Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Οι στάχτες της Σμύρνης

  • Η καταγραφή δεν είναι συνδεδεμένη σε κάποια τοποθεσία

ΣΜΥΡΝΗ

13 ΤΟΥ ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ, 1922

Ήταν μεσημέρι, μια ώρα, όταν ο Αμπντουλλά έφτασε στην οδό Μπουγιά και είδε κάτω του τις στέγες της Σμύρνης. Για μερικά λεφτά του κόπηκε η αναπνοή αντικρίζοντας τους μιναρέδες και τα καμπαναριά της όμορφης, άπιστης πόλης, που έμοιαζε να πλέει σαν το πορτοκαλί φορτίο ενός καραβιού που βούλιαξε σε μια θάλασσα σκεπασμένη από ομίχλη. Ύστερα, ακούγοντας φωνές να έρχονται από το λόφο, διέσχισε βιαστικά το δρόμο και σκαρφάλωσε από μια σκάλα στην ταράτσα ενός καφενείου.

Ένα ερεθισμένο πλήθος ξεχυνόταν στην οδό Μπουγιά, σηκώνοντας σύννεφο τη σκόνη και κομματιάζοντας με διαπεραστικές κραυγές τον αέρα. Βουνήσιοι Ζεϊμπέκηδες, ντυμένοι στα κόκκινα μαστίγωναν τα μικρά σακατεμένα τους άλογα. Κιρκάσσιοι με σπάθες στις ζώνες τους, τραμπαλίζονταν αδιάφορα σε στενά ξύλινα σαμάρια και, στα πλάγια της παράταξης, χωρικοί με σκονισμένες μπότες και κουρελιασμένα πουκάμισα κουβαλούσαν παμπάλαια τουφέκια, φτυάρια, βέργες και κόπανους.

Κρυμμένος πίσω από έναν πέτρινο τοίχο, ο Αμπντουλλά τράβηξε το εγχειρίδιό του και το έσφιξε ανάμεσα στο αριστερό του χέρι και το σώμα του. Οι παράφρονες κραυγές του πλήθους που ορμούσε στη λεηλασία αντηχούσαν στις στενές χαράδρες του βουνού και ο Αμπντουλλά ανατρίχιαζε από κατάπληξη περισσότερο παρά από φόβο.

- Γκιαούρ Ιζμίρ. Άπιστη Σμύρνη. Εδώ είμαστε!

Ήταν ομάδες από Κούρδους νομάδες που φορούσαν σκούφους κατάμαυρους σαν το κάρβουνο, και Γιουρούκοι του Ναζιλλί που οι γυναίκες τους βάδιζαν ακάλυπτες, φορώντας τις σακουλωτές άλικες βράκες τους κι έχοντας ζωγραφισμένα τα μάγουλά τους με κόκκινα φυλαχτά και τα νύχια τους βαμμένα σκούρα κόκκινα. Οι γυναίκες γελούσαν καθώς κέντριζαν τις ψωραλέες γκαμήλες τους στην πλαγιά. Οι άντρες όμως, μεγαλόπρεποι και σκεφτικοί, περπατούσαν με μεγάλα βήματα σαν κυνηγοί, κρατώντας τα μάουζερ στα ηλιοκαμένα χέρια τους. Καθώς περνούσαν κάτω από τη σκάλα του καφενείου, μερικοί απ’ τους καβαλάρηδες σήκωσαν τα κεφάλια τους και κοίταξαν με κρύα μάτια προς το μέρος που κρυβόταν ο Αμπντουλλά. Η πομπή όμως δεν σταμάτησε. Λίγο παρακάτω τους περίμενε η διασκέδαση. Κάτω από ένα υδραγωγείο με το όνομα του Αγγέλου Χαζίρ, που οι Εβραίοι τον ονομάζουν Ελιγιά, κάποιος είχε ξετρυπώσει από μια καλύβα έναν χριστιανό. Τα μάουζερ έβηξαν, και όταν το πλήθος απομακρύνθηκε, ένας άντρας ήταν ξαπλωμένος γυμνός στο δρόμο, μ’ ένα μικρό σωρό από σκουπίδια που καίγονταν σαν θυμίαμα στο στήθος του.

