεν πίκραινε το πρόσωπό μου το χύσιμο της χολής. «Είσαι ακόμα όμορφη», μου είπε η Ελβετίδα όταν μπήκα στο θάλαμο και με κοιτούσε σα να μ’ έβλεπε πρώτη φορά.

»Τραγουδούν ακόμα απέξω. Λες και το κάνουν επίτηδες. Όλα τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια. Η γειτόνισσα θυμήθηκε πως δεν κρατούσε κανένα μωρό στην αγκαλιά της. Σταμάτησε να κουνάει τα χέρια της και μας κοίταζε όλους ερωτηματικά. Παρ’ όλο το σκοτάδι στο θάλαμο καταλαβαίναμε, βλέπαμε τα μάτια και ερμηνεύαμε το αίτημά τους. Βουβαθήκαμε όλοι. Γυρίσαμε στον τοίχο να μη μας κυνηγούν τ’ άδεια μαρμαρωμένα χέρια της στη στάση του νανουρίσματος».

(…)

»Σου μεταδίδω έκτακτο δελτίο ειδήσεων. Έπιασαν τη Μάλα, μια Τσέχα που ήταν οργανωμένη στην αντίσταση του στρατοπέδου κι είχε υπεύθυνη θέση. Λένε ότι πρόσφερε μεγάλη υπηρεσία. Έφερνε υλικό για ν’ ανατινάξουν τα κρεματόρια. Εργαζόταν εκτός στρατοπέδου σ’ ένα εργοστάσιο. Έπιασαν σχεδόν όλους και τους εκτελέσανε. Η Μάλα κατάφερε και το ’σκασε. Δε μάθαμε πώς. Την έπιασαν όμως και μας την έφεραν. Μας παρέταξαν όλους να την ιδούμε. Η Μάλα είχε προμηθευτεί ξυραφάκια κι έκοψε τις φλέβες της. Όταν την έστησαν μπροστά μας ήταν μισοπεθαμένη. Ήταν κι ο Γιούρεκ στη συγκέντρωση. Με κοίταζε για ν’ αποσπάσει το βλέμμα μου απ’ τη Μάλα. Μα για μένα δεν υπήρχε κανείς εκτός από κείνη και τους δήμιούς της. Η Μάλα σηκώθηκε από κάτω με τις ματωμένες σάρκες της και πριν προλάβει κανείς να την εμποδίσει, έφτυσε κατά πρόσωπο τους Γερμανούς και τους αποκάλεσε «γουρούνια», «άντρες που τα βάζετε με γέρους, παιδιά, γυναίκες, που πυροβολείτε βρέφη για διασκέδαση». Πολύ τιμητικός ήταν ο τίτλος γουρούνια… Όμως το χαστούκι στο πρόσωπο του αρχηγού των S.S. ήταν ένα θέαμα… το πιστεύεις; Της έκοψαν μπροστά μας τη γλώσσα. Της έσπασαν τα κόκαλα. Μα η Μάλα είχε μιλήσει για όλους μας κι είχε δανειστεί τα κόκαλά μας κι είχε πάρει το αίμα μας κι εξακολουθούσε να ζει με τη δική μας ψυχή και το πείσμα μας. Όταν θέλω να κρατήσω το κουράγιο μου αναπαριστάνω τη σκηνή. Το λιονταρίσιο βλέμμα της Μάλας που δεν παραδόθηκε και το διεισδυτικό βλέμμα του Γιούρεκ που ορκιζόταν τον όρκο της ζωής μέσα στα δικά μου μάτια. Δε θέλω ν’ αποσυνδεθώ απ’ τα περασμένα. Ούτε και να προσκολληθώ σ’ αυτά με μια άρρωστη επιμονή. Τη φαντασίωση την είχα αποβάλει απ’ τη ζωή και στάθηκα αντίμαχή της. Μα για να εξισωθώ μ’ εκείνα που έζησα, μ’ αυτά που ζω, με ό,τι με περιμένει, για να βοηθηθώ να δώσω μιαν απόκριση, πρέπει πρώτα να πολεμήσω. Πρέπει πρώτα να οπλιστώ, πρέπει πρώτα να ζήσω.

