Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Το τρίτο στεφάνι

Μια μέρα, απόγεμα ήταν, πέντε, πεντέμισι η ώρα, έρχεται η Σοφίτσα βιαστική και μου λέει: «Δε θα κάτσω πολύ, έχω φασαρίες με τη Ρήνα. Θα σ’ τα πω άλλη ώρα. Πετάχτηκα μόνο μια στιγμή να δω τί γίνεσαι βρε παιδί μου και χάθηκες τόσον καιρό! Τα ’μαθες τα χαμπάρια του παλιού σου νοικοκύρη του Νταβίκου;» «Ποια χαμπάρια;» «Καλά», μου λέει, δε διαβάζεις ποτέ σου εφημερίδα;» «Όσο ήταν ο Θόδωρος εδώ», της λέω, «μας έφερνε το Φως. Τώρα που λείπει δεν το παίρνουμε πια, είναι κι αυτό ένα έξοδο, βρε Σοφίτσα μου. Τί συνέβη στο Νταβίκο;» «Έβαλε φωτιά κι έκαψε το σπίτι του για να εισπράξει την ασφάλεια.» «Όχι δα!» «Μάλιστα. Όλο το απάνω πάτωμα έγινε κάρβουνο.» «Τί λες, βρε Σοφίτσα, είναι δυνατόν;» «Ουφ, τί αφελής που είσαι καμιά φορά μωρέ Εκάβη!» μου λέει. «Κάνεις σα να μην τους ξέρεις τους τσιφούτηδες. Απ’ τους ανθρώπους που σταυρώσαν το Χριστό όλα να τα περιμένεις… Στο απάνω πάτωμα καθόταν μια οικογένεια χριστιανών, κι όχι μόνο χρωστούσαν εφτά νοίκια, αλλ’ ο Νταβίκος χρειαζόταν το διαμέρισμα για την Αλλέγκρα, τη μεγάλη του κόρη. Επρόκειτο να παντρευτεί μ’ έναν Εβραίο, έμπορο υφασμάτων, και δεν είχαν σπίτι να μείνουν. Τους είχε κάνει τρεις εξώσεις χωρίς αποτέλεσμα. Είχαν τα μέσα με τη Χωροφυλακή. Για να τους ξεφορτωθεί, σκαρφίστηκε το τέχνασμα της πυρκαγιάς. Περίμενε ένα βράδυ να κοιμηθούν όλοι, πήδησε απ’ το φωταγωγό στην κουζίνα τους, σκηνοθέτησε την πυρκαγιά, βγήκε απ’ την κυρία είσοδο, σαν κύριος, πήγε στο αντικρινό καφενείο, παράγγειλε ούζο κι έπιασε κουβέντα με τους θαμώνες για να δημιουργήσει άλλοθι. Αυτά ισχυρίστηκε τουλάχιστον ο δικηγόρος της ασφαλιστικής εταιρείας στη δίκη. Δεν πέρασε πολλή ώρα κι άρχισε να βγαίνει απ’ τα κεραμίδια καπνός. Ο Νταβίκος πετάχτηκε στο δρόμο κι άρχισε να χτυπάει το στήθος του. ‘Καίει σπίτι μου! Καίει σπίτι μου!…’ Οι άνθρωποι του διαμερίσματος που καιγόταν είχαν στο μεταξύ ξυπνήσει, είχαν πανικοβληθεί κι άρχισαν να πετάνε τα πράγματα από δυο πατώματα ύψος. Οι κόρες του Νταβίκου πετάχτηκαν έξω με τα νυχτικά, κι ύστερα θυμήθηκαν τη γιαγιά τους —νόνα την έλεγαν— που δεν μπορούσε να περπατήσει μόνη της, κι άρχισαν να τσιρίζουν σαν Οβριές που ήταν. Σηκώθηκε η γειτονιά στο ποδάρι. Ώσπου να φτάσουν οι αντλίες, το απάνω πάτωμα καιγότανε σαν πυροτέχνημα. Πώς δε μεταδόθηκε η φωτιά και στο κάτω πάτωμα ήταν θαύμα! Την άλλη μέρα παρουσιάστηκε ο Νταβίκος στην ασφαλιστική εταιρεία να κάνει τα χαρτιά για να εισπράξει την ασφάλεια μα η εταιρεία