Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Εισαγωγή. Το τεμάχιον είναι το τελευταίον κεφάλαιον της υπό του συγγραφέως το 1929 δημοσιευθείσης βιογραφίας του αειμνήστου ιεράρχου.

Ο Χρυσόστομος εγεννήθη το 1867 εις την μικράν κωμόπολιν της Βυθυνίας Τρίγλιαν. Ο πατήρ του Νικόλαος Καλαφάτης ήτο δημογέρων. Η μητέρα του είχε τάξει τον Χρυσόστομον, ενώ ήτο ακόμη βρέφος, εις την εκκλησίαν, και πράγματι ούτος έδειξεν ενωρίς μεγάλην κλίσιν προς το ιερατικόν στάδιον. Αφού ετελείωσε το σχολείον της πατρίδος του διακρινόμενος πάντοτε εις τα μαθήματα, απεστάλη υπό του πατρός του το 1884 εις την Θεολογικήν Σχολήν της Χάλκης, όπου ηυτύχησε να εύρει αρίστους διδασκάλους. Εκ της Σχολής απεφοίτησεν αριστεύσας το 1892, χειροτονηθείς δε προσελήφθη αμέσως ως αρχιδιάκονος υπό του μητροπολίτου Κωνσταντίνου Βαλλιάδου εις Μυτιλήνην και έπειτα εις την Μητρόπολιν Εφέσου, όπου μετ’ ολίγον μετετέθη ο προστάτης αυτού. Ο Χρυσόστομος, καλλίφωνος όπως ήτο, εύγλωττος κήρυξ του θείου λόγου, έχων το ιερόν πυρ του εμπνευσμένου Χριστιανού, επεβλήθη αμέσως εις την κοινήν εκτίμησιν και συμπάθειαν. Τότε συνέγραψε και ογκώδες δίτομον έργον «περί Εκκλησίας». Μετ’ ολίγον, το 1897, εκλεγέντος του Μητροπολίτου Εφέσου Οικουμενικού Πατριάρχου, παρηκολούθησεν αυτόν ο Χρυσόστομος εις την Κωνσταντινούπολιν, όπου εχειροτονήθει πρεσβύτερος και υπηρέτησεν ως Μέγας Πρωτοσύγγελος των Πατριαρχείων, ήτοι εκπρόσωπος του Πατριάρχου και αναπληρωτής αυτού εν τη ενασκήσει των διοικητικών καθηκόντων του ως ιεράρχου της Κωνσταντινουπόλεως. Και εν τω αξιώματι τούτω διέπρεψεν ο Χρυσόστομος, η δε Εκκλησία, αμείβουσα τας πολλαπλάς υπηρεσίας του, προήγαγεν, αυτόν, νεώτατον έτι, το 1902, εις μητροπολίτην Δράμας. Ενταύθα ο ιεράρχης ανέπτυξεν δράσιν πολυσχιδεστάτην υπέρ της Εκκλησίας και του Γένους. Είχεν αρχίσει ήδη ο μακεδονικός αγών, βουλγαρικά δε ανταρτικά σώματα εβιαιοπράγουν κατά των Ελλήνων της Μακεδονίας, καταλαμβάνοντες εκκλησίας, δολοφονούντες προκρίτους και εξαναγκάζοντες δια της βίας τους πληθυσμούς να προσχωρήσωσιν εις το σχίσμα. Ο Χρυσόστομος πλήρης θάρρους αρχίζει τον υπέρ της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού αγώνα. Χωρίς να λαμβάνει καθόλου υπόψιν τους κινδύνους, εις τους οποίους εξετίθετο, περιοδεύει διαρκώς την επαρχίαν του, κηρύττει τακτικώς, ιδρύει σχολεία, εκκλησίας, γυμναστήρια, ορφανοτροφεία, φιλοπτώχους αδελφότητας, με ολίγα λόγια αναπτερώνει το φρόνημα των Χριστιανών και επαναφέρει εις την ορθοδοξίαν τους προς στιγμήν λιποψυχήσαντας. Φυσική συνέπεια της δράσεως ταύτης υπήρξε το κοινόν εναντίον αυτού μίσος των Βουλγάρων και των Τούρκων. Επανειλημμέναι απόπειραι εγένοντο κατά της ζωής αυτού υπό των βουλγαριζόντων, αι δε τουρκικαί αρχαί εξάλλου, αίτινες