Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Η παροιμία βγήκε σωστή. Ξημέρωσε μια μέρα ηλιόχαρη και δροσερή. Και τόσο το καλύτερο, γιατί οι δυο τελευταίες τάξεις του δημοτικού θα πηγαίναν εκδρομή στο ρημαγμένο φράγκικο κάστρο του Απάνω Μαχαλά. Έτσι, στις οχτώ το πρωί, τα παιδιά μαζευτήκανε στο σχολείο, με τα καλαθάκι ή με τα πακετάκια τους. Θα τα συνοδεύανε δυο δάσκαλοι, ο κύριος Κουρμέντιος κι ο κύριος Δερβέρης.

Ξεκινήσανε, δυο δυο στη γραμμή, καμιά εβδομηνταριά παιδιά. Το πρόγραμμα ήτανε να περάσουν πρώτα από την εκκλησιά του Αι-Γιάννη του Απάνω Μαχαλά, κι έτσι, αφού διασχίσανε το κέντρο της Αρμενιάς βγήκανε στης Χάβρας το σοκάκι, κι από τα παρασόκακα της οβραιακής ανηφορίσανε στο μικρό απομονωμένο ρωμιομαχαλά, σφηνωμένο ανάμεσα στην οβραιακή και τον τουρκομαχαλά. Στα παράθυρα του δημοτικού σκολειού του Αι-Γιάννη, βγήκανε τα σκολιαρόπουλα και κοιτάζανε με κάποια ζήλια τα ευτυχισμένα παιδιά που πηγαίναν εκδρομή.

Αφού προσκυνήσανε τον Άγιο συνεχίσανε τον ανήφορο μέσ’ από τον τουρκομαχαλά. Μια γαλήνη ανατολίτικη βασίλευε σε τούτα τα σοκάκια. Οι δύο δάσκαλοι αποφεύγανε, για το ασύγχυστο, να σηκώσουνε τα μάτια τους στα καφάσια, που από κει πίσω σίγουρα κρυφοβλέπανε οι χανούμισσες. Πού και πού ένας Τούρκος, περαστικός ή στην πόρτα κάποιου μικρομάγαζου, τους έριχνε μιαν αδιάφορη ματιά. Μα ένας ή δυο, φτύσανε από πίσω τους. Καθώς περνούσανε μπρος από ένα τζαμί, ένα σμάρι περιστέρια σηκώθηκε απ’ τη αυλή και φτεροκοπούσε, γκρίζο με πρασινογάλαζες νεροφεγγιές, αέρινο, γύρω στους μολυβένιους τρούλους και στον άσπρο μιναρέ. Ένας χότζας, με καφτάνι και πράσινο σαρίκι, που έβγαινε απ’ την αυλή του τζαμιού, χαιρέτησε τους δάσκαλους με τεμενέ, φέρνοντας το χέρι του πρώτα στην καρδιά ύστερα στα χείλια και στο κούτελο. Τον αντιχαιρετίσανε βγάζοντας το καπέλο τους.

Τέλος, αφήσανε πίσω τους τον τουρκομαχαλά, βγήκανε στ’ ανοιχτά και πήρανε το ανηφορικό μονοπάτι για το κάστρο. Ερημιά και χέρσα. Σε μια μεριά της πλαγιάς, κάτι σα μεγάλο μισοστρόγγυλο βαθούλωμα. Λίγο σπανό χορτάρι εδώ μέσα, μ’ εδώ κι εκεί ένα μικρό μπουλούκι απελπισμένες παπαρούνες, μισομαδημένες. Ο κύριος Δερβέρης εξήγησε στα παιδιά, πως εδώ «κατά πάσαν πιθανότητα», βρισκότανε το αρχαίο θέατρο, και πως σ’ αυτό το λόφο ήταν χτισμένη η ακρόπολη της παλιάς ξακουσμένης πολιτείας. Ο ήλιος άρχιζε να καίει, κόντευε μεσημέρι.

