Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Τα σμυρναίικα σπίτια της προκοπής

«Αυτές οι γυναίκες» είπε η Φούλα, ένα απόγευμα στο σπίτι της γυναίκας του γιατρού, «οι δούκισσες, οι πριγκίπισσες, οι γαλαζοαίματες, κάνουν παιδιά για να τα κλάψουν κάποια μέρα στα νεκροκρέβατα. Τους τα σκοτώνουν. Τους τα δολοφονούν. Τι μοίρα κι αυτές οι γυναίκες! Τα γεννούν, τα τρέφουν, τα μοσχομεγαλώνουν, τα φορτώνουν με γνώσεις, για να τα καμαρώσουν βασιλιάδες και γκουβερνάτους. Αλλά που! Για μετρήστε τους όλους, να μου πείτε ποιοι ζουν και ποιοι μαχαιρώθηκαν! Εξίκ ολσούν! Να μου λείπει το βύσσινο, κι οι ερμίνες και τα λούσα κι οι τίτλοι. Κάλλιο στην αφάνεια με τα παιδιά μου γερά, παρά στην επιφάνεια και στο άχτι του καθενός».

Απόγευμα παρά απόγευμα, μαζεύονταν μια στο σπίτι της μιας, μια στο σπίτι της άλλης και βγαίναν τα γλυκά, το τσάι, τα κουλουράκια, τα κεντήματα, τα ντοκουμέντα. Η γυναίκα του γιατρού ήταν η πιο αξιοπρεπής φίλη που διέθετε η Φούλα, που πάντα κοίταζε ψηλότερα από το ράγκο της. Την είχε περί πολλού. Ένα απόγευμα, είχε πάρει μαζί της και την Ευταλία μαζί με τα κορίτσια. Κι αυτό, όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά για να τρίψει στη μούρη της Ευταλίας τις ανώτερες γνωριμίες που έχει στη Σμύρνη και σε τι κύκλους την καλούν και είναι επιθυμητή. Η Φούλα κι η γιατρίνα είχαν γνωριστεί τυχαία, στο πανηγύρι του Αγίου Παντελεήμονος, που εκκλησιάζονταν παρέα. Η Φούλα της έπεσε από κοντά. Κρύωνε η γιατρίνα κι η Φούλα της δάνεισε μια ζακέτα. Πιάσανε την κουβέντα κι αλληλοκαλεστήκανε για τα τσάγια.

Η γυναίκα του γιατρού είχε κι αυτή μια κόρη. Με έναν τεράστιο φιόγκο στην κορφή του κεφαλιού της. Τούτο το κορίτσι ήταν υπόδειγμα ηθικής και άξιας κόρης. Ίσα με μένα ήτανε, αλλά τι διαφορά!

«Παίξε μας κάτι, Ερμιόνη» της έλεγε η μάνα της.

Αμέσως αυτή καθόταν στο πιάνο και κλειδοκυμβάλιζε «Φουρ Ελιζ» παίρνοντας όλα τα συχαρίκια. Την άλλη εβδομάδα που ξαναπήγαμε στις γιατρίνας, η κόρη της ξανακυμβάλισε το ίδιο μουζικάντι.

«Πες μας, Ερμιόνη, ένα ποίημα από το σχολείο σου».

Αμέσως αυτή στεκόταν ορθή κι έλεγε χωρίς ανάσα, Θεός ξέρει τι, κάτι στίχους με ρίμες. Τι καμάρι! Μιλάει και γαλλικά, ζωγραφίζει ποταμάκια, τραγουδάει από το Ωδείο.

Η γιατρίνα κι η Ερμιόνη ήταν οι πρώτες γνήσιες Σμυρνιές που έκαναν την εμφάνισή τους στη δεκάχρονη ζωή μου. Καθαρές, ασπροντυμένες, με ταφτάδες και σε σπίτι αληθινό. Με κουρτίνες, κοφτά, κεντίδια, σκάλες και αντρεσόλι για το δουλικό. Η γιατρίνα κι η Ερμιόνη σερβίρανε το τσάι σε πορσελάνινο σερβίτσιο, τα γλυκά σε ασημένια πιατάκια κι ασημένια κουταλάκια. Αλλά τέτοια είχε και η Φούλα.

«Το πρώτο πράγμα που θα πάρω» έκανε σχέδια η Ευταλία, «είναι σερβίτσιο του τσαγιού από φαρφουρί. Το λαχταράει η ψυχή μου. Αύριο θα κατέβω στην Ευρωπαϊκή Οδό».

Αλλά σα γύριζαν από της γιατρίνας στο φτωχομαχαλά κι έμπαιναν στο σπίτι τους, η σκέψη του σερβίτσιου του τσαγιού έσβηνε. Σαν παράταιρο θα ήταν εκεί μέσα.

«Σπίτι θέλουμε πρώτα που να του ταιριάζει».

Μάρα Μεϊμαρίδη, Οι Μάγισσες της Σμύρνης, Καστανιώτης, Αθήνα 2002, σ. 51-53