εμαίνοντο κατ’ αυτού, απηγόρευσαν εις αυτόν τας περιοδείας του και τέλος επέτυχον κατά το 1907 την ανάκλησίν του. Ο ιεράρχης κατέφυγε τότε εις την πατρίδα του Τρίγλιαν. Το επόμενον όμως έτος, μόλις ανεκηρύχθη το Σύνταγμα εις την Τουρκίαν, επανήλθε πανηγυρικώς εις την έδραν αυτού. Αλλά δεν επέρασαν πολλοί μήνες και οι Τούρκοι πάλιν εξεδίωξαν αυτόν και τον ηνάγκασαν να επανέλθει εκ νέου εις την πατρίδαν του. Τότε πάσα σχεδόν κενουμένη μητρόπολις εζήτει από τα Πατριαρχεία την πλήρωσιν της χηρευούσης έδρας δια του Χρυσοστόμου. Τέλος η Σμύρνη ευτύχησε να λάβει αυτόν το 1910 ως Μητροπολίτην αυτής. Η δράσις του ιεράρχου εις την νέαν ταύτην θέσιν υπήρξεν εντονωτέρα και λαμπροτέρα. Αλλά δια τούτο εκίνησε και δριμυτέραν την εναντίον του οργήν των Τούρκων, οίτινες, μόλις εξερράγη ο ευρωπαϊκός πόλεμος, εξηνάγκασαν αυτόν να απέλθει εις την Κωνσταντινούπολιν. Εκεί ο ιεράρχης παρέμεινε καθ’ όλον το διάστημα των εχθροπραξιών, αφοσιώθει δε εις την συγγραφήν βιβλίων εις γαλλικήν γλώσσαν περί των απανθρώπων διωγμών, τους οποίους είχον ενεργήσει οι Τούρκοι κατά του μικρασιατικού ελληνισμού. Μόλις υπεγράφη η ανακωχή το 1918, ο Χρυσόστομος έσπευσε να επανέλθει, εν μέσω του ενθουσιασμού των Σμυρναίων, εις την έδραν αυτού. Εκεί ήλθεν εις νέαν σύγκρουσιν με τον τότε διοικητήν της Σμύρνης στρατηγόν Νουρρεδίν πασάν, όστις, υποπτεύων ότι οι εν Παρισίοις συνεδριάζοντες αντιπρόσωποι των νικητών έμελλον να παραχωρήσωσιν εις την Ελλάδα την δυτικήν Μικράν Ασίαν, ειργάζετο μυστικώς ίνα αμυνθεί, διανέμων όπλα εις τους Τούρκους και παρασκευάζων εν γένει αυτούς εις αντίστασιν. Τούτου τας ενεργείας μετά πειστηρίων περί της ενοχής του κατήγγειλεν ο ιεράρχης εις τους αρμοστάς των Δυνάμεων και επέτυχε την ανάκλησιν αυτού. Τέλος, εκείνα τα οποία από ετών εκήρυττε, πρόελεγε και δια τα οποία ειργάζετο ο Χρυσόστομος, επετελέσθησαν. Από της 1ης Μαΐου 1919 η Σμύρνη μετά της ενδοχώρας κατέστη ελληνική. Ο ιεράρχης έζησε τότε τας ωραιοτέρας ημέρας της ζωής του… αλλά και τας θλιβερωτέρας δυστυχώς ευθύς κατόπιν, όταν περιδεής έβλεπεν ότι το έπειτα από τόσων αιώνων όνειρα και τόσας θυσίας και ποταμούς αιμάτων ανεγερθέν οικοδόμημα εκινδύνευε να κρημνισθεί. Τέλος, ότε κατά Μάρτιον του 1922 αι Δυνάμεις επρότειναν την εκκένωσιν της Μικράς Ασίας υπό του εληνικού στρατού και την εν αυτή αποκατάστασιν της τουρκικής κυριαρχίας, ο Χρυσόστομος συνέστησε την «Παμμικρασιατικήν άμυναν» και, συγκαλέσας τους επισκόπους και τους δημογέροντας και προκρίτους, προέτεινε την ταχείαν εξ ιδίων οργάνωσιν του μικρασιατικού ελληνισμού δια καθολικής επιστρατεύσεως και πάσης υλικής θυσίας, προς διάσωσιν της κινδυνευούσης ελευθερίας. Αλλ’ ήτο πλέον αργά. Η ώρα της τραγικής καταστροφής είχε σημάνει.

