Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Οι μεγάλες ταβέρνες

Ποιός Σμυρνιός, ποιος ξένος που επισκέφθηκε τη Σμύρνη μπορεί να ξεχάσει ποτέ τις Μεγάλες Ταβέρνες;

Ήταν ένας μικρός στενός δρόμος, που άρχιζε από το καμπαναριό της Αγίας Φωτεινής και έφτανε ίσαμε την Αρμενιά. Ο δρόμος αυτός ήταν η καρδιά της Σμύρνης και την ονομασία του τη χρωστούσε στις άφθονες ταβέρνες, που δεν ήταν μόνο άφθονες αλλά και τεράστιες, τόσο, που κάθε μία από αυτές ήταν ένας σωστός μαχαλάς. Ένας μαχαλάς πολύβουος, ζωηρός, γεμάτος ζωή, γεμάτος κίνηση, λεβεντιά, παλικαρισμό και …ελληνικότητα.

Στις Μεγάλες Ταβέρνες σύχναζαν κάθε βράδυ οι λεβέντες της Σμύρνης, οι Τζελέπηδες από την Ανατολή, αλλά και όχι λίγοι αριστοκράτες, που ήξεραν να γλεντούν και να πίνουν.

Κάθε ταβέρνα ήταν και ένα κέντρο εθνικό, ένα καταφύγιο ασφαλές για κάθε Ρωμιό που είχε δοσοληψίες με την τουρκική αστυνομία. Όποιος καταδιωκόμενος κατόρθωνε να καταφύγει στις Μεγάλες Ταβέρνες εσώζετο, είχε εξασφαλισμένα για κάμποσες μέρες τροφή και ύπνο, και σε πρώτη ευκαιρία θα οδηγείτο με ισχυρή φιλική συνοδεία και με τις τσέπες γεμάτες χαρτζιλίκι στα Βουρλά, όπου ήταν πλέον ελεύθερος και ακαταδίωκτος.

Τα βράδια, όταν κλείναν τα μαγαζιά και τα καταστήματα και τα εργοστάσια, άρχιζε η νυχτερινή και πολυθόρυβη ζωή των Μεγάλων Ταβερνών. Από κάθε μία απ’ αυτές αντηχούσαν φωνές ζωηρές, χαρούμενες, και τραγούδια ανατολίτικα, νοσταλγικά, αμανέδες, σαμχιά, μινόρε, σαντούρια, βιολιά, ούτια και μαντολίνα.

Και το τσίπουρο σερβιριζότανε με καράφες και το κρασί με κανάτες μεγάλες, και οι μεζέδες άφθονοι, προκλητικοί, σωστοί ανατολίτικοι. Και τα ξακουσμένα φρούτα της Μαγνησίας και του Νυμφαίου και του Μπουνάρμπασι ήταν σκεπασμένα με χιόνι, που το κατέβαζαν από τις κορυφές του Μποζ Νταγ καραβάνια με τρίχινα τσουβάλια.

Στις Μεγάλες Ταβέρνες ο τεχνητός πάγος ήταν απαράδεκτος, αφού υπήρχε το λευκότατο και το καθαρότατο και άφθονο χιόνι.

Όλα κι όλα, η παρουσία γυναικός ουδέποτε εμόλυνε καμιά από τις Μεγάλες Ταβέρνες. Η θηλυπρέπεια δεν είχε πέραση μέσα στην αρρενωπή και γεμάτη ανδροπρέπεια ατμόσφαιρα των Μεγάλων Ταβερνών.

Τι ήθελε γυναίκα ανάμεσα στους ηλιοκαμένους Τζελέπηδες, στους αρειμάνιους κοντραμπατζήδες του Σεβδίκιοϊ και του Βουρλά και του Αϊβαλιού, που αποτελούσαν την πλειονότητα της πελατείας των Μεγάλων Ταβερνών.

Πολλές και άφθονες ήταν οι Μεγάλες Ταβέρνες. Πού να τις θυμάται κανείς; Ήταν η ταβέρνα του Ι. Καπή, που είχε καλά τσεσμελίδικα κρασιά. Η ταβέρνα του Σαμίου, η «Τζιτζιφιά», η ταβέρνα του Παττακού κ. ά. Αλλά η επισημότερη, η ονομαστότερη σε όλη την ανατολή, ήταν η ταβέρνα του Γιαννούλη.

Ήταν ξακουσμένη η ταβέρνα αυτή όχι γιατί ήταν μεγάλη –η μεγαλύτερη απ’ όλες-, γιατί έβγαζε το καλύτερο ούζο της Ανατολής, το περίφημο «Γιαννούλη Νο 9», και διότι ο ιδιοκτήτης της, ο αλησμόνητος Γιαννούλης, ήταν ο αγαθότερος, ο πραότερος και ο πιο μεγάλος κουβαρντάς της Σμύρνης.[…]

Οι Μεγάλες Ταβέρνες σήμερα δεν υπάρχουν. Έχουν καεί κι αυτές, όπως όλη η Σμύρνη, και στον τόπο που ήταν κτισμένες διέρχεται μια ωραία αλλά σιωπηλή και μελαγχολική λεωφόρος. Νομίζω η λεωφόρος Ισμέτ Πασά.

Παντελής Καψής, Ένας Γκρέκο από τον Τσεσμέ, επιμ. Γιάννης Καψής, Νέα Σύνορα – Λιβάνης, Αθήνα 2005, σ. 67-70