έστειλε εμπειρογνώμονες επί τόπου, οι οποίοι απεφάνθησαν ότι επρόκειτο περί εμπρησμού, και του ’καναν μήνυση. Αλλ’ αθωώθηκε παμψηφεί ο παλιοτσιφούταρος. Πήρε την αποζημίωση, με την οποία, όχι μόνο διόρθωσε το καμένο διαμέρισμα κι εγκατέστησε την Αλλέγκρα με τον τσιφούτη τον άντρα της, αλλά της αγόρασε κι ένα οικόπεδο έξω στο συνοικισμό του Χαριλάου.» Όταν έφυγε η Σοφίτσα «Σήκω, βρε Ελένη», λέω της κόρης μου, «να πάμε να δούμε το σπίτι, να πάρουμε και τον αέρα μας. Θα μουχλιάσουμε πια εδώ μέσα.» Αφότου είχε μπλέξει με τον οδοντογιατρό έβγαινε πολύ σπανίως έξω. Πήραμε τα παιδιά απ’ το χέρι και κατηφορίσαμε προς τη Διαγώνιο. Το ίδιο εκείνο απόγεμα τα ’φερε ο Εξαποδώ να δώσουν στο Δημήτρη άδεια — την εποχή εκείνη υπηρετούσε στο Σέδες. Πήγε στο σπίτι, βρήκε την πόρτα κλειδωμένη, την άνοιξε κατά το σύστημά του μ’ ένα καρφί, μπήκε μέσα, έφαγε — είχα μελιτζάνες ιμάμ στον τέντζερη — σιδέρωσε το χιτώνιό του, κι έφυγε. Όταν άρχισε να νυχτώνει. «Πάμε!» έκανα νόημα της Ελένης. Η Βικτώρια μας είχε δεχτεί με πολλές τσιριμόνιες. Εξακολουθούσε να ’ναι τρελά ερωτευμένη με το γιο μου. Μας έδειξε το σπίτι και μας έψησε καφέ, αλλά δεν ήθελα να μείνουμε περισσότερο. Δεν είχα καμιά διάθεση να ’ρθει ο Νταβίκος να μας βρει με την κόρη του, να λέει ότι θέλουμε να του την ξεμυαλίσουμε επειδή είχαμε στο μάτι το ρημάδι του. Κι όπως ήταν Ιούλιος κι έκανε τρομερή ζέστη. «Δεν πάμε», της λέω, «να κάτσουμε καμιά ώρα στο πάρκο;» «Και δεν πάμε…» Στο δρόμο περάσαμε απ’ το φαρμακείο που δούλευε η Πολυξένη και της είπαμε πού θα ’μασταν για να ’ρθει να μας βρει να γυρίσουμε μαζί στο σπίτι. Κατά σύμπτωση ήρθε και κάθισε στο παγκάκι μας μια γνωστή μου κυρία απ’ την εποχή που ήμουνα ακόμα με τον προκομμένο τον άντρα μου, πιάσαμε κουβέντα, θυμηθήκαμε τα παλιά. Τα παιδιά τα στείλαμε να παίξουν. «Πάρε την αδερφή σου απ’ το χεράκι», λέω στον Άκη, «κι άμετε να παίξετε με τ’ άλλα τα παιδάκια γύρω απ’ το σιντριβάνι. Αλλά τα μάτια σας τέσσερα. Μόλις σας φωνάξουμε, να γυρίσετε πίσω στο λεπτό!» «Τίνος είναι τα παιδάκια;» «Της κόρης μου.» «Φτου να μη βασκαθούν, τι χαριτωμένα παιδάκια, να σας ζήσουν», λέει της Ελένης. Η Ελένη κορδώθηκε. Πρώτη φορά την είδα να καμαρώνει κι αυτή, όπως όλες οι μανάδες, για τα παιδιά της και προς μεγάλην μου έκπληξη (γιατί συνήθως δεν καταδεχόταν τις δικές μου φιληνάδες) ήταν ομιλητικότατη κι ευχάριστη. Κι ήταν τόσο γλυκιά η βραδιά! Απ’ τη θάλασσα φυσούσε η αύρα. Σ’ ένα καφενείο έπαιζε ο φωνόγραφος. Την εποχή εκείνη ήταν μόδας η Ρεζεντά.