Ιστορικαί ημέραι του Αυγούστου του τρομερού έτους 1922.

14 Αυγούστου. —Η Σμύρνη έχει την συνήθη ζωηράν όψιν της. Οι κεντρικοί δρόμοι πλήρεις κινήσεως. Περιπατηταί αμέριμνοι εις τον παραλιακόν δρόμον. Η «Λέσχη των κυνηγών» και η «Ελληνική Λέσχη» και τα καφενεία και τα άλλα κοσμικά κέντρα κατάφωτα και εορταστικά. Τίποτε δεν προδίδει την εγγίζουσαν θύελλαν. Είναι η τελευταία ημέρα της ηρέμου ζωής εις την ελευθέραν Σμύρνην.

15 Αυγούστου. —Αστραπιαία μετάδοσις εις την πόλιν των θλιβερών ειδήσεων. Όμιλος ανησύχων πολιτών εις το διοικητήριον και την μητρόπολιν. Καθησυχαστικόν ανακοινωθέν της Διοικήσεως. Εσπέρα ηρεμωτέρα.

16 Αυγούστου. —Εντείνεται η ανησυχία. Έναρξις συρροής προσφύγων. Αι διατυπώσεις της εκδόσεως διαβατηρίων ανακόπτουν το ρεύμα της εξόδου. Αγωνία και σύγχυσις εις την πόλιν. Επίσημος βεβαίωσις περί αντοχής επί μακρόν χρόνον του μετώπου. Κατανυκτική παράκλησις εις τον ναόν της αγίας Φωτεινής. Ο αρχιστράτηγος ανάπτων λαμπάδα προσεύχεται. Ενθαρρυντικοί λόγοι του μητροπολίτου προς τους εκκλησιαζομένους.

18 Αυγούστου. —Άφιξις και ολιγόωρος διαμονή των υπουργών Στράτου και Θεοτόκη. Απόφασις ταχείας εκκενώσεως. Η αρμοστεία ανακαλεί τους υπαλλήλους του εσωτερικού με οδηγίας, όπως μη προκαλέσουν την ανησυχίαν των κατοίκων. Αποκαρδιωτικόν θέαμα των εισερχομένων φυγάδων του στρατού. Έναρξις επιβιβάσεως προσφύγων. Μεγάλη έλλειψις τροφίμων. Ο μητροπολίτης απευθύνει έκκλησιν προς τον αρχιεπίσκοπον Κανταβρυγίας.

21 Αυγούστου. —Έντονοι ενέργειαι του μητροπολίτου δια την προστασίαν του χριστιανικού πληθυσμού. Ο αρμοστής παραπέμπει τον μητροπολίτην εις τον Άγγλον γενικόν πρόξενον και τον Άγγλον ναύαρχον. Αμφότεροι ζητούν δεκαήμερον προθεσμίαν δια την συνεννόησιν και την λήψιν των απαιτουμένων μέτρων. Εις τον λιμένα της Σμύρνης εβρίσκονται δύο Αγγλικά πολεμικά, δύο Γαλλικά και τρία Αμερικανικά. Επιβίβασις του στρατού εκ διαφόρων σημείων της παραλίας. Κατάπλους του αγγλικού θωρηκτού Γεωργίου Ε’ και του γαλλικού Ερνέστ Ρενάν.

Ο μητροπολίτης διανέμει άρτον και γάλα εις τα παιδία των συγκεντρωθέντων και εν υπαίθρω κατηυλισμένων χιλιάδων προσφύγων.