»Είμαστε σκυμμένοι πάνω σε πένθιμα εμβατήρια και στρατιές χαμένων ονομάτων. Μου ψιθύριζε μια λέξη άγνωστή μου: «κοχάνα». Πότε πότε άγγιζαν τα χέρια μας. Σε μια στιγμή μου είπα γαλλικά: «μείνε μαζί μου όσο μπορείς, Κοχάνα. Η Μάλα πρέπει να ζει ανάμεσά μας και να μας συνδέει». Δε μίλησα. Μπορούσα να του πω πως ήμουν μια γυναίκα απ’ τη Μεσοποταμία, με το πρόσωπό μου καλυμμένο απ’ το μακρύ βέλο της ιδιοκτησίας. Τον έβλεπα θαμπά, μα τον έβλεπα. Δεν τον μπέρδευα με κανέναν άλλον. Έζησα κάποτε μια μέρα ατέλειωτη παραμερίζοντας, μην ενοχλήσω άλλη ανάσα. Οι γυναίκες της φυλής μου ζουν και πεθαίνουν σαν την Μάλα. «Με ρωτάς ποιας φυλής είμαι; Μα… της ανθρώπινης Γιούρεκ. Αν μπορέσεις να μου ξεσκεπάσεις το πρόσωπο». Σήκωσε ψηλά τα χέρια του σα να ’λεγε πως δεν καταλάβαινε τι μουρμούριζα. Πρέπει να ’ναι παραμύθι ή και προσευχή αυτό που λέει, να ζητήσουν συγνώμη απ’ τη γυναίκα, γιατί την πρόδωσαν στο Θεό. Να της ζητήσουν ένα μόνο δάχτυλο κι αν η αίτηση συγγνώμης γίνει αποδεκτή, η γυναίκα θα δώσει το χέρι της. Ο ένας από τους S.S. κοιμόταν κι ο άλλος μας είχε γυρίσει την πλάτη, για να μη βλέπουμε πως κοιμάται ο ανώτερός του. Τότε ο Γιούρεκ μου ’δωσε τη διεύθυνσή του στην Πολωνία και σε άλλα μέρη, που θα μπορούσα να τον ζητήσω με τ’ όνομα «Γιορκ». Του ’δωσα το χέρι μου. Ολόκληρο το χέρι μου, ενώ προσπαθούσα να γράψω στο πετσί μου τη διεύθυνσή του. Ύστερα του είπα ολόκληρο τ’ όνομά μου και πως μπορεί να με βρει στο Τηλεφωνικό Κέντρο Αθηνών ή Θεσσαλονίκης. Αθήνα, Θεσσαλονίκη… Υπάρχουν λοιπόν αυτές οι πόλεις; Τις ακούνε τ’ αυτιά μου να βουίζουν. Δε μπορώ να θυμάμαι πια. Δε βλέπεις τους καταλόγους, Γιούρεκ; Όχι, Κοχάνα.

