Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

«Ο Φερχάτ, ο τσερκέζος»

- Θα παίξεις πετροπόλεμο;

- Όχι.

- Φοβάσαι;

- Όχι.

- Τότε, αφού δε φοβάσαι, γιατί δεν παίζεις;

- Να είμαι Τούρκος και να κυνηγάω Ρωμιούς; Εγώ Ρωμιός είμαι.

- Τούρκος είσαι. Το σουλτανάτο προσκυνάς, στην Τουρκιά είσαι, Τούρκος είσαι.

- Στο Γιουνανιστάν είμαι.

- Θα σου βαρέσω μια πέτρα στο κεφάλι.

- Κι εγώ άλλη μία.

Οι δυο πιτσιρίκοι είχαν σταθεί ο ένας απέναντι στον άλλο, νεαρά κοκόρια έτοιμα να ματώσουν. Έμοιαζαν σαν δυο σταγόνες νερό. Ίδιο μπόι, ίδια φτιαξιά, μάτια ζωηρά, μαργιόλικα. Μόνον από τα χρώματα μπορούσες να τα ξεχωρίσεις. Μαύρο κατσαρό το μαλλί του Αλέξη. Πυρρόξανθα τα μαλλιά του Χασάν.

Και στο πείσμα έμοιαζαν. Κανείς τους δεν έλεγε να κάνει ένα βήμα πίσω.

-Χασάν, ακούστηκε μια βαθιά φωνή, μην τσακώνεσαι με τον Αλέξη. Φίλοι να γίνετε.

Ψηλός, πολύ ψηλός, δυο κεφάλια πιο ψηλός απ’ όποιον άλλο στο τσιφλίκι. Όταν ήταν επάνω στον ψαρή του, το αγαπημένο του βαρβάτο άλογο, άγγιζε τις κορφές των δέντρων. Στο μπακιρένιο πρόσωπό του, τις βαθιές ρυτίδες που αυλάκωναν τα μάγουλά του, ήταν γραμμένα τα βάσανα και οι αγώνες της ράτσας του. Ήταν στιγμές που συννέφιαζε, έδειχνε κουρασμένος. Και μόνον όταν άστραφτε το τσακίρικο βλέμμα του, καταλάβαινες ότι κρατούσε μέσα του όλη την αντρειοσύνη της ράτσας του.

- Δώστε τα χέρια να γίνετε φίλοι, είπε αυστηρά ο Φερχάτ.

Οι δυο μικροί έμειναν αμίλητοι, μουτρωμένοι. Το παιδικό πείσμα αψήφησε την εντολή του Φερχάτ. Δε θα γίνονταν ποτέ φίλοι, υποσχέθηκαν κι οι δυο τους στον εαυτό τους.

- Να γίνετε φίλοι, όχι να τσακώνεστε, επανέλαβε ο Φερχάτ ανυπόμονα, κι ο τόνος της φωνής του δε σήκωνε αντιρρήσεις.

Ακόμα πιο ανυπόμονος ο ψαρής στριφογύριζε γύρω από το καπίστρι του, χτυπώντας δυνατά τα καρφοπέταλά του στο χώμα.

Ήθελε να ξεχυθεί στον κάμπο.

- Είπα δώστε τα χέρια!

Η φωνή του είχε σκληρύνει. Δε θα περίμενε πολύ.

Απρόθυμα ο Χασάν τέντωσε το χέρι του. Το ίδιο απρόθυμα, μιας και δεν έπαιρνε περισσότερο, έδωσε το χέρι του και ο Αλέξης. Στο άγγιγμα οι δυο τρυφερές παλάμες άφησαν να τους διαπεράσει ένα μικρό ρίγος. Το παιδικό πείσμα το έσβησε.

Ο ψαρής νιώθοντας το χαλινάρι να χαλαρώνει, ρίχτηκε προς το μικρό ανήφορο που άρχιζε από την πλατεία του χωριού. Δεν πρόφτασαν να δουν το αδιόρατο χαμόγελο στα χείλη του τσερκέζου. Είχαν μείνει κι οι δυο αναποφάσιστοι καταμεσής της πλατείας, δίπλα στη βρύση, απέναντι από το μεγάλο υποστατικό.

Ο τσερκέζος θυμάται

Ο Φερχάτ Ερίμ ήταν ο επιστάτης του τσιφλικιού. Τον Φερχάτ λογάριαζαν αφέντη τους στο τσιφλίκι Τούρκοι και γκιαούρηδες. Εκείνος έκανε το κουμάντο.

