Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Ο φίλος μου ο Ίνο

Η ξαφνική του επίσκεψη με ξύπνησε απ’ τον λήθαργο και μ’ έκανε να σκεφτώ. Ο κύριος ήθελε ν’ αγοράσει το σπίτι μου, μια μονοκατοικία, κοντά στην Παναγία Χαλκαίων, απ’ τις λίγες που υπήρχαν ακόμα, αχάλαστες, στο κέντρο της πόλης. Δεν ήξερα, στην αρχή, αν γνώριζε πως το σπίτι αυτό δεν ήταν δικό μου, αλλά του φίλου μου του Ίνο, και της μάνας του που φύγανε το 1943 απ’ τη Θεσσαλονίκη κι έκτοτε δεν ξαναγύρισαν.

Η φάτσα του, πρέπει να πω, δεν μου άρεσε καθόλου. Χοντρός, καραφλός, γυαλάκιας, ενώ τρώγαμε μαζί κοντά στη θάλασσα, το ίδιο βράδυ, τον έβλεπα να ρίχνει τη φρέσκια μαρίδα στον «ντεπό» του, σα να ’ταν κουφέτα.

—Μα αφού δεν πληροί τους όρους για πολυκατοικία, του είπα, πώς θα χτίσετε;

—Μη σε νοιάζει, μου είπε. Έχουμε τα μέσα.

Και μου πρόσφερε ένα ποσό αστρονομικό.

Κάτι ψιλιάστηκα απ’ τον επίμονο τρόπο που μου ζητούσε να του το πουλήσω, κι είπα πως θα το σκεφτώ. Ένα «γιαβόλ» που του ξέφυγε, στο τέλος, το δικαιολόγησε πως ήταν η κληρονομιά απ’ τη θητεία του στη Γερμανία.

Η μνήμη του Ίνο ξύπνησε μέσα μου επιτακτική: ζητούσε, όχι πια εκδίκηση, αλλά προστασία. Όλο αυτό το συγκεντρωμένο λίπος πάνω στο γουρούνι αυτό! Δεν είχε χορτάσει κρέατα, σφαχτά, λουκάνικα Φρανκφούρτης στη ζωή του;

Επέστρεφε ατόφιος σ’ εκείνη τ μέρα ή ήταν εκείνη η μέρα που μου τον επέστρεφε, καν δεν θυμάμαι αν ήταν λιακάδα ή βροχερή, τίποτα, μόνο: Ο Ίνο φεύγοντας με παρακάλεσε να μείνω σπίτι τους, ώσπου να γυρίσει.

Πρόσφυγας ήμουν κι εγώ απ’ την Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, πρωτότοκος σε μια οικογένεια που ο πατέρας έπεσε θύμα της βουλγάρικης εισοβλής κι η πρόταση του Ίνο μου άρεσε. Έφυγα απ’ την καλύβα του Χιρς κι ήρθα εδώ όπου πραγματικά νόμιζα πως θα ’ταν προσωρινά, για λίγο.

Κάποτε ο πόλεμος κι οι συμμαχικοί βομβαρδισμοί τελείωσαν, αυτοί που ήταν να γυρίσουν γύρισαν, όσοι ήταν να μείνουν ρέστοι σ’ ένα ληξιπρόθεσμο λογαριασμό παρέμειναν κι εμείς μεγαλώσαμε, γίναμε έφηβοι, άντρες και σαν τη Δάφνη που την κυνηγούσε ο Απόλλωνας, αλλάξαμε κι από άνθρωποι γινήκαμε δέντρα: ριζώσαμε στα σπίτια των αλλονών, γίναμε κύριοι με τη χρησικτησία, ακινήτων που δεν υπήρχαν σε διαθήκες γιατί κανείς δεν πίστευε πως το τέλος θα ’ρχόταν έτσι ξαφνικά ή και σ’ όσες βρέθηκαν κι ανοίχτηκαν λείψανε οι κληρονόμοι.

Είναι αλήθεια ότι λαχτάρησα πολύ στην αρχή, πολύ μου έλειψε η μη επιστροφή του. Αλλά απ’ την άλλη θα ’ταν ψέμα να έκρυβα πως ο γυρισμός του δεν θα μ’ ενοχλούσε.

