Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

ΜΗΤΕΡΑ ΚΑΙ ΚΟΡΗ

Την ίδια ώρα που η υπηρέτριά της την εκουσκουσούρευεν από το δώμα στη γειτόνισσα, η κυρία Στάναινα με τη κόρη της, εγύριζε από το Κορδελιό, το ευμορφότερο προάστιο της Σμύρνης όπου είχε πάγει να επισκεφθεί την αδελφή της. Η κυρία Στάναινα καθισμένη στη μεγάλη γέφυρα του τροχοφόρου ατμοπλοίου, έλεγε σε μια φίλη της που την είχε συναντήσει τώρα δα, ενώ έβγαζε τα εισιτήρια της επιστροφής:

—Τι να σας πω. Εγώ στα παιδιά μου έδωκα αγγλική ανατροφή. Ο Τόμης, ο άντρας της αδελφής μου, είχε γεννηθεί στη Λόνδρα και αν ακούσετε πως τον ανάθρεψε η μητέρα του, θα δείτε πόσο τα πίσω του κόσμου είμαστε εμείς οι ρωμιοί σ’ αυτό το ζήτημα. Καλέ, τα εγγλεζόπουλα, θαρρείτε πως τολμούν να σηκωθούν όταν η μητέρα τους τούς πει να καθίσουν, ή πως έχουν το θάρρος ν’ ανοίξουν το στόμα όταν μιλά μεγαλύτερος άνθρωπος μπροστά τους; Έτσι, κυρία μου Δέσποινα, είναι και η Άννα μου. Δε το λέγω γιατί βρίσκεται εδώ αυτή την ώρα, ούτε είμαι καμιά λωλομάνα από κείνες που επαινούν τα παιδιά τους. Ίσως μάλιστα μερικές φορές, δείχνουμαι και λιγάκι περισσότερο αυστηρή• αλλά πρέπει να ξέρετε πως από τη κόρη μου αθωότερο πλάσμα δεν υπάρχει στο κόσμο. Έπειτα σκύβοντας και χαμηλώνοντας τη φωνή πίσω από το ριπίδι με το οποίον έκρυβε το στόμα, δήθεν για να μην ακουστεί, επρόσθεσε:

—Αϊ, τώρα, ξεπετά κι αυτηνής η καρδιά της, και πότε θέλει να σκύψει από το παράθυρο, πότε να βγάλει τη καρέκλα της και να καθίσει στη ξώπορτα, αλλά βήμα από κοντά μου δε κάνει. Και δεν έχω παρά να σουρώσω τα φρύδια μου και να της φωνάξω «Άννα!» για να κατεβάσει το πουλάκι μου τα μάτια της: να κοκκινίσει κυρία μου Δέσποινα, όπως κοκκινίζει το μήλο, και να γυρίσει να με κοιτάξει με μάτια παραπονεμένα, γεμάτα δάκρυα.

—Α, μα να σας πω, κυρία Στάναινα, το παρακάνετε. Τόση αυστηρότης πάλι, δεν μου φαίνεται σωστή.

—Οι εγγλέζοι, έτσι ανατρέφουν τα παιδιά τους. Τη βλέπετε τόσο κατακόκκινη που είναι και άσπρη σαν το φαρφούρι; Ποιος δε θα υποστήριζε ότι φορεί φτιασίδι; Και όμως ούτε πούδρα δε της επιτρέπω να βάλει. Και βλέπετε τι φθηνά ντύνεται; Όχι βαριές τουαλέτες. Αυτό που φορεί είναι τσιτάκι και της το πήρα δυο μεταλίκια τη πήχυ. Θα το πιστέψετε; Αλλά ό,τι βάλει, της πηγαίνει. Είναι όμορφη βλέπετε, δροσερή και έχει αυτά τα μάτια που και να σε κοιτάζουνε με όλη τους την αθωότητα, πάλι κάτι θα υποθέσεις όταν είσαι άντρας.

—Αλήθεια, τα μάτια της είναι τρέλα!