Με το χάραμα καβαλίκευε και δεν ξεπέζευε πριν πέσει ο ήλιος. Γύριζε στα χωριά, φώναζε στους χωριάτες να μπήγουν πιο βαθιά το αλέτρι, τους έδειχνε πώς να αλωνίζουν. Εκείνος μάζευε τη σοδειά, μόνος του έκλεινε συμφωνίες με τους εμπόρους της Σμύρνης, που κοντράρανε ποιος να πρωτοαγοράσει τα σύκα, τη σταφίδα, το στάρι του.

Ήταν αφεντικό κι επιστάτης μαζί, μα άρπαζε και το αλέτρι αν έπρεπε να δείξει πώς να οργώνουν το χωράφι. Μα τα βράδια, σαν έπεφτε το σκοτάδι, με την πρώτη ρακή που ζέσταινε τα μέσα του, καβαλούσε τον ψαρή και με τη φαντασία του χυνόταν στα λιβάδια και τα ρουμάνια, εκεί που άλλοτε κάλπαζε με τα παλικάρια της φυλής του.

Ήταν χρόνια που δεν είχε ξεχάσει, χρόνια που νοσταλγούσε, χρόνια που είχε θυσιάσει για το χατίρι της Αΐς, της Τουρκάλας γυναίκας του. Τα θυμότανε. Και τι δε θυμότανε…

* * *

Η φωτιά είχε αρχίσει να τρεμοσβήνει, τα γρήγορα πολεμικά τραγούδια είχαν δώσει τη θέση τους σε μακρόσυρτους λυπητερούς αμανέδες, είχαν βραχνιάσει κι οι φωνές. Το γλέντι των τσερκέζων πολεμιστών είχε φτάσει στο τέλος του.

Ο Φερχάτ σηκώθηκε με αργές κινήσεις, τεντώθηκε, αποχαιρέτησε τους συντρόφους του και πήρε το δρόμο για τη σκηνή του. Δεν ήθελε να δείξει πως βιάζεται. Φοβόταν τα πειράγματα των συμπολεμιστών του. Μα όλο το βράδυ, καθισμένος γύρω από τη φωτιά, πίνοντας και γλεντώντας με τους συντρόφους του, δεν έβλεπε τη στιγμή να γυρίσει στη σκηνή του. Ούτε όμως μπορούσε και να λείψει από τη σύναξη της φωτιάς. Ήταν πανάρχαιο συνήθειο να γλεντούν αδερφωμένοι ύστερα από κάθε επιδρομή.

Το προηγούμενο βράδυ είχαν ορμήσει σ’ ένα τουρκοχώρι της Προύσας. Το βιος που βρήκαν ήταν απρόσμενα πλούσιο. Παράδες, χρυσαφικά, ζωντανά και νεαρές κοπέλες, που τρύγησαν τα κάλλη τους ανάμεσα στις στάχτες των σπιτιών τους. Και φεύγοντας άνοιξαν τις κοιλιές τους να μη γεννοβολήσουν Τουρκάκια.

Δεν άφησαν ούτε κοτέτσι όρθιο. Κι ό,τι δεν μπορούσαν να κουβαλήσουν μαζί τους το έριξαν στις φωτιές που κατάκαιγαν τα χωριατόσπιτα. Η ζωή είχε σβήσει οριστικά στο Αχμουτάζ.

Πρώτος ανάμεσα στην ορδή, ο Φερχάτ είχε κουραστεί να σφάζει και να γκρεμίζει. Θα είχε σίγουρα το μεγαλύτερο μερίδιο από το λουφέ.

Μούσκεμα στον ιδρώτα, ξεπέζεψε και κοιτούσε γύρω του μην άφησαν τίποτα όρθιο. Μια μεγάλη δεματιά με σανό σιγόκαιγε. Αδιαφόρησε κι έκανε να προσπεράσει όταν μια ριπή αγέρα παρέσυρε τα άχυρα κι άφησε να φανούν δυο γυμνά κατάμαυρα γυναικεία πόδια. Οι φλόγες είχαν αρχίσει να τα τσουρουφλίζουν. Άνοιξε βιαστικά το δεμάτι κι αυτό που είδε γράφτηκε βαθιά στη θύμησή του. Δυο μεγάλα μαύρα μαργιόλικα μάτια τον κοιτούσαν γεμάτα μίσος. Φαρμάκι σκέτο το βλέμμα της.

- Οχιά! Ούρλιαξε. Νόμισες πως θα γλιτώσεις;

- Ούτε εσύ, αντιφώναξε. Και μ’ ένα σάλιο πετάχτηκε όρθια και χίμηξε καταπάνω του.

Ξαφνιασμένος ο Φερχάτ πρόφτασε να δει πως κρατούσε μαχαίρι, ένα μικρό κουζινομάχαιρο, που καθάριζαν οι γυναίκες τα χόρτα. Την άρπαξε από τους καρπούς. Πρόλαβε να του γδάρει με το μαχαίρι της το αριστερό του χέρι.

