Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

«Σύριε, έχω κάτι να σου πω για το παιδί αυτό» έκανε η Κατίνα.

Ο Σύριος κοντοστάθηκε.

«Σε ακούω».

«Ξέρεις, Σύριε, το παιδί αυτό…»

«Ναι;»

«Τέλος πάντων, δεν το αφήνω να φύγει. Το πονάω».

Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε η Όλγα με την Ελενίτσα.

«Μαμά» έκανε η Όλγα, «η Ελενίτσα έχει μάνα;»

Η Κατίνα κοίταξε το Σύριο.

«Όχι» της έκανε η Κατίνα, «αλλά θα ψάξουμε να τη βρούμε».

«Πατέρα έχει;» ρώτησε τώρα η Όλγα.

«Δε νομίζω» είπε η Κατίνα.

Η Όλγα γύρισε το κεφάλι της προς την Ελενίτσα.

«Μη στεναχωριέσαι. Ούτε εγώ έχω μπαμπά» της έκανε η Όλγα να την παρηγορήσει. «Πέθανε».

«Αααα!» έκανε με το κεφάλι της η μικρή, κουνώντας το σε «όχι, όχι».

Πήγε προς το Σύριο, βγάζοντας άναρθρες κραυγές που έμοιαζαν με ήχους, «μπα αμπ μπ μπ» και χτυπώντας τον στο στέρνο.

«Νάτος ο μπαμπάς σου!» ωρύονταν τα μυαλά της Ελενίτσας. «Τούτος ο μπαμπάς σου. Ψέματα μου λες. Άλλος πέθανε».

Η πρώτη επίσκεψη της Ελενίτσας ήταν στο γιατρό, ο οποίος διαπίστωσε πως το παιδί ήταν υγιές. Μετά το γιατρό, η Κατίνα με την Ελενίτσα πήγανε στο μαχαλά της Αττάρτης.

Οι ζαπτιέδες των Καραμαναίων είχαν οργώσει ολόκληρη την οβραίικη συνοικία και κανείς δεν ήξερε για το παιδί. Μια γυναίκα τους είπε πως το βρήκανε βρέφος και το ρίξανε μέσα στ’ άλλα παιδιά να μεγαλώσει κι αυτό. Ένας άλλος γέρος, με χαρακωμένο πρόσωπο, ανέφερε ένα όνομα «Ισαρέ» (σημαδεμένη), αλλά δεν ήταν και σίγουρος. Τόσα και τόσα ορφανά. Ποιος τους έδινε σημασία;

«Άνε, τι να κάνω;» ρώτησε η Κατίνα την Αττάρτη.

Η Αττάρτη κοίταξε το κοριτσάκι. Το πήρε στην αγκαλιά της κι εκείνο πήγε με αγαλλίαση.

«Αυτός είναι ο δικός σου σταυρός. Τώρα είσαι μάνα. Μάνα μικρομάνα. Μάνα μιας ψυχής. Θα κάνεις αυτό που σου λέει η καρδιά σου».

«Άνε, μπορεί το παιδί να γίνει καλά; Μπορεί το παιδί να μιλήσει;»

Η Τουρκομάνα δε μίλησε. Αλλά έδειξε να ευχαριστιέται στην ερώτηση αυτή.

«Άνε, ποιανού είναι το παιδί;»

«Δικό σου» απάντησε η Αττάρτη.

Με τον καιρό, η Ελενίτσα γινόταν μια κούκλα. Μια κούκλα που δε μιλούσε. Μπούκλες καστανές και αιθέριες. Κορμάκι μικροκαμωμένο σα ζωγραφιά. Μουτράκι με γλυκιά έκφραση. Η Κατίνα έψαχνε αγωνιωδώς κάποιον άλλο που να μπορεί να επικοινωνήσει μαζί της. Μόνη της την είχε μάθει γραφή κι ανάγνωση. Μόνη της τής έλεγε παραμύθια σα μένανε το βράδυ σιωπηλές μέσα στην κάμαρη.

Αλλά το παιδί δεν ήθελε να επικοινωνήσει με κανέναν άλλον. Είχε μια περίεργη επαφή με την Όλγα, αλλά η Κατίνα ήταν σίγουρη πως με την Όλγα δε «μιλούσε».

Τρίτη πρωί, η κόνα Καραμάνου είχε καθήκον να πάει στο Παρθεναγωγείο. Παρ’ όλο που πολλές φορές έστελνε εκεί την Παρί, για να ασχοληθεί με τα τουκάρια ανενόχλητη. Η Παρί απεδείχθη σπουδαία. Βούλωνε με αξιοπρέπεια κάθε κενό. Από φίλη έγινε βοήθεια, από βοήθεια απαραίτητη.

«Στην Παρί, στην Παρί» έλεγε η Κατίνα σε ό,τι του σπιτιού παρουσιαζόταν. Κι αναγκαστικά η Παρί ήταν εκεί μέσα κάθε μέρα.

