Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

ΣΜΥΡΝΗ
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 1921

Όταν γύρισε από την Αθήνα ο Χρήστος, βρήκε τη Σμύρνη καταστόλιστη για το καρναβάλι. Το λιμάνι ακτινοβολούσε στο φως του ήλιου. Από το κιόσκι των διαβατηρίων ακουγόντουσαν τα κουδούνια από τα τρόλεϊ.

Ρίχνοντας το κεφάλι πίσω, ο Χρήστος ανάπνευσε βαθιά τον χειμωνιάτικο αέρα, που μύριζε καπνό, τερεβινθίνη και μαστίχα. Τι καλά που είναι να βρίσκεσαι πάλι σ’ αυτή τη σφριγηλή και ώριμη ασιατική ατμόσφαιρα, τόσο αντίθετη με τον ξερό και άγονο αέρα της Αττικής. Οι μήνες που πέρασε στην παλιά Ελλάδα, ήταν όχι μόνο άκαρποι, αλλά τον είχαν εξαντλήσει. Ένιωθε ότι του χρειαζόταν να ξαναβρεί τη δραστηριότητα και την ενεργητικότητά του. Ήταν αρκετό να πατήσει ξανά το πόδι του στη Σμύρνη, για να νιώσει και πάλι τις αρτηρίες του να πάλλουν και την καρδιά του να φτερουγίζει, καθώς σκέφτηκε τις Απόκριες, το Καρναβάλι.

Φυσικά δεν ήταν παιδαρέλι να τρέχει στους δρόμους μασκαρεμένος, με την καραμούζα και το τρίγωνο, ζητώντας ζαχαρωτά κάτω από τα παράθυρα των κοριτσιών. Ούτε όμως και κανένα ζαρωμένο πετσί, κανένας ξοφλημένος. Είχε ζήσει καλά στο παρελθόν τα οργιαστικά καρναβάλια στο Βουκουρέστι, στη Βάρνα και την Κωνσταντινούπολη, τα μεθύσια και τους χορούς στους δρόμους και τα καμπαρέ, μ’ ένα πλήθος από εύθυμες παρέες νέους και νέες και γέρους, το ξεφάντωμα της ψυχής και της σάρκας, που πάντοτε ενεργούσε σαν αντίδοτο στη σκληρή και άχαρη ζωή του περιπλανώμενου, σαν κάθαρση, ένας εξαγνισμός. Και τώρα, με το θέλημα του Θεού θα έβγαινε παρέα με τη γυναίκα του και την κόρη του και τον αρραβωνιαστικό της, όλοι μαζί στους δρόμους και τα χορευτικά κέντρα, γυρίζοντας τις ροκάνες, χορεύοντας κάτω από ένα σύννεφο από κομφετί και χαρτοπόλεμο, ντυμένοι με βελούδινα ντόμινα, χαρούμενοι και γελαστοί ξεχνώντας για λίγο τις αγωνίες του πολέμου και την πολιτική.

Το αμάξι του πέρασε από το Σπλέντιτ Πάλας που ήταν στολισμένο με πολύχρωμες ταινίες, το Σπόρτινγκ Κλάμπ, το Θέατρο της Σμύρνης, το Δανικό Προξενείο. Ύστερα από λίγο ο Χρήστος αντίκρισε την κομψή πρόσοψη, σε αγγλικό στυλ, του σπιτιού του. Έτσι, ξαφνικά, θυμήθηκε τις διαισθήσεις της Σοφίας και η χαρά του βυθίστηκε σ’ έναν περίεργο φόβο και αγωνία. Ιδρώτας τον περιέλουσε.

Ανέβηκε τις σκάλες τρέχοντας και χτύπησε την πόρτα με τη γροθιά του τόσο δυνατά που τα τζάμια έτριξαν. Ένας ξεραμένος Μάης που κρεμόταν από ένα καρφί, έπεσε άψυχα στο έδαφος.

Η Σοφία κατέβηκε σιγά, κρατώντας ένα μαντήλι στο στόμα της. Μόλις έφτασε στο τελευταίο σκαλοπάτι, έριξε τα χέρια γύρω από το λαιμό του Χρήστου και άρχισε να κλαίει.

Ο Χρήστος αισθάνθηκε την καρδιά του να τον αφήνει.