Είχα γκρεμίσει εκείνο τον απαίσιο τοίχο του διαζώματος, κι είχα φτιάξει ένα εικονοστάσι (οι Εβραίοι δεν είχαν εικονίσματα στα σπίτια τους), είχα, κοντολογίς, βολευτεί σ’ αυτό το σπίτι που όσο οργίαζαν οι κατασκευές μαμούθ ολόγυρα τόσο αποκτούσε αξία. Όσοι είχαν έρθει να ρίξουν τις σπόντες τους, να με λαδώσουν, φύγανε πανικόβλητοι γιατί μια εποχή, τόσο οι τύψεις με καταπίεζαν, που έβγαζα ομοιώματα του Ίνο στο μπαλκόνι να κυνηγούν αυτούς που θέλανε να σπιλώσουν τη μνήμη του.

Τα χρόνια με ηρέμησαν. Είδα τη σχετικότητα των πραγμάτων, μα ποτέ δεν έδωσα συγχωροχάρτι στους ναζί. Κάθε Γερμανός μου προκαλούσε την ίδια αλλεργία όπως ένα κομμάτι λαρδί. Είτε ήταν θαυμαστής του Μπετόβεν, είτε του Μότσαρτ, είτε του Βάγκνερ, είτε του Νίτσε, είτε του Αϊνστάιν, είτε του Μαρξ για μένα σήμαινε: υποψήφιος δολοφόνος.

Το ξέρω, άλλοι καιροί δεν θα ξέρουν για ποιο πράγμα μιλάμε. Και θα πρέπει να πάει κανείς στο Άουσβιτς, όπως πήγα εγώ, κι έψαξα σ’ εκείνο τον εφιαλτικό τοίχο με τα μικρά-μικρά χαραγμένα ονόματα (χιλιάδες) να βρω το όνομα του φίλου μου και αθέλητου κληροδότη. Τριάντα χρόνια πέρασαν από τότε. Δεν υπήρχε για μένα θέμα πια. Κινδύνευα κι εγώ να τελευτήσω.

Ζούσα σα μια κουκίδα σε μια μεγάλη τοιχογραφία που αν δεν έπεσε με τους τελευταίους σεισμούς θα γκρεμιζόταν οπωσδήποτε με τους επόμενους ή τελοσπάντων (είχα την αίσθηση) μιας άτμης που αχνίζει σαν την άλω γύρω από τα πρόσωπα, όπως εκείνο το φωτοστέφανο σε μερικούς πίνακες της Αναγέννησης, προπαντός του Καραβάτζιο, που ενώ είναι απόλυτα ρεαλιστικός στη σύλληψη και στην εκτέλεση του πίνακα και δείχνει, π.χ., μια φτωχή κι εγκαταλειμμένη γυναίκα μ’ ένα μωρό στην αγκαλιά, μπροστά σε μια πόρτα ανοιχτή, δίπλα σ’ ένα τοίχο φθαρμένο, να υποδέχεται τρεις ανθρώπους, έξαφνα με το φωτοστέφανο πάνω απ’ το κεφάλι της γίνεται η Παναγία με το βρέφος που ανοίγει την πόρτα μας στους τρεις μάγους.

Από την άποψη αυτή ήμουν απόλυτα δικαιολογημένος να θεωρώ ξαστοχημένη τη ζωή μου και ν’ αρνούμαι την άλω ή το φωτοστέφανο ή το χρίσμα οποιουδήποτε Κόμματος, Θρησκείας ή Μεταφυσικής, έχοντας παραδεχτεί τη μοίρα μου σαν περιθωριακού της Ιστορίας, ενός απ’ τους χιλιάδες σταυρούς στο μέτωπο, ανώνυμος, χωνεμένος σε μια βαθιά λακκούβα που κακοφομίζει.

Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα τύχαινε να τον ξαναθυμηθώ, τον φουκαρά τον Ίνο, με το κίτρινο αστέρι στο μπράτσο, στην Εγνατία οδό, κι εγώ μικρός, παιδί σε μια κοινωνία μεγάλων, ο Ίνο δεν ήξερε, μιλούσε ως την τελευταία στιγμή για τα παιγνίδια μας, άρα το ταξίδι γι’ αυτόν ήταν μετ’ επιστροφής, ούτε μπορούσε να διανοηθεί, ούτε εγώ μπορούσα, ούτε κι η μάνα του που μου έλεγε, τα τελευταία της λόγια, μην αφήσω απότιστο τον βασιλικό, πάνω απ’ το κάρο, ενώ φεύγανε, πως θα τον ξαναθυμηθώ, λέω, τώρα στα γεράματα. Νόμιζα ότι η ζωή όπως κι η Ιστορία περνάει στα ψιλά των ασβεστωμάτων που λέγονται δεκαετίες κι εμείς «βιαστικά κι άπειρα όντα της στιγμής» τελικά δεν σημαίνουμε περισσότερο από μια κουτσουλιά περαστικού πουλιού σ’ ένα αναμνηστικό άλμπουμ με φωτογραφίες.

