Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Ο Μπουρνόβας

«Ειν όλο πέτρες (το Θιάκι), μα βγάζει καλά παλικάρια κι
εγώ δεν ξέρω τίποτε άλλο γλυκύτερο σαν την πατρίδα».

ΟΔΥΣΣΕΙΑ Α, 27-28

ΟΤΑΝ ΤΑ ΑΠΟΓΕΜΑΤΑ κάναμε τον περίπατό μας στην προκυμαία της Σμύρνης, βαδίζοντας προς την Πούντα, την ώρα που ο ήλιος βασίλευε ολοπόρφυρος απ’ την αντίθετη μεριά, βλέπαμε απέναντί μας, προς τα βορειοανατολικά, μέσα σ’ ένα γλυκορόδινο χρώμα, ν’ αναπαύεται χαϊδευτικά στα πόδια του Σιπύλου, η ωραία και πολΰμνητη κωμόπολη του Μπουρνόβα. Κάποτε η συντροφιά σταματούσε να τον καμαρώσει κι εμείς οι Μπουρνοβαλήδες, μιλούσαμε γι’ αυτόν με ακράτητο ενθουσιασμό. Μα και οι άλλοι της παρέας συμφωνούσαν απόλυτα μαζί μας, γιατί ο Μπουρνόβας δεν ήταν μονάχα δική μας χαρά και περηφάνια. Και οι Σμυρνιοί τον αγαπούσαν το ίδιο με μας. Τα κρύα, σαν κρύσταλλα, νερά του, τα μαγευτικά περιβόλια του που γέμιζαν με χίλιων λογιών αρώματα την ατμόσφαιρα, οι φημισμένες για την ομορφιά των κοπέλες του και η λεβεντιά των παλληκαριών του, έκαναν τον Μπουρνόβα να ξεχωρίζει απ’ όλα τα τριγύρω στη Σμύρνη χωριά. Κι ήταν όλα τα προάστια που κύκλωναν τη Σμύρνη μας διαμάντια, ατίμητα στ’ όλόχρυσο στεφάνι της βασίλισσάς των.

Ο Μπουρνόβας είναι χτισμένος πάνω σε αρκετή μεγάλη έκταση, κατά τα νοτιοδυτικά χαμηλώματα του Σιπύλου, οχτώ περίπου χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Σμύρνης και στην άκρη μιας πεδιάδας. Η τοποθεσία του είναι γραφική και το κλίμα του πολύ υγιεινό. Από τα υψηλότερα μέρη του το μάτι απολαμβάνει μια υπέροχη θέα. Με στήριγμα της ράχης πάνω στον ιστορικό Σίπυλο (1600 μ. ύψος), έχεις αριστερά σου το Νύφ-Νταγ[1] με τα διάφορα χωριουδάκια φυτρωμένα , θαρρείς, στις ριζοβουνιές του και δεξιά τους χαμηλούς λόφους του Σιπύλου. Μπροστά, σου ανοίγει την αγκαλιά του ο καταπράσινος κάμπος, που τον διασχίζουν η σιδηροδρομική γραμμή και δυο αμαξοδρόμοι, ο ένας προς τη Σμύρνη κι ο άλλος προς το Μπαϊρακλί. Στην άκρη, αριστερά, βλέπεις το μεγαλειώδες πανόραμα της Σμύρνης και πλάι την ήμερη και γελαστή θάλασσα του Αιολικού κόλπου. Τέλος, βαθειά προς τα κάτω, η εξαίσια αυτή εικόνα κλείνει με φόντο, μέσα στο αχνογάλανο χρώμα του ορίζοντα, τις δίδυμες κορφές των Δυο Αδερφιών, που μοιάζουν με στήθος γυναίκας ξαπλωμένης στη ράχη.

