Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

… Το μπαρμπέρικο ήταν ένα αντρολίβαδο. Τοποθετημένο παλιά στα Ταμπάχανα είχε πελατεία ανάλογη. Αλλά η Φούλα, έξυπνα σκεπτόμενη, πίεσε τον άντρα της να αλλάξει σοκάκι και να φτιάξει μαγαζί δίπλα στα πιο κοσμοπολίτικα περάσματα. Όχι στα μέρη που βρίσκονταν τα πλούσια σπίτια, αλλά εκεί που αυτοί οι άντρες είχαν τις δουλειές τους. Φαντάστηκε πως είναι πολύ πιο απλό να πεταχτεί κάποιος από τη δουλειά του για λίγο στο κουρείο δίπλα, παρά να βγει από το σπίτι του επί τούτου. Κι είχε δίκιο. Άρχισαν να ψάχνουν. Ο κυρ Επαμεινώντας Καρπίδης είχε βολευτεί τόσα χρόνια στο ίδιο μαγαζί, είχε την πελατεία του που τον αγαπούσε και με το ζόρι είπε το «ναι» στις ιδιοτροπίες της γυναικός του.

«Καλά είμαστε, βρε γυναίκα, έτσι όπως είμαστε».

«Καλάμια και παλούκια» του απαντούσε η Φούλα. «Που στήνεσαι καρτέρι με το ξυράφι από το πρωί ως το βράδυ, να μαγουλοστρώσεις τους Αρμεναίους και τους σφαγείς. Γι’ αυτό δεν έχεις δουλειά. Τι να σε χρειάζονται οι σφαγείς! Έχουν κάτι λεπίδες μεγαλύτερες από τις ιδικές σου».

Και πες πες, μάνα και κόρη, τον πείσανε. Είπε το «ναι», περισσότερο για να γλιτώσει από την γκρίνια τους. Βρέθηκε ένα μαγαζί στα σιδεράδικα, καλό και μεγάλο, ιδιοκτησία της χήρας Καραπαναγιώτη, με άπλετο φως και χαμηλό νοίκι. Αλλά της Φούλας, της φάνηκαν ταπεινά και τα σιδεράδικα.

«Θα φύγουμε από τους χασάπηδες να πέσουμε στους μαστόρους, που θες τριάντα οκάδες νέφτι να καθαρίσεις την κόμη τους; Όχι!»

Άρχισε να ψάχνει το Φραγκομαχαλά, την Ευρωπαϊκή Οδό, τα Γυαλάδικα, τα Κουμουτζήδικα. Όλα αυτά της έκαναν. Έμποροι πλούσιοι και σωστοί, μαγαζιά με κασμίρια εγγλέζικα, ρούχα παριζιάνικα, καπέλα, παπούτσια λονδρέζικα, βιτρίνες κομψές και οι μαγαζάτορες στην πένα. Το Bon Marché του Παπαθωμά με τα γουναρικά, του Μαρσάν με τα κεντήματα και τα τραπεζομάντηλα. Άσε του Ξενόπουλου, το καλύτερο μαγαζί της Σμύρνης, ντρέπεσαι να μπεις. Μεγάλη εύνοια της τύχης θα ’ταν ο Ξενόπουλος για τη Δέσποινά της κι είχε και τρεις γιους.

Είκοσι Αυγούστου, βρέθηκε ένα μαγαζί για ενοικίαση, σε κάθετο δρόμο του Φραγκομαχαλά, προς τα Κουμουτζήδικα. Εκατόν είκοσι πήχες με πάτωμα γυαλιστερό και βιτρίνα εφτά πήχες φάτσα. Η Φούλα ήταν ενθουσιασμένη. Αν και το μαγαζί ήταν σε άθλια κατάσταση, όπως το παράτησε ο προηγούμενος ενοικιαστής, που πουλούσε εκεί μέσα πουκάμισα, με τα μάτια της έβλεπε το πως θα γίνει.

«Και εδώ θα βάλουμε αυτό, κι εδώ θα βάλουμε εκείνο» δήλωνε.

