Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Η ιστορία του πολεμιστή και της αιχμάλωτης

Αυτή είναι η ιστορία του Ντρόκτουλφτ, ενός βάρβαρου που πέθανε υπερασπιζόμενος τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ή, εν πάση περιπτώσει, αυτό είναι το απόσπασμα της ιστορίας του που μπόρεσε να διασώσει ο Παύλος ο Διάκονος. Δεν ξέρω καν πότε συνέβησαν αυτά· αν, δηλαδή, συνέβησαν περίπου στα μέσα του 6ου αιώνα, τότε που οι Λογγοβάρδοι ρήμαξαν τους κάμπους της Ιταλίας, ή τον 8ο αιώνα, πριν την παράδοση της Ραβένας. Ας υποθέσουμε (το παρόν δεν είναι ιστορική διατριβή) ότι ισχύει η πρώτη εκδοχή.

Ας φανταστούμε τον Ντρόκτουλφτ sub specie aeternitatis· δηλαδή, όχι τον συγκεκριμένο άνθρωπο Ντρόκτουλφτ, ο οποίος υπήρξε αναμφίβολα μοναδικός και ανεξερεύνητος, όπως όλοι οι άνθρωποι, αλλά τον γενικό τύπο που έπλασε μ' αυτόν (και τόσους άλλους σαν κι αυτόν) η παράδοση, έργο της λήθης και της μνήμης. Από τις όχθες του Δούναβη και του Έλβα, οι πόλεμοι τον έφεραν στην Ιταλία, μέσα από μια σκοτεινή γεωγραφία με δάση και τενάγη, κι ίσως ο Ντρόκτουλφτ να μην ήξερε ότι πήγαινε στα νότια, κι ίσως να μην ήξερε ότι θα πολεμούσε εναντίον της Ρώμης. Δεν αποκλείεται να ήταν οπαδός του αρειανισμού, που πρέσβευε ότι η δόξα του Υιού είναι αντανάκλαση της δόξας του Πατρός, αλλά πολύ πιο λογικό είναι να τον φανταστούμε θιασώτη της θεάς Γης, της Χέρθα, το πεπλοφόρο ξόανο της οποίας πήγαινε από καλύβα σε καλύβα, πάνω σε άρμα που το έσυραν αγελάδες, η θιασώτη των θεών του πολέμου και της βροντής, που ήταν φαγωμένα ξύλινα ειδώλια, τυλιγμένα με υφαντά και φορτωμένα φλουριά και κοσμήματα. Ερχόταν απ' τ' αδιάβατα δάση του κάπρου και του βόνασου· ήταν ξανθός, ζωηρός, αθώος, σκληρός, πιστός στον αρχηγό του και στη φυλή του, αλλά όχι στο σύμπαν. Οι πόλεμοι τον φέρνουν στη Ραβένα, κι εκεί βλέπει κάτι που ποτέ του δεν το 'χει ξαναδεί - ή δεν το 'χει ξαναδεί τόσο άφθονο. Βλέπει το φως της μέρας και τα κυπαρίσσια και το μάρμαρο. Βλέπει ένα σύνολο που είναι πολλαπλό, αλλά και εύρυθμο· βλέπει μια πόλη, δηλαδή έναν ζωντανό οργανισμό φτιαγμένο από αγάλματα, ναούς, κήπους, κατοικίες, κλίμακες, κιονόκρανα, αμφορείς, εύτακτους και ανοιχτούς χώρους. Κανένα από τα έργα αυτά δεν τον εντυπωσιάζει επειδή είναι όμορφο - το ξέρω· τον κεντρίζουν όπως θα μας κέντριζε κι εμάς μια πολύπλοκη μηχανή που, ακόμα κι αν αγνοούμε τον προορισμό της, μαντεύουμε πίσω από το σχεδιασμό της μιαν αθάνατη διάνοια. Ίσως και να του αρκεί μία και μόνη αψίδα, με μιαν ακατανόητη επιγραφή σε αθάνατα λατινικά γράμματα. Ξαφνικά, αυτή η αποκάλυψη τον θαμπώνει και τον ζωογονεί: η Πόλη. Ξέρει πως πίσω από τα τείχη της θα υπάρχει ένα σκυλί ή ένα παιδί, πως ίσως δε θα μπορέσει ποτέ να την καταλάβει, αλλά και πως αξίζει πιο πολύ κι απ' τους θεούς του κι απ' τον όρκο πίστης κι απ' όλα τα τενάγη της Γερμανίας. Ο Ντρόκτουλφτ εγκαταλείπει τους δικούς του και μάχεται στο πλευρό της Ραβένας. Πεθαίνει, και πάνω στο μνήμα του χαράζονται λέξεις που εκείνος δε θα τις καταλάβαινε:

Contempsit caros, dum nos amat ille, parentes,

Hanc patriam reputans esse, Ravenna, suam.

Χόρχε Λουις Μπόρχες, «Η ιστορία του πολεμιστή και της αιχμάλωτης», Άπαντα πεζά, Ελληνικά γράμματα, 2005, σ. 259-260.