Ξανασάνανε σα φτάσανε στα χαλάσματα του κάστρου και καθίσανε στον ίσκιο τους. Ο τόπος, μέσα από το κάστρο ήτανε μόνιμα κατοικημένος. Οι άνεμοι θα ’χανε φέρει απ’ αλάργα κάποια γύρη ανοιξιάτικη, γιατί στις χαραμάδες, ανάμεσα στις πέτρες της ξερολιθιάς, φύτρωναν κάτι πουλουδάκια, μπλάβα και μενεξελιά. Ναι, ήτανε κιόλα μεσημέρι: από τους μιναρέδες του τουρκομαχαλά, ανέβαινε ώσαμ’ εδώ, μακρόσυρτη, η πρόσκληση του μουεζίνη για τη μεσημεριανή προσευχή. Την ίδια στιγμή, ακουστήκανε οι δώδεκα χτύποι της καμπάνας του ρολογιού της Άγιας Φωτεινής.

Ο κύριος Κουρμέντιος σηκώθηκε:

—Όρθιοι, και σιγή ενός λεπτού, δια να τιμήσωμεν την δόξαν της αρχαίας Ελλάδος. Εις το θέατρο τούτο αντήχουν αι τραγωδίαι του Αισχύλου και του Σοφοκλέους. Εδώ έψαλλε τα αθάνατα έπη του ο Μελησιγενής Όμηρος.

Τα παιδιά δεν είχανε ακόμα ιδέα για αρχαίο θέατρο. Τον κοιτάζανε και ξεροκαταπίνανε διψασμένα.

Αφού πέρασε το ένα λεπτό, ο κύριος Κουρμέντιος έδειξε χάμω με την παλάμη του ανοιχτή:

—Πως λέγεται ο λόφος ούτος;

—Πάγος! αποκριθήκανε με μια φωνή όλα μαζί.

Αυτό ήταν εύκολο να το θυμούνται. Πάγος το βουναλάκι, πάγος και το μπούζι.

Αμανατζή! ρώτησε συνέχεια το Σταυράκη, πως λέγεται το υψηλόν εκείνο όρος προς βορράν; — κι έδειξε πάλι με το χέρι του.

—Μανισά Νταγ.

—Η ελληνική ονομασία του!

—Μμ…

—Η ελληνική ονομασία του, Αμανατζή!

—…

—Το εδιδάχθητε εις το μάθημα της πατριδογραφίας. Το ελληνικόν του όνομα! Εσύ, Μαυρέα; ρώτησε τον Αρίστο.

—Σίπυλος, κύριε.

—Αμανατζή! Το άλλο, το υψηλότερον όρος ανατολικώτερον;

—…

—Λέγε, εσύ, Σεκέρογλου.

—Το Μποζ Νταγ, κύριε;

—Ναι. Την ελληνικήν ονομασίαν του.

—…

Ο Αρίστος σήκωσε το δάχτυλό του.

—Λέγε, Μαυρέα.

—Τμώλος, κύριε.

—Εύγε!

Άνοιξε τα μπράτσα του διάπλατα κι αγκάλιασε το μισό ορίζοντα:

—Όλα αυτά ήσαν ελληνικά. Όλα αυτά (η φωνή του τρεμουλιαστή ξαφνικά, τα μάτια του γυαλίσανε από δάκρυα που πάσχιζε να τα συγκρατήσει) ήσαν, είναι και θα είναι ελληνικά…

Γύρισε από την άλλη για να κρύψει τη συγκίνησή του, και τέλειωσε μέσα σ’ ένα λυγμό — σα να μην ήτανε δικός του ο λυγμός, μα σα ν’ ακούγανε τα λόγια του και να θρηνούσανε από τώρα τα όνειρα κ’ οι ελπίδες:

—…εις αιώνα τον άπαντα.

Μια ξεχαρβαλωμένη πέτρα κατρακύλησε από κάποιο μεντερίσι, κι ο αντίλαλός της πλήθυνε από τοίχο σε τοίχο, γέμισε το κάστρο μια βουή. Τα παιδιά τιναχτήκανε ξαφνιασμένα. Ο κύριος Δερβέρης πήγε κοντά στο συνάδελφό του και κάτι του ψιθύρισε. Μα εκείνος, πάντα με την πλάτη γυρισμένη και με τα μπράτσα του ανοιχτά ξεφώνισε:

—Κοιτάξετε γύρω σας! Κοιτάξετε τι ωραιότης!

Τα παιδιά κοιτάζανε την πλάτη του σαν υπνωτισμένα. Νιώθανε κι αυτά ένα κόμπο στο λαιμό, κάτι σα σφίξιμο στο στομάχι. Μες στη βαριά σιωπή, άλλη μια πέτρα κατρακύλησε. Τα παιδιά πάλι ξαφνιαστήκανε, ύστερα ξαναπέσανε στη χαύνωση εκείνης της ώρας. Μερικά, βρήκανε μια διέξοδο σκαλίζοντας τη μύτη τους.