Ώσπου, ο τύπος αυτός, (είχε τελειώσει τις μαρίδες, το χταποδάκι και την τσιροσαλάτα κι ήταν τώρα στη συναγρίδα του), με ταρακούνησε με την αυθάδειά του.

—Δεν θέλω αντιπαροχή, ξανάπα.

—Ό,τι θέλεις μάνα μου, είπε κι έβγαλε ένα αγκάθι απ’ το δόντι του, στραβό σαν αγκίστρι.

—Θα στο πουλήσω, με τον όρο ότι θα κάνω εγώ τις εκσκαφές, είπα και τον κάρφωσα μ’ ένα βλέμμα βαθύ, κοφτερό, αναστενάρικο.

Ήταν πάλι πριν από λίγες μέρες όταν, στην Καβάλα τούτη τη φορά, ρίχνοντας ένα παλιό διώροφο στα Ποταμούδια, οι εργάτες χτύπησαν τον θησαυρό. Κοσμήματα και λίρες, σε τενεκέδες, θαμμένα βαθιά στη γη, τινάχτηκαν στον ήλιο. Γίνανε επεισόδια στο πλιάτσικο ώσπου να ’ρθει η αστυνομία. Το σπίτι ήταν ιδιοκτησία των Μπενβενίστε. Γράψανε οι εφημερίδες σχετικά:

ΠΑΛΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ

Η αναζήτηση χαμένων θησαυρών είναι μια παλιά ιστορία στην Ελλάδα. Το συγκεκριμένο όμως ενδιαφέρον από το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου συγκεντρώθηκε στις εβραϊκές περιουσίες, ιδιαίτερα στη Θεσσαλονίκη και στις επαρχίες Σερρών, Καβάλας, Βέροιας και Λαρίσης όπου από τις 77.000 Εβραίους, που τις κατοικούσαν, οι 67.000 θανατώθηκαν από τους ναζήδες.

Στη Θεσσαλονίκη ήταν εγκατεστημένοι 50.000 Εβραίοι σε 11.000 ιδιόκτητα σπίτια με 2.000 βιομηχανικές και εμπορικές επιχειρήσεις. Η περιουσία τους περιελάμβανε χιλιάδες οικόπεδα και αγροτικές εκτάσεις ενώ ο χρυσός που βρισκόταν στα χέρια τους υπολογίζεται σύμφωνα με επίσημα στοιχεία σε 2.250.000 λίρες.

Τον είδα που γούρλωσε τα μάτια σα να μη πίστευε στα αυτιά του. Ήταν έτοιμος να επιτεθεί στο κεφάλι του ψαριού όταν με μια κίνηση απωθητική το ’σπρωξε πέρα, κατέβασε την πετσέτα απ’ το λαιμό του και με κακία στο μάτι πρόφερε:

—Αφού το σπίτι αυτό δεν είναι δικό σου. Γιατί δεν επωφελείσαι απ’ την πρότασή μου, να κάνουμε χωριό.

—Ποτέ δεν είπα το αντίθετο, του αποκρίθηκα, ενώ σκεφτόμουν: Οι θησαυροκυνηγοί σκάβουν υπόγεια, κόβουν δέντρα, ανοίγουν τρύπες σε τοίχους, καταστρέφουν σπίτια ολόκληρα και ανασκάπτουν χωράφια. Το γεγονός όμως αυτό δεν σημαίνει ότι είναι κανενός αλλουνού, πρόσθεσα.

Έφυγε αφήνοντάς μου την κάρτα του με τα τηλέφωνά του. Αν άλλαζα γνώμη, να τον έπαιρνα, αλλιώς…

Και με μια μετέωρη απειλή στον αέρα, μ’ άφησε εκεί στη θάλασσα, και χάθηκε με την τελευταίου τύπου Μερσεντές του.

