Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Πριν απ’ τις γιορτές η μητέρα πήρε ένα γράμμα απ’ την ασφαλιστική εταιρία «Ανατολή». Την καλούσε στη Σμύρνη για να εισπράξει την ασφάλεια ζωής του πατέρα. Από μιαν υποσυνείδητη επιθυμία, φαντάζομαι, να ’χει κοντά της ένα υποκατάστατο του άντρα της, προτίμησε να πάω εγώ μαζί της. Μια που είχαμε πένθος, οι αδελφές μου θα περνούσαν τις γιορτές στο σπίτι του θείου Λεόντη. Η Ρόη δεν τέλειωνε να μου δίνει συμβουλές που να πάω και τι να δω στη θρυλική πόλη. Ήταν ένα βροχερό απόγεμα, όταν μας κατεβόδωσαν στο σταθμό. Στο παράθυρο του βαγονιού, με τη μητέρα πλάι μου θλιμμένη κάτω απ’ την πλερέζα, ξαναθυμόμουν τη διαδρομή απ’ τους γραφικούς σταθμούς και τη Ρόη να μου μιλά ακατάπαυστα, που είχαμε κάνει στο περσινό ταξίδι μας ως τη Μαγνησία. Από κει και πέρα άρχισε η γοητεία απ’ τις εκπλήξεις του άγνωστου –με τον Έρμο ποταμό, άλλοτε να μας συνοδεύει κάτω απ’ τον συννεφιασμένο ουρανό, άλλοτε πάλι να κρύβεται πίσω από δασωμένα υψώματα, βουκολικά τοπία, πολιτειούλες, χωριά, πνιγμένα στην ομίχλη. Στο βάθος η βουνοσειρά του Σίπυλου –θεότητα γεμάτη μυστήριο, με τη μαρμαρωμένη Νιόβη να κλαίει αιώνια γεμίζοντας το ποταμάκι με τα δάκρυά της γιατί ο Απόλλων και η Άρτεμη είχαν σκοτώσει τα παιδιά της… Κάποτε, νυσταγμένος απ’ το ρυθμικό σκαμπανέβασμα του βαγονιού, έγειρα στη μαμά. Όταν με ξύπνησε, κοντεύανε μεσάνυχτα. Το τετράωρο ταξίδι ως τη Σμύρνη είχε πια τελειώσει. Βρισκόμασταν στον ξακουστό σταθμό του Μπασμαχανέ που τον άκουα χρόνια με ζήλεια να τον αναφέρουν όσοι ταξιδεύανε. Κρατούσα απ’ το χέρι τη μαμά, για να μη χαθώ μέσα σε κείνη τη βαβούρα απ’ τα σφυρίγματα των σιδηροδρομικών, τις εξατμίσεις των μηχανών, τη χλαλοή των χαμάληδων καθώς πηγαινοφέρνανε όγκους από εμπορεύματα και αποσκευές πάνω σε καροτσάκια, το φωνοκόπημα των μικροπωλητών –φοβισμένος και μαζί γοητευμένος απ’ την πρώτη επαφή μου με μιαν άγνωστη κοσμούπολη. «Είμαι στη Σμύρνη! Είμαι στη Σμύρνη!», έλεγα και ξανάλεγα αυτάρεσκα στον εαυτό μου σ’ ένα παραλήρημα. Μέσα στη σκεπαστή καρότσα –να λικνίζεται πάνω στο λιθόστρωτο καθώς μας πήγαινε στο «Ξενοδοχείο της Αλεξανδρείας», με το ψιλοβρόχι να ραμφίζει την κουκούλα της μελωδικά –ξελαιμιαζόμουν να παρατηρώ σε μια διέγερση πολυάνθρωπους δρόμους φωτισμένους από ψηλά κωνικά φανάρια με αμίαντο, σπίτια με πολλά πατώματα, μαγαζιά με τεράστιες κατάφωτες βιτρίνες γεμάτες είδη ακριβά. Μύριζα με απόλαυση την ασυνήθιστη οσμή από πράγματα άγνωστα στην όσφρησή μου, σα να ’ταν το βαρύ χνώτο μιας αθέατης ακόμη πληθωρικής ύπαρξης, που θα μου αποκάλυπτε την παρουσία της στο φως της μέρας. Το είπα και άλλοτε: Αν ζούσαμε μόνο με πρώτες εντυπώσεις, θα μας ζήλευαν και οι θεοί… Κάποια στιγμή σκίρτησα. Μπόχα από ψαρίλα και μύδι μου είχε χτυπήσει τη