Ο Κάμπος λοιπόν του Μπουρνόβα προκαλεί μεγάλο ενδιαφέρον για την προέλευσή του, είναι ωραιότατος ως τοπίο για τις εναλλαγές των εντυπώσεων που παρουσιάζει και είναι εξαιρετικά εύφορος. Η κυριότερη, εκεί, καλλιέργεια ήταν τα’ αμπέλια, μεγάλα ως κλήματα και πολύ καρπερά. Τα περισσότερα αμπέλια ήσαν σουλτανιά, «ψιλόρρωγα», όπως τα λέγαμε, πούκαναν την ξανθή, σαν φλουρί, σταφίδα. Υπήρχαν όμως και πολλά μοσχάτα, καθώς και αρκετά μαύρα κρασοστάφυλα από τα οποία γινότανε το περίφημο κρασί του Μπουρνόβα, ο «ανθοσμίας οίνος Πρινοβάρεως». Εξόν απ’ αυτά καλλιεργούνται και αμπέλια για σταφύλια τραπεζιού, όπως τα ωραία ροζάκια, οι μαύροι εριγκαράδες και διάφορες άλλες ποικιλίες εξαιρετικών σταφυλιών. Παράλληλα προς τ’ αμπέλια καλλιεργούνται και άφθονα οπωροφόρα δέντρα, συκιές, αμυγδαλιές, ροδακινιές, ροδιές, απιδιές, καρυδιές και άλλα. Η ελιά ήταν ένα από τα κυριότερα δέντρα του Κάμπου και των λόφων γύρω από το χωριό. Υπήρχαν ακόμη και πολλά χωράφια, στα οποία έκαμαν διπλές καλλιέργειες. Το χειμώνα τα έσπερναν στάρι, κριθάρι, καπνό, κουκιά και το καλοκαίρι τα φύτευαν ντομάτες και όλα τα άλλα καλοκαιριάτικα κηπουρικά, ή τα έβαζαν μποστάνια για καρπούζια και πεπόνια. Τα νερά είναι άφθονα στον Κάμπο. Αλλού βγαίνουν από πηγές της επιφάνειας κι αλλού από πηγάδια σε μικρό βάθος. Το πότισμα των κήπων γενότανε από μαγκανοπήγαδα με άλογα. Στον Κάμπο μέσα υπήρχε πάντα ζωηρή κίνηση, που την δημιουργούσε η συνεχής και χαρούμενη δουλειά. Έβλεπες τους εργάτες να δουλεύουν πάντα με το γέλιο και το τραγούδι στο στόμα. Τις βαρύτερες δουλειές τις έκαμαν οι άντρες, στις ελαφρότερες όμως, όπως στο κόψιμο και το πέρασμα των φύλλων του καπνού, κάτω από τα τσαρδάκια, στον τρύγο, στο άπλωμα της σταφίδας και στο καθάρισμά της, στο μάζωμα των ελιών και σ’ άλλες τέτοιες, εχρησιμοποιούντο προπάντων γυναίκες. Σε ορισμένη εποχή του χρόνου που δεν επαρκούσαν τα ντόπια εργατικά χέρια, ήρχονταν τακτικά ομάδες δουλευτάδων Τούρκων από την Κόνια, οι λεγόμενοι «Κιρλήδες»[2] πραγματικά βρώμικοι άνθρωποι, που φορούσαν τσαρούχια από δέρμα προβάτου, είχαν τυλιγμένα τα πόδια των με κουρέλια κι είχαν δεμένη τη μέση των με φαρδιά κόκκινα ζωνάρια. Ήρχοντο το χειμώνα, την εποχή που έσκαβαν τη γη, έμεναν στο Χάνι της αγοράς και σε ντάμια (στάβλους), επλήρωναν ελάχιστο νοίκι, ζούσαν λιτότατα κι όταν τέλειωνε η περίοδος της πολλής δουλειάς έφευγαν πάλι ομαδικά για τον τόπο τους. Επίσης την εποχή του τρύγου, το καλοκαίρι, τα μέσα για τη μεταφορά των σταφυλιών στις ταβέρνες του χωριού και της Σμύρνης επλήθαιναν από πολλές καμήλες που τις κατέβαζαν οι καμηλάρηδές τους από το εσωτερικό και εστρατοπέδευαν στην ανοιχτή περιοχή του Κάτω-Τσαγιού, όπως λεγόταν το κάτω τμήμα του χειμάρρου του Μπουρνόβα. Στα μέρη που υπήρχαν πηγές, πανύψηλα και φουντωτά πλατάνια, κυπαρισσόκορμες λεύκες, βαθυπράσινες ιτιές, ωραίες συκαμιές και καρυδιές άπλωναν τον ίσκιο τους κι έδιναν δροσιά και προστασία από τον ήλιο τα καλοκαίρια σε εύθυμες ομάδες αντρών και γυναικών που γλεντούσαν σε εξαιρετικές γιορτάσιμες μέρες. Το καλοκαίρι ο Κάμπος ολόκληρος ήταν χαρά και απόλαυση της ζωής. Κάθε ιδιοκτήτης αμπελιού ή περιβολιού είχε ένα εξοχικό σπίτι εκεί, έναν «κούλα», άλλος μικρό, άλλος μεγάλο κι άλλος μιαν ξύλινη καλύβα, πάντα όμως με μιαν επέκταση μπροστά στην είσοδο μ’ ένα πρόχειρο υπόστεγο, σαν βεράντα, τριγυρισμένο από αγιόκλημα ή άλλες περιπλοκάδες. Όλα ήταν γεμάτα ζωή και χαρά. Ο ήλιος έλουζε με φως την πρασινάδα του γόνιμου Κάμπου του φορτωμένου από καρπό κι ο μπάτης από τη θάλασσα ερχόταν απαλός να χαϊδέψει τις φυλλωσιές και σκορπίσει της δροσιάς του τη χάρη.


[1]Βουνό του Νύμφιου που είναι οροσειρά του Τμώλου.

[2]Τούρκικη λέξις που σημαίνει ακάθαρτος.

Νίκος Καραράς, Ο Μπουρνόβας Ιστορικά – Αναμνήσεις, Αθήνα 1955, σ.9-11.