Ω, Θεέ μου. Είμαι Έλληνας. Στο αίμα μου πάλλει ο Πελοπίδας κι ο Επαμεινώνδας. Φορώ σώβρακα Σωκράτη, ταξιδεύω με την Πλάτων Τουρς, είμαι στο κλαμπ Γιουλίσες κι έχω κουπόνι για την Ταβέρνα των Θεών. Είμαι Έλληνας. Αλλά δεν μπορώ ν’ αντέξω αυτή την αγνωμοσύνη των Ρωμιών για ό,τι τους είναι ξένο. Χαρήκανε, το καταλαβαίνετε, για το ξερίζωμα χιλιάδων ψυχών. Εγώ περνάω και μαραίνομαι απ’ τα λημέρια που ήταν άλλοτε εβραϊκά. Αυτοί περνάνε και χαίρονται.

Ποιοι οι αυτοί; Ποιος εγώ; Θα εξηγηθώ αμέσως.

Οι τεράστιες εβραϊκές περιουσίες ήταν ο πρώτος στόχος της βουλιμίας του Μαξ Μέρτεν, του ισχυρότερου ναζί στη Βόρειο Ελλάδα και των Ελλήνων συνεργατών του. Συνέταξε ένα γενικό σχέδιο για την αρπαγή των περιουσιών. Πρώτη ενέργειά του ήταν να υποχρεώσει την εβραϊκή κοινότητα να καταβάλει 2.000.000 δρχ. (20.000 λίρες) για την εξαγορά της καταναγκαστικής εργασίας. Οι Εβραίοι πλήρωσαν το ποσόν αλλά η καταναγκαστική εργασία συνεχίστηκε.

Ιάσων Ι. Ιασωνίδης
Εργολαβίαι Ε.Π.Ε.
Νίκωνος 18 Θεσσαλονίκη τηλ. κτλ.

Δυο μέρες μετά την επίσκεψή του ήρθε ένας εφοριακός για έλεγχο των ακινήτων, ήρθε κι ένας του ΟΤΕ για μια βλάβη, τάχα, στο τηλέφωνό μου, που δεν υπήρχε. Και για την είσπραξη ενός τέλους για την τηλεόραση. Στο δρόμο αισθανόμουν τον ίσκιο μιας πράσινος Βόλβο να μ’ ακολουθεί πιστά. Όλα αυτά, για να καταλήξουν, πού;

Απ’ τη μεριά μου προσπαθούσα κι εγώ να βρω τα ματωμένα ίχνη του εργολάβου.

Όταν δημιουργήθηκε το γκέτο της Θεσσαλονίκης (στρατόπεδο Βαρώνου Χιρς εκεί που είναι σήμερα το Ιπποκράτειο Νοσοκομείο), ο αρχηγός των «κομμάντος Ρόζεμπεργκ» Ντίτερ Βισλιτσένυ που είχε σταλεί με ειδική εντολή του Άντολφ Άιχμαν στη συμπρωτεύουσα, εφάρμοσε ειδικά βασανιστήρια για την απόσπαση ομολογιών για κρυμμένο χρυσάφι. Αργότερα ο ίδιος αυτός ναζί λίγο πριν εκτελεσθεί –με απόφαση του Εθνικού Δικαστηρίου της Μπρατισλάβα– κατέθεσε ενόρκως ότι, «τα κατατεθέντα υπό των Εβραίων χρήματα παραδόθηκαν στον στρατιωτικό διοικητή Θεσσαλονίκης, ο οποίος τα κατέθεσε μαζί με κοσμήματα και άλλα τιμαλφή στην Τράπεζα της Ελλάδος. Τι απέγιναν αυτά δεν γνωρίζω.

Γνωρίζει όμως και πολύ καλά ο τύπος μου. Κολλητός του Μέρτεν τότε με το όνομα Ιγνατιάδης, χωρίς φαλάκρα, νέος, ωραίος, γυναικάς, (τ’ αθώα κορίτσια της Κατοχής που πεινούσαν), επιδόθηκε σαν λήσταρχος στο κυνήγι των περιουσιών.

Μπροστά στο όργιο της αρπαγής που μεθοδευόταν οι Εβραίοι μηχανεύθηκαν χίλιους δυο τρόπους για να ξεφύγουν και να σιγουρέψουν ό,τι μπορούσαν από το χρυσό τους σε νομίσματα και κοσμήματα. Οι πλουσιότεροι υπέστησαν τα πιο απάνθρωπα βασανιστήρια για να αποκαλύψουν που είχαν κρύψει τους θησαυρούς τους. Πολλοί από αυτούς ομολόγησαν ενώ άλλοι προτίμησαν να πεθάνουν μαζί με το μυστικό τους.

