Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Στο τρενάκι για τη Σμύρνη μάθαμε πως ο στρατιωτικός διοικητής Νουρεντίν είχε παραδώσει το μητροπολίτη Χρυσόστομο στο μανιασμένο όχλο έξω απ’ το διοικητήριο. Του ξερίζωσαν τα γένια, του βγάλανε τα μάτια, του κόψανε τη μύτη και τ’ αυτιά. Το πτώμα του το πήρανε δυο αιχμάλωτοι έλληνες στρατιώτες και το θάψανε στο γήπεδο του «Απόλλωνα». Στο σταθμό της Πούντας αντικρύσαμε ένα χείμαρρο από τούρκικο στρατό να πλημμυρίζει την προκυμαία. Πάνω σε άλογα, πεζοί, άλλοι με καινούριες στολές, άλλοι κουρελιασμένοι με ελληνικά χιτώνια, αγριόμορφοι τσέτες με σαρίκια και βράκες, περνούσαν μέσα σε σύννεφα σκόνης –γένια του διαβόλου για τα παιδικά μάτια μου. Τους ακολουθούσε ατέλειωτη σειρά από λογής τροχοφόρα φορτωμένα με πολεμοφόδια. Μας προσπερνούσαν ναντσιονάτοι με περιβραχιόνια· ομάδες σε αμάξια και πεζή, με τη σημαία της εθνικότητάς τους· περιπολίες από ξένα αγήματα, για να προστατεύουν τους υπηκόους τους. Μόνον εμείς είχαμε αφεθεί απ’ τους χριστιανούς στο έλεος των τούρκων. Περπατούσαμε δεμένοι με μιαν «αόρατη αλυσίδα» απ’ τη μαμά –εκείνη να κρατά την τσάντα με τα χρυσαφικά τυλιγμένη σ’ ένα μαύρο σάλι, εγώ το εικόνισμα της αγίας Αναστασίας κάτω απ’ τη μασχάλη μου. Το σπίτι του νονού της Τασώς ήταν ένα τρίπατο στην προκυμαία. Ο Κωστής Σεβαστόπουλος, απ’ τους πρόκριτους της Σμύρνης, είχε φύγει μαζί με την οικογένειά του την προηγούμενη μέρα για τη Χίο με ιστιοφόρο, εγκαταλείποντας το σπίτι του στους φιλοξενούμενους του απ’ τα προάστια και το εσωτερικό. Η υπηρέτριά του, μια καλοσυνάτη μεσόκοπη γαλλίδα, που δε θέλησε να τους ακολουθήσει, βόλευε όπως-όπως τον κόσμο. Στη «βαφτισιμιά» του αφεντικού τής παραχώρησε μια κάμαρα στο τρίτο πάτωμα πλάι στη δική της. Μας έφερε στρωσίδια. Ήταν το πρώτο μας καταφύγιο. Αγκαλιαστήκαμε μ’ ένα αίσθημα αισιοδοξίας, πως βρισκόμασταν στο κέντρο της Σμύρνης, μαζί με όλους και η τύχη μας θα ήταν κοινή. Απ’ το μπαλκόνι παρακολουθούσαμε τη μυρμηγκιά σε όλο το μήκος της προκυμαίας απ’ τους άστεγους, να ’ναι καθισμένοι στο λιθόστρωτο, ανάμεσα σε μπόγους, μπαούλα, στρώματα, με τα μάτια στυλωμένα προς τη θάλασσα μήπως ξεπροβάλλει κανένα πλοίο. Απέναντί μας, στα ξένα πολεμικά, οι ναύτες κάνανε αδιάφοροι την καθημερινή τους υπηρεσία. Γύρω τους κρώζανε ευτυχισμένοι γλάροι. Η ελευθερία απείχε λίγα μόλις μέτρα από μας –μας χώριζε απ’ τη θάλασσα μια νοητή αλυσίδα σα να ’μασταν λεπροί. Όσοι μπαινόβγαιναν, διηγούνται ανατριχιαστικές σκηνές στους ρωμιομαχαλάδες: Τη νύχτα οι τούρκοι στρατιώτες μαζί με πολίτες μπαίνανε στα σπίτια, βίαζαν γυναίκες, σκότωναν όσους τους