Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Οι Απόκριες στα σοκάκια τση Σμύρνης

α) Το σκέδιο των σοκακιώνε, -Για το σκέδιο έχομε να πούμε πως, εξόν απτόν Απάνω-μαχαλά, ούλ’ ή άλλη Σμύρνη ήτανε ίσια (ισόπεδη)∙ δίχως ανηφορο-κατηφόρες και δεν ηκούραζε τον κόσμο να πααινοέρχεται όπου ήθελε. Τα τραγουδισμένα σοκάκια τση ήτανε βολικά. Δεν είχανε μεν το χάος όπως τα μπουλεβάρτα, είχανε όμως μεγάλο μάκρος. Και το φάρδος τως ήτανε τόσο, ώστε να μπορούνε να περνούνε ελεύτερα δυο καρότσες, κι ακόμα στα πλάγια, ορισμένοι διαβάτες. Ομορφοστρωμένα με τετράγωνες γκρίζιες, είτες γκριζόμαυρες πλάκες (από πέτρα του Βεζούβιου), ώστε τα νερά τση βροχής να στραγγίζουνε στα πλαϊνά χαντάκια δίπλα στα πεζοδρόμια, που κι αυτά δεν ήτανε φαρδιά, μισό μέτρο, ένα μέτρο και σπάνια που και που δυο μέτρα.

β) Τα Σπίτια –Αυτά, πάλι, ήτανε με δυο είτες το πολύ με τρία πατώματα, με αρκετά μεγάλα πανάθυρα στο Ισόγειο και στα απάνω πατώματα. Με τα ωραία αψηλά σμυρνέικα μπαλκόνια, τα κομψά εκείνα μαραγκοδουλεμένα κλειστά και σκεπαστά, τριγυρισμένα στο απάνω μέρος τως με τσερτσεβέδες (τσερτσεβέ, περσοτουρκ. = πλαίσιο) τζαμωτοί, που ηανοίγοκλούσανε συρτοί απάνω-κάτω. Με τα ρομαντικά πρωτινά σαχνισίρια (σαχνισίν, περσοτουρκ. = εξώστης), λιγοστά όμως, τα γραφικά αυτά χτιστά και σκεπαστά μπαλκόνια μα παράθυρα μπατζουρωτά. Σπίτια ομορφοχτισμένα με αρχοντιά και γούστο που ηστολίζανε τα σοκάκια και ηχαίρούσουνε να περνάς και να τα βλέπεις.

Κ’ έτσι λοιπόν, ο κόσμος στσι αποκριάτικες Κυριακάδες ησεργιανούσε στα σοκάκια με τα ποδάρια είτες με τσι καρότσες, ντυμένος, κουδουνάτος, είτες όχι, για να κάνει σεΐρι (χάζι) είτες για να δειχτεί. Μα προπάντως, για να ξεσπάσει με κορδέλες και πεταλάκια (σερπαντίνες και κομφετί) αναμεταξύ του και αναμεταξύ του εμαυτού του και τω νοικοκυραιώνε τω σπιτιώνε, που ηκαθούντοστε χαρούμενοι στα πανάθυρά τως και στα μπαλκόνια κ’ ηβλέπανε. Και που κι αυτοί ηγερεύανε αφορμή για να ξεσπάσουνε, με τον ίδιο τρόπο, με τον κόσμο αυτόνανε που απόμπρος τως περνούσε.