Γλυκιά μου Ρεζεντά, σε χρονιές περασμένες
και λησμονημένες, δε μου λες, γιατί…

»Και με την κουβέντα πέρασ’ ευχάριστα η ώρα, ήρθε η Πολυξένη και μας βρήκε, μας αγόρασε από ’να παγωτό χωνάκι κι ύστερα πήραμε τα παιδιά και κινήσαμε όμορφα κι αγαπημένα να γυρίσουμε στο σπίτι. Κι ήμουνα τόσο ευτυχισμένη εκείνο το βράδι, Νίνα μου. Αδύνατον να σου περιγράψω την ευτυχία που ’νιωθα. Η καλή συμπεριφορά της Ελένης μου ’χε κάνει εντύπωση. Πώς το ’παθε, σκεπτόμουνα, και δέχτηκε να ’ρθει μαζί μου στου Νταβίκου κι ύστερα στο πάρκο; Κι ήταν μάλιστα τόσο κοινωνική! Τί ξαφνικό θαύμα είν’ αυτό; Αχ, θεέ μου, αναγνωρίζω ότι αμάρτησα σ’ αυτή τη ζωή κι ας ήταν από κουταμάρα, κι ότι δικαίως με τιμώρησες, μα τώρα φτάνει πια! Αρκετά βάσανα τράβηξα. Δώσε μου καλά γεράματα. Κάνε να ζήσω ήρεμα κι αγαπημένα με τα παιδιά μου, χωρίς κακίες και μίση. Τί έχω, θε’ μου, να μοιράσω με την Ελένη μου; Γιατί να μαλώνουμε; Ήταν κι αυτή η μαγκούφα, άτυχη σαν και μένα. Ας όψεται αυτό το φίδι η Φρόσω κι ο πατέρας της που της έδωσαν το Μπάμπη. Μα τέλος πάντων, ό,τι έγινε, έγινε. Κάνε τώρα, θε’ μου, να τυλίξει τον οδοντογιατρό να την πάρει, να μην πάνε χαμένα τα νιάτα της κι η ομορφιά της! Αν δε λυπάσαι εκείνη, λυπήσου τουλάχιστον τα παιδιά της. Αυτά τ’ αθώα βρέφη, που δε χρωστάνε τίποτα να τραβάνε τις αμαρτίες των μεγάλων…

[…]

Πάνω σ’ αυτή την κρίσιμη περίσταση πέθανε κι ο Μεταξάς. Μερικοί λέγανε από πυώδη αμυγδαλίτιδα, άλλοι από ουρία. Ο Αντώνης ήταν απαρηγόρητος. Την ημέρα της κηδείας μας πήρε και πήγαμε στο Φουριώτη —το ραφείο ήταν στην οδό Μητροπόλεως— και την παρακολουθήσαμε απ’ το μπαλκόνι. Γυρίζοντας στο σπίτι ήμασταν κι οι δυο κατηφείς και σιωπηλοί, εκτός από την κόρη μου. Σα να μου πήγαινε επίτηδες κόντρα, την είχε πιάσει μια ακατάσχετη λογοδιάρροια. «Σκάσε, αναίσθητο πλάσμα!» της έλεγα. Μου φαινόταν σα να γύριζα απ’ την κηδεία, όχι του Μεταξά, μα της Ελλάδας. Και δεν ήταν δυο λεπτά της ώρας που είχαμε φτάσει σπίτι, είχα βάλει το ηλεκτρικό μπρίκι στην πρίζα να ψήσουμε καφέ να ποιούμε γιατί το στόμα μου ήταν φαρμάκι, ώσπου να ζεσταθεί το νερό έβγαζα το φουστάνι μου για να φορέσω τη ρόμπα του σπιτιού, και να ’σου αριβάρει η κυρα-Εκάβη. Απ’ τα μούτρα της κατάλαβα πως ήταν ταραγμένη. «Τον χάσαμε», της λέω. «Ένας-ένας φεύγουν όλοι τους, βρε κυρα-Εκάβη. Αν είχες έρθει μαζί μας θα ’βλεπες την κηδεία απ’ το μπαλκόνι του Φουριώτη.» «Άσε με ήσυχη με το Μεταξά σας», μου λέει αγανακτισμένη, «να μην τον βλαστημήσω κι αυτόν κι όλους τους ρουφιάνους που κάνουνε τους πολέμους. Έχω τα δικά μου βάσανα, καινούριους