Μανιασμένος στραμπούλιξε και τα δυο χέρια της. Το αγριεμένο πρόσωπο συσπάστηκε από τον πόνο. Δεν έβγαλε άχνα.

Είχε κιόλας γυμνώσει το κοντολέπιδο μαχαίρι του, να την σφάξει. Κοντοστάθηκε. Μετάνιωσε. Την έσυρε από τα μαλλιά στο άλογό του και την έδεσε με χοντρή τριχιά πισωκάπουλα. Θα την έπαιρνε μαζί του. Δεν ήταν μόνος. Κι άλλοι πολεμιστές είχαν ακολουθήσει το παράδειγμά του.

Είχαν διαλέξει τις πιο ωραίες του χωριού. Θα τις έσερναν μαζί τους, θα τις γλεντούσαν με την ησυχία τους και θα τις πετούσαν ξεκοιλιασμένες στις χαράδρες, τροφή για τα όρνια. Έτσι ήταν το συνήθειο. Χρόνια τώρα.

Μια ολόκληρη μέρα κάλπαζαν κάτω από το σκληρό ήλιο μέχρι να φτάσουν στο λημέρι τους. Θα γλεντούσαν, θα ξεκουράζονταν και θα έσπερναν παιδιά στις γυναίκες τους, πριν ξεκινήσουν για την καινούρια επιδρομή.

Ήταν κοπιαστική η πορεία τους. Κακοτράχαλα τα μονοπάτια. Και στη σέλα ακόμα πονούσε όλο το κορμί.

Διπλωμένη στα καπούλια ήταν η νέα κοπέλα. Δε βόγκηξε, δεν έκλαψε, δεν παρακάλεσε. Ούτε νερό δε ζήτησε, κι ας είχαν ανοίξει τα χείλη της από τη δίψα.

Είχε σταθεί στο κέντρο της σκηνής. Σκυφτός. Το μπόι του δεν τον έπαιρνε να σταθεί κολονάτος. Έβγαλε το καλπάκι του κι άρχισε να ξαρματώνεται. Έβγαλε και τη φαντή πουκαμίσα του, αφήνοντας να φανεί το δασωμένο στήθος του. Πήρε ένα φουντωμένο κλαδί μυρτιάς, το βούτηξε σε μια γαβάθα με νερό και τρίφτηκε να φύγει ο πολύς ιδρώτας, κι ύστερα άδειασε τη γαβάθα πάνω από το κεφάλι του.

Έτσι όπως έσταζαν τα νερά, έδειχνε ακόμα πιο άγριος. Πυργώθηκε πάνω της.

- Θα σε λύσω, της είπε, θα πιείς νερό από το ασκί, θα βγάλεις το ρούχο σου, θα πλυθείς και θα γείρεις εκεί στο γιατάκι μου.

Την ανασήκωσε κι άρχισε να της λύνει τα χέρια. Έτριψε αμίλητη τους πονεμένους καρπούς της έχοντας καρφωμένο το βλέμμα της θαρρετά στα μάτια του.

Τώρα που την πρόσεχε ήταν πιο λαχταριστή. Το κορμί της γεμάτο μα λυγερό, μεστό το στήθος προκαλούσε μέσα από το κουρελιασμένο ρούχο της. Μα πιο λαχταριστή η κοιλιά της, οι λαγόνες της. Θα χάριζαν σίγουρα μεγάλη αντάρα στο αρσενικό που θα έπεφτε πάνω της και θα έχτιζαν γερά παιδιά.

Κρίμα. Μόλις την γλεντούσε θα έπρεπε να την ξεκοιλιάσει. Έτσι το είχαν.

Το αίμα του είχε αρχίσει να ανάβει. Δεν έβλεπε τη στιγμή να την ξαπλώσει στα στρωσίδια του.

- Βιάσου ! της είπε, κι η φωνή του ακούστηκε βραχνή από την επιθυμία.

Άρχισε να τον πλησιάζει διστακτικά, τρίβοντας ακόμα τους πονεμένους καρπούς των χεριών της. Μύρισε την αναπνοή της. Και ξαφνικά, τελείως απρόσμενα, άρπαξε το μικρό μαχαίρι του από το ζωνάρι του, το ξεγύμνωσε και τραβήχτηκε μ’ ένα πήδημα στην άκρη της σκηνής.

- Σκύλα! Δώσ’ μου το μαχαίρι, αλλιώς θα…

- Ένα βήμα αν κάνεις σφάχτηκα μοναχή μου! Έτσι κι αλλιώς στα όρνια θα καταλήξω…το ξέρω. Αλλά τουλάχιστον δε θα με γλεντήσεις.

