Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Ο ανεψιός του Καρασούτσα. —Μυρσίναι, καλύβαι και σταύλοι καμήλων. —Ένα… επιτάφιον δείπνον. —Ο Μέλης ρυμουλκόν.

«Τις την ψυχήν μου θα ημερώσει, και εις τους πόθους μου θέλει δώσει πτερά ζεφύρου; Όπου ο Μέλης λαμπρώς μαρμαίρει ως πλαξ αργύρου; Εκεί τα πάντα τέρψις, γαλήνη»…

Ένα γεροντάκι λεπτοκαμωμένον, ευγενές, λόγιον, από τον Καρσιακά, «την Ευανθή Περαίαν», ως μου έλεγεν ο ίδιος ανεψιός του Καρασούτσα.

—Πάμε, μου λέγει, να ιδείς τον Μέλητα, να ιδείς που έγραψε τους ωραίους του στίχους ο θειός μου ο Καρασούτσας.

—Τους οποίους μανθάνουν τα παιδιά εις τα σχολεία, του λέγω, να απαγγέλλουν εν Ελλάδι.

Είπα και ενθουσίασα έτι μάλλον το ευγενές γερόντιον.

—Έχω χρόνια τριάντα να υπάγω, μου λέγει.

Το εγνώρισα το καλό γεροντάκι, πέραν από την Αποβάθραν, πέραν από το Κουμερκάκι, εκεί οπού καταλήγει εις την θάλασσαν το Τρίστρατον της αγίας Φωτεινής, εις ένα μικρομαγειρείον, ενός αγαπητού μου μαγείρου Τσιριγώτη, του κυρ Γιάννη, όπου συνήθως έτρωγα, φαγητόν, ιδιαιτέρως χάριν μου παρασκευαζόμενον από γερλίσια θαλασσινά όψα.

Εψωνίσαμεν φρέσκες γαρίδες και χαβιάρι μαύρο από τις Μεγάλες ταβέρνες και εξεκινήσαμεν, εγώ και το καλόν γερόντιον, να ίδωμεν τον Μέλητα, όστις «μαρμαίρει ως πλαξ αργύρου, εκεί όπου πλανώνται σκιαί πλατάνων, όπου μυρσίνη ευώδης θάλλει κλπ…»

Εκεί, πριν γίνει η προκυμαία, μου λέγει καθ’ οδόν, εγίνετο ο περίπατος και όλα τα εξοχικά γεύματα κατά τας εορτάς, τας νύκτας. Να ιδείς πλάτανοι, μυρσίναι, δάφναι. Ο Μέλης ως πλαξ αργύρου. Κήποι αειθαλείς, άνθη, σμυρναίαι πάγκαλοι. Έχω τριάντα χρόνια να πάγω έως εκεί· και εγώ δεν ξεύρω γιατί.

Η οδός ομαλή, επίπεδος προς το βάθος του Ερμαίου. Προχωρούμεν, φθάνομεν εις την συνοικίαν των Αρμενίων με τα πλατέα μέγαρα, και με τον περικαλλή ναόν του Αγίου Στεφάνου.

—Ήτον ιδικός μας, μου λέγει, αυτός ο Ναός, αλλά μετά γενόμενον φόνον εν αυτώ, εγκατελείφθη και τον επήραν οι Αρμένιοι.

Προχωρούμεν. Φθάνομεν εις το άκρον. Η πόλις περατούται εκεί εις ευτελείς καλύβας. Γέφυρα ωραία μας διευκολύνει να διέλθομεν ένα βαθύν πετρώδη, ξηρόν και ρυπαρόν χείμαρρον, ρυπαινόμενον χειρότερα ακόμη από ολίγα νερά, μαυροπράσινα, δυσώδη, ως να εξέρχονται εκεί από ελαιοτριβείον. Ένα ποτόκι ακάθαρτον. Ένθεν κήπος με πλάτανον δροσεράν, πέραν ο σταύλος των καμήλων του σιδηροδρόμου, όπου αι κάμηλοι αναφαίνονται γονατισμέναι, οξέως ωρυόμεναι και χασμώμεναι, ως να είναι το χάσμημα αυτό η ανάπαυσίς των· και εν καλοκτισμένον Τελωνείον εις το άκρον της γεφύρας· και επάνω καλύβαι σκιεραί οπωσδήποτε. Προχωρώ να διαβώ την γέφυραν, αποστρέφων το βλέμμα μου από τον ρύπον εκείνον του ξηρού χειμάρρου· ο συνοδός μου κρατεί εις χείρας το χαβιάρι και τις γαρίδες, το ευγενές γερόντιον.