«Ακριβό είναι» είπε ο κύριος Καρπίδης.

«Μη σε νοιάζει εσένα. Θα το πλερώσω από την προίκα μου». «Ποιά προίκα σου, βρε γυναίκα; Πάλι τα ίδια; Πόσες ζωές έχει τέλος πάντων αυτή η προίκα;»

Η ανύπαρκτη και μισερή περιβόητη «προίκα» της Φούλας ήταν ένα χαμόσπιτο στο Ρωμιομαχαλά, που πουλήθηκε το 1869 σε έναν καρβουνιάρη, που κι αυτός κατόπιν το μετάνιωσε, γιατί μετά βίας χωρούσαν τα κάρβουνά του μέσα στο αποθηκάκι. Τα λεφτά από την αγοραπωλησία, εφτά μετρημένες τουρκικές λίρες και μερικές οχτάρες, δόθηκαν στο γαμπρό για να αγοραστεί καινούργια καρέκλα μπαρμπερικής, έξι χαβλού πεσκίρια και μια τραπεζαρία για το σπίτι των νεονύμφων. Η προίκα εξατμίστηκε σε δυο μήνες. Τρεις το πολύ. Κάθε φορά όμως που η Φούλα έβαζε στο μάτι κάποια αγορά κι ο Καρπίδης δε συμφωνούσε, το θέμα της προίκας επανερχόταν δριμύτερο. Έτσι αγοράστηκε το εξοχικό στο Κοκαργιαλί, το ασημένιο σερβίτσιο του τσαγιού με τα δεκαοχτώ πιατάκια του γλυκού, κι αυτά ασημένια με τελείωμα σε στιλ δαντέλας, η γούνα από κουνέλι με γιακά ρενάρ…

«Θέλει πολλούς καθρέφτες» είπε τώρα ο Καρπίδης.

«Θα βάλουμε καθρέφτες».

«Θέλει βρύσες, υδραυλικά» είπε ο Καρπίδης.

«Θα βάλουμε και βρύσες» νευρίαζε η Φούλα. «Μπα, π’ ανάθεμά σε, γρουσούζη, μια καλή κουβέντα δεν έχεις ποτέ σου να πεις για τα καλορίζικα».

Αλλά ξαφνικά κώλωνε, σκεπτόμενη πως ο «γρουσούζης» ήταν εκείνος που θα δούλευε το μαγαζί και τον είχε ανάγκη. Τα γύριζε λοιπόν, τον καλόπιανε και τον πήγαινε με το μαλακό.

«Βρε, εσένα κανείς δε σε πιάνει στο ψαλίδι και στο κούρεμα. Είσαι το πρώτο ξουράφι της Σμύρνης. Άσε με να σε κάνω το άστρο της μπαρμπερικής. Να μπαίνει ο καλύτερος κόσμος στο μαγαζί σου, να σε καλημερίζει και να σου πιάνει την κουβέντα για τα εμπόρια και τα κοσμικά. Όχι, πες μου, σε παρακαλώ, τι κουβέντες έκανες με το Μίλτο το σφαγέα, σαν ερχόταν να του φτιάξεις το μουστάκι; Τι κουβέντες έκανες, βρε Νώντα, για το Θεό σου! Το κατά πόσο βόγκαγε το μοσχάρι; Όχι, απάντησέ μου, σε παρακαλώ».

Με τα πολλά, βάλανε χρέος, ξοδέψανε το μικρό τους κομπόδεμα για τα καπάρα. «Τρία νοίκια μπροστά μου ζήτησε η καραμαούνα» είπε η Φούλα συγχυσμένη στην Ευταλία, που τότε μόλις είχε φτάσει από την Καππαδοκία με την Κατίνα δέκα χρονών και την ανεψούλα της την Αννεσώ δεκαοχτώ μηνών. Κείνοι ήταν οι πρώτοι μήνες, που μένανε μαζί, ώσπου να δουν τι θα κάνουν.

