Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Οι νεκροί περιμένουν

  • Η καταγραφή δεν είναι συνδεδεμένη σε κάποια τοποθεσία

Μπυραρία Αϊντίν

Κι ήρθε η άνοιξη του 1919. Ανήμερα την πρωτομαγιά ο πατέρας μας πήγε εκδρομή με αμάξι στη μπυραρία «Αϊντίν», μέσα σ’ ένα δάσος, που πάνω στα δέντρα του η εμπορική εφευρετικότητα των ιδιοκτητών είχε φτιάξει πατάρια όμοια με στρογγυλούς άμβωνες. Εκεί πάνω ανέβαιναν για τα «πικ-νικ» τους οι εύθυμοι Σμυρνιοί κι άδειαζαν βαρελάκια ολόκληρα μπύρα.

Ήμουν κρεμασμένη η μισή έξω απ’ τη σκάλα ενός τέτοιου παταριού και κουνώντας το ένα πόδι μου στον αέρα κοίταζα μια τη φύση, που είχε στρώσει πλούσια τα πράσινα και τα πορφυρένια ταπέτα της και μια την παρέα του πατέρα μου, που βρισκόταν στο ζενίθ του κεφιού.

Ένα αμάξι φάνηκε απ’ το φιδωτό, σκονισμένο δρόμο ν’ ανηφορίζει με καλπασμό. Κι είδα τον κύριο Στέλιο, το γραμματικό μας, να πηδάει έξαλλος, και χωρίς τις συνηθισμένες αβρές χαιρετούρες του, να ορμάει προς το μέρος που ήταν ο πατέρας μου και να του λέει κάτι στ’ αυτί.

Πριν καν τελειώσει το μακρύ μυστικό του, ο πατέρας αναπήδησε κόκκινος σαν αστακός.

—Είναι εξακριβωμένο; τον ρώτησε.

—Μα ναι, βέβαια, σας λέω ότι…

Ο πατέρας έπαθε τότε ένα είδος τρέλας. Πέταξε το ποτήρι του στον αέρα κι άρχισε να σταυροκοπιέται, να κλαίει και να μονολογεί.

—Έρχονται, έρχονται… Δόξα σοι ο Θεός! Τέλειωσαν τα ψέματα…

Γύρισαν όλοι ξαφνιασμένοι και περίεργοι.

—Ποιοι έρχονται, Βασιλάκη, και κάνεις έτσι; Μέθυσες;

—Οι Έλληνες! Οι Έλληνες φτάνουν! Ως το πρωί ο ελληνικός στόλος θα βρίσκεται στο λιμάνι της Σμύρνης.

—Οι Έλληνες; έκαναν όλοι μαζί, σα να μην το χωρούσε αμέσως το μυαλό τους. Οι Έλληνες; Ποιοι; Οι Έλληνες! Α οι… οι Έλληνες!

Και τότε έπαθαν κι αυτοί ομαδικά την ίδια κρίση με τον πατέρα μου. Κι άρχισαν να κλαίνε και να γελούν και ν’ αγκαλιάζονται και να ευχαριστούνε το Θεό και να κάνουν τάματα. Και στριφογύριζαν άσκοπα στον ίδιο χώρο, μ’ επιφωνήματα κι αλαλαγμούς χαράς. Κι άλλοι μάζευαν τα πράματά τους βιαστικά και τα ξαναπαρατούσαν και τα ξαναμάζευαν κι άλλοι φώναζαν τα παιδιά τους για να φύγουν.

Δε θυμούμαι πόσο βάσταξε η σκηνή εκείνη, μα μόλις κόπασαν οι πρώτοι ενθουσιασμοί ο κύριος Τηλέμαχος ο «κουγιουμτζής», άναψε το τσιμπούκι του σκεφτικός κι άρχισε να λέει:

—Για καλό και για κακό πρέπει ν’ αδειάσουμε τα μαγαζιά μας απ’ τα πολύτιμα είδη. Να φτιάξουν οι γυναίκες μας ζώνες εσωτερικές για λίρες και πολύτιμες πέτρες… Βέβαια, δεν ξέρει κανείς ποτέ τι γίνεται. Οι ανώμαλες εποχές δεν είναι παίξε-γέλασε…

Τέτοιες ζώνες από κάμποτο, που μέσα αράδιαζαν τις λίρες σα φυσεκλίκια, τις θυμόμουνα να τις φοράει συχνά η μητέρα στα ταξίδια της. Τώρα άρχισαν όλοι να διατυπώνουν κι από μια γνώμη για τα προληπτικά μέτρα που θάπρεπε να πάρουν. Μόνο ο πατέρας μου δεν ήθελε ν’ ασχοληθεί με σκέψεις πραχτικές που κατέβαζαν τον ενθουσιασμό και μείωναν την πίστη στην παντοδυναμία της λευτεριάς. Η μόνη ερώτηση που ανέβηκε στα χείλη του αυθόρμητα ήταν:

—Μαίρη, τις σημαίες τις ετοίμασες όλες;

—Όλες, Βασιλάκη, κι είναι και μεταξωτές.

Τα μάτια της μητέρας έπαιζαν, σα να γύριζε σελίδα. Έμεινε λίγο σκεφτική και στο τέλος με κάποια δισταχτικότητα είπε:

—Πάμε να φύγουμε, Βασιλάκη. Απόμερα είναι… Τέτοιες ώρες δεν ξέρει κανείς ποτέ…

Ο πατέρας πέρασε το χέρι του προστατευτικά στο μπράτσο της και της είπε με σιγουριά:

—Δεν έχει πια φόβους και τρομάρες. Τελείωσε η σκλαβιά, μην ανησυχείς.