μπελάδες με το γιο μου. Ήρθε σήμερα απ’ τη Θεσσαλονίκη μαζί με την Εβραία…» «Ποια Εβραία;» της λέω. Εκείνη τη στιγμή δεν είχα όρεξη ν’ ακούσω τα βάσανα της κυρα-Εκάβης. Ουφ πια! είπα με το νου μου. Έχουν κι οι άλλοι άνθρωποι βάσανα και σκοτούρες, μα δεν τα δραματοποιούνε τόσο. Δε θα ησυχάσουμε πια ποτέ απ’ τις «συμφορές» της κυρα-Εκάβης; Εδώ καράβια χάνονται, βαρκούλες αρμενίζουν, σε μας κάλλιασε. Μα την ίδια στιγμή σκέφτηκα πως είχε έρθει σε μένα να την παρηγορήσω, θα ήταν απονιά να την απογοητεύσω. «Ποια Εβραία;» της λέω, κάνοντας μεγάλη προσπάθεια για να προσποιηθώ περιέργεια κι ενδιαφέρον. «Την Εβραία ντε», μου λέει. «Τη Βικτώρια, την κόρη του πρώην νοικοκύρη μου του Νταβίκου, που σου ’λεγα πως έβαλε φωτιά στο σπίτι του για να εισπράξει την ασφάλεια. Τα φτιάξανε πάλι τώρα που ήταν ο κύριος στη Θεσσαλονίκη, αποφάσισαν να αλληλοαπαχθούν και αριβάρησαν σήμερα το μεσημέρι σαν ουρανοκατέβατοι την ώρα που τρώγαμε, χωρίς καν να μας στείλουν ένα τηλεγράφημα. Έπρεπε να ’σουν από μια μεριά να δεις τα μούτρα του Θόδωρου όταν τους είδε…»

Μα δεν την άκουγα πια. Ο νους μου έτρεχε αλλού. Ο θάνατος του Μεταξά είχε ξυπνήσει ξαφνικά μέσα μου δυνατότερους παρά ποτέ τους φόβους για την υγεία του Αντώνη. Απ’ το πρωί προσπαθούσα εις μάτην να ξορκίσω απ’ το μυαλό μου την κακιά σκέψη. Ο θεός να μην το δώσει να πιω κι αυτό το ποτήρι! σκεπτόμουνα ακούγοντας την κυρα-Εκάβη σα μέσα σ’ όνειρο να μιλάει για κάτι βαφτίσια. Μα τί δουλειά είχαν τα βαφτίσια με το Δημήτρη ή τη Βικτώρια, ήταν αδύνατον να συλλάβω τη στιγμή εκείνη. Είχα την εντύπωση πως έβλεπα έναν εφιάλτη. Μου φαίνεται πως είχα και λιγάκι πυρετό. Ήταν δυο-τρεις μέρες που με τριγύριζε γρίπη, τα νεύρα μου ήταν τεντωμένα, έβαζα τον καφέ στα φλιτζάνια και το χέρι μου έτρεμε. Έβαλα την πρώτη γουλιά στο στόμα κι έτρεξα στο νεροχύτη κι άρχισα να φτύνω. Αντί για ζάχαρη, είχα βάλει αλάτι!…

Μόνο την άλλη μέρα το μεσημέρι, όταν αποφάγαμε κι έπεσα στο κρεβάτι για καμιά ώρα κι άρχισε ο νους μου όπως συνήθως να ταξιδεύει, θυμήθηκα τη σκηνή της προηγουμένης μέρας κι ένιωσα τύψεις: στο κάτω-κάτω της γραφής, σκέφτηκα, ο Μεταξάς δε μου είναι τίποτα. Ένας πέθανε, δέκα θα φυτρώσουνε στη θέση του. Ενώ η κυρα-Εκάβη είναι δικός μου άνθρωπος. Για μένα είναι πιο σπουδαία από εκατό Μεταξάδες. Θυμήθηκα τις ιστορίες που μου ’χε διηγηθεί για το Νταβίκο, πράματα που είχ’ ακούσει τότε σα να ’ταν παραμύθια, ιστορίες που ανήκαν για πάντα στο παρελθόν, που δεν επρόκειτο να ’χουν καμιά συνέχεια, μα που τώρα έπαιρναν ξαφνικά αναδρομική, όπως