αντιστέκονταν, κρεμούσαν απ’ τους φανοστάτες παπάδες. Κάποιος, που πήγε στο σπίτι του θείου του, βρήκε την οικογένειά του στην τραπεζαρία, τέσσερα άτομα, σκοτωμένα πάνω στις καρέκλες και στο τραπέζι τα σερβιρισμένα φαγιά να τα τρώνε οι γάτες… Ένα βράδυ κυκλοφόρησε η τρομερή είδηση: Ο Νουρεντίν είχε βγάλει ανακοίνωση, πως όσοι έλληνες και αρμένιοι ήταν από δεκαοκτώ ως σαρανταπέντε χρονών, θα παραμένανε αιχμάλωτοι. Οι γέροι και τα γυναικόπαιδα είχαν διορία ως τις 17 Σεπτεμβρίου να φύγουν απ’ τη θάλασσα, αλλιώς θα τους οδηγούσαν στο εσωτερικό. Θρήνος και οδυρμός μέσα στο σπίτι απ’ τις οικογένειες, που είχαν άντρες για αιχμαλωσία. Μερικοί σκέπτονταν να ντυθούν γυναικεία. Ένα βράδυ απ’ την ταράτσα ακούστηκαν φωνές: «Φωτιά!… Φωτιά!…». Ανεβήκαμε όλοι πανικόβλητοι. Οι ανταύγειες απ’ τις φλόγες χρύσιζαν απ’ τη μεριά της Αρμενιάς. Πολλοί ξενύχτισαν να την παρακολουθούνε. Το πρωί είχε πια μπει στις ρωμιογειτονιές. Η εκκλησιά του Αη Γιαννιού, στα Σχοινάδικα, καιόταν. Η καρβουνίλα μας έπνιγε. Σίγουρα, ήταν έργο των τούρκων, για να αφανίσουν τη «Γκιαούρ Σμύρνη». Μπήκε στην κάμαρά μας η γαλλίδα και συμβούλεψε τη μαμά να μουτζουρωθεί με τις αδελφές μου, για να κρύβεται η ηλικία τους. τις βοήθησε να χαρακώσουν με κάρβουνο το πρόσωπό τους. Τους έδωσε μαύρα σάλια για να σκεπάσουν το κεφάλι τους. Κάναμε το σταυρό μας και φύγαμε ακολουθώντας –με μια «αόρατη αλυσίδα» πάντα γύρω απ’ τη μαμά- τα κοπάδια στην προκυμαία, που κατευθύνονταν σε μιαν αλλοφροσύνη προς τα προάστια για να ξεφύγουν απ’ τη ζώνη της φωτιάς. Η καρβουνίλα με τη ζέστη κάνανε πνιγηρή την ατμόσφαιρα. Γυρίζαμε σαν παραλογισμένοι· να μας διώχνουν οι τούρκοι σκοποί απ’ το ένα στενό και να τρέχουμε στο άλλο – τρομαγμένα ποντίκια που πάσχιζαν να ξεφύγουν απ’ τη φωτιά. Οι γυναίκες βγάζανε κραυγές, όταν ανακάλυπταν οι τούρκοι πως οι άντρες τους ήταν ντυμένοι γυναικεία. Περίπολοι σταματούσαν τις ομάδες, για να πάρουν τα κοσμήματά τους και τα χρήματα. Ακολουθήσαμε το τσούρμο, που πήγαινε προς το νεκροταφείο. Για να φτάσουμε πιο γρήγορα από ένα στενό, που είχε λιγότερο κόσμο, η Τασώ έβγαλε απ’ το χέρι το χρυσό ρολογάκι της και το έδωσε σε ένα σκοπό…

Το νεκροταφείο ήταν πήχτρα απ’ τον κόσμο. Άλλοι είχαν ξαπλώσει κάτω απ’ τα κυπαρίσσια, κατάκοποι απ’ την πολύωρη περιπλάνηση. Άλλοι κάθονταν ανάμεσα στους τάφους, γιατί τα μάρμαρα καίανε απ’ τη ζέστη. Τρώγανε τυρόψωμο. Παιδιά κυνηγιόνταν γύρω τους ανέμελα. Η Τασώ, αφού έψαξε σε πολλές μεριές, έκανε κάτι πολύ τολμηρό, που το μιμήθηκαν την επομένη και άλλοι, γιατί άρχιζε να γίνεται αδιαχώρητο: Μας πήγε σ’ ένα απόμερο μαρμαρένιο τάφο, σωστό μαυσωλείο. Στη