Μόλις κατρακυλήσαμε κάτω από κείνο το περίεργο πατάρι, ο πατέρας πέταξε στα γκαρσόνια μια χούφτα λεφτά.

—Πάρτε, πάρτε, δε μου χρειάζονται πια οι τούρκικες λίρες. Είμαστε λεύτεροι παλικάρια, λεύτεροι!

Οι παρέες χωρίστκαν. Κάθε οικογένεια πήρε τ’ αμάξι της και τράβηξε για το σπίτι της. Εκείνο το βράδυ ο πατέρας και η μητέρα δεν πλάγιασαν. Στο σπίτι ερχόταν συνέχεια κόσμος να χαιρετίσει, να πάρει πληροφορίες και οδηγίες για το γιορτασμό. Ο πατέρας είχε το ύφος αρχιστράτηγου.

Η Ριρή είχε πάρει κι αυτή το ανάλογο ύφος. Μας απομόνωσε κι άρχισε τις εξομολογήσεις.

—Χρόνια και χρόνια δουλεύει μυστικά ο μπαμπάς, για νάρθουν οι Έλληνες να μας λευτερώσουν. Εγώ τα είχα όλα μυριστεί, μα είσαστε πιτσιρίκια και δε σας τάλεγα. Τώρα θα δείτε μεγαλεία, και τιμές και πλούτη! Η μαμά έχει ράψει κάτι σημαιάρες, που δε θα τις σηκώνει ούτε το ατζέμικο κοντάρι. Εμείς το ξέρουμε από καιρό, πως θάρθουν οι Έλληνες.

Άνοιξε τη ντουλάπα κι άρχισε να ψαχουλεύει τα φουστάνια της, για να δει ποιο θα ταίριαζε καλύτερα για την υποδοχή.

—Εγώ φοβάμαι, είπε με ειλικρίνεια ο Στέφος. Δε μ’ αρέσουν οι φασαρίες.

—Χα, χα! ο ήρωας που ήθελε να σκοτώσει όλους τους Τούρκους στο Αϊντίνι! τον ειρωνεύτηκε η Ριρή.

—Εγώ δε θέλω ούτε να σκοτώσω, ούτε να με σκοτώσουν ξανάπε ο Στέφος.

—Τότε, χρυσέ και πολύτιμε αδερφούλη μου, να μην έρθεις αύριο μαζί μας στην υποδοχή. Να μείνεις εδώ, με την Ινώ και την Αλίκη, που η μαμά είπε πως δε θα τις πάρουμε μαζί μας γιατί μπορεί να γίνουν φασαρίες.

Έφτασε αυτή η κουβέντα της Ριρής για να μείνω άγρυπνη. Ώρες περίμενα πότε θάρθει η μεγάλη στιγμή, για ν’ απαιτήσω να με πάρουν μαζί τους. Απ’ την αγωνία όμως να κρατάω ανοιχτά τα μάτια μου, κουράστηκα κι έπεσα σε βαθύν ύπνο.

Το πρωί, ξύπνησα με τη φωνή του τυφλού εφημεριδοπώλη που διαλαλούσε:

—Αμάλθεια! Αρμονία! Τηλέγραφος και Ρεφόρμ! Όλες οι λεπτομέρειες της αποβάσεως των Ελλήνων!

Πετάχτηκα ολόρθη κι είδα άδειο το κρεβάτι της Ριρής και του Στέφου. Έτρεξα στην κρεβατοκάμαρα της μητέρας. Κι εκεί ψυχή. Κατρακύλησα τις σκάλες. Η κυρά-Ευανθία, τάιζε με τη συνηθισμένη μακαριότητά της την Ινώ στην τραπεζαρία.

—Που πήγαν όλοι; ρώτησα θυμωμένη.

—Μακάρ’ κι νάξιρα, μ’ απάντησε. Κάτσι να σ’ βάλου του γάλασ’.

—Δε θέλω του γάλαμ’, είπα κοροϊδευτικά. Θέλω να δω κι εγώ τους Έλληνες. Το κατάλαβες;

Άρχισα να κλαίω και να χτυπάω τα πόδια μου.

—Ιμένα πιδίμ’ αυτό μούπαν, αυτό κάνου…

Πήδησα στο παράθυρο και κοίταξα το δρόμο μας. Σε όλα τα σπίτια κυμάτιζαν πελώριες γαλανόλευκες σημαίες. Ένα κομμάτι απ’ τον ουρανό απλώθηκε στα μπαλκόνια και στις καρδιές. Τίποτα πια δε με συγκρατούσε, ούτε η διπλοκλειδωμένη εξώπορτα. Έδωσα έναν πήδο απ’ το παράθυρο με κίνδυνο να τσακιστώ και άρχισα να τρέχω κατά την παραλία.

Ο κόσμος ξεχυνόταν στους δρόμους σαν το νερό που σπάζει με ορμή τα φράγματα κι απλώνεται παντού. Άντρες, γυναίκες, παιδιά, σχημάτιζαν αυθόρμητες διαδηλώσεις. Μυριόστομα ξεσπούσαν τα κρυμμένα τραγούδια τους. ήταν μια στιγμή τέτοιου ομαδικού, ηλεκτρισμένου ενθουσιασμού, που κάνει τους απλούς ανθρώπους να αισθάνονται ήρωες. Δεν παζαρεύουν, δεν υπολογίζουν, δε σκέφτονται• μπορούν ακόμα και για μια χίμαιρα, για ένα πυροτέχνημα να τα προσφέρουν όλα, κι αυτή τη ζωή τους.

Διδώ Σωτηρίου, Οι νεκροί περιμένουν, Κέδρος 1987, σ. 62-65.