Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

«Στον κήπο του Ταλάτ»

Η εξοχική βίλλα του Τούρκου μπέη ήταν σκαλωμένη πάνω στο γραφικό λόφο του Γκιος-Τεπέ, απ’ όπου ξανοιγόταν μαγευτικό το πανόραμα της θάλασσας. Το μέγαρο ήταν τρίπατο με πολλές αραβικές κολώνες και σκαλίσματα στις βεράντες.

Ο μεγάλος κήπος, το ισόγειο και το δεύτερο πάτωμα, ήταν στη διάθεσή μας. Μόνο το τρίτο πάτωμα έμενε πάντα κλειστό και απαγορευμένο. Πολλές φορές πρότεινα στη Ριρή, να παραβιάσουμε την πόρτα της σκάλας και ν’ ανεβούμε. Μα εκείνη με άκουγε με δέος, λες και της πρότεινα ν’ ανεβούμε στον Άρη.

—Τρελάθηκες, Αλίκη! Τι κουταμάρες είν’ αυτές! Εκεί είναι το χαρέμι του Ταλάτ-μπέη και η μαμά είπε πως δεν επιτρέπεται να πατήσει κανείς μας.

—Γιατί να μην επιτρέπεται;

—Γιατί εκεί μένουν οι κρυφές γυναίκες του.

—Κι αφού είναι κρυφές, πώς τις έχει στο σπίτι του;

—Μα είναι έθιμο τουρκικό, βρε παιδί μου. Δεν καταλαβαίνεις; Δεν καταλαβαίνεις; Αν ποτέ πας μέσα κει, να το ξέρεις, θα μαρμαρώσεις…

Ήταν τόση η επιθυμία μου να δω τί ακριβώς ήταν ο απαγορευμένος εκείνος τόπος με τις κρυφές γυναίκες, που δε με συγκράτησε ούτε ο κίνδυνος να μαρμαρώσω.

Βασιζόμουνα πολύ, στο ότι ήμουν ασύδοτη και κανείς δεν πρόσεχε τις κινήσεις μου, ούτε υποπτευόταν τις προθέσεις μου.

Μια ολόκληρη μέρα κατάστρωνα το σχέδιό μου. Είχα ανακαλύψει μια μυστική εσωτερική σκάλα, που οδηγούσε απ’ την κουζίνα στο τρίτο πάτωμα και πρόσεξα ποιες ώρες η πόρτα της έμενε ανοιχτή.

Έτσι, με πολύν κι ανομολόγητο φόβο γλίστρησα στο χαρέμι, χωρίς κανείς να με δει. Η πρώτη εντύπωση μου ήταν πως βρίσκομαι σε χαμάμ. Τα παράθυρα ήταν όλα ψηλά και μικρά, κι είχαν χρωματιστά τζάμια. Μέσα από κει χυνόταν ένα φως θαμπό, λιγοστό, υποβλητικό όπως στις φράγκικες εκκλησίες. Κι ήταν τόσο, όσο χρειαζόταν για να παίρνουν έναν αχνό, αόριστο όγκο τα αντικείμενα και να εξάπτεται η φαντασία ενός περίεργου κοριτσιού.

Μια φρόνιμη φωνή μούλεγε μέσα μου: «Γύρνα πίσω, Αλίκη! Δεν κάνει να προχωρήσεις!» Μα αυτή η ίδια φρόνηση μασκαρευόταν αμέσως σε ειρωνεία και οιστρηλατούσε την επιθυμία μου.