Ο Αμπντουλλά κοίταξε τριγύρω. Η σκιάδα του καφενείου ήταν έρημη. Καρέκλες και τραπέζια, ξεθωριασμένα απ’ τον ήλιο, ήταν στοιβαγμένα κάτω από ένα υπόστεγο. Κιτρινισμένα φύλλα απ’ τις χαρουπιές ξεραίνονταν πάνω στο χώμα. Καθώς σήκωσε το χέρι του να χτυπήσει το ρόπτρο της πόρτας, ο Αμπντουλλά κράτησε ξάφνου την ανάσα του.

Το ήξερε αυτό το μέρος! Ήταν το Μικρό Μπελβεντέρε- ένα περίφημο καφενείο όπου οι Έλληνες και Μουσουλμάνοι συνήθιζαν να συναντιούνται για ν’ ανταλλάξουν μοσχάρια και άλογα, να συζητήσουν για τις τιμές των επιβητόρων και να παραπονεθούν για την τιμή των σταφυλιών. Η θεά των νεκροταφείων στο βάθος –Ελληνικών, Τούρκικων κι Εβραίικων πλάι πλάι στο φαράγγι του ποταμού Μέλητα- ήταν μια θύμηση για τη συναδέλφωση του θανάτου, που αρκετά γρήγορα ένωνε όλα τα έθνη.

Ο Αμπντουλλά ακούμπησε το πρόσωπό του στα παραθυρόφυλλα του καφενείου. Δεν είδε παρά τα μάτια του, που τα αντανακλούσε θολά το βρώμικο τζάμι, να τον κοιτάζουν με μια ενοχλητική συγκέντρωση. Κίνησε το κεφάλι του εδώ κι εκεί, βάζοντας το χέρι του πλάι στ’ αφτί του για να σβήσει την αντανάκλαση, αλλά οι βρώμικοι λεκέδες στο τζάμι αποτυπώθηκαν στο πρόσωπό του σαν φωσφορικοί καρκίνοι. Τα μαλλιά του έγινα γκρίζα απ’ τη σκόνη, τα χαρακτηριστικά του έσπασαν. Το πρόσωπό του έγινε σαν ενός μανιακού γέρου.

Βογκώντας, προχώρησε σ’ ένα άλλο παράθυρο. Μέσα από τις χαραμάδες μπόρεσε να δει ένα σωρό φλιτζάνια του καφέ, ένα επαργυρωμένο σαμοβάρι, ένα μαυροπίνακα όπου ήταν γραμμένοι λογαριασμοί. Το στόμα του γέμισε σάλιο από την επιθυμία για λεμονάδα και μπακλαβά και καϊμάκι. Θυμόταν πως, όταν έκαναν ιππασία εδώ γύρω, σταματούσαν μαζί με τον πατέρα του, τον Νουβίτ Μπέη και τον Κενάν για να πιουν βυσσινάδα με βουνίσιο χιόνι. Ο Κενάν μόλις είχε κάνει την περιτομή του κι ο Αμπντουλλά ίππευε ένα αλογάκι μισόστραβο. Αλλά στη Μπουγιά ο άντρας τους έδωσε από ένα δίσκο μαντολάτα με μύγδαλο.

- Βγες έξω, μούγκρισε κάποιος.

Ο Αμπντουλλά σήκωσε το κεφάλι. Ένα περιστέρι φτερούγισε στην πέργκολα. Ακούστηκε ο μαλακός ήχος που κάνει το τουφέκι όταν το οπλίζουν, και η φωνή ξανακούστηκε σε τόνο τόσο στριγκό, τελετουργικό και σκοτεινό που ο κήπος του καφενείου φάνηκε να πνίγεται από το βάρος της:

- Βγες έξω.

Ο Αμπντουλλά κοίταξε γύρω του. Ο κήπος με τις χρυσές χαρουπιές ήταν άδειος.

- Ρεμζί Μπέη; είπε ο Αμπντουλλά. Εσύ είσαι;

Δεν πήρε απάντηση.

- Δώσε μου κάτι να φάω, για όνομα του Θεού. Εδώ δεν είναι το Μικρό Μπελβεντέρε; Πού είναι ο Ρεμζί Μπέη;

Και πάλι σιωπή. Ύστερα, ήσυχα, η κρυμμένη φωνή:

- Ποιος είσαι; Τούρκος ή Χριστιανός;

- Είμαι ο Αμπντουλλά, γιος του Χιλμί Πασά.