23 Αυγούστου. —Άφιξις του νέου αρχηγού κ. Πολυμενάκου. Επιτροπή Μικρασιατών προ του διοικητηρίου αξιοί απειλητικώς να παραλάβει τα πολεμοφόδια του στρατού δια την οργάνωσιν αμύνης εις το ύψωμα του Νυμφαίου. Κατάπλους των πλοίων, των μεταφερόντων την μεραρχίαν Θράκης. Ουδείς στρατιώτης αποβιβάζεται.

Ο μητροπολίτης Σμύρνης απευθύνει το τελευταίον έγγραφόν του προς τα Πατριαρχεία:

«Παναγιώτατε Δέσποτα,

Πιστεύω ότι ελήφθη το από 18ης και 19ης γράμμα μου, το εξαγγέλλον τας μεγάλας και αθεραπεύτους συμφοράς του χριστιανισμού της Μικράς Ασίας. Μη δυνάμενος δια χάρτου και μελάνης να περιγράψω την αφαντάστως κρίσιμον και οδυνηράν κατάστασιν, έκρινα εύλογον να προτείνω εις τα δύο κοινοτικά σώματα να εξαποστείλωμεν εις Κωνσταντινούπολιν τον επιδότην δημογέροντα κ. Σ. Σολομωνίδην, όστις θα εκθέσει Υμίν προφορικώς τα πάντα και θα συσκεφθεί μεθ’ Υμών, έστω και κατά την δωδεκάτην ώραν, εάν είναι δυνατόν να γίνει τι δια την θεραπείαν της καταστροφής».

25 Αυγούστου. —Αγωνιώδης προσπάθεια των προσφύγων προς επιβίβασιν επί των πλοίων. Ο αρχιστράτηγος μεταφέρει επί πλοίου το αρχηγείον. Συμπλήρωσις στρατιωτικής εκκενώσεως. Η πόλις ανυπεράσπιστος. Αποβιβάζονται περιπολίαι Ευρωπαίων ναυτών, έχουσαι αυστηράς οδηγίας, όπως περιορισθούν μόνον εις την φρούρησιν των ξένων ιδρυμάτων. Ο μητροπολίτης ενεργών υπέρ της σωτηρίας των χριστιανών επισκέπτεται τον κ. Χόρτων, πρόξενον των Ηνωμένων Πολιτειών, όστις εις το βιβλίον του «The Blight of Asia» γράφει: «Ο μητροπολίτης ήτο κάτωχρος, η σκιά του εγγίζοντος θανάτου ηπλούτο επί της φυσιογνωμίας του. Ολίγιστοι εξ όσων αναγνώσουν τας γραμμάς αυτάς θα εννοήσουν την σημασίαν του φαινομένου τούτου…».

Ο αρχιεπίσκοπος των καθολικών εξασφαλίζει κατάλληλον θέσιν επί αναχωρούντος ατμοπλοίου και εξορκίζει τον μητροπολίτην να αναχωρήσει υπενθυμίζων εις αυτόν ότι περιήλθεν εις μεγάλην οξύτητα με τας τουρκικάς αρχάς και βιβλία ενυπογράφως συνέγραψε δια τας τουρκικάς ωμότητας. Ο μητροπολίτης εις τόνον γαληνιαίας και ακλονήτου αποφάσεως απαντά: «Παράδοσις του ελληνικού κλήρου, αλλά και υποχρέωσις του καλού ποιμένος είναι να παραμείνει με το ποίμνιόν του».

26 Αυγούστου. —Ο ύπατος αρμοστής επιχειρών να αναχωρήσει αναχαιτίζεται υπό εξηγριωμένου πλήθους. Αγγλικόν άγημα εξασφαλίζει την επιβίβασίν του επί του «Σιδηρού Δουκός». Τελευταίοι δημόσιοι λειτουργοί αναχωρούν ο πρύτανις κ. Καραθεοδωρής και ο ταμίας κ. Ρεβελής συναποκομίζοντες όλα τα περιουσιακά στοιχεία της υπηρεσίας των. Αποπλέουν τα τελευταία πλοία κατάφορτα προσφύγων. Χιλιάδες χριστιανών παραμείναντες ελλείψει μεταγωγικών μέσων ευρίσκουν καταφύγιον εις οικίας Ευρωπαίων και εις το προαύλιον του ναού της Αγίας Φωτεινής.