λένε, σημασία. «Τί έπαθες και γελάς μόνη σου;» μου λέει ο Αντώνης που ’βαζε τις πιτζάμες του για να πλαγιάσει κι αυτός στο κρεβάτι. «Δώσ’ μου εκείνο το μυθιστόρημα που είν’ απάνω στη σιφονιέρα για να μη σηκώνομαι», του λέω. Διάβαζα την Άννα Καρένινα. «Αχ, βρε Αντώνη», του λέω, «η πρώτη αγάπη δε λησμονιέται, καλά το λέει το τραγούδι. Για σκέψου να τα ξαναφτιάξουν ύστερ’ από τόσο χρόνια!» Και τη στιγμή που το ’λεγα ο νους μου πέταξε στα νιάτα μου, στον Αργύρη και στην Κηφισιά. Άνοιξα το βιβλίο αι προσπάθησα να βρω σε ποια σελίδα είχα μείνει. Την είχα σημαδέψει, αλλ’ η κυρία κόρη μου είχε την κακή συνήθεια να ξεφυλλίζει τα βιβλία που διάβαζα. «Να, γελάω», του λέω, «που σκέπτομαι τί θα κάνει τώρα η κυρα-Εκάβη με τη νύφη που της έπεσ’ απ’ τον ουρανό…». Ο Αντώνης έπεσε στο κρεβάτι και κουκουλώθηκε. Ήταν κουρασμένος. Άρχισε να ροχαλίζει. Αν αγαπάει πραγματικά το γιο της, σκεπτόμουνα, ανίκανη να συγκεντρώσω το μυαλό μου στην ιστορία της Άννας και του Βρόνσκυ, θα κάτσει ήσυχη. Αλίμονο αν αρχίσει να γκρινιάζει, όπως έκανε με τη νοσοκόμα. Όσο γρηγορότερα παντρευτούν τόσο το καλύτερο. Ο γάμος είναι καμιά φορά η μόνη σωτήρια λύση γι’ άσωτους ανθρώπους σαν τον Δημήτρη: ξυπνάει μέσα τους το αίσθημα της ευθύνης, ωριμάζουν, ισορροπούν, ακόμα και το μούτρο τους μεταμορφώνεται. Ας ελπίσουμε πως θα συμβεί το ίδιο και με το Δημήτρη. Και γιατί να μη συμβεί; Φτάνει να ’ναι η Εβραία μυαλωμένη, και να κάτσει κι η κυρα-Εκάβη στ’ αυγά της. Μα θα κάτσει;…

Το αινιγματικό της ύφος, όταν ξανάρθε την άλλη μέρα και τη ρώτησα πώς παν’ τα πράματα, ήταν κάθε άλλο παρά καθησυχαστικό: «Πώς θες να πάνε; Σαν το κάβουρα. Έλαβ’ ένα γράμμα απ’ τον αρχιτσιφούτη τον πατέρα της, στο οποίο τη διατάζει ο στραβούλιακας να γυρίσει αμέσως πίσω. Πες μου και συ, βρε Νίνα μου, τί να κάνω; Πώς να φερθώ; Έρχονται ώρες που σκέπτομαι πως ο γάμος θα του κάνει καλό. Θα μαζευτεί απ’ τα σοκάκια. Φέτος πάτησε τα τριάντα, είναι καιρός να δημιουργήσει κι αυτός οικογένεια. Αγαπιούνται δα σαν τα πιτσούνια. Όταν αρχίζουν μπροστά μου τα μάτσα-μούτσα συγχύζομαι. Μου φαίνεται τόσο αστείο. Είν’ αδύνατο να χωνέψω πως το παιδάκι με τις μπούκλες και τα ναυτικά έχει μεγαλώσει τόσο πολύ, ώστε να μπορεί να φιλάει μια κοπέλα μπροστά μου κατ’ αυτό τον τρόπο. Πίσω μου δε με νοιάζει τι κάνει, αλλά μπροστά μου!