Την ώρα που ετοιμαζόταν να ξεκινήσει, ένα παπαδοπαίδι έφερε μήνυμα πως ο μητροπολίτης Σμύρνης ζητά τον κυρίτση Καραμάνο.

«Πέστε στο δέσποτα πως ο κυρ Καραμάνος λείπει στα εξωτερικά» είπα η Παρί.

Το παπαδοπαίδι έκανε στροφή να φύγει, όταν η Κατίνα φώναξε αποπίσω:

«Πέστε στο δέσποτα πως θα ’ρθει».

«Ναίσκε» έκανε το παπαδοπαίδι.

Η Παρί την κοίταξε περίεργα.

«Δώσε μου το καπέλο» ζήτησε η Κατίνα.

Η αυλή της Ιεράς Μητρόπολης μύριζε θρησκεία από μακριά. Η ησυχία ήταν το κυρίαρχο στοιχείο της. Έπιπλα κατανυκτικά, πολυκαιρισμένα, που ο κάτοχός τους σημασία στα αγαθά δε δίνει. Η Κατίνα γονάτισε μπροστά στο δέσποτα, που είχε το προσόν ποτέ να μην τα χάνει.

«Ζητήσατε να δείτε τους Καραμαναίους, δέσποτα» του είπε.

Τα κορίτσια περίμεναν στην άμαξα. Δεύτερη στάση θα ’ταν το Παρθεναγωγείο. Η Όλγα μασούλαγε λεμοντρότες κολλώντας τη μύτη της στο τζάμι κι έκανε βουλίτσες που τις καθάριζε με το γάντι της. Η Ελενίτσα κοιτούσε ίσια μπρος. Μια-δυο φορές ζάρωσε το κούτελό της σαν από πόνο. Ήταν φευγαλέος και της περνούσε. Άνοιξε σιγά σιγά την πόρτα του αμαξιού και κατέβηκε στο πλακόστρωτο. Εκείνη η μορφή με τα γένια, που ήταν με τη μάνα της… Μαύρα γένια, μεγάλο κούτελο, μάτια ανοιχτά…

«Αμ… μαμά» δίπλωσε το μυαλό της.

Προχώρησε αργά την είσοδο, ανέβηκε τις σκάλες. Ψυχή ζώσα δεν υπήρχε πουθενά. Σταθερά τράβηξε το διάδρομο κι άνοιξε τη μεγάλη πόρτα. Ο μητροπολίτης κι η κάνα Καραπάνου γύρισαν το κεφάλι. Ο μητροπολίτης Σμύρνης χαμογέλασε στην αγγελική μορφή του παιδιού.

«Τι χαριτωμένο κοριτσάκι!»

Η Κατίνα αισθάνθηκε περίεργα. Η Ελενίτσα πήγε κοντά της κι ακούμπησε στη φούστα της, κοιτώντας το δέσποτα.

«Πως σε λένε;» έκανε ο δέσποτας.

Σιγή.

«Δυστυχώς, δε μιλάει, δέσποτα» έκανε η Κατίνα στο σεβασμιότατο.

Αλλά η Ελενίτσα έστριψε το προσωπάκι της στο δέσποτα, τον κοίταξε μέσα στα μάτια κι η Κατίνα την ένιωσε να λέει:

«Ελενίτσα, Ελενίτσα με λένε. Εσένα; Τι είσαι εσύ;»

Ο δέσποτας άφησε ένα χαμόγελο και δυο ρυτίδες αυλάκωσαν τα μάτια του.

«Είμαι βοσκός» της απάντησε χωρίς να μιλά. «Και το ποίμνιό μου υποφέρει από κακούς ανθρώπους, που το χτυπούν και το βασανίζουν».

«Γι’ αυτό θα πεθάνεις;» τον ρώτησε η Ελενίτσα.

«Γι’ αυτό» είπε ο δέσποτας, που ένιωσε μιαν ανθρώπινη ανατριχίλα.

Η Κατίνα παρακολουθούσε άλαλη τη στιχομυθία. Ο δέσποτας παρακολουθούσε το παιδί.

Η Κατίνα με το παιδί έφυγαν. Ο δέσποτας έμεινε ακίνητος για μερικά λεπτά. Γύρισε και κοίταξε την εικόνα του Χριστού. Ένιωθε μέσα στην καρδιά του ισορροπίες μεγαλείου.

«Είχα πολύ καιρό να νιώσω τη δύναμή Σου. Το μεγαλείο της φύσης Σου. Την τελειότητά Σου, που μια μέρα όλα τα πλάσματά Σου θ’ αποκτήσουν. Κατ’ εικόνα και ομοίωσιν» έκανε ο μητροπολίτης κάνοντας το σταυρό του, νιώθοντάς τον αυτή τη φορά. Βαθιά.

Μάρα Μεϊμαρίδη, Οι Μάγισσες της Σμύρνης, Καστανιώτης, Αθήνα 2002, σ. 436-439