Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

ΣΜΥΡΝΗ
27 ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ 1922

Ύστερα από μια-δυο μέρες, χάθηκε κι ο καπνός. Τα κτίρια στο μάκρος της προκυμαίας έδειχναν απείραχτα. Το «Σπλέτιντ Πάλας», το Ζαχαροπλαστείο του Φώτη, οι λέσχες και τα προξενεία, ορθώνονταν όπως και πριν. Γυρνώντας όμως τριγύρω, μπορούσε κανείς να δει πως αυτές οι προσόψεις έκρυβαν πίσω τους χαλάσματα και κενά όπως οι αυλαίες των θεάτρων. Τα ρημαγμένα τους παράθυρα έδειχναν χώρους κατακαμένους, γεμάτους στάχτες, που εκτείνονταν σ’ όλο το χώρο ως τη Μπασμαχάν. Κάποια γεροντάκια σέρνονταν ολόγυρα, με τσουβάλια στο χέρι και μάζευαν κομμάτια μέταλλο από τα χαλίκια.

Όσο για τα σπίτια που είχαν γλυτώσει τη φωτιά, είχαν μετατραπεί σε Τούρκικους στρατώνες. Η Ελένη είχε νοικιάσει ένα κάρο και μετέφερε λιγοστά πράγματα σ’ ένα νεκροταφείο του Αγίου Ρόκκου, μια Φράγκικη γειτονιά πέρα από τα όρια της φωτιάς. Ο Χρήστος υποδέχτηκε με χαρά το κάρο, σκαρφάλωσε πάνω του και στριμώχτηκε ανάμεσα στα δέματα. Νόμιζε πως ο αέρας θα του έκανε καλό.

- Να σου πω κάτι, θα πάω να ζητήσω απ’ αυτούς τους Τούρκους ν΄αφήσουν το σπίτι μας στο τέλος της εβδομάδας, είπε στην Ελένη ψιθυρίζοντάς της εμπιστευτικά. Οι στρατιωτικοί πάντα παρατραβούνε τη φιλοξενία που τους προσφέρει κανείς… Τι μέρα και τούτη! Μόλις και νιώθω αυτή τη φρεσκάδα του αέρα!

- Φυσούσε ένα δροσερό βορεινό αεράκι – ο φίλος ο μπάρμπα βοριάς, αληθινή ευλογία για τους σταφιδοπαραγωγούς. Ο Χρήστος ανάσαινε βαθιά και χαμογελούσε. Με λίγη τύχη οι πρώτες σουλτανίνες θα φτάνανε αυτή τη βδομάδα από τη Μανίσα και το Καραγάτς. Στην παραλιακή σουλτανινοπεριοχή στα Βουρλά, θάχαν κιόλας τρυγήσει. Αργότερα, μέσα στον μήνα, θα υπήρχε μια θαυμάσια συγκομιδή από το Νιφ, η καλύτερη στα τελευταία χρόνια, και πολύ βροχή πριν του Αϊ-Βασιλιού κι ένα καλό βοριαδάκι που θα ξέραινε την συγκομιδή. Οι καλύτερες σταφίδες, θάπιαναν είκοσι πιάστρα την οκά στα σταφιδομάγαζα: μεγάλες κεχριμπαρένιες ρόγες, καθαρές σαν το μέλι. Το χρυσάφι της Σμύρνης.