Βάλανε κουρτίνες σε χαμηλό βεργάκι μπρούντζινο στη βιτρίνα, με κέντημα άσπρο κοφτό. Το βάψανε, το ασπρίσανε, περάσαν τα ταβάνια του με σχέδια γαλανά. Τρεις λίρες στοίχισαν οι καθρέφτες και τα μάρμαρα στους λαβουμάνους κι ακόμη χρωστούσαν τις καρέκλες, τις κανάτες, τα γκαρνταρόμπ.

Πριν υπογράψει, έκανε η Φούλα μια γύρα με τα πόδια σε όλα τα σοκάκια για να δει μην είχε άλλο μπαρμπέρικο κοντά κι αρχίσουν να κονταροχτυπιούνται για τους πελάτες. Δεν είχε. Το πιο κοντινό ήταν στης Χάβρας το σοκάκι. Αδιάφορον. Κρέμασαν μια ταμπέλα μεγάλη όση κι η φάτσα: «Κουρείον Αδελφοί Καρπίδη».

Και από Δευτέρα πρωί πρωί, πλησιάζοντας του Αγίου Ανδρέα, που αντρειώνει το κρύο, έβαλε η Φούλα το γουναρικό κι επισκέφτηκε όλα τα μαγαζιά της περιοχής. Έμπαινε παντού σαν πελάτισσα αξιοπρεπής, φρόντιζε να μην τους κουράζει με τερτίπια και τους έπιανε το λακιρντί.

«Και να περάσετε κι από του συζύγου μου το κουρείον» τους άρχιζε, «θα σας περιποιηθούμε σφόδρα. Φέραμε μια κολόνια λεβάντα τώρα από τους Παρισίους, μοσχοβολάει ο τόπος λέλουδα».

Ημέρα τρίτη, πήρε και την Ευταλία και ξεπετάξανε παρέα της Μαντάμας το Χάνι.

«Θα ήθελα να ενημερωθώ για ένα κόσμημα. Θα έχω βλέπετε σε λίγο και κόρη της παντρειάς. Μια κόρη σαν τα κρύα τα νερά» τους έλεγε κλείνοντας το μάτι με γελάκι. «Εσείς; Παντρεμένος, παντρεμένος;» ρώταγε στ’ αστεία. Αν έλεγαν ναι, τους έστελνε στο κουρείο.

«Νέα γυναίκα έχετε. Να σας καμαρώνει φρέσκο φρέσκο και δροσερό σα γυρίζετε στο σπίτι. Εμείς οι γυναίκες τα κοιτάμε αυτά. Ε, Ευταλία;»

Αν δήλωναν ανύπαντροι, κελάριζε τα παρελκόμενα.

Έτσι βγήκανε δυο λίστες. Μια για τον Καρπίδη, που θα τον γέμιζε λεφτά, κι η άλλη όλοι οι πρόσφοροι για τη Δέσποινα, που έκλεινε τα δεκαπέντε στις 8 Μαρτίου.

Η Φούλα απεδείχτηκε σωστή. Το πολυτελές κουρείον έγινε πολυσύχναστο. Προσλάβανε βοηθούς που ζέσταιναν τις πετσέτες. Ανοίξανε με την Ευταλία τα μαγκαζίνα κι είδαν τι κυκλοφορεί στην Ευρώπη στα κοσμικά μπαρμπέρικα. Πήραν μηχανή για τις φαβορίτες. Πήραν δεύτερο θερμοσιφώνι γκαζιού. Πήραν μανικιουρίστα. Τη διάλεξε η ίδια η Φούλα με μπόλικα βυζιά, που τσιτώνανε μέσα από την άσπρη της ποδιά.