»Για ένα διάστημα μας έβγαλαν από τα γραφεία και δεν έβλεπα πια τον Γιούρεκ. Όπου μια μέρα τον συνάντησα τυχαία στην αυλή. Κοντοστάθηκε και μου χαμογέλασε σα να μου ’λεγε: «Κι εσύ εδώ, Γκρετσίνκα;» Δέχτηκε ένα χαστούκι απ’ το φύλακα κι εγώ, για να απαλύνω τον πόνο που ’νιωσα στο δικό μου πρόσωπο, έδωσα τη μαργαρίνη μιας εβδομάδας κι έμαθα ό,τι ήθελα γι’ αυτόν. Φαίνεται πως εκείνος έδωσε περισσότερα, γιατί ήταν κατόρθωμά του η υπηρεσία μου στα γραφεία. Αυτό το δέχτηκα απ’ την αρχή σαν ειδική αποστολή. Τίποτε πια δε μπορεί να με σκλαβώσει. Συντροφεύω τον εαυτό μου και εναρμονίζω τη σύγκρουση των συναισθημάτων μου. Όσο πιο πολύ γαντζώνομαι απ’ τ’ αγκίστρι του παππού μου, τόσο τα δάχτυλά μου ενσωματώνονται με το ουδέτερο υλικό. Προσπαθώ να μη σκέφτομαι τους πεθαμένους, μα τους ζωντανούς. Αγγίζω τα μαλλιά μου και λέω θα ξαναγίνουν, θα μακρύνουν, θα σκεπάσουν τα κόκκαλά μου κι έτσι θα μεστώσει κι η σάρκα κάτω απ’ τη σκιά τους. Βλέπεις πως γίνομαι κάπως φλύαρη. Το ’χω ανάγκη, καλό μου, για να μην ξεγαντζωθούν τα δάκτυλά μου. Για την ίδια αιτία ψάχνω ένα άλλο σκάσιμο πάνω στη φλούδα της γης, που δεν συνδέεται με τις προηγούμενές μου εμπειρίες, για να σκηνοθετήσω μια συνάντηση με τον Γιούρεκ. Φοβάμαι την παράλυση των δαχτύλων μου μέσα στα σκέλεθρα και ξεχνώ τη Μυριάμ του Γρηγόρη. Πρέπει να δασκαλέψω τον αριθμό 38912.

»Τώρα ο χρόνος δε μετριέται με τα λεπτά. Ούτε με τις ώρες, μα με τις μέρες. Τα βράδια δε λογαριάζονται. Είναι μια συνέχεια της ημέρας, μόνο που λείπει το φως. Κάτι πρέπει να γίνει για ν’ ανακουφιστεί η σκέψη που έχει φτάσει πια στο αδιέξοδο. Βέβαια υπάρχουν πολλές λύσεις, αν βγάλουμε απ’ τη μέση την έμμονη ιδέα. Μια ματιά έξω απ’ τον εαυτό μας. Στα λάχανα του στρατοπέδου, έτσι σαν κάτι το συνηθισμένο κι όχι σαν ένα πίνακα που πρέπει οπωσδήποτε να παίξει κάποιο ρόλο για το είδος του λιπάσματος που χρησιμοποιούν οι οικοπεδάρχες. Τι ψευτιές! Λένε πως είναι από… Ανοησίες. Νομίζω πως δεν χόρτασες ποτέ την πείνα σου εσύ, γυναίκα, έχεις μια ακατανίκητη όρεξη να γευθείς ό,τι καλύτερο βρίσκεις στα τραπέζια του κόσμου. Ξέρεις καλά πως αν χορτάσεις, δεν θα ’χει πια κανένα ενδιαφέρον και η πιο ενδιαφέρουσα προσφορά. Προσπάθησε να μη χορτάσεις. Στεκόμουν στην ουρά. Σκεφτόμουν τον Γιούρεκ. Ας φύγουμε τώρα, έλεγα, τώρα που τ’ ακρογιάλια είναι αγριεμένα, τα σπίτια κλειστά, τα χωράφια βρεγμένα, τα δάση γεμάτα αγρίμια, οι δρόμοι στρωμένοι με βρωμόλογα, τα προγράμματα πληρωμένα σε ευτελή τιμή κι οι αναλύσεις των έργων μπερδεύουν τη δική μας γνώση. Αυτή η ουρά ήταν από κείνες που προχωρούν σε μια πόρτα και βγαίνουν από μια άλλη πόρτα, με τη διαφορά πως στην έξοδο περιμένει ένα καροτσάκι και γεμίζει λίπασμα, συνήθως κατά το βράδυ.