Ο γεροντάκος κουνούσε ζωηρά τα χέρια του και φλυαρούσε ευχαριστημένα ενώ η Ελένη πάλευε με τα γκέμια. Μια στιγμή τη σκούντησε παιγνιδιάρικα. Πώς μπορούσε κανείς να είναι τόσο σοβαρός όταν γύρω του έλαμπε η φύση; Τι χαρά ν’ ακούς τα κάρα να ετοιμάζονται για το θερισμό: τους τροχούς τους να τρίζουν, τον θόρυβο από το ζέψιμο, στο γκρίζο φως της αυγής! Τι βάλσαμο να μυρίζεις τον φθινοπωρινό αγέρα στην προκυμαία την κατάφορτη από σάκους με λιναρόσπορο, σουσάμι και κεχρί. Καρποί της Βαλονίας, μεγάλοι σαν κουκουνάρια ριγμένοι στο καλντερίμι, τριγυρισμένοι από μπάλες καπνό του Ανχισάρ, πιθάρια από μπαμπακόλαδο και πάστα γλυκόριζας και τερεβίνθου. Γυναίκες δούλευαν απ’ το πρωί ως το λιόγερμα, ξεραίνοντας τελάρα με μακαρόνια στον ήλιο, βάζοντας καλοκαιρινά φρούτα στο σιρόπι και γεμίζοντας σάκους ξερά σύκα και καρύδια από τα χτήματα του Αϊδινιού και του Αλασεχίρ… Σήκωσε τα βλέφαρά του και κοίταξε την Ελένη. Έκλαιγε.

- Γιατί τώρα; Τί σου συμβαίνει; Έχεις ανάγκη λίγη ξεκούραση. Πες στον αμαξά να με πάει στη λέσχη για φαγητό. Ύστερα πας σπίτι να κοιμηθείς λίγο και να ξεκουραστείς.

- Δεν υπάρχει πια καμιά λέσχη, θρήνησε η Ελένη. Δεν υπάρχει θερισμός.

Ο πατέρας της έτριψε τα μάτια του με τα δυο δάχτυλα του χεριού του.

- Αλήθεια, είπε, έκαψαν τη λέσχη.

Ύστερα σκεφτικός χάιδευε τη μύτη του.

- Νομίζω και την κυνηγητική λέσχη επίσης;

- Ναι.

- Και το Παλιό Θέατρο;

- Όλα, τα πάντα, μπαμπά.

Για μια στιγμή το μυαλό του φωτίστηκε. Γύρισε αργά το κεφάλι του απ’ την μιαν άκρη στην άλλη σαν να έψαχνε να δει αυτά που υπήρχαν και που είχαν χαθεί για πάντα: τον Άγιο Κωνσταντίνο, το πέρασμα του Σπόντι, την οδό των Ρόδων, τη Σχολή Φράιερ. Οι ώμοι του άρχισαν να σιγοτρέμουν. Ύψωσε τα δάχτυλά του σε μιαν αδύναμη χειρονομία, σα να χαιρετούσε τα περασμένα, τους Πυρόκακους και τους Μπαλτατζήδες, τους Ντεχοσπιέντς, τους Γουάιτολς και τους Λαφονταίν. Τους Προκοπίου και τους Πεσμαζόγλου, τους Πέρσες στο Αντέμ Χαν, τους Εβραίους στο Νοζελές Χαν, τους Αγγλο-Λεβαντίνους στον Παράδεισο, την ελληνική Λέσχη, τη Νέα Λέσχη και την κυνηγετική Λέσχη με τις αίθουσες μπιλιάρδου, τα χορευτικά τσάγια, τους μασκαράτικους χορούς και τα μπαλκόνια με το καλοδουλεμένο σίδερο πάνω από την εγγλέζικη σκάλα. Τα πρωταθλήματα του τένις, τα παιγνίδια του μπακαρά, το «Σπλέντιτ Πάλας» και τη Μητρόπολη της Αγίας Φωτεινής.

Τα μάτια του δάκρυσαν. Έσκυψε το κεφάλι, τσακισμένος από τις αναμνήσεις. Η Ελένη τον άφησε στον κήπο του παρεκκλησίου κι έφυγε να ζητήσει βοήθεια από τα ξένα προξενεία.