Προχώρησα σε μια πρώτη αίθουσα, που τη βρήκα ανοιχτή. Στο τριανταφυλλί μωσαϊκό, που πατούσα, καθρεφτιζόμουνα ολόκληρη και φάνταζα μεγάλη, σα νάβγαινα απ’ το βιβλίο των παραμυθιών της Χαλιμάς. Προχώρησα προς το κέντρο όπου βρισκόταν μια στρογγυλή δεξαμενή ντυμένη με γαλάζιες πλάκες. Κοίταξα εκστατική το νερό που έμοιαζε ν’ αχνίζει και να σκορπάει αρώματα. Και μέσα από κείνους τους αχνούς, που θάμπωναν τα μάτια και το μυαλό, είδα ξαφνικά την ωραία Βαλιντέ-χανούμ ολόγυμνη, όπως μου την παράσταινε η κόνα-Αγγελικώ. Στα χέρια της κρατούσε με μεγαλοπρέπεια ένα μαλαματένιο τάσι, λες κι ήταν δισκοπότηρο. Πλήθος άλλες γυναίκες γονάτιζαν ακουμπώντας ταπεινά τα μέτωπά τους πάνω στο μωσαϊκό, για να μη δουν τους έρωτές της με το παλικάρι, που είχε διαλέξει για κείνη την ημέρα…

Ενώ ήμουν έτσι παραδομένη στα οράματα της φαντασίας μου, είδα δυο χανούμισσες αληθινές, με σάρκα και οστά, που έρχονταν για να κάνουν το μπάνιο τους. Μόλις μ’ αντίκρυσαν έβαλαν τις φωνές και υποχώρησαν τρεχάλα, σα φοβισμένα ζώα. Σούσουρο μεγάλο ξεσηκώθηκε. Πόρτες ακούστηκαν να κλείνουν βιαστικά με σύρτες και κουβέντες όπου δεν ξεδιάλυνα άλλη λέξη από τι «Κιζ! Κιζ!». Τάχασα. Τα πόδια μου σα να κόλλησαν στο πάτωμα. Άρχισα να παγώνω ολόκληρη και τότε πίστεψα πως πραγματικά μαρμάρωνα. Έκλεισα τα μάτια μου κι έμεινα ακίνητη με τεντωμένα νεύρα, περιμένοντας τη μοιραία τιμωρία της θανάσιμης αμαρτίας μου.

Στη δραματική εκείνη στιγμή αντήχησε πολύ αστεία ένα:

—Ψιτ, ψιτ, έι, μικρούλα, για έλα κατά-δω…

Άνοιξα τα μάτια μου, κι έκανα μια τεράστια προσπάθεια να γυρίσω, λες και μετακινούσα βράχο. Μπρος σε μια πόρτα στεκόταν μια κοπελίτσα ως δέκα εφτά χρονώ, μελαχρινή, μελένια, με δυο βελούδινα, θερμά μάτια.

—Έλα δω, μου είπε, έλα. Τι στέκεις έτσι φοβισμένη; Δεν τρώμε δα κι ανθρώπους!

Η προσταγή της κίνησε τα πόδια μου, ενώ μέσα μου χοροπηδούσε η καρδιά μου από χαρά που δεν είχα μαρμαρώσει. Με τράβηξε μέσα στην κάμαρά της. Ξάπλωσε με νωχέλεια πάνω στο μεταξένιο ντιβάνι της, σα νάπαιζε θέατρο.

—Πως σε λένε; με ρώτησε.

Τα καθαρά ελληνικά της και το παιδικό πρόσωπό της μου απόδιωξαν κάθε φόβο. Είχα γίνει και πάλι όλη περιέργεια.

—Εμένα, πως με λένε; ρώτησα για να κερδίσω καιρό και να σκεφτώ πως έπρεπε να φερθώ. Κι ύστερα αμέσως πρόσθεσα:

—Με λένε Αλίκη Μάγη. Και σένα;

—Εμένα με λέγανε Μαρίτσα. Τώρα όμως με φωνάζουν Μαριάμ-χανούμ.

—Και γιατί άλλαξες όνομα; είπα με περισσότερο θράσος.

—Γιατί τούρκεψα.