Ο κύριος Δερβέρης έσωσε την κατάσταση:

—Παιδιά, καθίσετε να φάτε… Και να μην απομακρύνεστε πολύ! τους φώναξε.

Αυτό το τελευταίο, επειδή, σα να ξαναζωντανέψανε ξαφνικά στον ήχο της φωνής του, ροβολήσανε τρέχοντας για να ξεδιψάσουν σε μια κρήνη που είχαν επισημάνει ανεβαίνοντας, πιο δω από τον τουρκομαχαλά.

Το φαΐ τους ήταν το κλασικό για εκδρομές: κρύοι κιοφτέδες, κανένα φρούτο ή μια φούχτα σταφίδες. Μερικά, είχανε μονάχα ψωμοτύρι, μα τσιμπήσανε και κανένα κιοφτέ. Ο κύριος Δερβέρης έβαλε το μπράτσο του γύρω στους ώμους του κύριου Κουρμέντιου, τον πήρε λίγο πιο πέρα, καθίσανε χάμω κι αυτοί κι ανοίξανε τα πακέτα τους. Τα παιδιά αποφεύγανε να κοιτάξουν την πλάτη του κύριου Κουρμέντιου. Λες και τη βλέπανε, ασύνειδα, σαν ένα κακό οιωνό.

Όμως, αλήθεια, τί ωραιότης από δω πάνω, — δηλαδή, τί ομορφιά. Ο ουρανός αγκάλιαζε τα νιάτα. Μες στο μαγιάτικο καταμεσήμερο, ένα θάμπος από χρυσογάλανη αποθέωση άχνιζε τον ορίζοντα και καταστάλαζε στα διάσελα. Μα λίγο πιο κάτω από τα κορφοβούνια, ο ήλιος έκανε την απογραφή της πλάσης. Ο κάθε βράχος, το κάθε φαράγγι, ως και η κάθε πέτρα, ξεχωρίζανε πάνω στα δύο βουνά, τον Τμώλο και το Σίπυλο, τα λάξευε ο ήλιος με τα χίλια καλέμια της αχτιδοβολιάς του — και ύστερα, στον κάμπο, καταπιανότανε ψιλοδουλειά τις φυλλωσιές, ένα ένα φυλλαράκι, κοσκινίζοντας απάνω τους χρυσόσκονη. Μοναχικοί κουλάδες, περήφανοι στη μοναξιά τους, αναβλύζανε μέσ’ από το πράσινο, πέρα, κατά το Καζαμίρ και το Σεβδίκιοϊ, εκεί που φλόκωνε μακρόσυρτος ο άσπρος καπνός του τρένου, και πιο δώθε, έτσι που ν’ άνοιγες απεθαμή το χέρι σου θα τ’ άγγιζες, πνιγμένοι μες στ’ αμπέλια, μες στα πρεβόλια, μες στα λιόδεντρα και τους μπαξέδες, πράσινο παραλήρημα ο ψηλοθώρητος Κουκλουτζάς, ο Μπουρνόβας με τα πλατάνια και τα τρεχάμενα νερά, κι εκεί που σκαρφαλώνουν κάτι τσάμια είναι το Κοζαγάκι, και πλάι του ο χιλιοαγαπημένος ο Μπουτζάς — όλ’ αυτά μιαν άλλη ατόφια ρωμιοσύνη… Ο Έρμος φίδωνε ασπροασημής, αλάργα, ξεμπουκάριζε γλυκαίνοντας τα νερά της θάλασσας κοντά στις Φώκες, άλλη δική μας θαλασσινή πολιτεία με ταρσανά και καλοτάξιδα καράβια, κι ο Μέλης κύλαγε τα νερά του εδώ κοντά, δώθε από τον Παράδεισο, πέρναγε κάτω απ’ το γιοφύρι, πλάι στον Αι-Κωνσταντίνο, δούλευε μερονύχτι τους νερόμυλους μες στο ντερέ της Άγιας Άννας, και κάτω απ’ τον προφήτ’ Ηλία οι Καμάρες με τα δυο πατώματα δρασκελίζανε τη ρεματιά, κουβαλώντας το νερό από τη μια πλαγιά στην άλλη…

Δυο ή ώρα το απομεσήμερο. Τα παιδιά είχανε αποφάει και κουβεντιάζανε παρέες παρέες, γιατί όλα δεν ήτανε από τον ίδιο μαχαλά.