Όλοι οι διπλωμάτες όμως είχαν εγκαταλείψει την πόλη. Πλήθη από Έλληνες, με ευρωπαϊκά διαβατήρια συνωστίζονταν κλαίγοντας στα προαύλια. Ποιος μπορούσε να τους βοηθήσει; Στο λιμάνι υπήρχαν μόνο δέκα ως είκοσι καράβια –μερικά ατμόπλοια από τον Πειραιά, λίγα Γαλλικά φορτηγά και μισή δωδεκάδα αμερικάνικα πολεμικά. Ένα πελώριο πλήθος περίμενε ν’ αρπάξει την ευκαιρία να φύγει στο εξωτερικό∙ και αν ακόμα εύρισκες εισιτήριο, οι Τούρκοι μπορούσαν να σε σταματήσουν στη σκάλα.

Η Ελένη κατευθύνθηκε στο Αλσαντζάκ μέσα στην κάψα του καταμεσήμερου. Ο υπάλληλος των εισιτηρίων ήταν ένας Ιταλός Λεβαντίνος που πάλευε ν’ ανοίξει μια λεμονάδα.

- Δεν υπάρχουν εισιτήρια.

- Τότε δώστε μου μια θέση στο κατάστρωμα.

- Μα για το κατάστρωμα μιλώ.

- Τότε στο κατοπινό καράβι.

- Δεν υπάρχουν ούτε γι’ αυτά εισιτήρια, ως μεθαύριο.

- Πάρτε αυτό, για την ενόχληση που σας κάνω.

Ο υπάλληλος έπαιξε τα μάτια του.

- Τι αξίζουν τα χαρτονομίσματα τέτοιες ώρες;

- Ίσως αυτό το νόμισμα είναι καλύτερο.

- Όχι, δώστε μου αυτό.

Και άγγιξε το δαχτυλίδι του γάμου της.

- Και μη δείχνετε πουθενά αυτά τα εισιτήρια, πρόσθεσε, ετοιμάζοντάς τα. Θα σας κόψουν το λαιμό και θα σας πετάξουν στη θάλασσα.

Μέσα στο πλήθος ένας ασχημάνθρωπος άπλωνε το χέρι του στα μπούτια της. Ένας χωριάτης με πλατιά ρουθούνια, την πλησίασε σιγά – σιγά και τρίφτηκε από πίσω της. Η Ελένη τους έσπρωξε κι έφερε τις άκρες από το κεφαλομάντηλό της στο στόμα της. Ήξερε πως είχε αρχίσει να δείχνει πιο μεγάλη χάρη σ’ αυτή την τέχνη του πρόωρου γεράσματος που όλες οι ελληνίδες την ξέρουν τόσο καλά. Σ’ ένα ή δυο χρόνια, καθώς θα ξεραινόταν και θα αφανιζόταν από την ανία και τη μαύρη θλίψη, θα γλιστρούσε, ανεξάρτητα από τα χρόνια της σ’ αυτή την πέρα από ηλικία και φύλο, ουδέτερη κατάσταση των ελληνίδων γυναικών.

Για μια στιγμή οι θλίψεις των γυναικών τάραξαν τη σκέψη της. Θυμήθηκε τα παράδοξα γυρίσματα που είχε πάρει η ζωή της, τα ψευτίσματα και τις ματαιότητές της. Αν είχε κατορθώσει ν’ αγαπήσει τον Αμπντουλλά όσο είχε αγαπήσει το Δημήτρη, θα μπορούσε να μετατρέψει σε τιμημένη παντρειά αυτή την εγωιστική κατεργαριά! Αν είχε κατορθώσει να σεβαστεί τον εαυτό της…

Τελικά , κυριάρχησε το ανατολίτικο στοιχείο του χαρακτήρα της, και η θλίψη της διαλύθηκε σε μιαν απλή αίσθηση ματαιότητας. Την ψυχή της την βόλευε να θυμάται πως είχε γλυτώσει τον Αμπντουλλά και την οικογένειά του από την καταδίωξη και τους κατατρεγμούς εξ αιτίας της.