Την 4.30 μ.μ. καταβιβάζεται η ελληνική σημαία. Επί κεφαλής ατάκτων Τσετών ιππέων εισέρχεται ο Κιόρ Μπεχλιβάν. Τρομοκρατία εις την πόλιν. Ο μητροπολίτης επιστρέφει εις την μητρόπολιν εις την πόλιν. Ο μητροπολίτης επιστρέφει εις την μητρόπολιν εξασφαλίσας ολίγα τρόφιμα δια τους κατακλύζοντας τα γραφεία, τον ναόν και το προαύλιον πρόσφυγας του εσωτερικού, ανήκοντας σχεδόν εξ ολοκλήρου εις άλλας μητροπόλεις. Ο αδελφός του Ευγένιος τον βοηθεί εις το φιλάνθρωπον έργον του. Ούτος αρνηθείς να τον αποχωρισθεί φυλακίζεται ολίγας ημέρας βραδύτερον και μετά εξ μήνας απαγχονίζεται δι’ αποφάσεως τουρκικού δικαστηρίου.

27 Αυγούστου, Σάββατον. —Ο μητροπολίτης κάτωχρος από την νηστείαν και την αυπνίαν εισέρχεται την 7ην πρωινήν ώραν εις το ιερόν του ναού δια να προσευχηθεί. Ο ναός επληρώθει ασφυκτικώς από τον κατηυλισμένον εις την μητρόπολιν κόσμον. Μετ’ ολίγην ώραν εμφανίζεται ο μητροπολίτης από της ωραίας πύλης με στερεόν το γόνυ, φωτεινόν το μέτωπον, απαστράπτοντας τους οφθαλμούς. Εγονυπέτησεν ως αμαρτωλός εις το ιερόν βήμα προ του Εσταυρωμένου και τώρα με το ρίγος της θείας προσευχής ηγέρθει ως όσιος.

«Η Θεία Πρόνοια», λέγει προς τους εκκλησιαζομένους, «δοκιμάζει την πίστιν μας και το θάρρος μας και την υπομονήν μας την ώραν αυτήν. Αλλ’ ο Θεός δεν εγκαταλείπει τους χριστιανούς. Εις τας τρικυμίας αναφαίνεται ο καλός ναυτικός και εις τας δοκιμασίας ο καλός χριστιανός. Προσεύχεσθε και θα παρέλθει το ποτήριον τούτο. Θα ίδωμεν πάλιν καλάς ημέρας και θα ευλογήσωμεν τον Θεόν. Θαρρείτε, ως εμπρέπει εις καλούς χριστιανούς».

Την μεσημβρίαν ο μητροπολίτης διανέμει εις όλους φρυγμένον άρτον και ελαίας και όρυζαν εις τα μικρά παιδία.

Μετά τούτο από το ύψος της κλίμακος του προαυλίου αναγιγνώσκει και ερμηνεύει εις τους συγκεντρωμένους πρόσφυγας περικοπάς του Ευαγγελίου. Την ώραν εκείνην ανοίγει θορυβωδώς την εξώθυραν υπαστυνόμος μετ’ ενόπλου στρατιώτου. Η θέα του Τούρκου αστυνομικού κατετάραξε τους συγκεντρωμένους χριστιανούς. Αι γυναίκες και τα παιδία κραυγάζουν γοερώς, οι άνδρες συγκεντρούνται πέριξ του μητροπολίτου. Ο υπαστυνόμος επληροφόρησεν ότι ο φρούραρχος Σαλή Ζεκή βέης ζητεί τον μητροπολίτην εις το φρουραρχείον. Ο μητροπολίτης γαλήνιος και αποφασιστικός καθησυχάζει δια νεύματος τους τεταραγμένους χριστιανούς και αναχωρεί εν συνοδεία του υπαστυνόμου και του ενόπλου στρατιώτου. Η αγωνία κατέλαβε τους απομεμονωμένους εις το προαύλιον χριστιανούς.