—Πάμε, του λέγω. Βρώμα!

Και προχωρώ διασκελίζων ήδη την καινουργή γέφυραν, και αδιαφόρως βλέπων τους ογκολίθους του ξηρού χειμάρρου, και τους γεωργούς τους διαβαίνοντας δι’ αυτού με τα γαϊδουράκια των. Αλλά το γερόντιον με σύρει προς τα οπίσω, μετά τινος όμως θλίψεως ή δισταγμού.

—Ιδού ο Μέλης! μου λέγει θλιβερώς σείων την κεφαλήν του. Στάσου εδώ. Ιδού ο Μέλης. Και βλέπει βαθέως προς την κοίτην του χειμάρρου και προς τα πέριξ, ως ει ανεγίγνωσκε παμπάλαιον εσβησμένον ήδη βιβλίον.

—Ιδού ο Μέλης! μοι επαναλαμβάνει. Είχα τριάντα χρόνια να έλθω έως εδώ!

Ίσταμαι ενεός. Μόνον η ψυχή μου ψιθυρίζει κλαίουσα:

Όπου ο Μέλης λαμπρώς μαρμαίρει ως πλαξ αργύρου. Όπου πλανώνται σκιαί πλατάνων. Όπου ευώδης θάλλει μυρσίνη. Όπου τα πάντα τέρψις, γαλήνη…

Υπό τινα περισωθείσαν πλάτανον καθήσαντες εκεί, σιωπηλοί, του γεροντίου κλαίοντος σχεδόν, εφάγομεν τις γαρίδες μας και το χαβιάριον, ως επιτάφιον δείπνον, γρήγορα-γρήγορα από την λύπην μας, και κατήλθομεν δια του Αγίου Δημητρίου εις την προκυμαίαν πάλιν, όπου ο κόσμος χαρούμενος συνωθείτο περιπατών.

—Μα τι έγινεν εκείνος ο κόσμος! Ωμίλησε τέλος σπογγίζων τους οφθαλμούς του, ο ανεψιός του τρυφερού ποιητού.

—Δεν τον βλέπεις καλό μου γεροντάκι; Ο χείμαρρος ήλλαξε διεύθυνσιν και κοίτην. Έτσι είναι ο κόσμος!

—Μα τι έγινεν ο Μέλης! επαναλαμβάνει ο γέρων, σπογγίζων ακόμη μίαν φοράν τους οφθαλμούς του.

—Ιδού, τω λέγω. Έγινε… ρυμουλκόν.

Την στιγμήν εκείνην όντως διήρχετο παρά την προκυμαίαν μικρόν ρυμουλκόν, φέρον εις την πρύμνην του γαλλιστί την λέξιν Meles.

—Μωρέ τι με λες!; Αναφωνεί έκπληκτον το γερόντιον, χαριέστατα λογοπαίζον, και σπογγίζον δια τρίτην φοράν τους οφθαλμούς του, ενώπιον της μεταμορφώσεως ταύτης, ήτις και επί του ειρηνικού του προσώπου απετυπούτο δι’ αφθόνων ρυτίδων, αιχμηρών και αυτών, ως ο καημένος ο Μέλης.

Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, Με του Βορηά τα κύματα, ταξείδια-περιγραφαί-εντυπώσεις, Εν Αθήναις, Βιβλιοπωλείον Ιωάννου Ν. Σιδέρη 1922, σ. 45-47.