Καθώς γύριζε, σταμάτησε πάλι έξω από τη βίλλα Τριγώνη και κοίταξε ώρα πολύ το παράθυρο του δωματίου της. Οι Τούρκοι που είχαν εγκατασταθεί μέσα την άφησαν να πάρει ακόμα μια σακούλα με τραπεζομάντηλα κι ένα μικρό κουτί ασημένια μαχαιροπήρουνα. Ένας τραχύς όμως άντρας με το ένα μάτι μπανταρισμένο, βγήκε και την σταμάτησε ενώ προσπαθούσε να τυλίξει ένα από τα μικρά χαλιά του χωλ της.

- Αυτά τα έπιπλα είναι δικά μου, είπε η Ελένη, και η φωνή της ακούστηκε γερασμένη και κουρασμένη.

- Α! Είστε η δεσποινίς Τριγώνη; Έχω κάτι να σας δώσω.

Της πρότεινε να την πάει στο γραφείο του λοχαγού που άλλοτε ήταν το δωμάτιο υποδοχής του πατέρα της. Αλλά η Ελένη, που είχε φοβηθεί από τις φριχτές ουλές του και τις φλογισμένες ματιές που τις έριχνε, παράτησε το χαλάκι και βιάστηκε να φύγει.

Ξεσήκωσε αμέσως τον πατέρα της και τράβηξε χωρίς να καθυστερήσει για την άκρη του Αλσαντζάκ, κοιτώντας πίσω της από καιρό σε καιρό να δει αν κανείς την ακολουθούσε. Η αποβάθρα χωριζόταν από την προκυμαία με δυο ψηλούς φράχτες μάκρους αρκετών εκατοντάδων μέτρων. Καθένας που περνούσε από τον έλεγχο, μπορούσε να διαβεί από το φυλάκιο σέρνοντας τα πράγματά του προς τον εσωτερικό φράχτη. Εκεί θα συναντούσε ένα άλλο, μεγαλύτερο ακόμα πλήθος που συνωστιζόταν μέσα σε πανδαιμόνιο, μπροστά σε μιαν άλλη, μικρότερη πόρτα.

Παρ’ όλα αυτά τα μέτρα, ένα τραγικό πλάσμα ντυμένο στα ολόμαυρα, είχε προσπαθήσει να ξεγελάσει τους φρουρούς και να περάσει για γυναίκα. Αυτοί τον έπιασαν και τον ξεβράκωσαν, ενώ μια παρέα από Τούρκους χαχάνιζαν και χωρατεύανε καθώς δείχνουν τα σημάδια του ανδρισμού του. Όταν τελικά οι φρουροί τον οδήγησαν στην αποθήκη, έτσι τέλεια ξεγυμνωμένο, οι άνθρωποι που ήταν μαζεμένοι μπροστά στην πόρτα τον άκουγαν να φωνάζει και να χτυπιέται και γύρισαν απ’ την άλλη μεριά γεμάτοι ντροπή και θλίψη. Όλους τους Χριστιανούς σε στρατεύσιμη ηλικία τους πήραν στο εσωτερικό της χώρας για να ξαναφτιάξουν τις κατεστραμμένες γέφυρες.

Η Ελένη χτύπησε το χέρι του πατέρα της, αυτός όμως χαμογελούσε με απλανές βλέμμα. Μπορεί και να κοιμότανε. Για κείνον, η πόλη ήταν γαληνεμένη. Οι σκοτωμένοι και οι χαμένοι κοιμούνται ειρηνικά στα κρεβάτια τους. Οι απαλές πνοές απ’ την ανάσα τους ακούγονταν πίσω από τις κουρτίνες των παραθύρων. Αργότερα, όταν ο μπάτης θα φρεσκάριζε την ατμόσφαιρα στο μάκρος του λιμανιού, θα ξυπνούσαν σαν κάπως δύστροπα παιδιά, με πρησμένα απ’ τον ύπνο μάτια, θα τέντωναν τα χέρια τους, θάριχναν νερό στο πρόσωπό τους και θα πήγαιναν για κανένα καφέ κοντά στη θάλασσα.