Πριν φτάσει στην αναζήτηση των θαμμένων αυτών μυστικών, μετά το τέλος του πολέμου, από φωτογραφίες του Ιασωνίδη που βρέθηκαν, συμπεραίνουμε πως παρουσιάζεται με άλλα ονόματα, πράγμα που κάνει υπερβολικά δύσκολη την εντόπισή του.

Μένει πάντως στην Τσιμισκή, αυτό είναι δεδομένο, κοντά στη Διαγώνιο κι έχει ένα κυνηγετικό όπλο. Με τον φίλο του τον Μαξ (Μέρτεν) οργιάζουν. Κυνήγια, γλέντια, χοροί και η αρπαγή των εβραίικων περιουσιών μεθοδεύεται.

Δημιουργούν την ΥΔΙΠ (Υπηρεσία Διαχειρίσεως Ισραηλιτικών Περιουσιών) στηριγμένη πάνω σ’ ένα εξώφθαλμο ψέμα του Μέρτεν: ότι τάχα γίνεται η δήμευση για να μεταβιβαστεί στο ελληνικό Δημόσιο.

Ο Ιασωνίδης πρωτοστατεί. Είναι η ντόπια σούπερ δύναμη. Με τον Μέρτεν απλησίαστο πίσω απ’ το πέπλο της Γκεστάπο, γίνεται αυτός ο μοχλός που κινεί τα παρακάλια, τις παρακλήσεις, τα συμφέροντα των ενδιαφερομένων. Κι έχει κόψει για τον εαυτό του μίζα γερή. Και προσπαθεί να παντρέψει την αδελφή του και να χωρίσει τη μάνα του απ’ το πατριό του, χωρίς επιτυχία.

Να τι διηγούνται οι ελάχιστοι επιζήσαντες εκείνης της εποχής απ’ την Κόλαση:

ΙΩΣΗΦ ΚΑΡΑΣΣΟ: Περάσαμε από φρικτά βασανιστήρια για να αποκαλύψουμε τις κρυψώνες με τις περιουσίες μας. Πολλους συμπατριώτες μου τους έψαχναν ακόμα και στα απόκρυφα μέρη του σώματός τους για να βρουν λίρες. Ψάχνοντας βρήκαν λίρες μέσα σε τακούνια παπουτσιών.

ΙΩΣΗΦ ΓΚΑΤΕΝΙΟ: Ανέσκαψαν τη νύκτα όλο το υπόγειο του σπιτιού μου για να βρουν λίρες.

ΔΑΥΙΔ ΚΙΝΤΕΡ: Παρέδωσα τα χρήματά μου (17 εκατομ. δρχ.) σε γείτονες για να μην τα βρουν οι ναζί. Οι γείτονες παραδόθηκαν και οι Γερμανοί δώρησαν στην καταδότρια μια πουδριέρα της γυναίκας μου χωρίς να γνωρίζουν ότι ήταν γεμάτη χρυσό.

Και τότε ο Ιασωνίδης για να λύσει το πρόβλημα σε μονιμότερη βάση, γίνεται ο εμπνευστής της εταιρείας Ελ-Τουρκ.

Οι Γερμανοί είχαν διαδώσει ότι θα δημιουργούσαν στην Πολωνία μια καινούρια εβραϊκή Δημοκρατία με πρωτεύουσα την Κρακοβία.
Σύμφωνα με το σχέδιο αυτό οι Εβραίοι μπορούσαν να αλλάξουν στη Θεσσαλονίκη τα χρήματά τους με επιταγές σε Ζλότυ που θα τους χρησίμευαν στη νέα τους πατρίδα. Οι πιο εύπιστοι άλλαξαν τις λίρες με επιταγές για να αποδειχθεί γρήγορα ότι ήταν όλες πλαστές.

Ένα μέρος από το χρυσάφι των Εβραίων της Θεσσαλονίκης πέρασε στα θησαυροφυλάκια του Γ’ Ράιχ. Αυτό φαίνεται και από μια επιστολή του Ναζιστή ηγέτη Γκαίριγκ προς τον διευθυντή της Ντώυτσε Μπανκ, με την οποία ζητούσε να του ανοίξει λογαριασμό για το χρυσάφι των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, αλλά και γενικότερα της Ελλάδος. Για τη δουλειά αυτή οι Γερμανοί είχαν επινοήσει μια καταπληκτική απάτη. Δημιούργησαν μια ψευτοεταιρεία με το όνομα «Ελ-Τουρκ» που ανέλαβε να διακινήσει το χρυσάφι από την Ελλάδα στη Γερμανία καμουφλαλισμένο σε τρόφιμα.

