Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Είχανε παντρευτεί από έρωτα, κι ακόμα τώρα, το αίσθημα που τους ένωνε ήτανε κάτι περισσότερο από συζυγική στοργή. Την είχε ερωτευτεί φοιτητής, και τη στεφανώθηκε αφού ανακηρύχτηκε διδάκτωρ θεολογίας, ύστερ’ από λαμπρές σπουδές. Είχε αρνηθεί μια θέση καθηγητή που του προτείνανε. Προτίμησε να χειροτονηθεί παπάς και ν’ ακολουθήσει την ταπεινή σταδιοδρομία του εφημέριου, για να βρίσκεται πιο κοντά στους ανθρώπους.

—Μη φοβάσαι, μανούλα μου, της αποκρίθηκε, χαδεύοντας το μάγουλό της. Μόνο απορίες έχω και πασχίζω να τις ξεκαθαρίσω.

Δεν τον ενδιαφέρανε οι εξωτερικές συνέπειες. Μα ένιωθε την αλήθεια του —αυτός την έλεγε «αμφιβολία»— σα μια εσωτερική απειλή. Το μεγάλο του αμάρτημα, σκεφτότανε, είναι πως δεν ακολουθώ το «πίστευε και μη ερεύνα». Κι όσο περνούν τα χρόνια, πληθαίνουν οι επικριτές μου. Αδιαφορούσε γι’ αυτό, χαμογελούσε για τον κόπο που έπαιρνε η «αγιωτικιά» γυναίκα —όπως τη λέγανε οι ενορίτισσές του, αυτή που είχε το θαυματουργό εικόνισμα της Πικραμένης Παναγιάς, σ’ ένα σοκάκι κοντά στου Χατζηφράγκου— να βάζει λόγια στη Μητρόπολη. Μα τον τρόμαζε η εσωτερική απειλή της αλήθειας του… Η πίστη του στο Θεό είταν κάτι περισσότερο από βαθιά: ήταν η ουσία της υπόστασής του. Τον έπιανε μια έκσταση όταν τον έβαζε στο νου του — μια έκσταση «λογική», την έλεγε ο ίδιος, χαμογελώντας για το ασυμβίβαστο. Από τότε που σπούδαζε θεολογία, του φαινότανε πως αυτή η «επιστήμη» είχε κάτι σαν αξίωση πως χάρη σ’ αυτήν υπάρχει ο Θεός. Θα ’ταν κοινοτοπία να ’λεγε πως οι θεολόγοι, αρχίζοντας από το Μωυσή και τους προφήτες, είχαν δημιουργήσει ένα Θεό «κατ’ εικόνα και ομοίωσίν τους». Για τον παπα-Νικόλα, ο Θεός ήταν κάτι ασύλληπτο για την ανθρώπινη φαντασία, κι ακόμα περισσότερο για την ανθρώπινη σκέψη. Βέβαια, οι Γραφές λένε πως ο Θεός αποκαλύφτηκε στο Μωυσή και τους προφήτες, αλλά γιατί, αν ήταν έτσι, δεν τους αποκάλυψε, κοντά στα άλλα, πως η Γη, ας πούμε, είναι μια σφαίρα που γυρίζει στον Ήλιο, κι όχι ο Ήλιος γύρω στη Γη; Είχε δώσει εντολή στον Ιησού του Ναυή να προστάξει τον Ήλιο να σταματήσει την πορεία του για να συνεχιστεί η μάχη κ’ η ανθρωποσφαγή ενώ θα ’πρεπε να ’χε προστάξει τη Γη να σταματήσει το στριφογύρισμα γύρω στον άξονά της. Ήτανε σα να μη γνώριζε ο Θεός το μηχανισμό της δημιουργίας του… Κι ακόμη, αυτός ο ίδιος ο εκδικητικός και πολεμόχαρος Θεός, πώς άλλαξε γνώμη ξαφνικά κι έστειλε το Γιό του να κηρύξει το επί Γης ειρήνη;… Και από σκέψη σε σκέψη, ο παπα-Νικόλας, που ο Θεός ήταν ουσία και υπόστασή του, έφτανε ίσως γι’ αυτό το λόγο, στο φαύλο κύκλο —στην απειλή της αλήθειας του— πως θα μπορούσε να ζήσει δίχως την ιδέα του Θεού. Ήταν φορές που αυτή η αντιγνωμία του, η παράβαση, τον έφερνε στο σημείο να λαχταράει κάποιος να τον έδερνε, σα να ’τανε αυτός ο κάποιος ο ίδιος ο εαυτός του, μα ένα ξύλο αλύπητο, κι από το ξύλο να του χτύπαγε κάτι σαν τρέλα, μια τρέλα που να ’τανε πια ο μόνος ορθολογισμός, και να φώναζε για όλα τα παραδεγμένα: ναι, ναι, έτσι είναι, ήμαρτον, ήμαρτον, ανθρώποι!

Σαν έφτανε σε κάτι τέτοιες υπερβολές, χαμογελούσε ειρωνικά ο ίδιος με τον εαυτό του, τις παραμέριζε, και καταγινότανε με τα καθήκοντά του για να βοηθάει τους ανθρώπους.

Δεν είχε ωστόσο, αυταπάτες. Πρόφαση, πρόφαση, έλεγε μέσα του κάποιες φορές με πίκρα. Πάει πια, συνθηκολόγησα. Οι παθητικές μικροαντιδράσεις μου; Βρίσκω τον εαυτό μου λιγάκι κωμικό.

Σήμερα, κατέβαινε συλλογισμένος το Φαρδύ της Άγιας Αικατερίνης, κι από του Ζέρβα το Φούρνο και τα Μπογιατζίδικα βγήκε στο Φασουλά.

Του άρεσε να βλέπει τη ζωή, την κίνηση, τα μανάβικα, τα χασαπιά, τα μπακάλικα και τα ψαράδικα, τον κόσμο να μπαινοβγαίνει, να πηγαινοέρχεται, τις καρότσες και τ’ αλόγατα έξω από το μεγάλο χάνι του Φασουλά. Έμπαινε και στη σπετσαρία —όχι τη γαλλικιά— που στο τζάμι της βιτρίνας της ήταν ζουγραφισμένο το ελληνικό στέμμα, και ολόγυρα, με χρυσά γράμματα: «Προμηθευτής της Α.Μ. του Βασιλέως των Ελλήνων». Κουβέντιαζε καμιά ωρούλα με τους γιατρούς, που τραπεζωμένοι πίσω από τη βιτρίνα συζητούσανε για τα ελληνικά πολιτικά, όσο στο βάθος, πάνω στο μαρμαρένιο πάγκο, ο Φίλιππας ο φαρμακοτρίφτης έφτιανε αλοιφές μέσα σ’ ένα γυάλινο γουδί. Οι γιατροί κόβανε τη συζήτηση για να ρίξουν πονηρές ματιές και να σχολιάσουν όταν περνούσανε γυναίκες έξω, στο σουλαντισμένο ντουσεμέ, ανασηκώνοντας τη φούστα τους λίγο πιο πάνω απ’ τον αστράγαλο.

Κοσμάς Πολίτης, Στου Χατζηφράγκου: Τα σαραντάχρονα μιας χαμένης πολιτείας,Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1993, σ. 29-30