Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Η αφέντρα της Σμύρνης

Τρεις μέρες έβρεχε με τα τουλούμια. Απρίλης βλέπεις. Μετά τη βροχή, βγήκε ένα ουράνιο τόξο που έπιανε από την Πούντα ως το Ντάραγατς. Και ένας ήλιος λαμπρός. Το χώμα μοσχομύριζε μουσκεμένο. Τα νερά είχαν βρέξει τις πασχαλιές και τις βιολέτες. Όλη η Σμύρνη ανθεί και λουλουδίζει αυτή την εποχή άσπρες και μοβ βιολέτες.

Η Κατίνα άνοιξε τα παράθυρά της. «Βάι νε γιουζέλ»*. Έκλεισε τα μάτια στρίβοντας το πρόσωπο προς τον ήλιο. Ανέπνευσε βαθιά. Όσες στεναχώριες και να έχεις, άρχισε από την αρχή. Πάρε μια βαθιά ρουφηξιά από αεράκι και πες: Αναπνέω, ζω, θα τα καταφέρω. Πεθύμησε μια βόλτα. Μια βόλτα ξέγνοιαστη, διασκεδαστική. Να τη χτυπήσει το αεράκι περισσότερο. Να φχαριστηθεί το μάτι της θέα και πρασινάδα. Και ξαφνικά θυμήθηκε το αρχαίο φρούριο στην άλλη άκρη της πόλης. Να πήγαινε μια βόλτα προς τα εκεί.

Ζήτησε να της σελώσουν το καινούργιο άλογο. Άσπρος, με μια βούλα στο μέτωπο, ο Σουράτ ήταν δώρο του σουλτάνου προς την αφέντρα της Σμύρνης. Πολυχρονεμένος να ’ναι ο Αβδούλ Χαμίτ. Ήρθε με τα προικιά του. Σέλα φτιαγμένη από κεντητό δέρμα, χαϊμαλίκια με πέτρες γαλάζιες, ποδιές και δυο παραδούλους, που ξέραν τα χούγια του και τον αγαπούσαν, για να τον περιποιούνται.

Όρμηξε στην ντουλάπα κι έβγαλε τα ιππευτικά φουστάνια. Πήρε παρέα την Όλγα.

«Έλα, Ολγί, να πάμε τσάρκα».

Τράβηξαν για το Κάστρο. Ο Σουράτ ήταν μεγαλοπρεπής από την κορυφή ως τα νύχια του. Τα πέταλά του έκαναν ήχο χορευτό πάνω στα καλντερίμια κι όλοι γυρίζαν με θαυμασμό στο πανέμορφο άτι. Αλλά και τις κυράδες. Τις πλουσιοκυράδες που το καβαλικεύανε. Θαυμασμός στην εικόνα. Ζήλια και φθόνος στην καρδιά. Άθελά τους. Ο πλούσιος κι ο φτωχός. Ο ταπεινός κι ο αξιωμένος. Ο αφέντης κι ο δούλος. Ο Σουράτ τους επιβεβαίωνε τη θέση τους. Τους ανάγκαζε να κάνουν ένα βήμα πίσω. Άθελά τους. Τούρκοι, οβραίοι, κατολίκ, γύφτοι, Έλληνες ή Αρμεναίοι. Όλοι.

Βγήκαν στις αλάνες και καλπάσανε. Το ζώο πάτησε το χορτάρι που δεν είχε πέτρες και φχαριστιόταν κι αυτό. Ξαναπιάσαν τα καλντερίμια και τα σοκάκια πέρα για τους Αρμεναίους, τις αράπικες συνοικίες και το Ατζέμικο Χάνι, προς τον Τουρκομαχαλά.

Η Κατίνα έστρεψε τα χαλινάρια απότομα και συγκράτησε το άτι σε ένα αργό περπάτημα.

Μπήκαν στους φτωχομαχαλάδες. Καλντερίμια με λασπόνερα, βούρκοι με πεταλιές, ροδιές και βρομιές από τους αραμπάδες.

«Που πάμε, μαμά; Βρομάει από δω πέρα».

Περάσαν το φούρνο της γκαβής. Πέρασαν το καπηλειό του κυρ Ηλία. Ακουγόταν ένα ούτι. Στο άνοιγμα μερικά αλητάκια παίζαν αγιούτο. Παραπέρα δυο τσακωνόντουσαν για ένα πολύχρωμο αγκάθι στα κότσια. Το ένα είχε μύξες και κλάματα.