—Άαα! έκανα κατάπληκτη. Τούρκεψες;

—Γιατί κάνεις «ααα!» Μήπως δε θα μπορούσε να πάθει το ίδιο κι η αδερφή σου, κι η μάνα σου, που αρέσει τόσο στο μπέη μου, όπως μαθαίνω;

—Να τουρκέψουν; είπα κατακόκκινη από θυμό. Ποτέ, ποτέ! Εμείς είμαστε Έλληνες και χριστιανοί, κι αν θες να ξέρεις, ο πατέρας μου…

Ήμουν έτοιμη να ξεφουρνίσω όλες τις ιστορίες για τους πατριωτικούς άθλους του πατέρα μου και για ποιο λόγο καλόπιανε τώρα τον Ταλάτ, μα, από ένστιχτο, σταμάτησα εκεί.

—Κι εγώ είχα πατέρα, μα δεν τα κατάφερε ν’ αντισταθεί στη θέληση ενός Ταλάτ-μπέη.

Πήρε μια χούφτα σπόρους απόνα χαμηλό τραπεζάκι πλάι της κι άρχισε να τους σπάζει με τα ωραία δόντια της, φτύνοντας τα φλούδια στο πάτωμα. Τα χέρια της γαλατένια, λες και δεν τα είχε δει ποτές ήλιος, και τα νύχια της, μακριά και κυρτωμένα σαν αρπαχτικού ζώου, ήταν βαμμένα με κινά. Με περιεργαζόταν σα να ζύγιζε αν έπρεπε να μου πει όσα είχε στην καρδιά της.

—Κάθισε, με διέταξε.

Κι εγώ κάθισα σαν υπνωτισμένη άκρη-άκρη στο ντιβάνι της και σταύρωσα τα χέρια μου όπως όταν μ’ έβαζε τιμωρία ο δάσκαλος. Ήμουν γεμάτη αόριστους φόβους μα και περιέργεια ν’ ακούσω τη συνέχεια.

—Πες μου, πώς τούρκεψες; τη ρώτησα σα να απευθυνόμουν στη γιαγιά μου και να της ζητούσα να συνεχίσει το παραμύθι της.

—Τί; Πώς τούρκεψα; είπε κείνη απότομα. Ήρθε ο Ταλάτ-μπέης στο Εσκί-Σεχίρ, πριν από τρία χρόνια, κι εγώ τον υπηρετούσα. Του άρεσα και με πήρε μαζί του. Ο πατέρας μου τί μπορούσε να κάνει, ένας χωριάτης φουκαράς… Κλειδώθηκε στο κατώι του σπιτιού μας για να μην αντικρύσει τους συχωριανούς του, κι εκειδά πέθανε. —Θεός σχωρέστον! Κι εγώ στην αρχή ντρεπόμουνα πολύ, κι όλο έκλαιγα κι αναστέναζα. Μα ύστερα συνήθισα. Και τώρα μ’ αρέσει εδώ καλύτερα, γιατί ούτε δουλεύω, ούτε πεινάω. Έχω ό,τι πεθυμήσει η καρδιά μου. Για κοίταξε!

Έδωσε έναν πήδο και βρέθηκε μπρος σ’ ένα πελώριο σεντούκι. Το άνοιξε και βούτηξε μέσα τα χέρια της κι άρπαζε και σήκωνε, έτσι στην τύχη, χτυπητά μεταξωτά και πλουμιστές ρόμπες και πασουμάκια χρυσοκέντητα και χοντρές μαλαματένιες καδένες με φλουριά κι ασήμια και κουτιά με σεκέρια…

—Κάποτε θυμάμαι τη μάνα μου, μου είπε νοσταλγικά. Τι ν’ απόγινε η καψερή!

—Έχει και μάνα;

—Αμέ δεν έχω; Σκύλα με γέννησε μαθές!

Κατάλαβα τη γκάφα μου, μα τα είχα χαμένα με τις απροσδόκητες εκείνες αποκαλύψεις της Μαριάμ-χανούμ. Εκείνη όμως ήταν καλόκαρδη κι αντί να θυμώσει μαζί μου, άνοιξε ένα ροδί μεταξωτό μαντήλι, το γέμισε λουκούμια και μου τόδωσε.