μετόπη του ήταν χαραγμένο αγγλικά το όνομα του κατόχου του. Το τζαμένιο πορτάκι ήταν ξεκλείδωτο. Κανένας δε σκέφτηκε να φέρει αντίρρηση, όταν χώθηκε πρώτη η μαμά κάνοντας το σταυρό της. Την ακολουθήσαμε χωρίς δισταγμό. Ήταν ένας δροσερός χώρος 2,50 Χ 2,50. Χάλκινα αστραφτερά πόμολα κρέμονταν απ’ τις συρταρωτές κρύπτες. Απλώσαμε το στρωσίδι μας και καθίσαμε μ’ ένα στεναγμό ανακούφισης ύστερα απ’ την πορεία και την αγωνία. Η Ρόη είπε χαμογελώντας: «Η ζωή εν τάφω…». Ω, ναι… Ακόμη και την κόλαση συνηθίζει κανείς, αν βρίσκεται με τα αγαπημένα του πρόσωπα. Η μαμά έβγαλε απ’ το καλαθάκι τα φαγώσιμα. Κουρνιάσαμε κοντά της. Ώσπου σκοτείνιασε. Οι γρύλλοι μας κρατούσαν συντροφιά μέσα στην άφωνη γειτονιά των νεκρών. Η μαμά είπε το «Πάτερ ημών»., Είχε βάλει για προσκέφαλο την τσάντα με τα χρυσαφικά. Λαγοκοιμόμασταν. Η Ρόη, στριμωγμένη πλάι μου, είχε διάθεση για χιούμορ: «Λες να ξεσυρταρώσει κάποιος την κρύπτη του και να μας κατσαδιάσει γιατί τον ξυπνήσαμε απ’ την αιωνιότητα; Αν μιλήσει αγγλικά, ξέρω λίγα…-Χιχιχί… -Χιχιχί…». Πήρα λίγο θάρρος: «Θυμάσαι το κιόσκι μας στο αμπέλι, τον ανεμόμυλο; -Είναι πια μακρινό παρελθόν… Λες να ’μεινε η Παντελιώ στο Σαλιχλί, για ν’ αντιπροσωπεύει, η καμπουρίτσα, τις σαλιχλιώτισσες; Χιχιχί… _Μπορεί στου Βίτελη αυτή την ώρα να χορεύουν, να κολυμπάνε στις πισίνες…», είπα. «Εκείνος, που μας έβρισε Ιταλικά, ήταν πολύ ωραίος, γι’ αυτό ντράπηκα περισσότερο και σ’ έβιασα να φύγουμε…». Κάποια στιγμή, η Αλέξα που παραμιλούσε συχνά στο βαθύ πάντα ύπνο της, φώναξε: «Διαμαντώ!… Διαμαντώ!…». Φέραμε μπρος μας την αγαπημένη μας υπηρέτρια. Που να ’ταν; Η Ρόη έκοψε τη σιωπή: «Η μεγαλύτερη απ’ τις δύο γεροντοκόρες αδελφές στην πανσιόν μας, η δεσποινίς Ουρανία, όταν πήγαινε στο Φραγκομαχαλά, φορούσε την αριστερή κάλτσα της ανάποδα, να μη τη ματιάσουν για τα ψώνια της… -Χιχιχί… Χιχιχί…». Η Τασώ, πλάι μας, δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα γελάκι. Η Ρόη σώπαινε. Μου άγγιξε το χέρι. Είχε μαντέψει οι απότομες αυτές σιωπές της τι σήμαιναν. Συλλογιζόταν τον «έφεδρό» της. Απ’ την τελευταία επιστροφή μας απ’ το Κορδελιό, δεν είχε καταδεχτεί να ξαναμιλήσει για κείνον. Ο πόνος είχε φωλιάσει μέσα της και θα την κατάτρωγε… Όποτε ακούονταν στριγγλιές, η μαμά άπλωνε το χέρι της πάνω μας ψηλαφητά, για να βεβαιωθεί πως κρατιόμασταν μαζί της απ’ την «αόρατη αλυσίδα». Το πρωί, όταν πλυθήκαμε στις βρύσες, μας φάνηκε σα να ’χαμε συμφιλιωθεί με το μακάβριο χώρο. Οι στριγγλιές, που ακούονταν το προηγούμενο βράδυ, ήταν από κοπέλες. Οι τούρκοι σκοποί ψάχνανε με τα κλεφτοφάναρα να βρούνε τις όμορφες. Παίρνανε απ’ τους γέρους όσα χρήματα είχαν και τους ποδοπατούσαν όταν τους φέρνανε αντίσταση. Τουρκοκρητικά ξιπολιτάκια, που πηγαινο-έρχονταν πουλώντας σταφύλια, δίνανε στον τόπο ημεράδα. Η καπνίλα, όμως, που έφερνε ο λίβας, μας θύμιζε πως η φωτιά απλωνόταν απειλητική. Απ’ αυτούς, που μπαινόβγαιναν, μαθαίναμε πως οι φλόγες της είχαν περάσει στη Μπελλαβίστα. Σπίτια στην προκυμαία καίονταν. Τη δεύτερη νύχτα μας, καθώς ξημέρωνε, ξεσηκωθήκαμε κατατρομαγμένοι. Μέσα στο νεκροταφείο πέφτανε πιστολιές. Ακούονταν κραυγές, βρισιές στα τούρκικα. Η μαμά ψιθύρισε ικεσίες στην Αγία Αναστασία. Μιλούσαν κοντά μας τουρκιά. Νά ’ρχονταν προς τον τάφο μας; Αν άνοιγαν την πορτίτσα και πυροβολούσαν; Η καρδιά μας φτερούγιζε. Κάναμε το σταυρό μας. Ήταν μια αιωνιότητα από δευτερόλεπτα αγωνίας. Ακούστηκαν κάποτε να ξεμακραίνουνε. Η μαμά μισάνοιξε το πορτάκι. Βγήκαμε. Οι σκοποί διώχνανε σα μανιασμένοι τον κόσμο με τα κοντάκια των όπλων τους. Ένας νέος δεν είχε αντέξει βλέποντας την αδελφή του να την παίρνει κάποιος τούρκος. Είχε αρπάξει ένα μαρμαρένιο σταυρό και τον κατάφερε στο κεφάλι του. Ο τούρκος έμεινε στον τόπο. Οι άλλοι σκότωσαν την κοπέλα και τον κυνηγούσαν πυροβολώντας ανάμεσα στα μνήματα. Είχε καταφέρει να τους ξεφύγει πηδώντας απ’ το μάντρωμα. Απ’ τις σφαίρες τους σκοτώθηκαν γυναικόπαιδα…

Ακολουθήσαμε το πανικόβλητο μπουλούκι, που κατευθυνόταν στο Νταραγάτσι και το Μερσινλί. Στο δρόμο, όμως, η μαμά άλλαξε απότομα γνώμη. Γυρίσαμε και πήγαμε στο «Ζαρντέν ντε φλερ». Να τη συμβούλεψε η Αγία Αναστασία; Πάντοτε το πίστευε. Ο κόσμος εκεί πήχτρα κάτω απ’ τα δέντρα. Καθίσαμε κατάχαμα γύρω απ’ τη μαμά να φάμε κάτι. Τιναχτήκαμε. Κάποια τη φώναζε με το όνομά της. Μια νέα γυναίκα έτρεξε στο μέρος μας. Η κομψότητά της –με το ψάθινο καπέλο και το ξέπλατο μεταξωτό φόρεμα- ήταν τόσο αταίριαστη μέσα σε κείνη την κουρελαρία. Είχε στο μπράτσο της το περιβραχιόνιο της νατσιονάτης. Αγκάλιασε τη μαμά. Ήταν η Ταρσή! Μας φίλησε όλους. Δεν μπορούσε να κρατήσει τα δάκρυά της, καθώς μας έβλεπε σε κείνο το χάλι. Είχε χωρίσει, είπε, τον ιταλό, γιατί δεν της έκανε παιδιά. Ήταν παντρεμένη μ’ έναν αμερικανό διπλωμάτη. Είχε κιόλας αγοράκι ενός χρονού. Μας γύρευε δυο μέρες, για να μας πάει στο αμερικανικό προξενείο. Κάποιες σαλιχλιώτισσες της είχαν πει, πως μας είχαν δει στην προκυμαία. Μπήκε ανάμεσά μας επιδεικτικά, κουνώντας κάθε τόσο το χέρι της με το περιβραχιόνιο στους τούρκους φρουρούς ενώ διασχίζαμε το νεκροταφείο. Η προσμονή της σωτηρίας φτέρωνε το βήμα μας, καθώς περνούσαμε απ’ την προκυμαία, ανάμεσα στα κοπάδια, που καψαλιάζονταν κάτω απ’ τον ήλιο περιμένοντας πάντα τα πλοία…