Η Όλγα ανατρίχιασε. «Που πάμε, μαμά;» Ο Σουράτ σταμάτησε.

Από το παραθύρι στο δεξί σπίτι με το ταρατσάκι και τις ντάλιες στην αυλή, βγήκε μια γυναίκα μαυροτσούκαλη και τίναξε ένα πινακωτοπέσκιρο. Πρέπει να είναι κάποια από τις νύφες της Βασιλείας. Πάει κι η Βασιλεία, Θεός σχωρέσ’ την. Ίσως να ήταν η γυναίκα του Μηνά. Η αφέντρα γύρισε τα μάτια της στο απέναντι χαμόσπιτο. Ήταν κλειστό, σαθρό και μουχλιασμένο. Ποιος να ’μενε τώρα εδώ; Από τη σέλα είδε τη μεριά που είχαν θάψει την Ψιψίνα. Είδε το μέρος που η μαμή είχε θάψει τα μούχλια των μαγικών της. Θεός σχωρέσ’ τηνε κι αυτήν. Χμ! Πόσο μακρινά είναι όλα αυτά τώρα. Σα να επρόκειτο για κάποια άλλη κοπέλα, για μιαν άλλη ζωή.

Αλλά δυο σπίτια παρακάτω, η Λευκοθέα είχε γεννηθεί, είχε μεγαλώσει κι είχε μεστώσει κι αυτή, ακίνητη, στο ίδιο σπίτι, με τα ίδια φαγητά, με τους ίδιους καημούς. Σαν ένα κουκί που το φυτεύεις κι εκεί μένει. Αδύναμο κορμάκι σε χώματα ασθενικά. Κι εκεί θα πεθάνει μετά από μια μίζερη ζωή. Γιατί εμένα κι όχι τη Λευκοθέα; Γιατί εγώ κι όχι η Λευκοθέα; Σήκωσε το κεφάλι στον ουρανό. «Γιατί διάλεξες εμένα κι όχι τη Λευκοθέα;» σκέφτηκε και ψιθύρισε τα μαγικά της ντέστε: «Νασίμπ σσου αντάκ ελέ. Σουμ χάμπλε». Το επανέλαβε στα ελληνικά. «Μοίρα μου, καλομοίρα μου, τι μου ’χεις στα γραμμένα».

Στις 17 Δεκεμβρίου του 1887 πρωτομπήκαμε σ’ αυτό το χαμόγειο. Ήταν το πιο φθηνό που βρέθηκε στο φτωχομαχαλά. Καθίσαμε μουγγές σε μια γωνιά στο μοναδικό του δωματιάκι και κοιτάζαμε τα τριγύρω μας. Είχε ένα παραθύρι και μια πόρτα. Δεν είχε σόμπα. Μας πήρε το παράπονο. Κλάψαμε κι οι δυο. Εγώ μου τρέχανε τα μάτια δάκρυα και η μάνα έριχνε τους λυγμούς. Σκέφτηκα το χωριό και τη σόμπα μας. Σκέφτηκα τα καππαδόκικα λιβάδια. Σκέφτηκα τι αφήκαμε πίσω μας, που φύγαμε για τις καλύτερες. Στο χωριό ζεσταινόμαστε με μια ξυλόσομπα στο μέσο του δωματίου. Το κέντρο του σύμπαντος ήταν αυτή εδώ η σόμπα, γύρω από την οποία στηνόταν το νοικοκυριό. Το βράδυ μας ζέσταινε, μας έφεγγε, πάνω της μαγειρεύαμε, πάνω της ψήναμε, στα σωθικά της φουρνίζαμε, γύρω της απλώναμε τα καρτσόνια για να φύγει η μουσκιά και να τα φορέσουμε για τον ύπνο. Για το παιδικό μας τότε μυαλό, σπιτικό ήταν τούτη εδώ η σόμπα. Ακόμη κι αν οι τοίχοι γύρω ήταν από πέτρα, πλίνθο, πανί ή κι αν δεν υπήρχαν καθόλου, άπαξ κι είχες τη σόμπα, είχες σπιτικό. Η καλύτερη θέση ήταν η καρέκλα κοντά της, που όλοι τη διαπραγματεύονταν, μα στην άφιξη του πατέρα, καθόταν αυτός.

