Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Ο Μπουρνόβας. —Προάστιον από επαύλεις. —Η περίφημος Χαβούζα.
—Ανάστασις όλης της αρχαιότητος.

Έστειλα τον καϊκτσή μου,
αμάν!
Έστειλα τον καϊκτσή μου,
στον Μπουρνόβα για κρασί…

Πρωί πρωί με την δροσιά. Ο ευώδης ζέφυρος πνέει σήμερον από την αυγήν, δροσίζων κ’ ευφραίνων την καρδίαν. Ιδού καιρός προς εκδρομήν εις το μυρωμένον προάστιον της Σμύρνης, εις τον ανθοστεφή Μπουρνόβαν, ως τον απεκάλεσεν ο τρυφερός ποιητής της Ιωνίας, όπου η πλουσία μερίς της μητροπόλεως παραθερίζει, όπου τα ύδατα κελαρίζουσι διαυγή και δροσερά, όπου αι οπώραι στολίζουσι τους κήπους ηδονικώς, και όπου η άμπελος κυριαρχεί με το ευφρόσυνον ποτόν, τον οίνον των Ψαλμών, το κρασί το γλυκό, που το πίνουν και το τραγουδούν τα Σμυρνιωτάκια τα φαιδρά εις τα τραγούδια των, το κρασί του Μπουρνόβα, όπου απέστειλεν ήδη τον καϊκτσή της η αφρόπλαστη Σμυρνιά στον Μπουρνόβα για κρασί κ’ έμεινε μόνη, μόνη αυτή και οι πόθοι της.

Μετά εν τέταρτον, ή και πλέον, ταχείας σιδηροδρομικής πορείας δια του σιδηροδρόμου Κασαμπά, όστις δια πεδιάδος περιρρύτου, διαπερνών ένα χείμαρρον και ένα ποταμόν, δια μέσου κήπων, περιβολίων, καλαμώνων και αμπελώνων φθάνει εις το εύμορφον, υδατόλουστον, πλατανοφύτευτον χωρίον. Χωρίον με πύργους πολυτελείς, μ’ επαύλεις πολυσυνθέτους, με κήπους, αυλάς κλεισμένας μέσα εις υψηλά, φρουρίου τείχη, αοράτους σιωπηλάς. Όλοι οι πλούσιοι, ιδίως οι Άγγλοι, διαμένουσιν εις το τερπνόν αυτό προάστιον, όπερ την άνοιξιν βεβαίως θα κολυμβά μέσα εις τν ευωδίαν. Ειδική γραμμή —σαν απ’ Αθηνών εις Φάληρον— συνεχώς διατρέχει το σύντομον από Σμύρνης διάστημα, μεταφέρουσι τους παραθερίζοντας και τους αρεσκομένους εν τη εξοχή, και μερικούς άλλους, αναζητούντας τόσον μακράν αέρα γνήσιον, ήθελα να πω χωρίς λάσπην και χωρίς χώμα, δηλαδή αέρα ευώδη, αέρα ζωής, αέρα πνοής, αέρα που ευωδίασαν ίσως οι έρωτες, πετάξαντες σαν χρυσές πεταλούδες μέσα, καταμεσής, από τα ρεύματά του, σαν πέταλα απριλιάτικου ρόδου.

Οδός λιθόστρωτος, σκιαζομένη από καταπράσινον δενδροστοιχίαν πλατάνων, άγει εντός ολίγων λεπτών από του σταθμού εις το προάστιον, αόρατον μέσα εις τους κήπους. Τρομάζεις ν’ ανακαλύψεις, βαθειά εις τας πρασιάς, χωμένους υπό τας λόχμας, μέσα-μέσα, τους οικίσκους του χωρίου, σαν κρυμμένους εκεί. Αι δε επαύλεις των πλουσίων, αυταί πάλιν είναι κατάκλειστοι, πνιγμέναι μέσα εις την ευωδίαν. Αν το έβλεπε κανείς Έλλην δήμαρχος, έτσι έρημον το χωρίον, θα επίστευεν ότι λησταί εισήλασαν και ο κόσμος εκλείσθει μέσα εις τα σπίτια του.