Κι ύστερα κοιτάζοντας ανήσυχα προς την πόρτα μούπε:

—Τώρα πήγαινε, γιατί δεν πρέπει να σε δει εδώ η αδερφή του Ταλάτ.

—Μα η αδερφή του Ταλάτ — της είπα για να πάρω κουράγιο — είναι φίλη μας και τρώει μπρος στον πατέρα μου χωρίς φερετζέ.

—Το ξέρω, το ξέρω. Όλα τα ξέρω. Κρυφοκοιτάζω και μαθαίνω κι απ’ τους σπιούνους μου ό,τι γίνεται δω μέσα… όλα με κατάλαβες;

Στη φράση της αυτή είχε βάλει έναν τόνο απειλής. Έφυγα κατατρομοκρατημένη με τη σκέψη πως μπορούσε ν’ αρπάξει κάποια μέρα ο Τούρκος μπέης τη μητέρα μου ή την αδερφή μου. Κι όπως δεν τολμούσα να εκμυστηρευτώ σε κανέναν τις εξερευνήσεις μου στο χαρέμι και τα όσα εκεί έμαθα, ο φόβος μου ώρα με την ώρα έπαιρνε τη μορφή ψυχικού πανικού. Έχασα τους ενθουσιασμούς των πρώτων ημερών.

Είχα καταντήσει η σκιά της μητέρας μου κι όταν έβλεπα τον Ταλάτ-μπέη να την κοιτάζει με θαυμασμό μ’ έπιανε αληθινή ταχυπαλμία. Κάθε επιθυμία της ήταν διαταγή εκεί μέσα. Μια φορά είπε πως εκείνη η γωνιά του κήπου θα ήταν ωραία αν είχε γαρυφαλλιές κι η άλλη αν είχε τριανταφυλλιές, και το άλλο πρωί σαν με μαγεία οι επιθυμίες της φύτρωσαν στα παρτέρια…

—Μανούλα — της είπα ένα βράδυ, καθώς με πήρε στην αγκαλιά της να με καληνυχτίσει — θέλω να φύγουμε, να φύγουμε από δω μέσα…

—Γιατί, μικρό μου;

—Δεν ξέρω γιατί, μα θέλω να φύγουμε. Κι άρχισα να κλαίω.

—Σε πείραξε κανείς;

—Όχι.

—Τότε; Μήπως πεθύμησες τη γιαγιά σου;

—Κι αυτό, μα και κάτι άλλο…

—Τι άλλο, μίλησέ μου, επιτέλους!

—Δεν μπορώ, δεν μπορώ σου λέω, θέλω να γυρίσουμε σπίτι μας.

—Τι έχει ετούτο, είπε ανήσυχη η μητέρα μου και στράφηκε στ’ αδέρφια μου.

—Λόξες έχει, είπε αδιάφορα η Ριρή, καθώς τύλιγε τις μπούκλες της. Δεν την ξέρεις, καημένη μαμά; Τί την προσέχεις!

—Κάτι έχει το παιδί και πάψτε να το πειράζετε. Αλικούλα, ησύχασε μωρό μου, θα φύγουμε• σου το υπόσχομαι. Δεν ήρθαμε δα για να μείνομε εδώ αιωνίως. Μόλις τακτοποιήσει τις δουλειές του ο πατέρας σας…

Με φίλησε και βγήκε βιαστικά γιατί την φώναξαν να πάνε περίπατο με τα καΐκια.

Ο Στέφος άρχισε τότε να με πεισμώνει.