Τραπέζι δεν υπήρχε στην Καππαδοκία, αλλά και τι να το κάνεις; Τραπέζι χρειάζονται οι γραφιάδες για να απλώνουν τα χαρτιά τους. Ένας ένας, που ερχόταν από τη δουλειά, άνοιγε τον τέντζερη, μύριζε το φαγητό. Γύρναγε το καπάκι ανάποδα, έριχνε με την κουτάλα μια μερίδα πάνω, το ντερλίκωνε στα σβέλτα, ξανάκλεινε το καπάκι και κρέμαγε την κουτάλα πάνω στην κατσαρόλα. Ένα ειδικό θηλάκι είχε στο πλάι για να την κρεμάς. Τόσο, που σαν ερχόταν ο έμπορας με το κάρο στο χωριό για να ψωνίσουν οι μανάδες μας, διαλαλούσε το εμπόρευμά του, τονίζοντας τις κατσαρόλες του με τα θηλάκια. Τα πιο καινούργια μοντέλα είχαν δυο και τρία θηλάκια, αν κάποιος από την οικογένεια σιχαινόταν να φάει με το κουτάλι του αλλουνού. Η σόμπα είχε την ευθύνη να κρατά το φαΐ ζεστό, μοσχοβολάτο.

17 Δεκεμβρίου 1887, έκανε ένα ψοφόκρυο. Είχα φορέσει και τα παπούτσια μου να ’ρθω από της Φούλας το σπίτι εδώ και χτυπούσε το νύχι μου μπροστά. Πονούσα και κούτσαινα. Πήρε η Ευταλία το γρομπαλάκι πριν ξεκινήσουμε, το πύρωσε στη φωτιά, το κρύωσε και το ’χωσε μέσα στο παπούτσι, εκεί που βρισκόταν το μεγάλο μου αδάχτυλο. Το δέρμα φούσκωσε και στρογγύλεψε. Δεν πονούσα πια, αλλά τα πόδια μου ήταν μπούζι και μουσκεμένα από μια τρύπα που είχαν τα πατούμενα στη σιόλα.

Σουρούπωσε κι η μάνα σηκώθηκε να στρώσει το χράμι να κοιμηθούμε. Ένα χράμι είχαμε φέρει όλο κι όλο, καπλαντισμένο από την Ελένη. Το ’χε φτιάξει μόνη της η Ελένη με κουρελάκια από μαλλί προβάτου. Πόσο ζεστό ήταν αυτό το χράμι! Τι γλυκό ύπνο έκανες σ’ αυτό το χράμι! Ώρες ώρες, ακόμη και τώρα λιμπίζομαι να το ’βρισκα, που το ’χει καταχωνιασμένο, γιατί σίγουρα κάπου το ’χει καταχωνιασμένο η κόνα Ευταλία, να ξανακοιμόμουνα σ’ αυτό. Αλλά, μαζί με το χράμι, ερχόταν παρέα η γουργούρα στο στομάχι, που δεν την ησύχαζε το νεροκούκι. Και οι κλοτσιές που έτρωγες από την Αννεσούλα στη μούρη, που γύρναγε σαν τη σβούρα στον ύπνο της. Α πα πα πα πα! Τι μέρες αναποδιασμένες. Φτου! Φτύσ’ τον κόρφο σου, Κατινάκι μου, να μην ξαναρθούν. Ίσως να μην ήτανε το χράμι, που ονειροπολώ τη γλυκιά του αγκαλιά. Να ήταν η ζέστη του κορμιού της μάνας, που κουλουριαζόσουν μέσα του από ανάγκη για να χωρέσεις και συ. Η γλυκιά σιγουριά του κορμιού της μάνας. Η ανάσα της και τα δάκρυά μας που ενώνανε γλυφά, σαν η καθεμία έκανε τις σκέψεις της πριν μας πάρει ο ύπνος. Αγαπημένη μου μανούλα. Μανούλα μου. Τι έκανα εγώ για σένα;

«Πάμε να φύγουμε, μαμά». Τα τσογλάνια είχαν μαζευτεί και πειράζανε το Σουράτ. Στην αρχή διστακτικά και μετά είχαν ξεθαρρέψει. Ένα του τράβηξε την ουρά.

«Πάμε να φύγουμε, μαμά» ξαναείπε η Όλγα παραπονεμένα. «Τι είναι εδώ;»

«Τίποτα».

Σπιρούνιασε και φύγανε καλπάζοντας.

Μάρα Μεϊμαρίδη, Οι Μάγισσες της Σμύρνης, Καστανιώτης, Αθήνα 2002, σ. 423-428