Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

«Θαλασσινός χορός»

Καθόλην την νύκτα ελικνιζόμην εν τω ξενοδοχείω μου. Αφυπνίσθην κ’ εξηκολούθει ακόμη η κανονική της κλίνης και της οροφής αναλίκνισις, υπό αοράτου γινομένη χειρός. Έως αυτού λοιπόν — έως της Σμύρνης — εκτείνεται η δύναμις και η χάρις του φοβερού Καβοδόρου; Αλλά και πόσων ανθρώπων η χάρις ωσαύτως φθάνει μακράν!

Δεν δύναμαι ακόμη να εννοήσω που και τι και πως η «Σμύρνη», η κομψή μου χορεύτρια, μετά την Χίον μετεβλήθη εις … παπίτσαν. Πλάτς-πλουτς-πλατς-πλουτς, μια χαρά εφθάσαμεν εις τον δροσόλουστον της Σμύρνης κόλπον. Τι εύμορφος, τι γραφικός κόλπος, ο κόλπος της Σμύρνης, ο Ερμαίος. Άφθονος και χλοερά η πρασινάδα των ακτών του· ας είναι και Ιούλιος. Εξαπλούνται έως εις την άμμον οι καλαμώνες και αι λεύκαι και τα άλλα ποικίλα δένδρα. Πρώτα-πρώτα θαμβούται το βλέμμα από πολλούς καταλεύκους σωρούς, οι οποίοι εκτείνονται προς τ’αριστερά, ωσάν σκηναί στρατού κάτασπροι, λευκάσπιδος στρατού, εις μακράν γραμμήν, ή ωσάν καΐκια οπού εβγήκαν κονσέρβα, εις το ψάρευμα. Είναι σωροί άλατος, οι λευκοί αυτοί σωροί· είναι εκεί η Φώκαια και το περίφημον αγνόν και κάτασπρον αλάτι της Ανατολής. Δεξιά βλέπομεν τα Δυο αδέρφια, βουνόν πετρώδες δικόρυφον με τα οχυρώματά του, το φρούριον του Ερμαίου. Πλησιάζομεν προς την Ανατολήν. Ιδού το πρώτον καραβοφάναρον, το ερυθρόν, σημείον ναυτικόν δια τα αβαθή νερά του κόλπου. Και πλατς-πλουτς η παπίτσα μας, που λέτε, προχωρεί ολονέν, προχωρεί προς τα οχυρώματα, όπου και άλλο ερυθρόν καραβοφάναρον. Άνεμος γλυκύς αρχίζει να προσπνέει, άνεμος ευωδιάζων, αρωματίζων, ο άνεμος της Ανατολής, της κοιτίδος των Προφητών, των τεχνών και των επιστημών, της κοιτίδος εν γένει του φωτός — το λέγει η Μααλιουμάτ — της κοιτίδος και των Μαρτύρων, προσθέτομεν ημείς, οπού η γη της είναι βαθειά ποτισμένη με τα μαρτυρικά αίματα της Χριστιανοσύνης. Ο άνεμος της Ιωνίας είναι αυτός. Νά η πρωτεύουσά της, αρχίζει να διαγράφεται κάτασπρη, εις μίαν κάτασπρην γραμμήν εις το βάθος του κόλπου, «όπου ο Μέλης λαμπρός μαρμαίρει ως πλαξ αργύρου». Οι στίχοι του Καρασούτσα ενθουσιώδεις, γλυκείς και δροσεροί ωσάν η αύρα οπού εισπνέω, έρχονται εις την μνήμην μου:

Τις την ψυχήν μου θα ημερώσει; Τις εις του πόθους μου θέλει δώσει πτερά ζεφύρου;

Και η παπίτσα μας πλατς-πλουτς, πλατς-πλουτς. Ολοέν προσεγγίζομεν. Χαίρε χώρα της δροσιάς και της τρυφής, του Παραδείσου χώρα, ως ιερά Ανατολή. Χώρα του ανατέλλοντος ηλίου, κατά τη την Μααλιουμάτ. Είναι περιοδικόν τουρκικόν η «Μααλιουμάτ». —Ιδού τα προάστια ξεχωρίζουν υψηλά επί της λοφώδους ακτής με τις πρασινάδες των. Το Καρατάς ήτοι Μελαντία, κατά τας Σμυρναίας εφημερίδας, ο Γκιος-τεπές, ήτοι Ενόπη, πάλιν κατ’ αυτάς. Κατέναντι η Περαία κατά τας εφημερίδας, το Κορδελιό κατά την ελληνικήν αριστοκρατίαν της πόλεως, ή ο Καρσιακάς κατά την γλώσσαν του λαού· εν και το αυτό προάστιον, ανθόσπαρτον και ανθομυρισμένον, φέρον τρία ονόματα, εν πλούτω, αφού ανήκει εις την Ανατολήν, ήτις κατά την «Μααλιουμάτ» είναι η κοιτίς των γλωσσών της Βαβυλωνίας.

