Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

ΤΖΑΚΟΣ

Ο Τζάκος ήτανε μεν από τη δωδεκάδα των εραστών της Άννας, αλλά συγκατελέγετο εις τη μερίδα των μάλλον ευνοουμένων, και διότι είχε πολύ ωραίο τόνο φωνής, που όταν της μιλούσε αισθανότανε εκείνη κάποιο μεθυστικό υγρό να κατρακυλάει ηδονικά ίσαμε τις άκρες των δακτύλων της, και επειδή σαν φραγκολεβαντίνος που ήτανε ήξερε ένα σωρό λεπτότητες, που της άρεσαν της Άννας, από τότε που σπούδασε στο Σχολείο των Καλογραιών.

—Je te jure, της είχε ’πει μια μέρα, που έκαναν κόρτε από το παράθυρο· ο παπάκης σήμερα με κεστιονάρησε αν έχω τίποτε κορτοδουλιές μαζί σου, κ’ εγώ του ρεπλικάρησα πως αγαπώ εσένα, και πως εσένα μοναχά θα στεφανωθώ.

Η Άννα τα άκουγε αυτά με πολλή της ευχαρίστηση και διότι ο γάμος θα την εγλίτωνε μια ώρ’ αρχύτερα από το ξύλο της μητέρας, και διότι σαν κυρία που θα γινότανε, θα είχε περισσότερη ελευθερία στις αισθηματικές μεταπτώσεις της καρδιάς της…

Η μητέρα της όμως τάμαθε κι έγινε θηρίο. Άρχισε να φωνάζει:

—Ορίστε γαμπρός! Και της είχε τινάξει ένα διαβολόξυλο από κείνα που δε λέγονται. Ορίστε υποκείμενο να του δώσω τη κόρη μου. Να πεινάσει και το ψωμί ακόμη. Να τη δω να πλένει τα κατουρημένα βρακιά των παιδιών της. Νάχει μια τσούρμα παιδιά και να μη μπορεί να τα παπουτσώσει. Αμ’ δε σ’ αφήνω καλύτερα γεροντοκόρη παρά κακοπεσμένη. Δε θέλω να με βλαστημά εμένα η κόρη μου σαν κλείσω τα ματάκια μου. Όγεσκε!

Αυτά διεκήρυττε η Στάναινα, αλλά η Άννα, που ήτο το μάλλον ενδιαφέρον πρόσωπο της όλης υποθέσεως, δε συνεμερίζετο τας μητρικάς ιδέας περί ευτυχίας. Η Άννα δεν ήτανε καμιά από κείνες που τρώνε άχυρα.

Αυτή, αν και παιδί, έζησε όμως το κόσμο περισσότερο παρ’ ότι υποθέτει η ηλικία της. Ημπορούσε μάλιστα να υπερηφανευθεί ότι σε πολλά ζητήματα ήτανε σοφή. Από τις συμμαθήτριές της, από τις δούλες, από όσα έβλεπε και άκουσε στους δρόμους σαν πήγαινε σχολείο, ολόκληρα φορτία γνώσεων είχαν σωριασθεί μέσα στο πνεύμα της, και αυτά τώρα γεννοβολούσαν μαζί με τη πάροδο, όχι ετών, αλλά των μηνών και των εβδομάδων. Έπειτα η Άννα, έβρισκε πάντα νέα μυθιστορήματα να διαβάζει διότι και η μητέρα της, κληρονομώντας την αδυναμία της κυράς Ζαφειρίτσας να κουβεντιάζει καθημερινώς με μεγάλα προσώπατα όλο μυθιστορήματα αγόραζε. Και δε ντρέπεται καθόλου να πει η Άννα, ότι η Αγγελική η Στέρενα, η γειτόνισσά τους στο παλαιό μαχαλά που καθόντουσαν της εδάνεισε για δυο μόνο μέρες —τόση ήτανε η ζήτησις— τη Νανά, που η Άννα έχυσε τα μάτια της, για να προσπαθήσει να τη διαβάσει όλη, ίσαμε τη τελευταία γραμμή. Είναι λοιπόν σε θέση να ξέρει ότι ο άνθρωπος αποφασίζοντας να κάμει κάτι τι, δε δένεται για πάντα με αυτή του την απόφαση, ότι δηλαδή κάθε πράξις μας ημπορεί να ακυρωθεί από άλλη αντίθετο, η οποία θα ακολουθήσει, με άλλα λόγια, ότι αν πάρει το Τζάκο άνδρα της και δει ότι τηνέ σφίγγει το παπούτσι, η ομορφιά της νάν’ καλά και αυτή βρίσκει άλλον, άλλους, όσους θέλει. Έπειτα, τουλάχιστον για κανένα δύο χρόνια η Άννα φαίνεται ασφαλισμένη από το Τζάκο. Παίρνει πέντε ή εξ λίρες από ένα κατάστημα χαλιών, όπου βαστά τα βιβλία και την αλληλογραφία. Ο μπαμπάς του, υπάλληλος στο Μονοπώλειο των Καπνών, δουλεύει και αυτός ακόμη. Σπίτι έχουνε το πατρογονικό τους. Η μητέρα του, είναι καλή γυναίκα, και αυτό φάνηκε μια φορά που πέρασε με το γιο της από το σπιτικό της δεσποινίδος Άννας και εξόν που τη χαιρέτισε με όλη της τη καρδιά, εκοντοστάθηκε χαμογελώντας για να τηνέ καμαρώσει επειδή της τα είχε πει όλα ο Τζάκος. Λοιπόν, πόσα σπίτια στη Σμύρνη ζούνε με περισσότερο; Ευτυχισμένο το συνοικέσιο για μια νύφη όταν πραγματοποιηθεί με αυτές τις συνθήκες. Και το κάτω κάτω, αφού ο Τζάκος τηνέ θέλει, τι έχουνε να πούνε οι γέροι του που τρέμουνε όταν τον ονοματίζουνε. Και αν πούνε; τι μ’ αυτό; πρόσθετε στους συλλογισμούς της η Άννα: Άμα θέλ’ η νύφη και ο γαμπρός τύφλα νάχει ο πεθερός.

Πλάτων Ροδοκανάκης, Μέσα στα γιασεμιά, (Σμυρναιϊκό διήγημα), Εν Αθήναις: (Έκδοσις περιοδικού "Χαραυγή"), 1923.