- Ο Γιώργος; Ρώτησε με πνιγμένη φωνή.

- Όχι.

- Ο Δημήτρης;

- Όχι, όχι. Και οι δυο είναι καλά.

Έβαλε ξαφνικά το δάχτυλο στα χείλη της. Κοίταξε γύρω φευγαλέα, ύστερα πήγε κι έκλεισε την πόρτα της κουζίνας. Στάθηκε ακόμη λίγο κι αφουγκράστηκε. Ύστερα πήρε τον Χρήστο από το χέρι και τον οδήγησε στη βιβλιοθήκη. Ακούμπησε σε μια βιτρίνα και σκούπισε τα μάτια της.

- Ω, Χρηστάκη, τι καταστροφή. Φωτιά έπεσε και μας έκαψε.

Το δέρμα της Σοφίας είχε γεμίσει από καφετιούς και κίτρινους λεκέδες. Τα μάτια της ήταν στεφανωμένα από μαύρες σκιές. Παίρνοντας το χέρι του Χρήστου, τον τράβηξε κοντά της.

- Η κόρη σου.

- Συμβαίνει τίποτα με την Ελένη;

- Έχασε δυο περιόδους, ίσως τρεις… Δεν είναι καθόλου κανονική.

Και η Σοφία ξέσπασε σε λυγμούς. Πήγε προς το παράθυρο, κοίταξε έξω. Φύσηξε τη μύτη της. Μεγάλα κύματα φούσκωναν κι έσπαγαν στην προβλήτα. Ένα κάτασπρο βουνό από αφρούς κατάβρεχε με ορμή την προκυμαία που γυάλιζε σαν ένα τεράστιο ψάρι. Όλα τα πολεμικά ήταν κατάφωτα με μπλε και κίτρινα φώτα για τη γιορτή του καρναβαλιού. Στη σκιά του δειλινού που έπεφτε, ο ουρανός πέρα στο βάθος, είχε μιαν απόχρωση χαλκού.

Ο Χρήστος έσφιξε το κεφάλι με τα χέρια του.

- Πουτάνα, ψιθύρισε, κάτω από την αναπνοή του, και ύστερα δυνατότερα. Είσαι βέβαιη;

- Ένα κορίτσι δεν βγάζει τέτοια πράγματα από τη φαντασία του.

- Α, στο είπε η ίδια; Μα την εξέτασε κανένας;

- Όχι βέβαια, καμιά από τις μαμές της Σμύρνης. Θάταν το ίδιο σα να το βγάζαμε ντελάλι από το βουνό Πάγος.

- Τότε εσύ ή η Πολυξένη.

- Κανένας άλλος δεν το ξέρει εκτός από σένα.

- Επουράνιε Θεέ, είπε ο Χρήστος. Κάθισε στο σοφά από αλογότριχες, που ήταν μοντέρνος ευρωπαϊκός και καθόλου αναπαυτικός. Τον είχε αγοράσει η Σοφία πριν λίγα χρόνια όταν την είχε πιάσει η γαλλομανία της.

- Πώς; για όνομα του Θεού…

- Αυτό δεν το καταλαβαίνω, μουρμούρισε η Σοφία. Εσύ το καταλαβαίνεις;

Ύστερα συνέχισε κουρασμένα:

- Φαίνεται πως οι άνθρωποι χάσανε την αξιοπρέπειά τους. Στην ηλικία μου ήμασταν τόσο αθώες. Αν κανένας νοστιμούλης μου προσέφερε άνθη, ήμουνα ζαλισμένη για μια βδομάδα.

Σταμάτησε κι αναστέναξε. Εκείνος ο καιρός είχε φύγει πια μια για πάντα. Τότε, ένα κορίτσι σαν την Ελένη, ήσυχο και καλοαναθρεμμένο, παντρευόταν συνήθως σε ηλικία δέκα έξη χρόνων αν προηγουμένως, βέβαια, δεν την είχε προσέξει κανένας Πασάς, μ’ έναν καθώς πρέπει κύριο γύρω στα σαράντα πέντε. Κάποιο μεγαλέμπορο, ή εφοπλιστή, ένα δεύτερο πατέρα, όπως υπήρξε ο Χρήστος για τη Σοφία. Κάποιον που θα της συμπεριφερόταν σα νάταν κόρη του, την ημέρα τουλάχιστο, και που, θα την γέμιζε παιδιά.