Η φωνή της ήταν σταθερή. Δεν αστειευόταν. Αλλά για να μην αφήσει καμιά αμφιβολία ότι θα πραγματοποιούσε την απειλή της έσυρε ελαφρά το μαχαίρι στο λαιμό της. Η σάρκα άνοιξε, το αίμα κύλησε στο σταρένιο δέρμα της.

Στάθηκε αναποφάσιστος ο Φερχάτ. Δεν ήξερε τι να κάνει. Τώρα την ποθούσε ακόμα περισσότερο. Θα προσπαθούσε να την καταφέρει με λόγια.

- Κι αν σου ορκιστώ στον Αλλάχ πως δε θα σε δώσω στα όρνια; Θα σε κρατήσω κοντά μου. Ή, αν το προτιμάς, θα σε στείλω πίσω στους δικούς σου.

- Μαγαρισμένη; Ντροπιασμένη; Καλύτερα να στείλεις νεκρό το κορμί μου.

Ο Φερχάτ έκανε ασυναίσθητα ένα βήμα να την πλησιάσει.

- Στάσου μακριά μου! φώναξε αυτή. Και το μαχαίρι μπήκε πιο βαθιά.

- Έλα στα συγκαλά σου.

Δεν του είχε ξανατύχει. Δεν ήξερε τι να κάνει. Αν ήταν άλλη, θα έκανε κιόλας συντροφιά με τους προγόνους της. Αλλά τον είχε ξελογιάσει και με το κορμί και με το θάρρος της.

Θα προσπαθούσε να την καλοπιάσει.

- Θα προτιμούσες, της είπε ειρωνικά, ένα βρόμικο χωριάτη να σε ξεπαρθενέψει;

- Μάρτυς μου ο Αλλάχ! Το νιώθεις άλλωστε…είσαι το αρσενικό που θα λαχταρούσα να τρυγήσει τούτα δω…

Με μια απότομη κίνηση ξέσκισε το φόρεμα της αφήνοντας να φανούν τα βυζιά της. Κατάμαυρες οι ρώγες. Παλάβωσε ο Φερχάτ.

- Μα τον Αλλάχ, θα σε προτιμούσα απ’ όλους τους άντρες του μιλετιού. Αλλά αυτά εδώ δε θα τα χαρείς. Και χαρεμλού σου δε θα γίνω ποτέ.

Την άλλη μέρα την έκανε γυναίκα του.

Δεν καλοφάνηκε στους συντρόφους του ο γάμος του με την Τουρκάλα. Μισούσαν τους Τούρκους. Δεν ήξεραν γιατί, αλλά έτσι το ’χαν βρει. Ύστερα ήταν και το θέμα πως θα μπαστάρδευε η ράτσα τους.

Χειρότερες οι γυναίκες. Ούτε να την δουν δεν ήθελαν. Πόσες και πόσες δεν είχαν βάλει τον Φερχάτ στο μάτι, και να τον ξελογιάσει μια Τουρκάλα.

Δε δέχτηκαν ποτέ την Αΐς σαν δική τους. Κι άρχισαν να δείχνουν με τον τρόπο τους στον Φερχάτ ότι έπρεπε να ξεκόψει. Ίσως και να του το είχαν πει ανοιχτά αν δεν ήταν το μεγαλύτερο παλικάρι της ορδής. Τον σέβονταν, μα και τον φοβόντουσαν.

Φεγγάρια πολλά κάλπαζε ο Φερχάτ πίσω από τους συντρόφους του. Αυτός που ήταν πάντοτε πρώτος.

Έστηνε τη σκηνή του παράμερα κι άναβε τη δική του φωτιά. Τις πρώτες μέρες, όταν αποτολμούσε να καθίσει γύρω από τη μεγάλη φωτιά της φυλής, οι κουβέντες σταματούσαν, τα πρόσωπα συννέφιαζαν κι ένας ένας οι μεγάλοι τραβούσαν για τις σκηνές τους. Που άλλοτε όλοι κρέμονταν από τα χείλη του κι η γνώμη του ήταν πιο δυνατή απ’ όλους.

Ήταν τότε που συνάντησε τον Γιάννη Υψηλάντη, το δάσκαλο καταπώς τον φώναζαν όλοι. Είχαν ξεπεζέψει στο τσιφλίκι του να ξεδιψάσουν. Είχαν μείνει ώρα μαζί και τα κρυφομιλούσαν. Πώς έδεσαν κανείς δεν έμαθε.

Εκείνη τη μέρα εγκατέλειψε την ορδή κι έγινε αμέσως μπιστικός του.

Γιάννης Π. Καψής, <ι>Όταν οι άγγελοι πέθαιναν στη Σμύρνη, Εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα, 2008, σ. 213-221.