«ΕΙΣΤΕ ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ…»

»Τώρα δε μπορώ πια να μιλήσω με κανέναν. Αφουγκράζομαι την τρομαχτική ησυχία της νύχτας. Κανείς δεν ανασαίνει στο θάλαμο. Καθόμαστε όλοι πάνω στα κρεβάτια μας και φωτογραφίζουμε την κίνηση του στρατοπέδου. Ξέρουμε πια πως ήρθε η μεγάλη στιγμή. Δεν έχουμε δύναμη να χαρούμε. Δεν έχουμε χείλη να ψιθυρίσουμε. Ξέρουμε μονάχα σίγουρα πως είναι Μάης 1945 και σέρνονται βαριά στις πόρτες τα συμμαχικά τανκς. Πότε πότε σχίζει την αναμονή κάποιο βιαστικό βήμα. Ένας δεσμοφύλακας που προσπαθεί να το σκάσει. Κάπου υπάρχει ακόμα δύναμη στους ξαπλωμένους σκελετούς. Ένα βογγητό ακούγεται. Μια κραυγή αγωνίας. Οι κρατούμενοι εκτελούν τους δεσμοφύλακες. Τους στραγγαλίζουν με τους κλοιούς των κοκκάλων τους. Όλα είναι αδιάφορα. Η βία στη βία. Αδιάφορο… Τα τανκς πλησιάζουν. Να προλάβουμε μόνο να τα δούμε… Πάλι κάποιος βασανιστής πέφτει και μουγκρίζει. Κοπάδι από λύκους που αλληλοτρώγονται και πότε πότε ένας τιμωρός. Σκοτώνονται μεταξύ τους και από μας. Επιτέλους η τρομαχτική ησυχία, με τις πιο τρομαχτικές διακοπές σπάει. Παραξενευόμαστε πως υπάρχουμε ακόμα κι ακούμε το μήνυμα της λευτεριάς. «Μπαίνουν στο στρατόπεδο. Να τοι! Οι σύμμαχοι!».

»Μα και βέβαια σύρθηκαν στην αυλή. Δε μπορούσα να χάσω τη στιγμή που τόσο αγωνίστηκα να αντικρύσω. Πάνω σ’ ένα τζιπ, με τα χέρια τεντωμένα, ένας Ρώσος αξιωματικός έλεγε:

»Κατάδικοι, ήρθε η ώρα και για σας. Είστε ελεύθεροι άνθρωποι κι όχι σκλάβοι του φασισμού!»

»Γέμισε η αυλή φαντάσματα που δε μπορούσαν ν’ ακουμπήσουν τη γη με τα πόδια. Με τις παλάμες στο χώμα κι ελαφρά ανασηκωμένα τα κορμιά ψάλαμε τους εθνικούς μας ύμνους που δεν παραλλάζανε σε λόγια και μουσική γιατί στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά μόνο τ’ αναφιλητά μας. Κι εγώ η Γκρετσίνκα, μαζί με τη μητέρα κι άλλους Έλληνες, φτιάξαμε με τις στολές μας μια σημαία ελληνική, τη στήσαμε στη μέση του στρατοπέδου κι ακολουθήσαμε την ουρά της εξόδου κοιτάζοντας πίσω μας εκείνο το ασπρογάλανο σύμβολο.

»Τώρα μπορούμε και κυκλοφορούμε στους δρόμους που κατέχουμε. Πήγαμε σ’ ένα κέντρο επαναπατρισμού με τη μητέρα. Μας είχαν κρατήσει δύο εβδομάδες στο νοσοκομείο για να συνηθίσουμε στους ανθρώπινους τρόπους ζωής. Μέσα στη σύγχυση βρεθήκαμε πάλι γυμνές και πεινασμένες. Περνούσαμε μπρος απ ’να γερμανικό σπίτι. Ένας σύμμαχος μας ανέβασε πάνω. Παρ’ όλο που είχαμε δύναμη ν’ ανεβούμε μια σκάλα, ωστόσο νιώθαμε πως ποτέ δε θα φθάναμε το τελευταίο σκαλί. Η μητέρα χάιδευε τα κάγκελα αφηρημένη. Κατάλαβα πως εκείνη τη στιγμή ένιωθε σαν ν’ ανέβαινε τη σκάλα του σπιτιού μας. Ο στρατιώτης πίσω μας είχε ανοιχτά τα χέρια του να μας πιάσει. Τρεκλίζαμε. Ένα σπίτι που μας τυράννησε. Ένα σπίτι που μας περιμένει. «Δε γυρίζω πίσω, είπε η μητέρα, ποιον θα βρω εκεί, πήγαινε όπου θες, εγώ δε γυρίζω πίσω».