… Δεν είναι σοβαρά πράματα αυτά, Νίνα μου. Ο έρωτας δεν τρώγεται. Ο γιος μου έχει μάθει στη ρέμπελη ζωή. Στο τσιγκογραφείο αποκλείεται να γυρίσει. Δούλεψε τρεις μήνες στη Θεσσαλονίκη και παρά λίγο να ξανακυλήσει. Αν δεις τα μαντίλια του, θα φρίξεις. Εκείνη πάλι δεν ξέρει καμιά τέχνη. Άλλοτε κουτσόραβε, μα δε βλέπω να ’χει τη διάθεση να δουλέψει. Έφερε κάτι παράδες μαζί της, μα πόσο θα κρατήσουν; Αν καταφέρει να πείσει αυτόν τον Καϊάφα τον πατέρα της να της δώσει την προίκα της, θα μπορέσουν να πουλήσουν το μερτικό της απ’ το σπίτι της οδού Τσιμισκή και ν’ αγοράσουν εδώ ένα δικό τους να μην πληρώνουν νοίκι, και με τα υπόλοιπα ν’ ανοίξουν κανένα μαγαζάκι να βγάζουν το ψωμί τους άνετα, να μαζευτώ κι εγώ μαζί τους να τους μεγαλώσω τα παιδιά τους. Μ’ αν την αποκληρώσει; Αν τα δώσει όλα, όπως απειλεί, στην Αλλέγκρα;» «Και τον εγγονό σου», της λέω, «τι θα τον κάνεις;» «Ο εγγονός μου ας πάει στη μάνα του. Αρκετά της τον μεγάλωσα, ας τον πάρει να δει κι εκείνη λιγάκι τη γλύκα. Δυστυχώς έχει αρχίσει να γίνεται κι αυτός ένα γαϊδούρι και μισό. Δεν είναι πια ο Άκης που ήξερες. Όσο πάει γίνεται ολόιδιος η μάνα του, το μήλο κάτω απ’ τη μηλιά θα πέσει. Προχτές πέταξε στα σκουπίδια το χαϊμαλί με το Τίμιο Ξύλο που του φορούσα από μωρό, και την περασμένη βδομάδα το ’σκασε με κάτι αλητάκια και πήγανε, όπως τουλάχιστον μου λέει, με τα πόδια στο μοναστήρι της Καισαριανής. Όταν γύρισε, μου ’φερε κι ένα φιδοπουκάμισο μια οργιά. Το βρήκε, λέει, στα βράχια. Α, δε μπορώ πια, είναι κι αυτός μια μεγάλη ευθύνη…» «Πότε θάσ’ εκεί να ’ρθω να γνωρίσω τη νύφη;» της λέω. «Έλα όποτε θέλεις…» Μα όταν την επομένη πέρασα για πέντε λεπτά στην επιστροφή μου απ’ τον οδοντογιατρό, η Βικτώρια έλειπε. Είχε πάει με το Δημήτρη στο Λυκαβηττό. «Τους έχει πιάσει η μανία της φυσιολατρίας!» μου λέει η κυρα-Εκάβη στραβώνοντας ειρωνικά το στόμα της. «Δεν τολμάνε να βγάλουν τα μάτια τους μέσ’ στο σπίτι όταν είμ’ εγώ εδώ, κι όσο βλέπουν να μη βγαίνω, κατεβάζουνε τα μούτρα τους. Έχουν την απαίτηση να κάνω το σπίτι μου μπορντέλο. Εγώ μια φορά τους το δήλωσα: ή βαφτίζεται και παντρεύονται, ή να μ’ αδειάσουν τη γωνιά κι αυτή κι ο γιος μου. Δε θέλω πια να τον ξέρω. Όταν τον βλέπω να την κοιτάζει σα να μην υπάρχει άλλη γυναίκα στον κόσμο, μου ’ρχεται να ξεράσω. Ο Δημήτρης μου! Ο άντρας στον οποίο πέφταν οι γυναίκες σαν τις μύγες να κρεμαστεί απ’ τη φούστα της Βικτώριας! Δε μπορώ να το χωνέψω…»

Μμ, θύελλα μου μυρίζεται! έλεγα με το νου μου γυρίζοντας στο σπίτι. Και δεν είχα άδικο. Με το πλήρωμα του χρόνου ήρθε, μα στο μεταξύ μ’ είχαν βρει και μένα θύελλες, και μάλιστα χειρότερες. Δεν είχα ούτε τον καιρό, ούτε την όρεξη να στεναχωριέμαι για τις ξένες. Αχ, τί έχω τραβήξει κι εγώ στη ζωή μου!…

Ταχτσής Κώστας, Το τρίτο στεφάνι, Ερμής, 1970, 113-117 και 207-212.