Έξωθεν ηκούετο δαιμονιώδης θόρυβος, ζωηραί κραυγαί και ήχοι οργάνων. Εισήρχετο εις την Σμύρνην το 4ον σώμα ιππικού υπό τον συνταγματάρχην Μεχμέτ Τζακή βέην. Ηκολούθει ο νέος διοικητής Σμύρνης, ο στρατηγός Νουρεδδίν πασάς, ο αιμοβόρος οργανωτής των σφαγών της Ιωνίας, ο ανακληθείς προ τριετίας εκ Σμύρνης υπό των αρμοστών δι’ ενεργειών του μητροπολίτου Χρυσοστόμου. Οι Τούρκοι υπεδέχθησαν με έξαλλον ενθουσιασμόν τον στρατόν και τον νικητήν στρατηγόν.

Αποσπώμεν από την κατάθεσιν του Θωμά Βουλτσίου, κλητήρος του μητροπολίτου, παραμείναντος μέχρι της τελευταίας ημέρας και επί εικοσαετίαν πιστώς υπηρετήσαντος αυτόν, την κατωτέρω αφήγησιν των τελευταίων περιπετειών του μητροπολίτου. «Ο αστυνόμος οδήγησε το δεσπότη στο φρούραρχο, ένα μαυριδερό Αλβανό. Η πόρτα έμεινε μισάνοιχτη και έβλεπα μέσα. Εχαιρετίστηκαν. Ο φρούραρχος παράγγειλε για το δεσπότη βυσσινάδα. Έπειτα ο φρούραρχος έλεγε και ο δεσπότης έγραφε. Σε λίγη ώρα ετελείωσαν. Όταν εβγήκαμε έξω με τον αστυνόμο έλειπε το αμάξι μας. Καλή τύχη έφθασαν την ώρα εκείνη δύο Αμερικάνοι αξιωματικοί και είχαν την καλοσύνην να μας δώσουν το αυτικίνητό τους να γυρίσωμε. Εφθάσαμε στη μητρόπολη η ώρα πέντε. Χαρά όλων, που μας είδαν. Ο μητροπολίτης έγραψε την προκήρυξη που του έδωκεν ο φρούραρχος. Η προκήρυξη έλεγε να μένουν όλοι στα σπίτια τους και να παραδώσουν τα όπλα στην εξουσία.

Στας οκτώ το βράδυ έρχεται ένα αυτοκίνητο στη μητρόπολη με τον ίδιο αστυνόμο και δύο στρατιώτες οπλισμένους με λόγχες. Ήλθαν να πάρουν τον δεσπότη πως τον ζητά ο νομάρχης, δεν είπαν το όνομα, να πάει στο διοικητήριο με τρεις δημογέροντες. Επήραμε τον Τσουρουκτσόγλου και τον Κλιμάνογλου και εμπήκαν οι τρεις και οι αστυνομικοί στο αυτοκίνητο, για μένα δεν είχε θέση και μούπε ο δεσπότης να περιμένω στη μητρόπολη. Στας δέκα το βράδυ ένας από τους στρατιώτες, που ήλθαν το απόγευμα, έφερε μία κάρτα του δεσπότη για τον αδελφό του Ευγένιο. Του έγραφε: «Αγαπητέ αδελφέ, Μας εκράτησαν απόψε εμέ ως πρόεδρον της Μικρασιατικής αμύνης, τους άλλους ως μέλη. Μην ανησυχείτε». Ο Ευγένιος άρχισε να κλαίει. Το άλλο πρωί, Κυριακή, στας 8 με στέλλει να μάθω για το δεσπότη. Εβρήκα τον Ζαδέ της τραπέζης. Πριν μισή ώρα συνάντησε τον υπαστυνόμο, που είχε πάρει το δεσπότη. Αυτός του είπε πως το δεσπότη τον χάλασαν, καθώς και τους δημογέροντες. Έτσι έγιναν. Ως την Τετάρτη, που έφυγα, δεν μπόρεσα να μάθω τίποτε άλλο».

