Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Η ΣΜΥΡΝΗ ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΟΑΣΤΙΑ

Η πρώτη εντύπωσίς μας είναι πολύ παράδοξη. Θαρρεί κανείς πως βρίσκεται σε αριστοκρατική εξοχή του Λονδίνου, απ’ αυτές που φιλοξενούν κατά τας ώρας της αναπαύσεως τους σπόρτσμεν Βρετανούς πολιτευτάς και τους Λόρδους ευπατρίδης. Γιατί ο Μπουρνόβας δεν είναι μόνο ένα ωραίο ελληνικό χωριό, αλλά ταυτοχρόνως και παροικία των πλουσιοτέρων Άγγλων της Ανατολής. Με την διαφορά, ότι ο ουρανός του αντί να είναι σκεπασμένος με μελαγχολικό σκοτάδι, φωτίζεται με αττική γλυκύτητα. Βίλλες ονειρώδεις σαν κλισέ αμερικανικών περιοδικών κατασπαρμένες εδώ κ’ εκεί μέσα στα περιβόλια, και δασύλλια και ανθώνες που αναπαύουν το μάτι και θωπεύουν την ψυχή. Το Τζιτζίκι γρυλλίζει μέσα σε πάρκα παραδείσου –χώρα μακάρων- πλατείες του λόουν –τένις και του κρίκετ, βεράντες με τζάμια πολύχρωμα, σέρες, πεύκα και έλατα, αποθέωσις της βλαστημένης φύσεως. Δρόμοι πλατιοί διασχίζονται από φτερωτούς Φαέθωνες και μοντέρνα αυτοκίνητα, γκουβερνάντες και μπόννες και κατάξανθες δασκάλες με γυαλιά από τ’ αυτιά οδηγούν μικρά αγγελούδια του Ρούμπενς και του Μποτιτσέλι, γελαστούς μικρούς ινφάντες του Βελάσκουεζ στον περίπατο. Λεωφόροι με σειρές πλατάνων και ρεματάκια με γάργαρα νερά και ησυχία απεριγράπτως ανακουφιστική. Αλλά δεν είναι μόνο αυτός ο Μπουρνόβας. Όταν έχει κανείς παπούτσια γερά και κότσια γερότερα μπορεί ν’ αναρριχηθεί και έως το κυρίως χωριό, όπου ανάμεσα από πετρώδεις ατραπούς θα ιδεί αμέτρητα χαμόσπιτα και ρούγες με πορτίτσες αυλών και γυναικούλες που γνέθουν το μαλλί στη ρόκα τους. Θα ιδεί μαγαζάκια και φτώχεια και δουλευτάδες μεροκαματαρέους, γνήσιον Μωριά. Η ζωή του χωριού με τις παραδόσεις και με τους τύπους της παρουσιάζεται ολοζώντανη όπως την εσκάλισε η πέννα του Παπαδιαμάντη. Και παραπάνω ακόμη ένας αθλιότατος Τουρκομαχαλάς με λερωμένα φέσια και αργαστήρια και περιβάλλον, πανομοιότυπον των διηγήσεων του Ναστραδίν-Χότζα. Στην κορυφή μιας ραχούλας γυμνής, αλλά τόσο κλασικής, από εκείνες που ενέπνευσαν στον Ταιν τις παρατηρήσεις του για την αισθητική της αρχαίας τέχνης, από την οποία τα νησιά του Αιγαίου και τα πολεμικά πλοία του λιμανιού της Σμύρνης, είναι οι «Χαβούζες»- παλιές δεξαμενές, πηγές αλλοτινών χρόνων. Σε λίγην απόσταση από κει είναι το αλώνι, χώρος εις τον οποίον κάθε γιορτή οι Ελληνοπούλες του χωριού με το απαράμιλλο κάλλος των επιδίδονται εις την εντοπίαν όρχησιν, τους ξακουστούς «μπάλλους» του Μπουρνόβα. Σήμερα κατά σύμπτωσιν είναι γιορτή, και ελπίζαμε να ιδούμε κάτι τέτοιο, αλλά δυστυχώς από πενταετίας η εκδήλωσις αυτή του ελληνικού σφρίγους έχει διακοπή, καταργηθεί από την τυραννία και τώρα πια κινδυνεύει να εξαφανισθεί ολότελα, να λησμονηθεί.[…]

Έχει όλο το τοπίο μια χαρά που σε κάνει να λησμονιέσαι, και είναι έτσι γύρω στην πρασινάδα του κήπου και στα αρώματα των λουλουδιών, κάτω από τον ολόγλυκο ουρανό, ένα μεγάλο μυθικό πανηγύρι η τελετή της απολυτρώσεως. Από γενεά σε γενεά οι άνθρωποι το επερίμεναν. Εσκάλιζαν τις τριανταφυλλιές τους μ’ αυτήν την προσδοκία και μ’ αυτά τα δάκρυα τις επότιζαν. Και τώρα να, που είναι πραγματικότης το όνειρο. Ο Μπουτζάς κολυμπάει μέσα σε σημαίες γαλανόλευκες. Οι λατέρνες του και τα πιάνα του, τα χαμόγελα των γυναικών του, όλα μιλούν χαρμόσυνα γι’ αυτήν την υπόθεση. Ω! ναι, δεν θα ξεχάσουμε ποτέ το Μπουτζά καθώς τον είδαμε σαν και σήμερα, ολάνθιστον, ολόχαρον, να γιορτάζει την πιο ιστορική ημερομηνία της λαχτάρας του. Μαζί με το Μπουρνόβα κρατούν τα πόστα από τις δυο μεριές και κλείνουν την κορνίζα που περιβάλλει τη Σμύρνη με το γελαστό κόλπο της. Αυτό το κάδρο είναι το ζηλευτότερο απόκτημα των ελληνικών ιδανικών. Μέσα του εκλειστήκαμε κι εμείς, εκλείσαμε την ψυχή μας, και τη νοιώθουμε να ευωδιάζει λιγωμένη σαν τα ανοιξιάτικα λουλούδια, από την πιο βαθειά ικανοποίηση.

Σμύρνη, 1919

Κώστας Αθάνατος, «Εις τα προάστια της Σμύρνης», περ. Μικρασιατικά, τομ. 2, 1971-1972, σ. 89-93.