Η μαμά έκανε το σταυρό της, μόλις μπήκαμε στο τεράστιο πλακόστρωτο χαγιάτι του προξενείου. Φίλησε την Ταρσή. Την αγκαλιάσαμε. Είχαμε σωθεί. Δεν μπορούσαμε να το πιστέψουμε. Όλο το ισόγειο κατακλυζόταν από οικογένειες, που είχαν την τύχη, όπως εμείς, να βρουν άσυλο μέσα στον απαραβίαστο αμερικάνικο χώρο. Ήταν το τρίτο καταφύγιό μας. Βολευτήκαμε σε μια γωνιά, κάτω από μιαν αλκόβα με το ομοίωμα του αγάλματος της Ελευθερίας στο λιμάνι της Νέας Υόρκης. Πλάι του ακούμπησα το εικόνισμα της Αγίας Αναστασίας. Ροδοκόκκινοι πεζοναύτες και γυναίκες του «Ερυθρού Σταυρού» μας μοίρασαν άσπρα ψωμάκια, κουτιά με τυρί, κονσέρβες με κρέας. Τι ευτυχία! Η μάγισσα Ταρσή είχε μεταμορφώσει τη ζωή μας! Οι νέες γυναίκες φανέρωναν το πραγματικό τους πρόσωπο. Η αόρατη αλυσίδα γύρω απ’ τη μαμά χαλάρωνε. Κάποιος πάντα από μας φύλαγε την τσάντα με τα χρυσαφικά, όταν οι άλλοι βγαίνανε. Η φωτιά, λέγανε, είχε σταματήσει· μα η αποκρουστική οσμή από τ’ αποκαΐδια εξακολουθούσε μέσα στην πνιγηρή ατμόσφαιρα…

Τις νύχτες, μελωδίες απ’ τα ξένα πολεμικά λίκνιζαν την ανθρώπινη μάζα, όπως λαγοκοιμόταν ξαπλωμένη στο μήκος της προκυμαίας. Πολλοί θα βλέπανε στο όνειρό τους τις ευτυχισμένες μέρες τους. Οι προβολείς τους κλωθογύριζαν πάνω τους. μέσα στην άπνοια ακουόταν ο θόρυβος απ’ τις κινηματογραφικές μηχανές που παίρνανε σκηνές. Οι δέσμες τους επιμένανε να αποκαλύψουν λεπτομέρειες, να εισχωρήσουν ως τις κρυφές γύμνιες τους –αν μπορούσαν ως τα σπλάχνα τους. ερεθισμένοι μέσα στο μισοΰπνι απ’ το εκτυφλωτικό φως τους, στρέφανε τα κεφάλια τους νευρικά, ανασήκωναν τα χέρια, σάλευαν τα πόδια τους –από μιαν υποσυνείδητη άρνηση να γίνουν θέαμα. Μερικοί κάνανε μιαν ένστικτη χειρονομία να σύρουν πάνω τους ένα σκέπασμα· μα άγγιζαν το κενό. Ακόμη ήταν άνθρωποι, αφού δεν τους είχε απολείψει το αίσθημα της αξιοπρέπειας, να θέλουν να κρύψουν τη γύμνια τους…

Μια χαραυγή σείστηκε η προκυμαία απ’ την ιαχή: «Τα πλοίαααα!… Τα πλοίαααα!…». Πεταχτήκαμε στα παράθυρα. Μέσα απ’ την πολυκέφαλη μάζα, που τους προστάτευε με την ανωνυμία της, καθένας τιναζόταν για ν’ αποκτήσει ξανά το δικό του πρόσωπο. Ανάμεσα θάλασσας και ουρανού φαίνονταν αχνά να σγουραίνουν οι μαύροι καπνοί μιας νηοπομπής. Πολλοί, με τα δακρυσμένα μάτια τους, δεν μπορούσαν να τα ξεχωρίσουν. Μα άλλοι επιμένανε. Σε λίγο πρόβαλαν οι πλώρες τους σε παράταξη. Ήταν πέντε. Μοιάζανε με γιγάντια ζωντανά. «Τα πλοίαααα!… Τα πλοίαααα!», ξεφώνιζαν και οι πιο δύσπιστοι αγκαλιάζοντας σε μια φρενίτιδα ο ένας τον άλλο…

Τάσος Αθανασιάδης, Τα παιδιά της Νιόβης, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1999, τ. B΄, σ. 358-365