Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Οι Έλληνες ξεκινώντας από μια συνοικία της Εφέσου που τη λέγαν Σμύρνα, χτίσαν λίγες καλύβες στο βάθος του κόλπου, που πήρε τ’ όνομα της πρώτης τους πατρίδας. Ο Αλέξανδρος, θέλοντας να τους συγκεντρώσει όλους μαζί, τους έχτισε μια πόλη κοντά στον ποταμό Μέλη. Ο Αντίγονος, εκτελώντας τις διαταγές του Αλεξάνδρου, άρχισε αυτό το έργο κι ο Λυσίμαχος το αποτελείωσε. Η επιτυχημένη τοποθεσία της καινούργιας πόλης, άξια του θεμελιωτή της Αλεξάνδρειας, έμελλε να της εξασφαλίσει την ευημερία. Μέλος πια της συμμαχίας των ιωνικών πόλεων, η Σμύρνη έγινε, με τον καιρό, το κέντρο του εμπορίου της Μικράς Ασίας. Η ευμάρειά της τράβηξε όλες τις τέχνες, ώστε γρήγορα τη στόλισαν μεγαλόπρεπα μνημεία και την πλημμύρισαν ξένοι, που έρχονταν να την πλουτίσουν με τα προϊόντα των πατρίδων τους και να διδαχθούν από τους ποιητές της και τους ρήτορές της. Η γλυκιά διάλεκτος αυτής της χώρας έδινε μια νέα γοητεία σ’ αυτή την ευγλωττία, που φαίνεται πως είναι έμφυτη στους Έλληνες. Η ωραιότητα του κλίματος επηρέαζε την ωραιότητα των κατοίκων, που πρόσφερναν στους καλλιτέχνες πρότυπα τα οποία αποκάλυπταν στον υπόλοιπο κόσμο τη φύση και την τέχνη τέλεια συνταιριασμένες.

Η Σμύρνη ήταν μια από τις εννιά πόλεις που διεκδικούσαν την τιμή ότι γέννησαν τον Όμηρο. Έδειχναν μάλιστα στις όχθες του Μέλη τον τόπο όπου η Κριτεΐς, η μητέρα του, τον έβγαλε στο φως και το σπήλαιο όπου ο ποιητής κατέφυγε, για να συνθέτει τους αθάνατους στίχους του. Ένα μνημείο, στημένο στη δόξα του και φέρνοντας τ’ όνομά του, υψωνόταν στο κέντρο της πόλης. Κάτω από τις πλατιές του στοές, κάναν τις συνελεύσεις τους οι πολίτες. Τέλος, στα νομίσματα των Σμυρναίων ήταν χαραγμένη η εικόνα του Ομήρου, σαν να αναγνώριζαν όλοι για βασιλέα τους τη μεγαλοφυΐα, που τόσο τους είχε δοξάσει.

«Η Σμύρνη διατήρησε πολύτιμα λείψανα της αρχαίας της ευημερίας ως ότου η Αυτοκρατορία άρχισε να παλεύει εναντίον των βαρβάρων. Την κυρίεψαν οι Τούρκοι, την πήραν ξανά οι Έλληνες. Και τις δυο φορές λεηλατήθηκε και ερημώθηκε. Στις αρχές του 13ου αιώνα, από τη Σμύρνη δεν υπήρχαν πια παρά μόνο τα ερείπια της Ακρόπολης της, που το επισκεύασε ο Αυτοκράτωρ Ιωάννης Κομνηνός. Αυτό το φρούριο δεν μπόρεσε ν’ αντέξει στις επιθέσεις των Τούρκων, που πολλές φορές το κυρίεψαν, αν και τους ενοχλούσαν οι ιππότες της Ρόδου. Βρίσκοντας οι ιππότες μια ευνοϊκή ευκαιρία, ύψωσαν εκεί ένα φρούριο και κρατήθηκαν ως ότου ο Ταμερλάνος το κυρίεψε μέσα σε δεκατέσσερις μόνο μέρες, ενώ ο Βογιατζής το πολιορκούσε επτά ολόκληρα χρόνια.

«Η Σμύρνη άρχισε να ξαναζεί μέσα από τα ερείπια της, από τότε που οι Τούρκοι έγιναν κύριοι ολόκληρης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, και σε λίγο, εξ αιτίας της τοποθεσίας της ξανακέρδισε την ευημερία της, που την είχε χάσει με τους πολέμους. Έγινε το επίνειο του εμπορίου όλων αυτών των περιοχών. Οι κάτοικοι, έχοντας ξεθαρρέψει, παράτησαν τις κορυφές των βουνών και χτίσαν καινούρια σπίτια στην παραλία, χρησιμοποιώντας για το χτίσιμό τους τα μάρμαρα των αρχαίων μνημείων από τα οποία σώζονται σήμερα λίγα μόνο συντρίμματα. Και κανένα λείψανο δεν μένει στη θέση που υψωνόταν το Στάδιο και το Θέατρο. Του κάκου κανείς θα ζητούσε να βρει σε ποιο μνημείο ανήκαν τα λείψανα κάποιων θεμελίων και τα κομμάτια κάποιων τοίχων, που φαίνονται ανάμεσα στο φρούριο και στην καινούργια πόλη».

