Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 1921

Ο Χρήστος ήταν από τους πρώτους στην Σμύρνη που έμαθε για τη μεγάλη μάχη. Πλήρωσε ένα μικροεκδότη και του έδωσε εντολή να τον ειδοποιήσει αμέσως μόλις είχε κανένα νέο για την εξέλιξη της μάχης. Τα ξημερώματα, ένα παιδί χτυπούσε δυνατά στην πόρτα του, φωνάζοντας.

- Σακάρυα… Σακάρυα…

- Σαγγάριος, για όνομα του Θεού, του απάντησε ο Χρήστος. Δεν έχεις διαβάσει καθόλου ιστορία;

Πέταξε τη ζώνη που φορούσε τη νύχτα για να τον προστατεύσει από το κρύο, και ντύθηκε βιαστικά για να πάει στην Μπόρνοβα. Η Σοφία έμενε εκεί το καλοκαίρι για ν’ αποφύγει τη ζέστη.

- Δεν έχεις τίποτε για μένα; ρώτησε το παιδί καθώς έτρεχε δίπλα στην άμαξα.

Ο Χρήστος του έριξε μια τουρκική λίρα. Μια μεγαλόπρεπη χειρονομία, που ταίριαζε με τη σπουδαιότητα της πληροφορίας που του είχε φέρει. Η μέρα άρχισε καλά για τον Χρήστο. Ο οδηγός έκανε στράκες με το καμουτσίκι του βιάζοντας το άλογο να τρέξει. Τα χάμουρα έκαναν ένα εύθυμο κουδούνισμα. Στη Ρυ ντε Ροζ, συνάντησαν μια γυναίκα που καθάριζε το δρόμο. Ο Χρήστος έγειρε έξω από το αμάξι:

- Επίθεση στον Σαγγάριο, φώναξε.

Η γυναίκα γύρισε τρομαγμένη και τράβηξε την καλύπτρα της γύρω από το στόμα της.

- Αυτά είναι καταπληκτικά νέα, είπε ο οδηγός, έτσι δεν είναι:

- Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σημαίνει το τέλος του πολέμου, δήλωσε ο Χρήστος.

Μετάδωσε τα νέα σε μερικούς γκαμηλιέρηδες που καθόντουσαν χάμω στο χώμα, σε μια γυναίκα που κατάβρεχε το κατώφλι της και σ’ ένα παιδί που έριχνε χαλίκια στον κήπο ενός καφενείου. Καθώς περνούσαν το σταθμό του Μπασμαχανέ άκουσε μερικά παιδιά να διαλαλούν τα νέα, προφέροντας όμως λάθος τις τοποθεσίες. Σταμάτησε το αμάξι, κατέβηκε κάτω, κι έκανε ένα σύντομο μάθημα γεωγραφίας της Ανατολίας. Μπακάληδες και χασάπηδες με ξυλοπάπουτσα, μαζεύτηκαν και σχημάτισαν ένα κύκλο, ακούγοντας μ’ ενδιαφέρον και ύστερα έτρεξαν να σημαιοστολίσουν τα μαγαζιά τους.

- Μπορούμε να πάμε πιο γρήγορα από το τρένο στην Μπόρνοβα; ρώτησε ο Χρήστος τον οδηγό. Θέλω να το πω πρώτος στη γυναίκα μου. Ο γιος μας είναι με τη 10η Μεραρχία.

- Τι κρίμα είπε ο οδηγός.

Κανόνισαν μια τιμή υπερβολική, ο Χρήστος όμως ήταν ανυπόμονος. Μόλις έμπαιναν στη Μπόρνοβα, άκουσε κωδωνοκρουσίες κι απόρησε. Θυμήθηκε όμως ότι ήταν το πανηγύρι της Κοίμησης. Ένα Λούνα Παρκ είχε εγκατασταθεί σ’ έναν αγρό πιο έξω. Τα βαγόνια στο σιδηροδρομικό σταθμό ήσαν φορτωμένα με ξερή σουλτανίνα. Ο δρόμος από τον σταθμό μέχρι την πλατεία ήταν γεμάτος κόσμο. Άλλοι κρατούσαν ομπρέλες για τον ήλιο, άλλοι πολύχρωμα μπαλόνια, κορδέλες με τις λέξεις Σακάρυα και Σαγγάριος, άλλοι έτρωγαν ψητούς σπόρους κολοκυθιάς, άλλοι έπιναν κερασόζουμο. Παρέες από κορίτσια περπατούσαν πάνω και κάτω, κουτσομπολεύοντας και χασκογελώντας. Φορούσαν βελούδινους μπούστους και σκούφους στο κεφάλι με μεταξωτές φούντες. Οι νεαροί, δυο-δυο, ακολουθούσαν, μ’ ένα τσιγάρο πίσω στ’ αυτί, και φυλλαράκια δάφνης καρφιτσωμένα στο πέτο τους.