Είναι η μόνη αυθεντική αφήγησις των τελευταίων ωρών της ζωής του μητροπολίτου Χρυσοστόμου. Όλαι αι άλλαι αφηγήσεις Ελλήνων και ξένων δημοσιογράφων περί της ημέρας του θανάτου, εάν τουτέστι το εσπέρας του Σαββάτου ή την πρωίαν της Κυριακής, και περί του είδους των σκληρών βασάνων, τας οποίας υπέστη ο μάρτυς ιεράρχης, δεν έχουν μέχρι τούδε καμμίαν αυθεντικήν βεβαίωσιν παρ’ όλας τας γενομένας ερεύνας. Οι μόνοι αυτόπται μάρτυρες ειναι οι εξηγριωμένοι φονείς, το φανατικόν και αιμοβόρον πλήθος, το οποίον διεμέλισε τον μάρτυρα, αλλ’ εξ αυτών ουδείς δύναται να κληθεί και μαρτυρήσει δια την σκηνήν αυτήν του τραγικού θανάτου. Το πιθανώτερον είναι ότι ο Νουρεδδίν πασάς, διψών εκδίκησιν και φοβούμενος ξενικήν επέμβασιν, παρέδωσε το εσπέρας της ιδίας ημέρας του Σαββάτου τον μητροπολίτην εις το ανυπόμονον και αιμοδιψές πλήθος, το οποίον ωρύετο κάτωθεν του διοικητηρίου και είχε την ακάθεκτον δίψαν των εξεγερθέντων αγρίων ενστίκτων δια να ίδει και εντρυφήσει με απλήστους οφθαλμούς εις το ρέον αίμα και την τραγικώς αλλοιουμένην και σβεννυμένην από μαρτυρικόν θάνατον φυσιογνωμίαν του ιεράρχου, κορυφαίου Ρουμ, συμβολίζοντος εις τα όμματα των Τούρκων την γενναιότητα, την δύναμιν, την υπεροχήν του ηττηθέντος και συντριβέντος τώρα εχθρού.

Αλλ’ εάν ουδεμία υπάρχει αυθεντική αφήγησις της προκαλούσης το ρίγος σκηνής του μαρτυρίου του ηρωικού ιεράρχου, ο βιογράφος του, ο οποίος συνεκέντρωσε με ευλαβή προσοχήν και επιμονήν τας εκδηλώσεις της ζωής του, συνεκόμισεν από έγγραφα, από δημοσιεύματα, από αφηγήσεις, από πάσαν πηγήν το υλικόν της ανασυνθέσεώς του, όστις τον παρηκολούθησε διαπλασσόμενον, λαλούντα από του άμβωνος, κρούοντα τους κώδωνας της αναστάσεως, εξεγειρόμενον υπέρ του δικαίου, αντιμετωπίζοντα την βίαν, τηκόμενον υπέρ της πατρίδος, πραϋνόμενον εντός των κύκλων της ευαγγελικής αγάπης, με την φυσιογνωμίαν του φωτιζομένην πότε από το ιλαρόν φως κανδήλας εικονοστασίου, πότε από την λάμψιν εκρηκτικής ύλης, αυτός ημπορεί με το κύρος αυτόπτου μάρτυρος να αναπαραστήσει το τραγικόν δράμα ως διεξήχθη εις την ψυχήν του μητροπολίτου…

Τον μαρτυρικόν θάνατον αντιμετώπιζεν ο μητροπολίτης Χρυσόστομος δι’ όλης της ζωής του. Είχε την συναίσθησιν ότι εκεί μοιραίως τον οδήγει η παρρησία και ο ακάθεκτος πατριωτισμός του, ησθάνετο την ανάγκην να εξοικειωθεί με τον ανημμένον σίδηρον και την αστράπτουσαν μάχαιραν, επροπονείτο δια να μη εμφανίσει ποτέ το ταπεινωτικόν δέος προ της απειλής του θανάτου και εκρατύνετο δια να μη διαψεύσει ποτέ τον εμψυχωτικόν τόνον του κηρύγματός του το ευτελές ορμέμφυτον της ζωής.