—Μόνο τα μάτια της; Να δείτε από κοντά την επιδερμίδα της• να δείτε το ντεκολτέ της• τα μπράτσα της. Φέξε ή θε για να φέξω! Μα ξέρετε πως εγώ προσέχω τη κόρη μου και στη τροφή ακόμη που τρώει. Το βράδυ, ποτέ δε της βαραίνω το στομάχι. Στις εφτά, αφού πιούμε το τσάι, θα φάμε λίγο σαλάμι, γλώσσα βραστή και μαρμελάτα. Όχι κρέατα με σάλτσες που φουσκώνει κανείς και γίνεται και καρδιακός. Οι εγγλέζοι έτσι ανατρέφουν τα παιδιά τους. Η Άννα μου δε πηγαίνει να κοιμηθεί αν δε μου φιλήσει το χέρι και ζητήσει την ευχή μου. Έτσι με είχε αναθρέψει κ’ εμένα η μητέρα μου.

Εδώ το ατμόπλοιο αρχίνισε να σφυρίζει δυνατά για να ειδοποιήσει μια βάρκα με πανί που ερχότανε να πέσει κατ’ επάνω του, και η κυρία Δέσποινα, αν και έβλεπε το στόμα της κυρίας Στάναινας ν’ ανοιγοκλεί, δε μπορούσε να παρακολουθήσει τη κουβέντα. Της εδόθη όμως η ευκαιρία να προσέξει με την άκρη του ματιού της την Άννα που εκαθότανε λιγάκι παράμερα, μαζί με τα άλλα νεαρά πρόσωπα της συντροφιάς, καθαρίζοντας φιστίκια και πετώντας τα ρόδινα φλοίδια μέσα στο ημίψηλο ενός αγνώστου κυρίου που το είχε αναποδογυρισμένο σ’ ένα πλαϊνό κάθισμα και διαρκώς αέριζε το ιδρωμένο του μέτωπο με ένα μανδήλι.

Η Άννα ήτανε πραγματικώς ωραία. Κορμί γεμάτο, περισσότερο αψηλό από το μέτριο, στήθος σχεδιασμένο πια και ακίνητο που δείχνονταν στερεό. Η κυρία Δέσποινα εξήτασε και το φόρεμα της Άννας που είχε χρώμα ελαφρό μενεξεδί, κατάσπαρτο από μικρά μπουκετάκια όλο χρυσόλευκα χαμομήλια. Ένα μεγάλο καπέλο από ψάθα ιταλική, στεφανωμένο με παπαρούνες εσκόρπιζε τη χαρμόσυνη ανταύγειά του στα ηδονικά χαρακτηριστικά μιας ανόθευτης, ανατολίτικης ομορφιάς.

Το πρόσωπό της ήτανε περισσότερο στρογγυλό παρά αυγουλωτό και κάτω από τα πυκνά και μαύρα μαλλιά, τα γεμάτα φυσικά κυματάκια, έφεγγε μακάριο και απηλλαγμένο από κάθε σκέψη και στενοχώρια ένα στενότατο μέτωπο. Τα μάτια της Άννας ήσαν μεγάλα κατάμαυρα, πότε παιγνιδιάρικα και πότε απλανή σαν απολιθωμένα, τις περισσότερες όμως φορές που μιλούσε, το μαυράδι των ματιών της έφευγε, εγλίστραγε και πήγαινε να κρυβεί το μισό, πίσω από το επάνω βλέφαρο, και η λιγωμένη αυτή κίνησις που εγινότανε ασυναίσθητα, μαρτυρούσε από τί προήρχετο το διαρκές εκείνο ξάφνιασμα των ρουθουνιών της, που θύμιζε αλόγατα πεινασμένα δεχόμενα στον άνεμο το άρωμα φρεσκοθερισμένου γρασιδιού. Η Άννα, τρώγοντας τα φιστίκια, εξακολουθούσε χωρίς κανείς να τη προσέχει να πετά τα φλοίδια τους μέσα στο ξένο καπέλο, να χαχανίζει μαζί με τα άλλα κορίτσια και τα αγόρια της παρέας, να ρίχνει δεξιά και αριστερά ματιές και όταν συναντούσε ένα ωραίο τουρκόπουλο, που εκαθόταν αντίκρυ της και τη κοίταζε στρίβοντας με νυσταγμένη κίνηση το μαύρο του μουστάκι, έστελνε τις κόρες των ματιών της να πάνε πίσω από τα καπάκια τους και εδάγκανε με μια σειρά πελεκημένου φίλντισι, το κάτω της χείλι, που παχύ σαν καρπός ζαχαρωμένος κρεμότανε σχισμένος.