Ο Ιασωνίδης, με τ’ όνομα Γιακάς, βρίσκεται στα χαρτιά διευθυντής της εταιρείας αυτής που τελικά ποτέ δεν μπήκε σε λειτουργία.

Κινείται όμως δραστήρια, μες στην Κατοχή, μεταξύ Αθηνών-Θεσσαλονίκης. Κατεβαίνει συχνά στην πρωτεύουσα για «δουλειές». Μια φορά οι αντάρτες ανατινάζουν το τρένο κοντά στη γέφυρα της Παπαδιάς, που κουβαλούσε πολεμοφόδια κι είχε δυο βαγόνια με επιβάτες για μόστρα. Ο Ιασωνίδης κοιμόταν στο βαγκόν-λι. Όταν κατέβηκε να δει το μέρος της ανατίναξης, έκανε το σταυρό του: το βαγόνι του είχε σταματήσει ακριβώς στο χείλος του γκρεμού, λίγο πριν απ’ το βάραθρο που γεφύρωνε η καταστραμμένη γέφυρα.

Το μίσος του για την Αντίσταση έτσι φουντώνει, αλλά ποτέ δεν κινείται ανοιχτά, δεν καταδίδει. Ξέρει ότι θα ζήσει στην Ελλάδα και έχει ανάγκη τους Έλληνες. Άλλο οι Εβραίοι.

Με την απελευθέρωση χάνονται τα ίχνη του. Ακολούθησε τα γερμανικά στρατεύματα ενώ υποχωρούσαν ή την κοπάνισε από μόνος του, πράγμα πιο πιθανό; Πάντως μέχρι το 1952 που ανοίγει μπαρ στο Μόναχο, κανείς δεν ξέρει πού πέρασε. Στην Αργεντινή; Αιχμάλωτος των Ρώσων; Στην Αίγυπτο;

Το μπαρ δεν έχει τίποτα το ελληνικό. Συχνάζουν τύποι όλων των κατηγοριών. Μέσα σ’ αυτούς κι ο φίλος του ο Μαξ. Σχεδιάζουν, ασφαλώς την επιστροφή, γιατί ο εγκληματίας λένε πάντα επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος.

Γιατί μέσα στον πανικό τους τότε, να τα μαζέψουν και να γλιτώσουν, κρύψανε, το ’45, με την ήττα του Χίτλερ, πολλούς εβραϊκούς θησαυρούς. Δέκα χρόνια μετά, είναι καιρός να τους ξεθάψουν. Έχουν επισημάνει κι όσους δεν πρόλαβαν να τους ανακαλύψουν ποτέ. Και από τη Βαυαρία ετοιμάζονται για δράση.

Μελετούν χάρτες, καταστρώνουν σχέδια. Ο Μαξ μετεμφιεσμένος σε τουρίστα κατεβαίνει με ψεύτικο διαβατήριο δυο τρεις φορές. Ο Ιασωνίδης, με τη βοήθειά του, παίρνει μια αντιπροσωπεία της Μέτζελερ (τα λάστιχα). Ανοίγει κατάστημα στη Θεσσαλονίκη να πηγαινοέρχεται.

Στο μεταξύ, είναι η εποχή που κάθε φασίστας και συνεργάτης των Γερμανών απολαμβάνει της πλήρους προστασίας των ελληνικών αρχών. Παλιοί του συναγωνιστές είναι σήμερα στα πράγματα, στην Ασφάλεια και στη Χωροφυλακή. (Στη Θεσσαλονίκη δεν υπάρχει Αστυνομία).

Μ’ έναν απ’ αυτούς –απ’ τους μεγάλους– συλλαμβάνει το σχέδιο ν’ απαλλαγεί απ’ το συνέταιρό του. Τον καρφώνει. Και το 1958 ο Μέρτεν συλλαμβάνεται. Θεωρείται μεγάλη επιτυχία της Ασφάλειας κι ο Ιασωνίδης εδραιώνεται κι αποκαθίσταται σαν εθνικόφρων.