Ήτο καθημερινή, και δεν υπήρχεν εις τα δροσερά άλση του καμία παρέα συμποσιαστών. Προς αποφυγήν θορύβου και του συνωστισμού, οίος παρατηρείται εν των Βοσπόρω τας εορτάς, μ’ αρέσει να κάμνω τας εκδρομάς μου εν ημέρα καθημερινή Δευτέρα πρωί, ίνα μόνος απολαμβάνω της τέρψεως, αγνής και αμώμου, ίνα με βλέπει και με καμαρώνει η εξοχή.

Έτσι και κάποιος εγωιστής, κάθε Δευτέρα εφορούσε τα κυριακάτικά του.

—Για να με βλέπουν!

Κατ’ ευθείαν υψηλά, εις την δεξαμενήν του προαστίου, οπόθεν ποταμός το κρύο νερό χύνεται και πληροί την δεξαμενήν, μεγάλην και τετράγωνον, υψηλά ως επί λόφου.

—Στην Χαβούζα!

Ούτω μας οδήγησεν ένας Μπουρνοβίτης αγαθός, ον ηρωτήσαμεν πού είναι καλά να καθήσωμεν.

—Στην Χαβούζα!

Ω δρόσος, δρόσος Αερμών! Πλάτανοι γύρω-γύρω την σκιάζουσι την δροσεράν αυτήν χαβούζαν, την τόσον ερωτικήν με όλον το αχρείον όνομά της. Καφενείον μικρόν ένθεν, καφενείον άλλο εκείθεν. Και τοποθετών το κάθισμά σου παρά τα χείλη της γεμάτης χαβούζας δροσίζεσαι, αναπνέεις, λούεσαι στον αέρα, πίνων και καθαρόν τσίπουρο, του Μπουρνόβα γευστικόν ποτόν, εν ω ο υδροπέπων–το κουραμπιέ καρπούζ–ριφθέν εν τω ύδατι, καραβίζει ψυχόμενον.

Και πού να ήξευρες, καημένε, πού ευρίσκεσαι!

Ένθεν το Νυμφαίον, σκιερόν και κατάρρυτον όρος, εκείθεν το Σίπυλον το εξάκουστον, με τον τάφον του Ταντάλου. Πόσαι αναμνήσεις προϊστορικαί σαν συννεφάκια χρυσά σου παρουσιάζονται έξαφνα, και πόσοι στίχοι και ημιστίχια, σαν νύμφαι, της αρχαιότητος νύμφαι, εν χορώ δεν σε καλομοιρίζουσιν, οπού ηυτύχησες να θεωρήσεις από τόσον κοντά, την κοιτίδα της ποιήσεως και της καλλιτεχνίας• να δροσισθείς από την δρόσον της• να πάρεις έναν ύπνον υπό την σκιάν της την ιεράν• ν’ ακούσεις το άσμα της, των πτηνών της το άσμα, σαν Ευριπίδου περιπαθές χορικόν, να φάγεις από τους καρπούς της και να πιείς από το νερό, το ποίον εις μάτην επόθει να πει ο δυστυχής ο Τάνταλος τω καιρώ εκείνω. Και μόνον, καημένε, δεν ημπόρεσες να προχωρήσεις ολίγον ακόμη βαθύτερα με τον σιδηρόδρομον του Κασαμπά, ίσως ’κ’ έφθανες στον Πακτωλόν!… Τώρα χόρτασε αέρα, αφού αέρα επόθησες.

Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, Με του Βορηά τα κύματα, ταξείδια-περιγραφαί-εντυπώσεις, Εν Αθήναις, Βιβλιοπωλείον Ιωάννου Ν. Σιδέρη 1922, σ. 50.