Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Ένα μυστικό

Μόνον όταν ξεπούλαγε όλη τη σοδειά, ο Φερχάτ κατέβαινε από το άλογο. Έβαζε τη φουσκωτή σκελίδα των τσερκέζων, τις καλές μπότες του, και με το κεμέρι και τα ομόλογα των εμπόρων στο ζωνάρι κατέβαινε στη Σμύρνη.

Τον ήξεραν οι υπάλληλοι στη Γαλλική Τράπεζα και μόλις τον έβλεπαν έκαναν τεμενάδες. Δεν είχαν δει ποτέ στα μάτια τους τον Γιάννη τον Υψηλάντη, κι ας ήταν σ’ αυτουνού το λογαριασμό όλο το κεμέρι. Αλλά ήταν ένας από τους καλύτερους πελάτες τους και ακολουθούσαν πιστά τις εντολές του.

Μόλις έβλεπαν την Φερχάτ ετοίμαζαν ένα πουγκί με 3.000 χρυσές τουρκικές λίρες. Θα ήταν, έκαναν τη σκέψη, για τον πελάτη τους, για τα έξοδά του.

Δεν του άρεσε η Σμύρνη του Φερχάτ, δεν του άρεσε καμιά πόλη. Πνιγόταν. Ο θόρυβος, οι φωνές τον ζάλιζαν. Οι μυρωδιές, ανακατεμένες με τα χνότα των ανθρώπων, τον ανακάτευαν. Δεν έφευγε όμως αμέσως. Τραβούσε κατά το γεφύρι των καραβανιών, στον καφενέ ενός φίλου του. Παράγγελνε τον καφέ του και ρουφούσε το ναργιλέ του με τις ώρες, παρακολουθώντας τις καμήλες να ξαποστάζουν, μασουλώντας ασταμάτητα τα χορταρικά που τους πετούσαν.

«Περίεργα ζώα», σκεφτόταν, «δεν πιάνονται φίλοι όπως τα άλογα. Τεντώνεις το χέρι σου να τις ταΐσεις και το δαγκώνουν. Τραβάς το χαλινάρι να τρέξουν κι αυτές γονατίζουν. Ίσως γι’ αυτό τις προτιμούν οι Τούρκοι. Ούτε αυτοί πιάνονται φίλοι. Δεν είναι τσερκέζοι».

Ένα τσίμπημα στο στέρνο. Όποτε άφηνε στη σκέψη του να ξεχειλίσει η εχθρότητα της ράτσας του για τους οσμανλήδες, ένιωθε το ίδιο τσίμπημα και σκεφτόταν το γιο του.

Τον αγαπούσε πολύ, τον καμάρωνε. Είχε πάρει όλα τα σουσούμια του: τη λεβεντιά του, το θάρρος του. Είχε μάθει να καβαλικεύει πριν ακόμα μπουσουλήσει. Μόνο που δεν έλεγε πως είναι τσερκέζος. Η μάνα του τον είχε κάνει οσμανλή.

Έκανε πολλές σκέψεις, ανάκατες, ο Φερχάτ ρουφώντας το ναργιλέ του με τις ώρες. Μόνο σαν έπεφτε ο ήλιος άφηνε τη θέση του. Δεν είχε πει ποτέ στο φίλο του τον καφετζή πού πήγαινε. Ήταν το μυστικό του. «Χαρά στα σκέλια της χανούμισσας που θα δεχτεί τέτοιον άντρα», σκεφτόταν εκείνος δίνοντας τη δική του εξήγηση. Πού να φανταστεί…

Ο Φερχάτ έκανε πως παίρνει το δρόμο για το χάνι, όπου άφηνε το άλογό του, μα έστριβε μετά το παζάρι κι έπαιρνε το δρόμο της Αγίας Φωτεινής. Είχε καλά μετρημένα τα βήματά του. Σκοτείνιαζε σαν έφτανε στο σπίτι του δεσπότη των Ρωμιών. Τραβούσε το καμπανάκι της εξώθυρας και μόλις έβλεπε το μούτρο του καβάση έβγαζε το πουγκί με τις λίρες.

-Από τον Γιάννη το δάσκαλο, έλεγε βιαστικά κι έφευγε χωρίς να περιμένει απάντηση. Χρόνια τώρα αυτή η δουλειά.

Το υποστατικό ήταν τσαρδάκι του Φερχάτ. Εκεί κλεινόταν για να αφήσει τη φαντασία του να γυρίσει στα παλιά. Ήταν ένα μεγάλο υποστατικό, έστω κι αν χανόταν δίπλα στο επιβλητικό αρχοντικό των Υψηλάντηδων.

Είναι αλήθεια πως ο δάσκαλος τον πίεζε να μένει στο αρχοντικό. Το υποστατικό όμως του έφτανε και του περίσσευε. Είχε τρία δωμάτια το ένα δίπλα στο άλλο, και άλλα δύο δωμάτια στις άκρες, αντικριστά, και όλο το σπιτικό έκλεινε με ένα μαντρότοιχο, σχηματίζοντας ένα μεγάλο τετράγωνο με εσωτερική αυλή. Είχε χτιστεί έτσι ώστε οι γυναίκες του επιστάτη να μην μπλέκουν η μια στα πόδια της άλλης και τσακώνονται. Αλλά ο Φερχάτ δεν είχε πάρει δεύτερη γυναίκα, είχε μάτια μόνο για την Αΐς.

Αντικριστά τα σπιτικά όπου έμεναν οι επιστάτες, ο αποθηκάριος, οι ξυλουργοί. Και πιο πίσω ακόμα οι στάβλοι και τα αχούρια για τα ζώα.

Το αρχοντικό ήταν το καμάρι όλων τους. Δεν έμενε κανείς, αλλά κάθε μέρα άνοιγαν τα παράθυρα, σκούπιζαν τα δωμάτια, τίναζαν τα κιλίμια και γυάλιζαν τις λάμπες. Δεν έμοιαζε ούτε με τουρκικό ούτε με γκιαούρικο σπίτι. Ούτε και η σημαία, που την ανέβαζε ο ίδιος ο Φερχάτ κάθε πρωί, ήταν τουρκική

Ευρύχωρες βεράντες σε κάθε πάτωμα, και στα τρία πατώματα, μεγάλες μπαλκονόπορτες, και η στέγη κατωφερική με κόκκινο κεραμίδι και την απαραίτητη σοφίτα, που έβλεπε κανείς μόνο στα σπίτια της Ευρώπης.

Ήταν ένα από τα αρχοντικά εκείνα που είχαν χτίσει Γερμανοί, καλεσμένοι του προηγούμενου σουλτάνου για να αναδιοργανώσουν την αγροτική παραγωγή της αυτοκρατορίας. Ένα τέτοιο αρχοντικό αγόρασε και ο Γιάννης Υψηλάντης όταν ήρθε από τη Βιέννη. Και στη μεγάλη βεράντα σήκωσε την αυστριακή σημαία.

Γιάννης Π. Καψής, Όταν οι άγγελοι πέθαιναν στη Σμύρνη, Εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα, 2008, σ. 221-223.