»Δεν της αντιμίλησα. Το μάτι μου καρφώθηκε στο στρωμένο τραπέζι για το πρωινό. Το γάλα μισοπιωμένο. Το κουταλάκι πεσμένο κάτω. Τα κρεβάτια με τα πελώρια πουπουλένια μαξιλάρια είχαν ακόμα το σχήμα του κορμιού. Οι ντουλάπες ανοιχτές. Έκρυψα το πρόσωπό μου να γλιτώσω απ’ την εικόνα της βιαστικής φυγής. Από μια άλλη παρόμοια εικόνα που ’ζησα η ίδια. Εγώ κι ο εχθρός μου είμαστε αντιμέτωποι; Όχι. Είμαστε κι οι δυο ένα κουβάρι που μας τύλιγαν και μας ξετύλιγαν. Ποιοι;

»Η μητέρα αγκάλιαζε τα μπράτσα της. Τα ’σφιγγε και μουρμούριζε: «Τι πάθαμε… Τι πλάκες από σπασμένα αγάλματα! Μας ξεθάψανε λοιπόν…».

»Ο στρατιώτης είχε μαζέψει σ’ ένα πανέρι διάφορα είδη ρουχισμού και σοκολάτες και μας παρακαλούσε να τα πάρουμε. Μας εκλιπαρούσε να ντυθούμε: «Πάρτε σας παρακαλώ. Είναι δικά σας. Ντυθείτε…».

»Κοιταχτήκαμε. Είμασταν γυμνές. Τα δάχτυλά μας ανάδευαν αυτή τη γύμνια. Κατεβήκαμε τη σκάλα με το βήμα του στρατιώτη πίσω μας. Τώρα πια που περπατούσα, θάρρεψα πως οι δρόμοι δεν υπήρχαν για κανένα είδος ανθρώπου. Απέναντι απ’ το σπίτι ήταν ένα επιταγμένο νοσοκομείο. Έπρεπε να πεθάνω σ’ ένα κρεβάτι κανονικό. Σερνόμουνα σχεδόν. Και τότε ένιωσα πως ο στρατιώτης είχε κρεμάσει στο μπράτσο μου κάλτσες κι άλλο κάτι, που ούτε θυμάμαι. Το ίδιο και στη μητέρα, που εξακολουθούσε να βαδίζει, στητή και με τα μπράτσα σφιγμένα.

»Ντράπηκα. Είδα το στρατιώτη, καθισμένον στις σκάλες, να ’χει το πρόσωπο στις χούφτες και να κλαίει με λυγμούς. Ντράπηκα πιο πολύ που έπρεπε πια να πεθάνω. Φώναξα δυνατά: «Αλλό, Κλαιρ…»

»Ο στρατιώτης σήκωσε το κεφάλι. Γέλασα. Είχα πια μπει στην αυλή του νοσοκομείου με τη μητέρα ξοπίσω μου. Μόλις κρατιόμαστε κι οι δυο. Ο στρατιώτης ήρθε τρέχοντας και μας συγκράτησε. Γελούσα ακόμα και τότε στα μάτια του είδα μια σκιά που την αναγνώρισα. Είδα έναν άλλο στρατιώτη που μου ψιθύριζε: «Εσύ, η Μυριάμ».

Νίνα Κοκκαλίδου-Ναχμία, Τηλεφωνικό κέντρο, Ίκαρος, 1972, σ.