Ο Χρήστος τους έβλεπε όλους, φίλους κι ανταγωνιστές, να περπατούν μέσα στη μαγεία του δειλινού –τραπεζίτες, ποιητές, πατριώτες – και χαμογέλασε. Καθώς περίμεναν μπροστά στην πόρτα, έπιασε ξαφνικά το χέρι της Ελένης.

- Παιδί μου, θέλω να μου δώσεις μιαν υπόσχεση. Γέρασα πια! Θα με θάψεις στην Ελλάδα; Θέλω ένα χριστιανικό μνήμα, αφιερωμένο σ’ ένα πρωτοπόρο του ελληνισμού. Θα το κάνεις για μένα;

Η Ελένη του υποσχέθηκε και ο Χρήστος την φίλησε στο μέτωπο. Είχε ξεχάσει πόσο βαριά την είχε καταραστεί.

- Μερικές φορές σε αποδοκίμασα, παιδί μου, της είπε μαλακά. Είσαι ένα πεισματάρικο κορίτσι και είχες τις επίμονες ιδέες που σούδωσε η μόρφωση. Πάντα όμως σου φέρθηκα καλά, δεν είν’ έτσι;

- Ναι, μπαμπά!

- Μην ανησυχείς. Θα σε φροντίζω πάντα.

Όταν ο φρουρός της πύλης φώναξε το όνομα της Ελένης, την έστειλε να πάει σε μια σκεπαστή αποθήκη, στην άκρη μιας αποβάθρας.

Ο άνθρωπος με τις ουλές που είχε συναντήσει στη βίλλα ήταν εκεί και την περίμενε, τριγυρισμένος από στρατιώτες. Το μοναδικό του μάτι έλαμπε από κακία. Έβαλε όμως το χέρι του στο στήθος του, σημάδι καλών προθέσεων.

- Δεν θέλω να σας καθυστερήσω, είπε, τείνοντάς της ένα μικρό δέμα. Αυτά είναι τα πράγματα του άντρα σας.

Και καθώς η Ελένη άπλωνε το χέρι της να τα πάρει πρόσθεσε:

- Το πτώμα του βρέθηκε στο δρόμο. Του τα είχαν πάρει όλα, εκτός από αυτά τα λίγα ρούχα. Έκανα εξακρίβωση. Ήταν αδερφός μου.

Η Ελένη πήρε το μικρό δέμα στην αγκαλιά της.

- Βρισκόταν εδώ; είπε στο τέλος. Στη Σμύρνη;

Χαμήλωσε τα μάτια που ήταν πνιγμένα στα δάκρια, κατάλαβε πως ο Αμπντουλλά την είχε ακολουθήσει. Τα διαισθάνθηκε όλα. Γύρισε πίσω και είπε στον πατέρα της πως οι φρουροί είχαν κάνει λάθος, πως την είχαν πάρει για κάποια άλλη.

Το πλήθος χτυπιόταν πίσω από τις πλάτες της. Η μυρουδιά της φτώχειας τους, η βρώμα τους, τα κίτρινα από την πείνα χείλη τους άρχισαν να την πνίγουν.

- Γιατί δεν φεύγουμε; Γιατί δεν ξεκινάει το πλοίο;

- Μην ανησυχείς, της είπε ο Χρήστος. Θα σε φροντίζω πάντα. Η χώρα μας έχει ένα λαμπρό μέλλον. Τίποτα δεν μπορεί να μικρύνει το μεγαλείο μας. Θα υπάρχει πάντα η αιώνια δόξα της Μεγάλης Ιδέας.

Η Ελένη έσφιξε το δέμα με τα ξεχαρβαλωμένα παπούτσια του άντρα της και το φέσι του, και ψιθύρισε στον εαυτό της: «πάμε».

Είχε ζήσει την πείρα της δόξας των περασμένων και ήξερε πως μπορούσε ν’ αντέξει το μεγαλείο του Αύριο.

Richard Reinhardt, Οι στάχτες της Σμύρνης, Εκδοτικός Οίκος Α. Α. Λιβάνη, Αθήνα 1992, σ. 502-508