Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

27 Αυγούστου 1922

Θεέ μου, μη μου δώσεις άλλη παρόμοια μέρα! Πολλές φορές μέσα σ’ αυτό το ημερολόγιο έχω εκφραστεί με τόνο υπερβολής – είναι στο χαρακτήρα μου-, είτε σε ώρες ευτυχίας, είτε δυστυχίας. Όμως η σημερινή μέρα θα μείνει στη μνήμη μου σαν η πιο δραματική κατακλείδα του χρονικού αυτής της πενταετίας, που καταγράφω τις φάσεις του…

Απ’ την αυγή είμαστε στους δρόμους. Στη Σμύρνη δε φαίνεται να υπάρχει πια ελληνικός στρατός. Η προκυμαία μαύρη απ’ τα πλήθη. Έχουν στυλώσει τα μάτια τους στο πέλαγος και προκειμένου να φανούν τα πλοία της σωτηρίας τους. αλλά δε φθάνουν…

Βρισκόμουν έξω απ’ του «Καφέ Φώτη» με το Σοφιανόπουλο και συντάκτες της «Αμάλθειας». Ξαφνικά, ακούστηκαν κραυγές απ’ τη μεριά της Μπέλλα Βίστας: «Τούρκοι! …Τούρκοι!…». Ο κόσμος, από ένστικτο, κινήθηκε σε μιαν αλλοφροσύνη προς τη θάλασσα, προς τα ξένα πολεμικά, για να βρει προστασία. Μα τα πληρώματά τους, αδιάφορα σε ό, τι γινόταν, συνέχιζαν την καθημερινή υπηρεσία τους. πολλοί, μέσα σε κείνη την αναταραχή, πέσανε στη θάλασσα με τους μπόγους τους. Θα μένανε εκεί να πλέουν τουμπανιασμένοι για μέρες… Οι λίγοι, που κατάφεραν και πλησίασαν τα πολεμικά, δεν γίνονταν δεκτοί. Οι ναύτες τους διώχνανε οργισμένοι. Μερικοί τους ρίχνανε ζεματιστό νερό! Γρήγορα την πρώτη ορμή προς τη θάλασσα την ανάκοψε άλλη προς την αντίθετη μεριά. Καθηλωθήκαμε στα πεζοδρόμια, βουβοί απ’ τον τρόμο. Όλοι περιμέναμε πως θά’ ρχονταν μια μέρα οι τούρκοι, αλλά δε θέλαμε να το πιστέψουμε πως κάποτε θα φτάνανε… Ένα τμήμα τούρκοι ιππείς πρόβαλαν απ’ την Μπέλλα Βίστα και προχωρούσαν προς το κέντρο της προκυμαίας. Μπροστά απ’ το γαλλικό προξενείο, βλέποντας τους ένοπλους γάλλους πεζοναύτες να το φρουρούν, σταμάτησαν έτοιμοι να τους επιτεθούν. Τους είχαν πάρει για έλληνες! Ύστερα απ’ τις παρεξηγήσεις που δόθηκαν, προχώρησαν προς το διοικητήριο. Ήταν οι τσέτες του κιορ Μπεχλιβάν και λίγοι αξιωματικοί του τακτικού στρατού με στολή. Ο κιορ Μπεχλιβάν πάνω σ’ ένα ψηλό άλογο, μονόφθαλμος, ηλιοκαμένος, αγριόμορφος, με μαύρο κεφαλόδεμα, βράκες, γουρονοτσάρουχα, μάλλινη ζώνη στη μέση και στη σέλλα τα όπλα του –ζωόμορφη έκφραση πρωτόγονου, που τον κατευθύνει το κτηνώδες ένστικτο. Τον ακολουθούσε έφιππο το απόσπασμά του στην ίδια ανθρώπινη κοψιά με γουρουνοτσάρουχα, μερικοί με ελληνικά χιτώνια και κυλόττες, όπλα κρεμασμένα απ’ τους ώμους με σχοινιά και κυκλικά χατζάρια στις σέλλες τους. Μας προσπέρασαν βλοσυροί, αμίλητοι και περιφρονητικοί. Μπροστά στου «Καφέ Φώτη», όπου βρισκόμουν με την παρέα μου, σταμάτησαν σ’ ένα νεύμα νεαρού τούρκου αξιωματικού με άψογη στολή. Θα ήταν καμιά πεντακοσαριά. Παραλύσαμε απ’ τον τρόμο. Ο τούρκος αξιωματικός προχώρησε μέσα στο καφενείο. Είχε ορκιστεί, είπε γελαστός στον Μπεχλιβάν, να πιει τον καφέ του στην Γκιαούρ Σμύρνη. Την ίδια στιγμή, η μεραρχία του Νουρεντίν έμπαινε απ’ τον σταθμό του Μπασμαχανέ μέσα στις ελληνικές συνοικίες. Γυρίσαμε σπίτια μας μέσα από δρόμους έρημους. Στα Μπογιατζίδικα, ένας τούρκος ζαπτιές –απ’ αυτούς που ντύθηκαν τη στολή τους βιαστικά- τραβούσε μια νεαρή τουρκάλα απ’ τα μαλλιά, γιατί είχε βγει χωρίς φερετζέ. Μας έκανε μια βίαιη χειρονομία να απομακρυνθούμε. Τι μας περιμένει τη νύχτα, που γεννά όλα τα κακά; Τι μας περιμένει το πρωί; Θεέ μου, πολλές φορές επικαλέστηκα τη βοήθειά σου…

Τάσος Αθανασιάδης, Τα παιδιά της Νιόβης, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1999, τ. B΄, σ. 346-348