μύτη. Αντίκρισα μια ακαθόριστα ρευστή γαλαζόμαυρη έκταση να προεκτείνεται σ’ ένα αδιαπέραστο βάθος διάστικτη από αμυδρά φώτα. Πάνω της ξεχώριζαν όγκοι με διάφορα σχήματα. Η μαμά έκοψε τη μελαγχολική αναπόληση αυτής της διαδρομής, που θα την είχε κάνει πολλές φορές με τον πατέρα: «Είμαστε στην προκυμαία… Αυτό που βλέπεις είναι η θάλασσα, καράβια και μαούνες..», μου είπε. Ω, ναι! Για τον ταξιδιώτη, όταν φτάνει νύχτα, η άγνωστη πόλη μοιάζει με γυναίκα, που προβάλλει απατηλά μόνον τα θέλγητρά της κρύβοντας μέσα στη μαγεία του μισόφωτου τα κουσούρια της για να μπορέσει να τον σαγηνέψει… Παρακολούθησα τις διατυπώσεις στο ξενοδοχείο με μισόκλειστα μάτια απ’ τη νύστα. Το δωμάτιό μας έβλεπε στην προκυμαία. Το ψιλοβρόχι έπεφτε ακατάπαυστα. Ανάμεσα απ’ τα κρόσσια του, όπως ιρίδιζαν στην ανταύγεια των φανών, ξεχώριζα ένα ρευστό όγκο, τέρας σιωπηλό: τη θάλασσα! Μάταια η Τασώ, που με ξύπνησε το πρωί μ’ ένα χάδι στα μαλλιά, προσπάθησε να μου εξηγήσει με το νόμο του Αρχιμήδη, γιατί τα πλοία μπορούσαν να πλέουν μόνα τους χωρίς να βουλιάζουν∙ πως λειτουργούσε ο ηλεκτρικός φωτισμός∙ πως έτρεχε το αυτοκίνητο χωρίς άλογα… Έμενα με τις απορίες μου.

Έμοιαζε σα λεηλασία η γνωριμία μου με την πόλη. Το στόμα της Τασώς είχε γανιάσει ν’ απαντά στις ερωτήσεις μου όσο γυρίζαμε στα αξιοθέατα, ενώ η μαμά έτρεχε με τον δικηγόρο μας στις δουλειές της. Η κάθε μέρα που περνούσε με παράδινε στην επόμενη πιο άπληστο για γνώσεις. Τα όργανά μου υπερλειτουργούσαν απ’ την ανυπομονησία μου να δω, να μάθω και να εξηγήσω πράγματα, σχέσεις, ανθρώπους. Στο ταξίδι, που είναι σχολείο, διδάσκει η ανθρώπινη πείρα. Η Ρόη μού είχε περιγράψει με τέτοια παραστατικότητα όσα είχε δει στη Σμύρνη, που, στιγμές-στιγμές, είχα την εντύπωση πως τα ’βλεπα με τα μάτια της. Αισθανόμουν τις αντιδράσεις μου σα να ’ταν δικές της. Ασυναίσθητα υποκρινόμουν εκείνη! Ήταν σα μια σκλαβιά. Κάποτε, επιτέλους, κατάφερα να αποδεσμευθώ. Παράξενο∙ τις πρώτες μέρες ένιωθα ανασφάλεια –η Ρόη μέσα μου ήταν μια πανοπλία! Μπροστά σε κάτι που σε συναρπάζει – η ομορφιά, το αριστούργημα, η φύση- νιώθεις, ασυναίσθητα πολλές φορές, την ανάγκη να αμυνθείς∙ η γοητεία τους μοιάζει σαν επίθεση με στόχο να σε εξουθενώσει. Το ταξίδι με βαποράκι στο Κορδελιό∙ τα ατέλειωτα γυρίσματα για ψώνια στο Φραγκομαχαλά∙ το ανέβασμα με το τρενάκι στο Μπουτζά∙ οι περίπατοι στο Καί∙ τα αλογοκίνητα τραμβάϋ∙ η πρώτη ταινία που είδα με το χοντρό και το λιγνό –μένουν ακόμη στη μνήμη μου, όπως ένα ακριβό κρύσταλλο αθάμπωτο απ’ το χρόνο. Κάθε φορά που γύριζα από κάπου, άκουα τη φωνή μέσα μου να μου ψιθυρίζει με μιαν αδιόρατη θλίψη: «Άραγε θα το ξαναδώ; Άραγε θα το ξαναδώ;» Πολλά, από τότε, δεν τα ξαναείδα. Το απρόοπτο, καθώς δίνει στη ζωή μας μια προέκταση βάθους, μας ξεγελά για τη συντομία της…