Αλλά αυτός που απεδείχθη τελικά αστήρ ήταν ο ίδιος ο Καρπίδης, που τον σήκωσε το περιβάλλον κι απέδιδε καλύτερα στη δουλειά του. Τι καλύτερα! Ο άνθρωπος έφτιαχνε αγγέλους. Τι σβέρκοι λαμπίκο βγαίναν από το κουρείο, τι μουστάκια καλοψαλιδισμένα, τι φαβορίτες κομψές, τι χωρίστρες αλφαδιασμένες, τι κουρέματα της πένας! Ο ίδιος δεν ασχολιόταν πια με το ξύρισμα, το είχε εμπιστευτεί στον αδελφό του, που επέδειξε εκεί δεξιοτεχνία μεγάλη. Άξιος κι αυτός.

Εκτός από τις ζεστές πετσέτες, τις κολόνιες και τα αρώματα, που ήταν αρίστης ποιότητος, οι πελάτες έχαιραν της ειδικής μεταχείρισης της ίδιας της κυρίας Φούλας Καρπίδου, που καθόταν στο ταμείο. Και το καφεδάκι τους και τον καλό τους λόγο και το κομπλιμάν τους. Αισθάνονταν άνετα. Έρχονταν και με τους φίλους τους για ένα κούρεμα παρέα.

«Να σας συστήσω τον κύριο Αχμέτογλου, που έχει το μαγαζί με τα πιάνα στη γωνία. Θέλω, κύριε Επαμεινώνδα, να μου τον προσέξετε ιδιαιτέρως το φίλο μου».

Και ο κύριος Επαμεινώνδας έπιανε τις χτένες και τα ψαλίδια με ζήλο μεγάλο. Πιάναν κι οι πελάτες την κουβέντα, κι η ώρα τους περνούσε ευχάριστα. Καμιά φορά κλείναν και τις δουλειές τους ανάμεσα στ’ αχνιστά προσόψια και τις μαλάξεις της κολόνιας. Η Φούλα είχε αυτιά για όλα. Στις γιορτές ιδίως, ουρές περιμέναν για να τους περιποιηθούν.

«Αποστόλη, ετοίμασε την καρέκλα για τον κύριο Μοσχολιό. Είναι η ώρα του να ’ρθει».

Οι περίφημες κολόνιες που ενθουσίαζαν τους πελάτες, τα καϊμάκια που αλείφονταν στα χέρια τους, τα ταλκ για τους σβέρκους, ήταν κατασκευαστικό έργο της Ευταλίας, που έτσι μπήκε στον ντουρβά με τα καλλυντικά κι άνθισε γρήγορα, περισσότερο γιατί εστράφη προς τη γυναικεία πελατεία. Όλα αυτά εν έτει 1888. Τρία χρόνια μετά, οι Καρπίδηδες είχαν ξοφλήσει όλα τους τα χρέη και το κομπόδεμά τους είχε βαρύνει σημαντικά. Αλλά η Δέσποινα γαμπρό δεν είχε επιλέξει. Κόντευε τα δεκαεννιά τώρα. Ήθελε το Σπύρο, μα τον πρόλαβε η Κατίνα. Π’ ανάθεμά την. Για μήνες μιλιόντουσαν μετά βίας.

Οι κουβέντες που κάνανε με τη Δέσποινα, της Φούλας της μαχαίρωναν την καρδιά. Πως την είχε πατήσει αυτή έτσι!

«Εσύ φταις, μάνα, που δεν της είπες καθαρά πως τον έχουμε βάλει στο μάτι για πάρτη μας. Τότε δε θα ’χε μούτρα η Ευταλία να τον τυλίξει για την Κατίνα. Θα έριχνε αλλού τα μάτια της. Οι καθαροί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους».

«Δίκιο έχει» σκεφτόταν η Φούλα, που την είχε κάνει την κουτσουκέλα της.

«Ναι, βρε κουτσούνα μου, δίκιο έχεις» της έλεγε, «αλλά δε φαντάστηκα η δύσμοιρη πως θα μπορούσε αυτό το “πράγμα” να τυλίξει έναν Σερμπέτογλου. Ούτε που μου πέρασε από το μυαλό».

Μάρα Μεϊμαρίδη, Οι Μάγισσες της Σμύρνης, Καστανιώτης, Αθήνα 2002, σ. 185-191