- Ήμασταν τόσο απλοί. Δεν μιλάγαμε τότε για πολιτική και πολέμους και σφαγές. Εμείς πηγαίναμε στην εκκλησία μας, οι Τούρκοι στο τζαμί τους. όλα ήταν ειρηνικά, όχι βρωμερή πολιτική, όχι πόλεμοι και αγριότητες κι ανηθικότητα κάθε είδους… Δεν το καταλαβαίνω. Όταν ήμουν κοπέλα δεν μας επέτρεπαν να καθίσουμε στο ίδιο δωμάτιο μ’ ένα νέο. Πολύ περισσότερο να τον αγγίξουμε, να τον φιλήσουμε ή να παίξουμε μαζί του, ούτε εκείνος να μαλάξει τα κρυφά μέρη του κορμιού μας, σα να είμαστε κανένα κομμάτι πηλός.

Ξαφνικά ο Χρήστος σήκωσε το κεφάλι του.

- Μα ποιος να είναι αυτός;

- Τι εννοείς; είπε η Σοφία κοιτάζοντάς τον στα μάτια. Μπας και νομίζεις ότι ήταν ο νυχτοφύλακας;

Τα μάτια τους διασταυρώθηκαν και εκείνη χαμογέλασε κουρασμένα.

- Νόμισες ότι ήταν κανένας ουδέτερος σαν τον Άγιο Γρηγόριο;

- Ω, Θεέ μου, είπε ο Χρήστος. Ομολόγησε ποιος είναι;

- Αρνείται να πει τ’ όνομά του, αλλά είναι φανερό. Η Πολυξένη λέει ότι τριγυρνούσε εδώ σαν κεραμιδόγατος μέρα και νύχτα, όταν εμείς λείπαμε. Πέντε μήνες ήταν πολύς καιρός μακριά από το σπίτι μας. Το αισθάνθηκα κάποτε, θυμάσαι που στο είπα;

Ο Χρήστος κούνησε το χέρι του. Σιχαινόταν να του θυμίζουν τι είχαν πει οι άλλοι στο παρελθόν.

- Τουλάχιστο ξέρουμε ποιος είναι, είπε. Ξέρουμε ότι δεν είναι κανένας άγριος.

Η Σοφία σήκωσε τους ώμους της σα να την έπιασε ρίγος.

- Και καλύτερα που το ξέρουμε τώρα που είναι ακόμα καιρός πριν αρχίσει το καρναβάλι. Μπορώ να τον φέρω πίσω στη Σμύρνη σε μια ή δυο μέρες. Και μπορούν να παντρευτούν αμέσως.

Η Σοφία κούνησε το κεφάλι της αρνητικά.

- Πότε θα γίνουν τ’ αγγελτήρια του γάμου;

- Αγαπητή μου, η εγκυμοσύνη της είναι προχωρημένη. Καλά που δεν φαίνεται ακόμα. Ή έχει… Άκουσε, η αναγγελία μπορεί να γίνει από την εκκλησία και ο γάμος να γίνει πριν από την Καθαρή Δευτέρα. Πού είναι ο νεαρός τώρα, στο Ουσάκ;

Αφηρημένα χτύπησε τον ώμο της Σοφίας.

- Άκουσε δεν είναι καμιά τραγωδία. Εξάλλου πάντοτε τον συμπαθούσα. Αντιπροσωπεύει έναν ωραίο τύπο χριστιανού άντρα, είναι τολμηρός, θαρραλέος…

- Ω, σε παρακαλώ απάντησε η Σοφία κι έκρυψε το πρόσωπο στα χέρια της.

Ο Χρήστος την άφησε καθισμένη στο παράθυρο, με το κεφάλι χαμηλωμένο, χαμένη στις αναμνήσεις, του παρελθόντος, όταν τα κορίτσια ήσαν ντροπαλά, αμόρφωτα, φορούσαν σκουφάκια κεντημένα με φλουριά, και δεν είχαν τα χέρια ελεύθερα να παίζουν ερωτοπαίχνιδα με άγνωστους νέους.

Richard Reinhardt, Οι στάχτες της Σμύρνης, Εκδοτικός Οίκος Α. Α. Λιβάνη, Αθήνα 1992, σ. 273-277