—Δε ξέρω τι ανατροφή θα έπαιρναν τα παιδιά μου αν πήγαιναν σε ελληνικό σχολείο, έλεγε η κυρία Στάναινα στη κυρία Δέσποινα, που όλο εξακολουθούσε να γλείφεται και να τη κοιτάζει κατάματα σαν υπνωτισμένη. Οι καλόγριες που εσπούδασε η Άννα μου, την έμαθαν ένα σωρό πράγματα. Πώς να χαιρετά, πώς να δίνει το χέρι της, την έμαθαν πιάνο, χορό, ζωγραφική, γαλλικά, αυτά που τα αφήνετε; Ξέρετε τι θα πει να ξέρει ένα κορίτσι σήμερα μια ξένη γλώσσα; Γίνεται άλλος άνθρωπος, εξευγενίζεται καλέ, εξευγενίζεται. Έπειτα κυρά μου Δέσποινα, τα ξένα σκολειά, οι καλόγριες προ πάντων, κάνουνε τον άνθρωπο σικ. Μόνο να τις δείτε, μόνο να σας μιλήσουν μ’ εκείνη τη γλυκιά φωνούλα τους, με τα μάτια κάτω, τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, πάει να φύγει ο ούς του νου σας. Αυτές την έμαθαν ανθρωπιά τη κόρη μου. Σαν πήγαινε στο ρωμαίικο σκολειό της γειτονιάς, όταν ήτανε μια μπομπή οκτώ χρονών, είχε πάντα τα νύχια της βρώμικα. Τώρα οι καλόγριες την έμαθαν να τα κόβει με τέχνη, να τους δίνει το αμυγδαλωτό σχήμα που έχουν, να τα τρίβει ώρες ολόκληρες με το πολισουάρ και να τους βάζει και ρόδινο χρώμα. Να, τι λείπει από τα δικά μας σκολειά• ο πολιτισμός, η ευγένεια, το σικ! Και είναι ξέρεις, όλες οι masoeurs σπουδασμένες. Έπειτα βαστάνε όλες από μεγάλες οικογένειες και γι’ αυτό έχουνε ανατροφή, που είναι βλέπετε μέσα από την ιστορία. Όλες οι ξένες ιστορίες, είναι γεμάτες από πριγκηπέσσες, δούκισσες, βασίλισσες.

—Η Άννα μου τις ξέρει όλες απ’ έξω και καμιά μέρα να τη βάλωμε να σας πει την ιστορία τους. Αχ, να δείτε μια βασίλισσα Σκωτσέζα που της έκοψαν το κεφάλι με το μπαλτά, ανατριχιάζω σαν το συλλογίζομαι.

—Οι καλόγριες της εχάρισαν και χρυσόδετα βιβλία που οι σελίδες τους είναι όλο τέτοιες εικόνες δείχνοντας αυλικές κυρίες με φουσκωτά φουστάνια, με τα στήθη ανοιχτά, άσπρες περούκες και τα πρόσωπά τους στολισμένα με μαύρες ελιές. Δε μου λέτε. Δεν ανοίγετε και κανένα δικό μας βιβλίο, να δείτε τη προστυχιά να σας αρπάζει αμέσως από τα μάτια; Θα δείτε μέσα καμιά χοντροζουγραφιά χήνας, τη κυρά Σοφούλα με τη γάτα της, ή το μέγα Αλέξανδρο, ένα σωρό ανοησίες και σάχλες που βαρεθήκαμε να τις ακούμε. Α, κυρά μου Δέσποινα, είμαι ευχαριστημένη γιατί έδωκα στο κορίτσι μου ευρωπαϊκή ανατροφή. Μπορεί να μπει μέσα σε παλάτι και να μη τα χάσει. Της κόρης μου, της αξίζει να πάρει μπαρώνο!…

Πλάτων Ροδοκανάκης, Μέσα στα γιασεμιά, (Σμυρναιϊκό διήγημα), Εν Αθήναις: (Έκδοσις περιοδικού "Χαραυγή"), 1923.