Είχεν εμπλησθεί δια της ρομαντικής ιδιοσυγκρασίας του από την πεποίθησιν ότι μαρτυρικός θάνατος είναι η υστάτη υπηρεσία προς το ιδεώδες της πατρίδος. Εφιλοδόξει να γίνει κρίκος της μεγάλης παραδόσεως του ορθοδόξου κλήρου εξαγοράζοντας όλας τας αδυναμίας του δια της τραγικής χορείας των μαρτύρων ιεραρχών. Αισθητικώς απετροπιάζετο δι’ εαυτόν τον άγονον μαρασμόν του γήρατος. Είχε την έμφυτον φιλαρέσκειαν να πέσει αγωνιζόμενος με ακάνθινον στέφανον εις τους κροτάφους.

Με αυτήν την βαθέως χαραγμένην ψυχολογίαν ύψωσε το ηθικόν του παράστημα έμπροσθεν του Τούρκου διοικητού. Ευθυτενής, παγερός, ολιγολόγος επτόησε και απεγοήτευσε τον νικητήν.

Ούτως η μόνη διέξοδος κατέστη η παραπομπή του εις την κρίσιν του όχλου, του ορυομένου κάτωθεν του Διοικητηρίου.

Ούτε η πραότης, ούτε η υπεροχή του ιεράρχου συνεκράτησαν τα άγρια ορμέμφυτα του φανατικού όχλου. Και συνετελέσθη εκεί εις την αυλήν του διοικητηρίου η δι’ ύβρεων, εμπτυσμών, κολάφων και πληγμάτων ευαγγελική σκηνή του μαρτυρικού θανάτου.

Όλη η μακρά προπόνησις και εξοικείωσις του μητροπολίτου με τον θάνατον, όλη η θεία μετάληψις της βιβλικής διδασκαλίας και το εξάπτον εις ηρωικήν αυτοθυσίαν ευαγγελικόν δράμα απετέλεσαν κατά την υστάτην εκείνην ώραν το θείον αντίδοτον των ευτελών ύβρεων και των σωματικών αλγηδόνων.

Βάλσαμον έχεον οι λόγοι της τελευταίας προσευχής του Πολυκάρπου, του οποίου ηκολούθει τώρα τα αιματηρά ίχνη ο μητροπολίτης. Θείαν καρτερίαν ενεστάλαζαν εις τον ιεράρχην η υψηλή συναίσθησις ότι ετέλει την στιγμήν εκείνην υστάτην λειτουργίαν, ότι το ιδικόν του αίμα ήτο το υπέρ πολλών εκχυνόμενον…

Και εφόσον τα πλήγματα ήσαν βιαιότερα και εξηκολούθει το μαρτύριον, απέβαινον ολονέν ασθενέστεραι αι σωματικαί αλγηδόνες, εξέλειπον οι σπασμοί και ηπλούτο εντονωτέρα έκφρασις θείας αγαλλιάσεως επί της αγίας μορφής του ιεράρχου.

Το σώμα ηττώμενον ηλευθέρωνε νικήτριαν του θανάτου την ψυχήν…

Και τώρα ο Νεκρός ηκρωτηριασμένος, παραμορφωμένος, άταφος και άκλαυτος εξακολουθεί το ανύστακτον κήρυγμά του από του ύψους του νέου Γολγοθά, συνδέει ως σιδηρούς κρίκος αδιαρρήκτου αλύσεως τας μεγάλας παραδόσεις του ελληνικού κλήρου εις ημέρας καταπτώσεως και παρακμής, ρίπτει φως αγίας λαμπάδος εις το έρεβος καταστρεπτικής περιόδου της ελληνικής ιστορίας, διδάσκει κατά μήκος ατέρμονος χρόνου ότι η ανθρωπίνη ψυχή παλλομένη από ελληνικόν ιδεώδες και χριστιανικήν πίστιν μεταβάλλει το πυρ εις δρόσον και τον μαρτυρικόν θάνατον εις ευθανασίαν…

1929.

Λοβέρδος Σπυρίδων, Ο μαρτυρικός θάνατος του Μητροπολίτου Σμύρνης Χρυσοστόμου, στο Αλέξανδρος Σαρής, Νεοελληνικά Αναγνώσματα διά τους μαθητάς της 6ης Τάξεως των Γυμνασίων και των Λυκείων, Εν Αθήναις, Βιβλιοπωλείον Ιωάννου Ν. Σιδέρη, 1930, σ. 5-14