Τότε, συνεταιρίζεται μ’ έναν πόντιο πολιτικό μηχανικό, που είναι έξυπνος και γνωστός του απ’ την κατοχή κι αρχίζουν να χτίζουν σπίτια, διαλέγοντας τις παλιές κι ακατοίκητες σχεδόν εβραϊκές μονοκατοικίες ή διώροφα.

Ίσως γιατί στη μέχρι σήμερα λεηλασία της αμύθητης αυτής περιουσίας είχαν ή εξακολουθούν να έχουν συμμετοχή «επιφανείς» οικονομικά Έλληνες, χαφιέδες τότε των αρχών κατοχής, ναζήδες και απόμαχοι των συμμαχικών στρατευμάτων.

Βλέπουμε λοιπόν ότι το κόλπο είναι βαθύτερο και καλά διεθνώς δικτυωμένο.

Στο κυνήγι για τ ην ανεύρεση αυτών των περιουσιών δεν έχουν συμμετοχή μόνο Έλληνες, αλλά και ξένοι, κυρίως Γερμανοί, Ιταλοί και Άγγλοι που έζησαν εδώ στην περίοδο του πολέμου και επέστρεψαν σαν «τουρίστες» εξοπλισμένοι με χάρτες και σχεδιαγράμματα για να τους ξεθάψουν.

Αχ, αχ, και πάλι αχ. Η εξουσία είναι φτιαγμένη από επενδυμένη αξία που την ασβεστοποίησε το κεφάλαιο. Την τσιμεντοποίησε η υπεραξία και την έβγαλε στο σφυρί το δαιμόνιο των εμπόρων των εθνών.

Όλα τα άλλα, θα μου επιτρέψετε να πω, πως υπολείπονται του βάρους του εξεταζόμενου θέματος. Αν τελικά καλός χριστιανός γίνεσαι με το να ορέγεσαι λίρες του Γιούδα, είναι καλύτερα να γίνεις Ιούδας εσύ και να εισπράξεις τα τριάντα αργύρια. Όμως είναι πολύ βολικό να καίμε ομοιώματα του Ιούδα για να εφησυχάζουμε τη συνείδησή μας.

Κι ο Ιασωνίδης τι απέγινε; Πρόεδρος ποδοσφαιρικού σωματείου, κοιλαράς εργατοπατέρας που δακρύζει για τους φίλους του που χάθηκαν και χτίζει σπίτια.

Γι’ αυτά τα σπίτια βρέθηκα κι εγώ μέσα στα σχέδιά του. Και κλότσησα. Με τα στοιχεία που κατάφερα να μαζέψω, του έκανα μια πρώτη κρούση. Τ’ αυτί του δεν ίδρωσε απ’ τις απειλές. Και το χειρότερο, οι άλλοι με κοίταζαν σαν κακόπιστο άνθρωπο. Ο Ιασωνίδης τους ενέπνεε εμπιστοσύνη, τον εκτιμούσαν, ήταν πολίτης ευυπόληπτος και μανιώδης στα ποδοσφαιρικά.

Πιστός στη μνήμη του φίλου μου του Ίνο, όμως, εγώ δεν τα ’βαζα κάτω. Έκανα μήνυση και η υπόθεση πήρε έναν καλό δρόμο. Δεν έλπιζα στην καταδίκη του, αλλά στο ρεζίλεμά του μέσω του τύπου. Προσφέρονταν κι η εποχή του εκδημοκρατισμού (1966).

Μα πάλι στάθηκα άτυχος, γιατί στο μεταξύ έγινε η χούντα και ο Ιασωνίδης βρέθηκε Νομάρχης στη Θεσσαλονίκη.

Α, φίλε μου Ίνο, είπα. Είσαι σαφώς άτυχος. Και κάθε μέρα τώρα περιμένω τη βίαιη έξωσή μου. Αλλά αυτός είναι τόσο σαδιστής που ένα χρόνο τώρα που είναι πάλι στα πράγματα δεν μ’ έχει πειράξει.

Μήπως μέσα στη φούρια του με ξέχασε; Μήπως έχει μεγαλύτερους λαγούς να κυνηγήσει;

Ξέρω πως είμαι κυκλωμένος και δεν κοτώ να βγω απ’ το λαγούμι μου.

Βασίλης Βασιλικός, «Ο φίλος μου ο Ίνο», Οι ρεμπέτες και άλλα διηγήματα, ΕΚΔ. Χιωτέλλη, Αθήνα 1977, σ. 69-84