Προχωρούμεν. Τι ωραίον, τι μεγαλοπρεπές το θέαμα. Κοιτάξατε. Αρχίζουν να ξεχωρίζουν τα μέγαρα επάνω εις εκείνην την κάτασπρην γραμμήν. Επάνω υψηλά η πόλις διαγράφεται, μυρμηκιά σπιτιών. Να το περίφημον, το εξακουστόν κωδωνοστάσιον της Αγίας Φωτεινής. Οι θόλοι του Αγίου Γεωργίου. Οι κατάφυτοι κήποι του Διοικητηρίου. Χωριουδάκια, σπιτάκια, πέραν εκεί εις την καταπράσινον πεδιάδα. Μέσα βαθιά το Νυμφαίον. Παραπέρα, το Σίπυλον. Και προχωρούμεν ελαφρά-ελαφρά. Ογκούται η κάτασπρη γραμμή. Είναι το ονομαστόν Και. Τώρα ξεχωρίζουν πλέον τα μέγαρά του, ένα ένα κατά γραμμήν. Ο κτιστός λιμήν, τα πλοία και τα ατμόπλοια. Και αι κυπάρισσοι του νεκροταφείου.

Και πλέον είμεθα εν τη πρωτευούση της μυροβόλου Ιωνίας. Ιδού η Σμύρνη με τας προκυμαίας της· ιδού η Σμύρνη με την δρόσον την πολλήν· ιδού η Σμύρνη με τον θείον ζέφυρον. Ο λιμήν της, τεχνητός ως λίμνη, εν η εισέρχονται τα πλοία και τα ατμόπλοια από μίαν είσοδον, να είπωμεν. Το quais, ούτω λεγόμενον κοινώς, ήτοι η προκυμαία αυτής, οπού είναι η Σμύρνη όλη και όλη. Πλατεία, μεγάλη, ατελείωτος δρεπανοειδής ως να κόπτει την θάλασσαν. Γεμάτη κόσμον, κόσμον εργαζόμενον εις το εν μέρος, προκαλούντα τον ιδρώτα ακαταπόνητον· και κόσμον αργούντα από το άλλο μέρος, προσπαθούντα δια ριπιδίων να απομάξει τον ιδρώτα τον καταπονούντα. Όταν η θαλαμηγός μας ηγκυροβόλει, εστράφην προς δύσιν και είδον ένα θαυμαστόν πανόραμα, τον ήλιον δυόμενον εν τη θαλάσση, όπισθεν πολύ, εις την είσοδον του κόλπου, παρά το Καράμπουρνού. Θέαμα χρυσούν, θέαμα ρόδινον, θέαμα απερίγραπτον δι’ ημάς. Ακριβώς ως τον περιγράφει ο θείος Όμηρος. Να βλέπεις ένα ήλιον φαεινόν, της Ανατολής τον ήλιον, της γης των φώτων ήλιον, κάμνοντα το λουτρόν του καμαρωτά καμαρωτά ως νυμφίον. Και ο κόσμος όλος από τας στιλπνάς προκυμαίας να τον θαυμάζει, σχεδόν να τον χειροκροτεί. Και είναι το βωβόν χειροκρότημα, το καλύτερον χειροκρότημα, της ψυχής το χειροκρότημα. Κανείς δεν ημπορεί να είπει δι’ αυτό ότι είναι βαλμένον, ότι είναι πληρωμένον. Και όταν απεβιβαζόμην με τον Τσιριγώτην πονηρόν βαρκάρην, και έβλεπον την τελευταίαν φωτεινήν γραμμήν του εις την θάλασσαν βυθιζομένου ηλίου, μοι εφάνη ως μία κεφαλή χρυσή, βρέφους χρυσού, βαπτιζομένου εις τον Ιορδάνην. Και είπα: χωρίς άλλο ο Όμηρος ήτο Σμυρναίος· και θα είχε μάλιστα το σπίτι του εκεί εις το quais, κανένα κεντητόν ανατολικό μέγαρον, και από το μαρμαροστόλιστον μπαλκόνι του, θα έβλεπε την χρυσήν δύσιν του ηλίου, ην τόσον θαυμασίως περιέγραψε.

Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, Με του Βορηά τα κύματα, ταξείδια-περιγραφαί-εντυπώσεις, Εν Αθήναις, Βιβλιοπωλείον Ιωάννου Ν. Σιδέρη 1922, σ. 23-26.