Ήταν απίστευτο να μπορεί να κοιμάται κανείς με τέτοιο θόρυβο. Όταν όμως κτύπησε το κουδούνι, βγήκε η Πολυξένη με το δάχτυλο στα χείλη.

- Μη νομίζεις πως έχω υπομονή να περιμένω, της φώναξε ο Χρήστος. Δεν έχεις πάρει χαμπάρι ότι ιστορικά γεγονότα συμβαίνουν;

Είδε τη Σοφία μισοκοιμισμένη, μ’ ένα μεταξωτό κιμονό, καθώς φάνηκε στον πάνω διάδρομο.

- Έχω νέα φώναξε.

Άρχισε ν’ ανεβαίνει βιαστικός τις σκάλες.

- Η τελική επίθεση εκδηλώθηκε στην κοιλάδα του Σαγγάριου.

- Αυτό είναι καλό. Ε; έτσι δεν είναι;

- Βεβαίως είναι καλό. Σημαίνει το τέλος του πολέμου.

Η Σοφία όμως του έπιασε το χέρι.

- Ω, Χρήστο, τι φοβερό, ένα γράμμα από την Ελένη…

Και άρχισε να κλαίει, σκεπάζοντας το πρόσωπό της με τα χέρια της.

- Βρίσκεται στο Αλασεχίρ. Είναι καλά. Αλλά, Χρήστο, λέει ότι δεν ήταν έγκυος, ότι το είπε επίτηδες επειδή δεν ήθελε να παντρευτεί το Δημήτρη. Καταλαβαίνεις εσύ τίποτε απ’ όλα αυτά;

- Δεν μπόρεσα να καταλάβω τίποτε από την ιστορία αυτή. Τον παντρεύτηκε εκείνο τον Τούρκο;

Η Σοφία χαμογέλασε ενώ έτρεχαν δάκρυα στα μάτια της.

- Είναι πολύ ευτυχισμένη… Δεν θέλεις να πας να την πάρεις και να την φέρεις σπίτι;

Ο Χρήστος αισθάνθηκε ένα κόμπο στον λαιμό.

- Ευτυχισμένη, αφού κατέστρεψε ένα σωρό ζωές; Ας μείνει με τον Τούρκο της όσο θέλει. Δεν μ’ ενδιαφέρει. Δεν έχω θυγατέρα.

Πήρε το γράμμα από τα χέρια της Σοφίας και το έσχισε σε μικρά κομμάτια.

Η Σοφία τον παρακολουθούσε. Ύστερα σκούπισε τα μάτια της και είπε:

- Πολύ ευχάριστο αυτό για τον πόλεμο. Εύχομαι να είναι το τέλος.

Φύσηξε τη μύτη της.

- Αλήθεια πολύ καλό. Θάχουμε τον Γιώργο πίσω γρήγορα. Έτσι δεν είναι Χρήστο.

- Ασφαλώς. Υποθέτω. Ρώτησε καθόλου για τον αδελφό της;

- Χρήστο, ρώτησε για όλους. Πήρε μια βαθιά αναπνοή κι αναστέναξε. Ύστερα τον ρώτησε εάν ήθελε να πιει καφέ με γάλα.

Ο Χρήστος θυμήθηκε τον οδηγό και βγήκε έξω βιαστικά να τον πληρώσει. Έξω από τον σιδερένιο φράχτη που έμοιαζε με σειρά από ακόντια στημένα με την αιχμή προς τα πάνω είχαν μαζευτεί μερικοί μικροπουλητάδες. Σιγύριζαν στο χώμα σωρούς πεπόνια από την Κασσάμπα. Γυφτοκόριτσα είχαν απλωμένους δίσκους με ρόδια και έδιωχναν τις μύγες με κομμάτια από χαρτόνι. Μικρά παιδιά, με άσπρες ποδιές, έψηναν νεφρά από αρνί σε αναμμένα μαγκάλια. Γύριζαν αργά-αργά τις μικρές σούβλες με το ένα χέρι και με το άλλο έδιωχναν τις σφίγγες που μαζευόντουσαν. Πιο κάτω, στη γωνία, μερικοί στρατιώτες έστηναν μιαν αψίδα θριάμβου. Ήταν λίγο ανόητο αυτό και αρκετά πρόωρο, αφού δεν μπορούσε κανείς ακόμη να προδικάσει αν η επίθεση θα έφερνε τη νίκη ή την ήττα.

Ο οδηγός της άμαξας έτρωγε ένα κομμάτι καρπούζι.

Φαντάζομαι ότι η οικογένεια θα ενθουσιάστηκε από τα νέα, είπε.

- Πάρα πολύ, απάντησε ο Χρήστος.

Richard Reinhardt, Οι στάχτες της Σμύρνης, Εκδοτικός Οίκος Α. Α. Λιβάνη, Αθήνα 1992, σ. 351-354.