2. – Η ΠΑΡΑΤΑ ΜΕ ΚΑΡΟΤΣΕΣ ΣΤΑ ΣΟΚΑΚΙΑ

Στο αποκριάτικο ξέσπασμα μεγάλη φιγούρα (φιγκούρα, ιταλ. = επίδειξη) ήκανε η παράτα με τσι καρότσες στα κεντρικά σοκάκια τση Σμύρνης, που τήνε κάνανε παρέες τζόβενα (τζόβινε, ιταλ. = παλικαράκι, νεαρός) πλούσια και αριστοκράτες. Η κάθε παρέα, από δυο-τρεις ανομάτοι, ηνοίκιαζε την καρότσα απτήν πιάτσα (πλατεία) του Φασουλά (όπου ήτανε το κεντρικό στέκι για τσι καρότσες) και τήνε φόρτωνε με διάφορα αποκριάτικα πράματα, που θα τα ’ριχνε στα πανάθυρα και στα μπαλκόνια των σπιτιώνε απόπου θα ν’ ηπερνούσε. […}

Αφού, λοιπόν, τηνέ φόρτωνε έτσι την καρότσα τση η κάθε παρέα, ηανέβαινε απάνω κ’ ηξεκινούσε για τα αριστοκρατικά κεντρικά σοκάκια. Κ’ ήβλεπες τσι καρότσες αυτές αράδα, η μια οπίσ’ απτήν άλλη, να περνούνε απτά σοκάκια φτα. Οι κοπέλες τότες που ηκαθούντοστε στα πανάθυρα και τα μπαλκόνια τω σπιτιώνε, ηρίχνανε στα τζόβενα αυτά των καροτσώνε κορδέλες και πεταλάκια. Κ’ εκείνα, πάλι, όρθια μεσ’ στην καρότσα, τως ηπαντούσανε, ρίχνοντας κορδέλες με δύναμη είτες με ειδικό μπιστολάκι – πεταλάκια φουχτιές απτό τσουβάλι – πούλουδα και πούλουδα και γλιχουδιές – που, όπως είπαμε, ούλα ετούτα τα ’χανε μεσ’ στη καρότσα.

Η παράτα αυτή με τσι καρότσες ηξεκινούσ’ απτό Φασουλά κ’ ητραβούσε για το σοκάκι τα Τράσσα. Εκεί, άλλες μεν καρότσες ηστρίβανε απτό Χαλεπλί σοκάκι για να πάρουνε βόλτα Αγία Κατερίνα, Κεντρικό Παρθεναγωγείο και να κατεβούνε απτό σοκάκι τα Άσπρα-Μπογιατζίδικα, κ’ έτσι, να φτάξουνε πάλι Φασουλά, Τράσσα και πάλι το ίδιο. Κι άλλες, πάλι, ηφτάσανε πιο κάτω, ωσάμ’ την πιάτσα (πλατεία) τση Μπέλλα-βίστας, κι αποκεί ητραβούσανε για το φαρδύ σοκάκι τσ’ Άγιας Κατερίνας, Τσα(λ)κιτζή’ μπαση κι Αη-Δημήτρη. Και πάλι οπίσω.

Οι παράτες αυτές ηγενούντοστε οτσι δυο τελευταίες αποκριάτικες Κυριακάδες. Ηαρχινεύανε ύστερις απτσί δυο ώρες απτό μεσημέρι κ’ ηβαστούσανε ωσάμ’ το βράδυ που ησκοτείνιαζε. Και τότες, τα τζόβενα, καθώς ηπερνούσανε με τσι καρότσες, ηανάβανε κάτι σπίρτα μεγάλα που ηκάνανε φως χρωματιστό, τα κόλορια που ηλέαμε. Ηανάβανε και τ’ αστρουλάκια που αυτά καθώς ηανάβανε κ’ οι νοικοκυραίοι τω σπιτιώνε στα πανάθυρα και μπαλκόνια, και ηφεγγοβολούσανε τα, με αραιά φανάρια φωτιζούμενα, τότες, σοκάκια.