—Για δε θένε από το σπίτι να πηγαίνομε στην εκκλησιά του Αι-Κωσταντίνου:

—Δεν ξέρω. Μπορεί γιατί περνάνε πολλές ντεβέδες πάνω στο γιοφύρι. Να, κοίτα, ξεχωρίζουνε ολοκάθαρα, μια, δυο, τρεις… έντεκα δεμένες στην αράδα, και μπροστά ο ντεβετζής πάνω στο γαϊδουράκι του. Σαν αγριέψουνε, δαγκάνουνε οι ντεβέδες.

—Όχι, βρε. Δεν είναι για τις ντεβέδες που δε μας αφήνουνε. Έχει κακές γυναίκες στον Αι-Κωνσταντίνο.

—Αυτές που λένε «τα κορίτσια»;

—Δεν ξέρω. Άκουσα τον αδερφό μου να λέει του Παντελή του φαναρτζή, πως είναι όμορφες και σου κάνουν ούλα σου τα χατίρια.

Πάνω στο γιοφύρι περνούσανε κι άλλες καμήλες, φορτωμένες, κουβαλώντας, τούτη την εποχή, γλυκόριζα και αφιόνι από τα βάθια της Ανατολής. Μπροστά ο ντεβετζής, χειμώνα καλοκαίρι μέσα στην άσπρη κετσεδένια κάπα του. Τα κουδούνια τους δεν ακούγονταν ώσαμ’ εδώ πάνω.

—Βρε συ! κάνει ξαφνικά ο Σταυράκης του Αρίστου, γιατί σήκωσες το δάχτυλό σου σα με ρώτησε ο δάσκαλος για κείνο το βουνό; Δίκιο είχε ο Μηνάς, κάνεις τον έξυπνο. Θα σου κάτσω καμιά μέρα δυο καρπαζιές να τις θυμάσαι.

—Όχι, βρε Σταυράκη, δε σήκωσα το δάχτυλό μου σα ρώτησε ο δάσκαλος εσένα. Ύστερα, σα δεν το ’ξερε ο Σεκέρογλου. Με ξέρεις για φίλο σου;

—Άσε με ήσυχο!

—Μα όχι, πες μου πως με ξέρεις για φίλο σου.

—Καλά, βρε! Άσε με ήσυχο.

—Να! πετάχτηκε ο Πάνος της κυρα-Φιλιώς. Ξεκινάει το βαποράκι του Κοκάργιαλι.

Τα παιδιά γυρίσανε κατά τη θάλασσα. Ήταν μπουνάτσα, όχι ασπριδερή, μια μπουνάτσα ζωντανή, ανοιχτογάλανη. Η άπλα της θάλασσας λαμπύριζε στον ήλιο. Μονάχα πέρα, στο μπουγάζι, στα ρηχόνερα κοντά στο ξώκαστρο, ανατρίχιαζε πιο σκουρωπή, και στο βάθος, ένα λευκό συννεφάκι, ολομόναχο σ’ ολάκερο τον ουρανό, έδειχνε πως από κει θα φρεσκάριζε ο καιρός. Μπορεί, όπως τύχαινε καμιά φορά, να σηκωνότανε ο μπάτης βραδινός. Ο ήλιος μάτιζε κι αρμολογούσε τη θάλασσα με τη στεριά.

Ο Στάθης πετάχτηκε να κυνηγήσει με μια πέτρα ένα σαμιαμίδι, μα το σερπετό πρόφτασε και τρύπωσε μες στην ξερολιθιά.

—Βρε Τσεσμελή, φαίνεται ο Τσεσμές από δω;

—Ο Τσεσμές; Πως να φανεί από δω, είναι από την άλλη μεριά, καρσί στη Χίος.

—Από τον Τσεσμέ θα ’ρθει, ο ελληνικός στρατός, είπε ο Γιακουμής.