Συχνά, γεγονότα, που τα ζήσαμε παιδιά, όταν τα αναπολούμε πια μεγάλοι, έχουν κιόλας υποστεί στο μεσοδιάστημα μιαν εκλεκτική επεξεργασία, σε βαθμό να συγχέουμε τις πρώτες εντυπώσεις με το είδωλό τους παραλλαγμένο απ’ το χρόνο, έτσι που το τελευταίο να αποκτά στη μνήμη μας μια παράξενη γοητεία. Λίγες μέρες απ’ τον ερχομό μας, κατέπλευσε ένα πρωί στο λιμάνι, μαζί με άλλα συμμαχικά πολεμικά, το αντιτορπιλικό «Λεών». Ήμασταν ανάμεσα στην κοσμοπλημμύρα, που ξεχύθηκε στην προκυμαία παραληρώντας από ενθουσιασμό με σημαίες, λάβαρα, εικονίσματα, μουσικές. Αγκαλιάζονταν, κλαίανε, φιλιόνταν, ψέλνανε, ξεφώνιζαν «Χριστός Ανέστη!». Το μικρό καράβι είχε αγκυροβολήσει κάπως ανοιχτά. Η κυανόλευκη, όμως κυμάτιζε στο κατάρτια του, ηλέκτριζε τους ραγιάδες. Αισθανόμουν περήφανος, που είχα το προνόμιο –μόνος απ’ τους φίλους μου- να το βλέπω. Με τι θαυμασμό θα με άκουγαν, όταν θα τους το διηγόμουνα. Τα μάτια της Τασώς είχαν βουρκώσει. Ξαφνικά, κάποιος με άρπαξε από πλάι της. Ήταν ο Γιώργος, ο πανύψηλος γιος του νονού της, σπουδαίος ποδοσφαιριστής του «Πανιωνίου». Βρεθήκαμε με τον κόσμο, που ορμούσε στις βάρκες ανυπόμονος να επισκεφτεί το θρυλικό καράβι. Ένιωσα σα να με είχαν εκσφενδονίσει μέσα στο κατάμεστο σκαφιδάκι. Η καρδιά μου φτερούγιζε από τρόμο, καθώς το ’βλεπα να σκαμπανεβαίνει απ’ τα μικρά κύματα. Απ’ τις βάρκες, που είχαν κιόλας προηγηθεί, άνθρωποι κάθε ηλικίας σκαρφάλωναν σαν πειρατές σ’ έναν αγώνα ποιος να πρωτοπατήσει στο κατάστρωμά του. Γύρω του κρώζανε κάτασπροι γλάροι. Οι ναύτες τους άπλωναν τα χέρια γελαστοί. Τι όμορφοι που φαίνονταν με τα άσπρα καπέλα και τις μπλε στολές τους! Κάποιο δυνατό σπρώξιμο με παράσυρε ως το κεφαλόσκαλο. Ένας υπαξιωματικός με άρπαξε. Τον αγκάλιασα με θαυμασμό. Με φίλησε. Είχε γιο, μου είπε, σαν και μένα. Με παράδωσε σ’ ένα ναυτάκι να με γυρίσει στο καράβι. Ο ναύτης μιλούσε με πολλά «τσε». Ήταν κρητικό. Με πήγε στην καντίνα και μου αγόρασε μια μεγάλη σοκολάτα. Ακουόταν η μουσική να παίζει εμβατήρια. Ο κόσμος πηγαινοερχόταν σα φρενιασμένος. Μερικοί ξερίζωναν κομματάκια ξύλου και πανιά, για να τα κάνουν φυλαχτά! Αγκάλιαζαν και φιλούσαν τους ναύτες με λυγμούς. Ένας ασπρομάλλης λιποθύμησε. Κάποτε, τελειώνοντας το γύρο του καραβιού, έφτασα ως το καρέ του κυβερνήτη. Ήταν ένας πανύψηλος γκριζομάλλης με πολλά χρυσά σειρήτια στα μανίκια του. Υποδεχόταν τους επισκέπτες με χειραψία. Έσκυψε και μου έσφιξε το χέρι γελώντας. «Έχω κι εγώ αδελφό στο στρατό…», του είπα. Γύρω μου βάλανε τα γέλια. Με χάιδεψε: «Εσύ, ώσπου να μεγαλώσεις, δε θα γίνουνται πια πόλεμοι…», αποκρίθηκε. Ήταν μια προφητεία, που επειδή διαψεύστηκε, τη θυμάμαι ακόμη…

Τάσος Αθανασιάδης, Τα παιδιά της Νιόβης, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1999, τ. A΄, σ. 290-295