- Του Χιλμί απ’ το Αλασεχίρ; Ο Θεός να τον αναπάψει. Γύρνα το πρόσωπό σου να σε δω.

Σηκώνοντας τα μάτια του, ο Αμπντουλλά είδε την κάννη ενός τουφεκιού να τον σημαδεύει από μια πελώρια φωλιά με κλωνάρια και φύλλα, φτιαγμένη σαν φωλιά του πελαργού στη στέγη του καφενείου. Η κάννη φαινόταν να τον μελετάει. Η βαριά φωνή είπε:

- Δεν σ’ έχω ξαναδεί ποτέ. Ποτέ.

- Ήμουν μικρός, οχτώ-εννιά χρονώ. Μαζί με τον αδερφό μου- φορούσε ένα στεφάνι περιτομής –τον πατέρα μου και τον εξάδερφό μου Νουβίτ Μπέη, από το Γκιοζ Τεπέ. Κατέβα και δώσε μου κάτι να φάω. Η ψυχή μου είναι έτοιμη να βγει.

- Ποτέ.

- Γιατί κρατάς αυτό το ραβδί;

- Έφτασα ως εδώ, περπατώντας όλο σχεδόν το δρόμο από το Αλασεχίρ. Νομίζεις πως πρόκειται για εκδρομή;

- Είσαι Χριστιανός ή Τούρκος;

- Τι σημασία έχει;

- Πού πας;

- Στη Σμύρνη.

- Γιατί;

- Εκεί είναι ο προορισμός μου.

Η κάννη του τουφεκιού εξακολουθούσε να είναι στραμμένη πάνω του σαν το μάτι σαλιγκαριού που κουνιόταν αργά δώθε κείθε.

- Ήρθες πολύ αργά, είπε η φωνή. Ο Τουρκικός στρατός έφτασε εδώ και τρεις μέρες. Ο πόλεμος τέλειωσε.

- Δε με νοιάζει, ψιθύρισε ο Αμπντουλλά. Καθώς τρέκλιζε απ’ την αδυναμία, έφερε το χέρι του στην καρδιά: Εξοχότατε Ρεμζί Μπέη. Για το χατίρι του πατέρα μου, δώστε μου λίγο ψωμί κι αφήστε με να συνεχίσω το δρόμο μου.

Η κάννη του τουφεκιού τον σημάδευε αδιάκοπα μέσα από τα κλαδιά.

- Είσαι Χριστιανός ή Τούρκος;

- Ποιος είσαι συ; μούγκρισε ο Αμπντουλλά. Δώσ’ μου λίγο ψωμί.

- Είμαι ο καινούργιος Διογένης. Άνοιξε τα μάτια σου. Ήρθες πολύ αργά.

Και καθώς ο Αμπντουλλά έστριψε, με το κεφάλι πεσμένο απ’ την εξάντληση, είδε πέρα από το Μπελβεντέρε, φαράγγι, που οι χριστιανοί το λέγαν κοιλάδα της Αγίας Άννας, να υψώνονται από το κέντρο της πόλης τρεις θεόρατες στήλες καπνού. Έβγαλε μιαν άγρια κραυγή και ρίχτηκε στο μονοπάτι.

Οι τρεις εστίες, γεμάτες μαυρίλα που την έσκιζαν κάθε τόσο πύρινες πορτοκαλιές φλόγες, μετακινούνταν αργά προς τα βόρεια κι απλώνονταν στον καθαρό ουρανό πάνω από τη Χριστιανική συνοικία της πόλης, ώσπου έσβησαν μέσα σε γκριζοκίτρινα χρώματα και εξαφανίστηκαν μέσα στα σύννεφα πέρα από τους βάλτους του Χαλκιπινάρ.

- Ελένη, Ελένη! φώναξε ο Αμπντουλλά. Πού είσαι;

Richard Reinhardt, Οι στάχτες της Σμύρνης, Εκδοτικός Οίκος Α. Α. Λιβάνη, Αθήνα 1992, σ. 479-483