Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Η Μιριάμ στάθηκε μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο. Τα απογευματινά αρώματα όρμησαν στο κλειστό δωμάτιο. Τρύπωσαν και οι ηλιαχτίδες που έγερναν στη δύση. Για μια στιγμή ένιωσε όπως τότε. Τότε που όλη η οικογένεια, όλο το σπιτικό, ετοιμαζόταν για τη μεγάλη γιορτή του Πάσχα. Τότε. Τίποτα δεν ήταν όπως τότε.

Είχε στολίσει ένα μικρό καραβάκι, ένα τρεχαντήρι με γιρλάντες, όπως εκείνα που κρατούσαν τα παιδιά όταν έβγαιναν να πουν τα κάλαντα. Είχε ετοιμάσει μελομακάρονα, κουραμπιέδες και πασχαλιάτικα τσουρέκια. Κυρίως τα τσουρέκια είχαν μεγάλη επιτυχία.

Ακόμα και η Φατιμά τα θαύμασε:

- Χρυσοχέρα είσαι, κυρά μου. Ούτε της αφέντρας δε φούσκωναν έτσι! της είπε με θαυμασμό. Και η μαστίχα που έβαλες…μοσχοβολάνε. Την κοίταξε κατάματα και πρόσθεσε με νόημα: Όταν γυρίσει θα της το πω. Να χαρεί. Ε, ας ζηλέψει και λίγο, δεν πειράζει.

Η πιστή Φατιμά τους αγαπούσε όλους. «Γρήγορα θα γυρίσουν τ’ αφεντικά», έλεγε και ξανάλεγε. «Σας το λέει η Φατιμά, και να μου το θυμηθείτε». Ήθελε να κρατήσει την οικογένεια, το σπιτικό όπως ήταν.

Τη Μεγάλη Εβδομάδα, σκέφτηκε η Μιριάμ, θα έβαφε και αβγά. Όπως έκανε κάθε χρόνο και η μητέρα. Της το είχε υποσχεθεί.

Τίποτα δε θα άλλαζε στο σπιτικό τους. Και είχε κρατήσει την υπόσχεσή της.

Στη σκέψη αυτή χαμογέλασε πονηρά. Είχε στείλει την παραδουλεύτρα σε όλα τα μαγαζιά της Σμύρνης να βρει καλή κόκκινη μπογιά, ευρωπαϊκή. Αυτή τη χρονιά θα έβαζε τα δυνατά της να πετύχει το βάψιμο των αβγών. Ήταν ο μεγάλος καημός της μητέρας της. Ποτέ δεν είχε καταφέρει να τους δώσει το χρώμα που ήθελε.

Πήρε βαθιά αναπνοή. Είχε καιρό να σταθεί στο παραθύρι, αυτή που, πού την έχανες πού την έβρισκες, όλο στο παράθυρο ήταν.

«Μιριάμ, κλείσε το παράθυρο και έλα να διαβάσεις!» της φώναζε.

«Μιριάμ, έλα μέσα να βοηθήσεις στο σιδέρωμα».

Σαν να την άκουγε. Αν ήταν από κάποια μεριά να δει πόσο καλή νοικοκυρά είχε γίνει! Θα χαιρόταν.

«Να μπορούσα να της στείλω μερικά αβγά», σκέφτηκε, να δώσει και στον πατέρα. Θα του επέτρεπαν άραγε;»

Είχε περάσει περισσότερο από χρόνος, δεκατέσσερις μήνες και… από τότε που τον συνέλαβαν. Η μητέρα έμενε μόνιμα πια στους Γιακουμήδες, συγγενείς του πατέρα του Αλέξη, για να μπορεί να τον βλέπει. Τα μηνύματα που τους έστελνε σύντομα, χωρίς λεπτομέρειες. «Είμαστε καλά. Η δίκη δε θ’ αργήσει άλλο. Ο πατέρας σας σάς στέλνει την αγάπη του, τον είδα προχθές». Φοβόταν να στείλει γράμμα.

- Για να αργεί η δίκη πάει να πει ότι δεν μπορούν να στηρίξουν σοβαρή κατηγορία, της είχε πει ο Αλέξης, να δεις που τελικά θα τον αθωώσουν.

- Οι Τούρκοι να τον αθωώσουν;

- Μην ξεχνάς ότι θα τον στείλουν σε διεθνές δικαστήριο. Είναι αυστριακός υπήκοος. Διαφορετικά…

Έκανε αυθόρμητα το σταυρό της. Κάθε φορά που σκεφτόταν τους γονείς της, κάτι μέσα της τής έλεγε πως δε θα τους ξανάβλεπε ποτέ πια.