Οι σεισμοί, οι πυρκαγιές και η πανούκλα, ταλαιπώρησαν πολλές φορές τη νεότερη Σμύρνη, όπως οι βάρβαροι την αρχαία. Η πανούκλα, μάλιστα, έδωσε σ’ έναν δικό μας ιεραπόστολο την ευκαιρία να δείξει αφοσίωση σπάνια ακόμα και σ’ αυτούς τους ιερωμένους. Κι είναι πολύ αξιόπιστη η ιστορία αυτή, αφού την αναφέρει λειτουργός της αγγλικανικής εκκλησίας. Ο αδελφός Λουδοβίκος, από την Παβία, του τάγματος των Ρεκολλέ ιδρυτής στη Σμύρνη του νοσοκομείου «Άγιος Αντώνιος» αρρώστησε κι αυτός από πανούκλα κι έταξε στο Θεό πως, αν γινόταν καλά, θα αφιέρωνε τη ζωή του στην περίθαλψη των χτυπημένων από την ίδια αρρώστια. Ο αδελφός Λουδοβίκος σώθηκε ως εκ θαύματος από το θάνατο και πραγματοποίησε στο ακέραιο το τάξιμό του. Αμέτρητοι είναι οι μολυσμένοι που φρόντισε και λογαριάζουν πως έσωσε τα δυο τρίτα από τους δυστυχισμένους που συνέτρεξε.

Στη Σμύρνη δεν είχα να δω τίποτα το αξιοπερίεργο, εκτός από τον Μέλη, που όμως κανένας δεν τον ξέρει, για τρεις η τέσσερες χείμαρροι διεκδικούν αυτό το όνομα. Όμως εκείνο που μου έκαμε μεγάλη εντύπωση και που μου ξάφνιασε ήταν η εξαιρετική γλυκύτητα του κλίματος. Ο ουρανός, αν και όχι τόσο καθάριος όσο ο αττικός, είχε εκείνο το χρώμα, που οι ζωγράφοι ονομάζουν «θερμό τόνο», ήταν δηλαδή γιομάτος λεπτότατους αχνούς, χρυσορόδινους από το φως. Κι όταν τύχαινε να μην έρχεται αεράκι από τη θάλασσα, ένοιωθα μια χαύνωση, σχεδόν κάτι σα λιποθυμία –γνώρισμα της μαλθακής Ιωνίας. Η διαμονή μου στη Σμύρνη με υποχρέωσε να ξαναπάρω το ύφος και τους τρόπους του πολιτισμένου ανθρώπου, να δέχομαι και να ανταποδίδω επισκέψεις. Οι έμποροι, που μου έκαμαν την τιμή να με επισκεφθούν ήταν πλούσιοι, κι όταν ερχόταν η σειρά μου να τους ανταποδώσω την επίσκεψη, στα σπίτια τους έβρισκα γυναίκες κομψότατες, που θα έλεγες πως τα φορέματά τους τα είχαν αγοράσει το πρωί από τα καταστήματα του Λερουά. Ανάμεσα στα ερείπια των Αθηνών και τα λείψανα της Ιερουσαλήμ, το άλλο αυτό Παρίσι, στο οποίο είχα φτάσει μ’ ένα ελληνικό πλοίο κι απ’ όπου ετοιμαζόμουν να φύγω μ’ ένα τούρκικο καραβάνι, έκοβε ειδυλλιακά τις σκηνές του ταξιδιού μου: Ήταν είδος πλουτισμένης όασης, μια Παλμύρα ανάμεσα στις ερημιές της βαρβαρότητας. Πρέπει όμως να ομολογήσω ότι, έχοντας μια φυσική ροπή προς τον πρωτογονισμό, δεν είχα έρθει στην Ανατολή για να ζητήσω κοινωνικές συναναστροφές, μα ανυπομονούσα να δω καμήλες∙ και ν’ ακούσω τις κραυγές του οδηγού.

Φρανσουά Ρενέ Σατωμπριάν. Οδοιπορικό-Η Ελλάδα του 1806, μτφρ. Ανδρέας Καραντώνης, Δωδώνη, Αθήνα 1979, σ. 159-162.