—Βρε συ, παλιόπαιδο — μούλεγε — καλά το λένε πως εσένα δε σε γέννησε η μάνα μας, μόνο σε φέρανε οι τσιγγάνες και σ’ απαρατήσανε έξω από την πόρτα μας… Γι’ αυτό δε σ’ αρέσει η όμορφη ζωή. Να φύγουμεεε! να φύγουμεεε! Άκου κουβέντες! Εδώ είναι τόσο ωραία κι έχω και άλογο, θαύμα αράπικο αλογάκι, στη διάθεσή μου, κι αυτή κλαψουρίζει. Να πάμε πάλι εκεί, στο ψωρο-Αϊντίνι, να με κυνηγάει ο Ψαλτάκης, ο δάσκαλος, με το χάρακα και τη γραμματική, κι η γιαγιά το ξοπίσω, κι η θεία η Ερμιόνη με τις διδαχές. Όχι, δε θέλω να πάμε πίσω! Εμένα εδώ μ’ αρέσει, εδώ περνάμε μπέϊκα.

Έσφιγγα τα δόντια μου από λύσσα. Όλα αυτά που περιφρονούσε ο αδερφός μου ήταν για μένα τόσο αγαπημένα. Δεν είχαμε ούτ’ ένα μήνα στη Σμύρνη και λαχταρούσα τόσο νάμουνα πάλι πίσω στο Αϊντίνι. Να τρέχω σα ζαρκάδι στο δροσερό κήπο της Εδέμ, κάτω απ’ τα λιόδεντρα, μέσα στις αγριοτριανταφυλλιές και στις βατομουριές, να κυνηγώ πεταλούδες κι αλογάκια της Παναγίτσας στου Τσακίρογλου τα νερά, να σκαρφαλώνω στο δέντρο μου, την τρίκλωνη μουριά που κρεμόταν σ’ έναν γκρεμό, στο Ταγαράκι, λες κι ήθελε να ξεχωρίσει απ’ τ’ άλλα τα δέντρα, κι εκεί καθισμένη, σα σε θρόνο, να παραδίνομαι στον ίλιγγο και στα φανταστικά παιχνίδια μου με τους αόρατους ήρωες των παραμυθιών που ήξερα…

Ώρες πολλές έκανε να με πάρει ο ύπνος κείνη τη νύχτα. Περίμενα πότε θα ξαναγυρίσει η μητέρα. Μήπως θα την τούρκευε κείνο το βράδυ ο Ταλάτ-μπέης;… Όταν τους άκουσα νάρχονται μαζί με τον πατέρα, γελώντας εύθυμα και ξένοιαστα, πήδησα από χαρά. Έτρεξα στο παράθυρο και είδα στον κήπο ν’ ανάβουν τα φανάρια και να σερβίρουν τα γκαρσόνια παγωτά, καφέδες και λικέρ. Ήταν μαζί τους κι ένα σωρό άλλοι Ρωμιοί με τις γυναίκες τους κι ένας τους έπαιζε κιθάρα τόσο παθητικά όσο κι ο θείος Θανάσης.

Τότε ξέσπασα πια κι ομολόγησα στη Ριρή όλη την περιπέτειά μου στο χαρέμι. Άρχισε να γελάει με την καρδιά της χωρίς να σταματάει. Εγώ πειράχτηκα.

—Γιατί με κοροϊδεύεις; τη ρώτησα.

Αυτή εξακολουθούσε να γελάει και μέσα απ’ τα παχιά γέλια της μου είπε σαν μπουκωμένη:

—Καλά σε λένε ονειροπαρμένη, καλέ Αλίκη! Έ, λοιπόν μάθε, προς μεγάλη σου απογοήτευση, πως ούτε χαρέμι υπάρχει, ούτε χαρεμάκι. Πάνε δυο χρόνια που το διάλυσε ο Ταλάτ-μπέης και μένουν τώρα μόνο τρεις γυναίκες εκεί πάνω, που είναι να πούμε και σαν υπηρέτριες της γυναίκας και της αδερφής του Ταλάτ-μπέη. Αυτό είναι όλο κι όλο!

Διδώ Σωτηρίου, Οι νεκροί περιμένουν, Κέδρος 1987, σ. 46-51