—Θα πάρομε πρώτα τη Χίος, κι από κει ώσαμε τον Τσεσμέ είναι μονάχα μια ώρα με το βαπόρι.,/p>

—Βρε παιδιά, είπε ο Περικλής, τι μεγάλος που ’ναι ο κόσμος! Θέλω να γνωρίσω ούλες τις πολιτείες και ούλα τα μιλέτια. Να, τώρα που μιλάμε, υπάρχουνε στον κόσμο τόσα μέρη, που δεν είμαστε.

—Η νονά μου η πριγκιπέσσα, είπε ο Κίμων με την ψιλή φωνή του, μου χάρισε ένα βιβλίο που το λένε «ο γύρος του κόσμου εις ογδοήκοντα ημέρας».

Δεν του δώσανε προσοχή. Κοιτάζανε, κοιτάζανε αχόρταγα μπροστά τους. Ξεχώριζε κατακάθαρα το τσιφλίκι του Αι-Γιωργιού, ζερβά, κάτω από τα Δυο Αδέρφια, το βουναλάκι με τις δίδυμες κορφές. Από κει, η στεριά στρογγύλευε κατά δώθε, κι έφτανε, γιαλό-γιαλό, στ’ αμμουδερά του Κοκάργιαλι. Μπορείς να πεις, πως από αρχίναγε η πολιτεία κι έζωνε σαν πέταλο τον κόρφο, μονοκόμματη, δίχως τίποτα αδειανό στη μέση, ώσαμε το Νταραγάτσι, δεξιά. Κάπου έξι μίλια μάκρος, μπορεί και περισσότερο, γιατί ξεγελιέται το μάτι. Κοκάργιαλι, και, κολλητά, συνέχεια κατά δω, Γκιόζ Τεπές, Καραντίνα, Σαλαχανές, Καρατάσι, Μπαχρί Μπαμπά, Κονάκι.

—Θα ’θελα να καθόμουν από κει μεριά, Γκιόζ Τεπέ, Καραντίνα, είπε ο Αρίστος. Σ’ ένα από τα όξω σπίτια, που ’ναι χτισμένα πάνω στη θάλασσα. Πέφτεις από το σπίτι σου ολόισια και κολυμπάς.

—Καλά, βρε! Πάλι θα παινευτείς για το κολύμπι σου;

—Δεν παινεύομαι. Λέω.

Από το Κονάκι αρχίναγε το Κιαί, με το Κουμέρκι, το λιμάνι, το Πασαπόρτι, έπειτα οι μεγάλοι καφενέδες, τα ξενοδοχεία, τα θέατρα, οι λέσχες, τα κονσολάτα και τα πλουσιόσπιτα, ώσαμε την Πούντα. Μα η πολιτεία συνεχιζότανε, ακέρια, στο παρακατιανό Νταραγάτσι.

Τα θωρούσανε όλ’ αυτά, θωρούσανε και τα βαπόρια μέσα στο λιμάνι. Μετρήσανε οχτώ φουγάρα, χώρια το βαπόρι που στεκότανε απ’ όξω και σφύριζε για να πάρει πράτιγο, προσταχτικά, σα να ’τανε δικαίωμά του. Ένα ρεμούλκο έμπαινε στο λιμάνι, σέρνοντας πίσω του τρεις μαούνες. Και τα θαλασσοπούλια, σκόρπια, μέσα στη λάμψη τ’ ουρανού, ζυγιάζανε με ορθάνοιχτες φτερούγες και βουτούσανε από ψηλά.

Και στην καρσινή μεριά του κόρφου, η Άγια Τριάδα, το Μπαϊρακλί, το Κορδελιό, προφτάσανε να καθρεφτιστούν μια τελευταία φορά, για σήμερα, στ’ ασάλευτα γαλαζωπά νερά. Γιατί το αναρίγισμα της θάλασσας προχωρούσε απ’ το μπουγάζι, ολοένα κατά δω, κι ανέβαινε κιόλα μια φρεσκάδα, παλεύοντας την κάψα του βουνού. Τα θωρούσανε όλ’ αυτά, δίχως να τα χορταίνει η ψυχή τους. Τα χάραζε βαθιά ο νους μέσα στη θύμηση, σα να προαισθανότανε από τώρα, πως σε είκοσι χρόνια, μονάχα στ’ όνειρό τους θα τα βλέπανε. Όσα θα γλιτώνανε.

Κοσμάς Πολίτης, Στου Χατζηφράγκου: Τα σαραντάχρονα μιας χαμένης πολιτείας, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1993, σ. 52-57