3. –Ο ΚΟΣΜΟΣ ΗΒΓΑΙΝΕ ΣΤΑ ΣΟΚΑΚΙΑ ΝΑ ΞΕΣΠΑΣΕΙ

Από νωρίς ο κάθε περίεργος Σμυρνιός ηκατέβαινε απτσοί ακριανοί μαχαλάδες κ’ ηερχούντανε στα κεντρικά αυτά σοκάκια για να ξεσπάσει αποκριάτικα, μα και να δει την ωραία αυτή αποκριάτικια παράτα με τσι καρότσες. Να δει, έστω και να τσαλαπατηθεί μεσ’ στην πολυκοσμία, που κι αυτή ήρχε (ήρθε) να ξεσπάσει κ’ ησεργιανούσε σύρριζα κοντά στα σπίτια για ν’ αφήσει να περάσουνε στη μέση του σοκακιού οι καρότσες. Οι καρότσες τση παράτας, που τότες ηπαίνανε σιγά-σιγά και πότες ημισοτρέχανε. Μα και τ’ άλλα σοκάκια στσοι πιο δεύτεροι μαχαλάδες –όπως στον Άη Τρύφωνα, στο Κερατοχώρι (Κερασοχώρι), στον Αη-Δημήτρη και στο φαρδύ σοκάκι του τσάι – ήταν γεμάτα κόσμο που κι αυτός ήκανε φασαρία και ντόρο.

Σ’ ούλα τα σοκάκια, παιδάρια και παλικαράκια είχεν ροκάνες, σφυρίχτρες, ντρουμπετίτσες και τσαμπούρνες, λογιώ-λογιώ, για να κάνουνε ντόρο. Τσαμπουρνίτσες με φουσκίτσα ομπροστά κόκκινη, πράσινη, μπλού. Και, άμαν ηφυσούσες μεσ’ στην κάθε τσαμπουρνίτσα, τότες η φουσκίτσα τση ητσιτωνούντανε κ’ ημεγάλωνε. Κι άμαν ησταματούσες να φυσάς, αυτή ηξεφούσκωνε κ’ ηφώναζε. Πολλοί τηνέ ακουμπούσανε κρυφά στ’ αυτί του διπλανού τως για ντονέ ξαφνιάσουνε. Κ’ είχανε ακόμης και τσαμπούρνες μεγάλες σα χωνιά στενόμακρα από χαρτόνι με χρωματιστές ρίγες. Τσαμπούρνες τυλιχτές από χαρτί που, άμα τσι φυσούσες, ηξετυλιγούντοστε, ημακραίνανε κ’ ητσιτωνούντοστε απότομα σα μασούρι. Κ’ είχανε στην ακριά τως ένα μικρό χρωματιστό φτερουγάκι. Πολλοί τσι φουσκώνανε κρυφά κι απότομα πλάι στη μούρη τ’ αλλουνού, που τόνε ξάφνιαζε το γαργάλημα του φτερουγακιού τση. Είχανε και κάτι πιτσιλήθρες νικελένιες, που ήτανε σα μεγάλα ρολόγια τση τσέπης. Τσι γεμώζανε κολώνια και τσι ζουλούσανε για να πεταχτεί πιτσιλιχτά η κολώνια. Αυτό το κάνανε κοντά στο μάγουλο είτες στο σβέρκο τ’ αλλουνού για ν’ τόνε ξαφνιάσουνε. Μα και κάτι κατουρλόφουσκες βοδινές ξεραμένες και φουσκωμένες καλά, δεμένες από’ νανε σπάγο και γερές, που μ’ αυτές οι χαιρέκακοι ηκατακεφαγιάζανε όποιονε ημπορούσανε. Μα και πολλά άλλα πειράγματα.

Στα φασαριόζικα σοκάκια άντροι μόνε και αγόρια ημπορούσανε να πάνε να σεργιανίσουνε κι όχι γυναίκες και κορίτσια, γιατίς θα τσι πείραζε ίσως κανένας. Κι αν ηθέλανε να πάνε για να δούνε κι αυτές, ηντυνούντοστε κουδουνάτοι αντρίστικα για να μη φαίνουνται. Μα θα ν’ ησυνοδευούντοστε και με άντρα για ν’ τσι υπερασπίσει σε ώρα ανάγκης.

Δημήτρης Αρχιγένης, Λαογραφικά Γ΄. Η ζωή στη Σμύρνη, Αθήνα 1981, σ. 221-225.