Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

ΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΝΩΡΙΣ ΤΟ ΠΡΩΙ βγήκαμε να κάνουμε περίπατο στην πόλη. Αρχίσαμε από την ευρωπαϊκή συνοικία, το Φραγκομαχαλά. Εκεί είχε πολλά καταστήματα, το ένα δίπλα στο άλλο, και έβρισκε κανείς ό, τι μπορούσε να φανταστεί για τις ανάγκες και την πολυτέλεια των Ευρωπαίων.

Σ΄αυτή τη συνοικία μένουν οι ξένοι έμποροι κι οι πρόξενοι. Οι δρόμοι είναι πολύ στενοί…από τα δρομάκια αυτά περνούσαν συνέχεια φορτωμένες καμήλες, άλογα, γαϊδούρια και βαστάζοι.[…] Οι βαστάζοι, για να τους παίρνουν είδηση οι περαστικοί, φώναζαν συνέχεια «γκουάρντα!». Οι ώμοι των ανθρώπων αυτών είναι πλατιοί κι έχουν στην πλάτη τους ένα φαρδύ, παραγεμισμένο σακί. Πάνω σ’ αυτό σηκώνουν ό,τι θέλουν να μεταφέρουν, όπως μακριές ξύλινες τράβες, μεγάλα κασόνια, στενόμακρα σακιά με καπνό. Σκύβουν τόσο πολύ κάτω από όλο αυτό το βάρος, που δεν μπορούν να δουν μπροστά τους και γι’ αυτό φωνάζουν «γκουάρντα!». Οι τριγύρω περαστικοί μόλις δουν και πλησιάζει ένας βαστάζος, από φόβο μην πέσει πάνω τους και τους ρίξει, τρυπώνουν γρήγορα σε καμιά ανοιχτή πόρτα ή τραβιούνται στην άκρη και σκύβουν το κεφάλι για να περάσει από πάνω τους το φόρτωμα.[…]

Από δω πήγαινε ο δρόμος προς την Μπούντζια[1], εκεί όπου οι πλούσιοι Σμυρνιοί έχουν τα εξοχικά τους σπίτια. Είχαμε έτσι την ευκαιρία να δούμε πολλές συντροφιές από κυρίες και κυρίους να πηγαίνουν προς τα εκεί. Κάθονταν πάνω στα γαϊδούρια με τα πόδια κρεμασμένα από τη μία πλευρά. Τα σαμάρια είναι υπερβολικά ψηλά, χωρίς ιμάντες από κάτω, κι έτσι γλιστρούν μια μπρος μια πίσω. Πρέπει κανείς να προσέχει πολύ μην πέσει κάτω, γιατί αυτό μπορεί να συμβεί πολύ εύκολα. Το είδαμε και μόνοι μας. Μια πολύ κομψή κυρία κρατιόταν με χάρη πάνω στο σαμάρι, ώσπου σε μια στιγμή το άμυαλο ζώο έκανε μια απότομη κίνηση για ν’ αποφύγει κάποιο εμπόδιο. Η κυρία τότε έχασε το ρυθμό της, δεν μπόρεσε να κρατήσει την ισορροπία της κι έπεσε κάτω. Δε θα ήθελα με κανένα τρόπο να ήμουν στη θέση της! Αμέσως όμως προθυμοποιήθηκαν ένα σωρό κύριοι να τακτοποιήσουν το σαμάρι και η κυρία συνέχισε το δρόμο της καβαλικευτά αυτή τη φορά. Αυτός είναι και ο μόνος σωστός τρόπος να μπορέσει να κρατηθεί κανείς στη θέση του, σε περίπτωση που θα συμβεί κάτι απρόοπτο[…]

Τα σπίτια έχουν κήπους και είναι σχεδόν όμοια μεταξύ τους. Χτισμένα τις περισσότερες φορές στη μέση του κήπου, έχουν μια πλατιά είσοδο με μωσαϊκό κάτω, και στα πλάγια, δεξιά κι αριστερά, γλάστρες με πολλά λουλούδια, κάκτους και άλλα φυτά. Η είσοδος αυτή προεκτείνεται στο σπίτι μ’ ένα διάδρομο που βγάζει ίσια στην πίσω μεριά του κήπου. Είναι πολύ όμορφα αυτά τα σπίτια. Ο διάδρομος έχει στις δυο πλευρές του δωμάτια, μερικά απ’ αυτά σκοτεινά και τακτοποιημένα για να μπορεί κανείς να κάθεται την ημέρα. Αυτό έκαναν συχνά οι κυρίες. Είναι αλήθεια σπάνιο να δει κανείς την ημέρα στο δρόμο μια γυναικεία σιλουέτα. Καμιά φορά ξεπροβάλλει κανένα κεφάλι μέσα από τα μισάνοιχτα παραθυρόφυλλα και γρήγορα τραβιέται προς τα πίσω, όταν η ματιά των περαστικών πέσει επάνω του. Κι αυτό γιατί δεν πρέπει κανείς να τις δει μ’ αχτένιστα μαλλιά και με τα φορέματα του σπιτιού. Η Σμύρνη δείχνει όλες τις ομορφιές της το βράδυ.


[1] Αναφέρεται στον Μπουτζά (σημ. επιμ.)

Χριστιάννα Λυτ, Μια Δανέζα στην αυλή του Όθωνα (1836), μτφρ. Αριστέα Παπανικολάου Κρίστενσεν, Ερμής, 1981, σ. 190-192, 194-195, 208-209.