Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Την είχαν τριγυρίσει τα παιδιά της, για να τους διαβάσουν το γράμμα της Τασώς. Της έγραφε:

Σμύρνη, 8 Αυγούστου 1920

Αγαπητή μαμά,

Νοσταλγώ πολύ τη ζωή σας στο αμπέλι. Ξέρω, πως όλη την ώρα θα παρουσιάζεται μπρος σας ο καμμένος κουλάς μας. Μα τι να γίνει, μαμά; Όταν υπάρχει υγεία, και το σπιτάκι που κτίσαμε γίνεται παλατάκι… Μαθαίνω πως η ζωή στο Σαλιχλί άλλαξε πολύ με τον ελληνικό στρατό. Ο κύριος Τρύφων Ιωαννίδης, που ήρθε στην τράπεζα να μου φέρει το δέμα σας, μου είπε πως έγινε «Μικρό Παρίσι»! Το βούτυρο, τα κουλουράκια και ο μπουλαμάς* είναι θαυμάσια. Σας ευχαριστώ. Σας ευχαριστεί επίσης πολύ ο κύριος διοικητής για το κιούμπαλι.* Κάθε απόγευμα τρώει από μια κουταλιά με κρύο νερό στην υγεία σας. Είναι πολύ ενεργητικό. Κάποτε θα τον γνωρίσετε. Είναι για μένα ένας δεύτερος πατέρας. Με αγαπά σαν τα παιδιά του.

Στη Σμύρνη, αυτή τη εποχή, ψηνόμαστε απ’ τη ζέστη. Τα Σάββατα πηγαίνω στο Κορδελιό με τα παιδιά του κυρίου διοικητού και κάνομε μπάνιο. Την Κυριακή ανεβαίνω στο Μπουτζά στου νονού που έχει δροσιά. Γυρίζω τη Δευτέρα το πρωί με το βαγονάκι. Κάνει το πρώτο δρομολόγιο χωρίς μηχανή και παίρνει όσους πάνε πολύ πρωί στις δουλειές τους. Η διαδρομή είναι πολύ διασκεδαστική. Στην πανσιόν περνώ πολύ ευχάριστα. Έχω κάνει φίλη μια κοπελίτσα απ’ τη Χίο. Σπουδάζει στο «Ομήρειον». Είναι από πλούσια οικογένεια. Έχουν καράβια. Πηγαίνομε μαζί στον κινηματογράφο και μερικά απογέματα για σεργιάνι στο Και. Οι δύο αδελφές, που έχουν την πανσιόν, κάνουν ό,τι μπορούν για να μας ευχαριστήσουν. Έχουν πολύ χάζι με τις υποχονδρίες τους. Το βράδυ φορούνε κάτι πράσινες σκούφιες, γιατί το πράσινο χρώμα λένε, φέρνει ευχάριστα όνειρα! Η μεγαλύτερη, η δεσποινίς Ουρανία, όταν πηγαίνει στον Φραγκομαχαλά, φοράει την αριστερή κάλτσα της ανάποδα, να μην την ματιάσουν για τα ψώνια της! Η πιο μικρή, η δεσποινίς Σοφία, πριν πάει να κοιμηθεί, ζητά συγχώρεση από όποιον έτυχε να στενοχωρήσει, γιατί μπορεί λέει να μην ξυπνήσει! Και οι δυο, λένε, δεν παντρεύτηκαν, παρόλη την προίκα τους και την ομορφιά τους γιατί σιχαίνονταν τα γυμνά πόδια των αντρών! Ο μοναδικός αδελφός τους πνίγηκε στο ναυάγιο του «Ισταμπούλ», που έκανε τη συγκοινωνία της Σμύρνης με το Κορδελιό. Στην πανσιόν έχομε κι ένα παλληκαράκι, το Θάνο. Ο κακομοίρης είναι παράλυτος απ’ τη μέση και κάτω. Κινείται με καροτσάκι. Είναι πολύ καλό παιδί και το φροντίζομε όλες. Μου λέει πως είναι ερωτευμένος μαζί μου και θέλει να με παντρευτεί. Περιμένει πότε θα έρθετε στη Σμύρνη, για να σας ζητήσει το χέρι μου!…

Και τώρα τα πιο σοβαρά. Προχτές το πρωί, μου είπε ο κύριος διοικητής ότι με καλούσε να παρουσιασθώ στο γραφείο του ο ύπατος αρμοστής Σμύρνης. Κόπηκαν τα ήπατά μου απ’ τον τρόμο. Δεν μπορούσα όλη μέρα να εργασθώ. Οι σμυρνιοί δεν θέλουν να τον ακούσουν. Τον θεωρούνε αγριάνθρωπο. Μισεί τους ρωμιούς και υποστηρίζει πολύ τους τούρκους. Είναι γεροντοπαλίκαρο. Συναναστρέφεται μονάχα τους ξένους. Λένε πως κουρεύει παπάδες.