Ασκερέζ γκιτίορουζ*

Η καμπάνα της Αγίας Φωτεινής ακούστηκε να χτυπά τον εσπερινό. Είχε κάτι το μελαγχολικό. Και τι δεν ήταν μελαγχολικό στη Σμύρνη εκείνη την εποχή: Ήταν μια έρημη πόλη η άλλοτε πολυθόρυβη Γκιαούρ Ιζμίρ. Λιγοστοί αυτοί που κυκλοφορούσαν στους δρόμους, κι αυτοί προχωρούσαν σκυφτοί, βιαστικοί. Και όταν έπεφτε ο ήλιος, όλοι έτρεχαν να κρυφτούν στα σπίτια τους. Άδειο και το θέατρο. Ποιος είχε όρεξη για γλέντια;

Ήταν μια πόλη-φάντασμα. Και οι Σμυρνιοί τα φαντάσματά της.

Ασκερέζ γκιτίορουζ. «Πάμε στρατιώτες, επιστράτευση». Μόλις βγήκε το φιρμάνι, η πόλη άρχισε να αδειάζει. Τις πρώτες ώρες, τις πρώτες μέρες, οι Ρωμιοί σκέφτηκαν πως αφορούσε μόνον όσους ήταν σε στρατεύσιμη ηλικία. Πάγωσαν όταν διάβασαν ότι επιστρατεύονταν όλοι οι άντρες 18-40. Οι πιο εύποροι ήλπισαν πως θα γλίτωναν πληρώνοντας το πατέλι, το αντισήκωμα, κι ας είχε ανέβει στις 1.000 λίρες. Κι όταν έμαθαν ότι τους έστελναν στο Αμελέ Ταμπουρού, κρύφτηκαν. Τότε άρχισαν τα μπλόκα.

Μόλις έπεφτε το σκοτάδι έζωναν πότε τον Φασουλά, πότε τα Μορτάκια, τα Ταμπάχανα. Δεν υπήρχε συνοικία της πόλης που να ήταν ασφαλής. Όλοι οι άντρες, από 20 μέχρι 40 χρόνων, κινδύνευαν να βρεθούν στα Αμελέ Ταμπουρού, τα περιβόητα τάγματα εργασίας. Έδρα τους ο στρατώνας του Μπεϊλέρ Σοκάκ, συγκέντρωναν όλους τους ανυπότακτους. Τους μαστίγωναν, τους βασάνιζαν μέχρι θανάτου, να μαρτυρήσουν κι άλλους ανυπότακτους. Οι κραυγές τους αντηχούσαν σε όλη τη συνοικία. Και μόνον η λέξη «Μπεϊλέρ Σοκάκ» σκορπούσε τον τρόμο. Όποιος περνούσε το κατώφλι τον έκλαιγαν σαν πεθαμένο.

Δεν έβγαινε από το σπίτι η Μιριάμ. Μα η Φατιμά, που ήξερε οτιδήποτε γινόταν, της έλεγε φοβερά πράγματα. Οι τακτικοί κύκλωναν μια συνοικία, και οι τσέτες ορμούσαν στα σπίτια. Έψαχναν παντού, στα ταβάνια, στις σοφίτες, στα υπόγεια, ακόμα και στα πηγάδια και στους βόθρους. Ούτε τα νεκροταφεία γλίτωσαν. Άνοιξαν κενοτάφια, και τάφους ακόμα, ψάχνοντας για στρατεύσιμους γκιαούρηδες.

Δεν ήταν σίγουροι ούτε αυτοί που είχαν πληρώσει το πατέλι, το αντισήκωμα, το φόρο που τους εξαιρούσε από τη στρατιωτική θητεία. Δεν το είχε σε τίποτα ο τσέτης να σκίσει το χαρτί και να τον σύρει στο Μπεϊλέρ Σοκάκ, εκεί που έκλειναν τους ανυπότακτους. Και μετά…

- Τους Τούρκους λέμε μπουνταλάδες, μα εμείς είμαστε το ίδιο και χειρότεροι, γκρίνιαζε ο Αλέξης. Στον ύπνο τούς έπιασε τους περισσότερους.

Χάθηκαν οι άντρες από τους δρόμους της Σμύρνης. Χιλιάδες πλημμύρισαν τα κοντινά νησιά. Έλειψαν και οι μεγαλύτεροι. Το εμπόριο, οι δουλειές είχαν νεκρωθεί. Άπραγα τα καράβια στο λιμάνι. Δεν υπήρχαν χέρια να τα φορτώσουν, δεν υπήρχαν εμπορεύματα να γεμίσουν τα αμπάρια τους. Μόνο κανένας φυγόστρατος, αν τα κατάφερνε να ξεγλιστρήσει από τα μπλόκα, αναζητώντας σωτηρία σε άλλη στεριά.

Γιάννης Π. Καψής, Όταν οι άγγελοι πέθαιναν στη Σμύρνη, Εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα, 2008, σ. 168-170.