Εξορίζει. Φυλακίζει. Απολύει δημογέροντες. Ακόμα… και δέρνει! Τί να με ήθελε; Πώς θα τον αντίκριζα; Ο κύριος διοικητής γελούσε με τον τρόμο μου. ανέβηκα με μεγάλο καρδιοχτύπι τα σκαλιά της Αμνηστίας. Ένας καβάζης με οδήγησε στο ιδιαίτερο γραφείο του. Περίμεναν να τους δεχθεί άνθρωποι με αξιώματα, το άνθος της Σμύρνης. Με κοίταζαν με περιέργεια, σα να λέγανε τι ήθελα εγώ κορίτσι πράμα εκεί μέσα. Απ’ την ενδιάμεση πόρτα ακούγονταν συχνά φωνές. Τα πόδια μου τρέμανε. Όλοι οι άλλοι περνούσαν στο γραφείο του και φεύγανε από άλλη πόρτα. Εμένα με αφήνανε. Αυτό με φόβισε περισσότερο. Έμεινα πια τελευταία. Όταν μου άνοιξαν να περάσω, απ’ το χτυποκάρδι τα μάτια μου είχαν θαμπώσει. Ήταν σκυμμένος και υπόγραφε χωρίς να μου δώσει σημασία. Ξαφνικά, σήκωσε το κεφάλι και με περιεργάστηκε. Φορά χρυσά γυαλιά, είναι ψηλός, ψαρομάλλης, μελαχρινός και κακομούτσουνος. Ένα μάτι νυστέρι. Επιτέλους, άνοιξε το στόμα του και με ρώτησε πώς λέγομαι, από πού κατάγομαι, τι δουλειά έκανε ο πατέρας μου, πώς ζούμε τώρα. Είχα βρει ευτυχώς την ψυχραιμία μου. Όταν του είπα «κύριε αρμοστά» αγρίεψε και με διόρθωσε: «Κύριε ύπατε αρμοστά. Όταν λέγετε μόνον ‘’αρμοστά’’, υπονοείτε ότι υπάρχουν και άλλοι αρμοσταί». Ζήτησα συγγνώμη. Σηκώθηκε και με περιεργάστηκε ξανά σα να ’μουν κανένα μόμπιλο. «Φαντάζομαι, ότι δεν θα πηγαίνετε εις το γραφείον σας με τόσον πολυτελή αμφίεσιν», μου είπε. Δαγκώθηκα. «Θα γνωρίζετε, βεβαίως, ότι μια ιδιαιτέρα γραμματεύς, όπως υμείς, οφείλει να έχει κλειστά μάτια και αυτιά εις ό,τι βλέπει και ακούει εντός του γραφείου του κυρίου διοικητού. Περιττόν να σας υπενθυμίσω, ότι δια παν παράπτωμά σας θα έχετε τας αυτάς συνεπείας ωσάν να είσθε άνδρας. Ο σφάλλων, δι ’ εμέ, δεν διαχωρίζεται εις φύλον… Μανθάνω ότι έχετε μεγάλην οικειότητα με τα της οικογενείας του διοικητού σας. Αυτό δεν μου αρέσκει. Εν πάση περιπτώσει, την ευθύνην δι ’ αυτό την έχει εκείνος». Όπως σας είχα γράψει, το γιο του κυρίου Κακλειδάκη τον έχει βαφτίσει ο Στεργιάδης και την κόρη του ο Βενιζέλος. Με έγδυσε ξανά με το βλέμμα του. Κάτι παράξενο, μαμά: Πίσω απ΄την αυστηρή ματιά του είχα την εντύπωση πως έκρυβε συμπάθεια. Μου έκανε μια χειρονομία σα να με έδιωχνε. «Τώρα ημπορείτε να πηγαίνετε…». Κατέβηκα τα σκαλιά σα να πετούσα. Τα διηγήθηκα όλα αυτά καταλεπτώς στον κύριο διοικητή. Με άκουγε χαμογελώντας. Επιμένει πως ήθελε να μου κάνει νίλα, όπως κάνουν στο στρατό στους νεοσύλλεκτους. Θα δούμε… Την Κυριακή θα πάει να φάει στου κυρίου διοικητού. Ο βαφτισιμιός του έχει τα γενέθλιά του. Ο κύριος Κακλειδάκης με κάλεσε και μένα. Ούτε να το ακούσω. Θα πέφτει το πιρούνι απ’ το χέρι μου, όταν ο Στεργιάδης θα με κοιτάζει. Φλυάρησα πολύ στο γράμμα μου, μαμά, από νοσταλγία να σας μιλήσω. Ήθελα και να ξέρετε η κόρη σας, σε τι περιβάλλον βρίσκεται…

Ελπίζω τα δωράκια μου να σας αρέσουν.

Σας φιλώ όλους και σας αγαπώ πολύ

Τασώ

Τάσος Αθανασιάδης, Τα παιδιά της Νιόβης, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1999, τ. B΄, σ. 78-81