Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Ο Ήλιος Δυω

Μήτσορα, Ο Ήλιος Δυω
  • Η καταγραφή δεν είναι συνδεδεμένη σε κάποια τοποθεσία

Μαρία Μήτσορα

 

Ο ήλιος δύω

 

 

ΚΛΕΙΤΑ

 

Η οδός Τελεσίλης είναι ένας ανηφορικός δρόμος στο Παγκράτι, κοντά στην πλατεία του Μαγεμένου Αυλού. Έμενα δύο χρόνια και τον ήξερα καλά με το φως της νύχτας, συμπυκνωμένο γύρω από τους λαμπτήρες της ΔΕΗ που κάνουν τα μπαλκόνια να γέρνουν λοξά κυνηγώντας τις σκιές τους. Το λέει και στις Γραφές: τα μπαλκόνια θα ξανασυναντηθούν, με τις τέντες, τις γλάστρες, τα τέλια για τις μπάλες των μικρών παιδιών, τα πουλιά στα κλουβιά, όλα σε μια καταστροφική αυτοτέλεια.

Τα χειμωνιάτικα δειλινά, όταν η μέρα τεντώνεται σαν τόξο που σημαδεύει τη σκέψη για τη σύντομη διάρκειά της, όταν ανάβει το ηλεκτρικό δεξιά κι αριστερά στα διαμερίσματα υφαίνοντας φωτεινές παραφασάδες στον ιστό κάθε ζωής που ονειρεύεται να γίνει άλλη ζωή, τότε κι εγώ επιθυμώ την αρχή της άνοιξης.

«Ψψψ» και γύρισα. Η Ζωή με περίμενε στο μισοσκόταδο της τελευταίας γωνίας. Ήταν ακριβώς μεσάνυχτα, όταν οι σκιές παύουν να πλαγιάζουν, όλα είναι μετέωρα, τίποτα δεν πέφτει, και παλιές επιθυμίες συναντιούνται, φσσστ, γίνονται σκοτεινές λαμπάδες, η άκρη της φλόγας τους ακουμπάει στον ουρανό, άστρα που καίνε για χαμένα πράγματα.

Είχε αδυνατίσει. Ήτανε φτιαγμένη; Δεν περπατούσε σταθερά, είχε μια έκφραση χαλαρή και παγωμένη. Τα δάχτυλά της όμως έκαιγαν. Ταράχτηκαν όταν μου έπιασε το χέρι, της έδωσα το μπράτσο και στηρίχτηκε, τόσο δικιά μου και καθόλου. Κάναμε μερικά βήματα. Μου χαμογέλασε με θολά μάτια. Η αναπνοή της ήταν πολύ γρήγορη.

«Ο Κυριάκος βγήκε από τη φυλακή, το έμαθα χτες, δεν τον είδα κι ανησυχώ για σένα.»

Θα μ’ άρεσε να ανησυχούσε για μένα. Ο τόνος της φωνής της έλεγε άλλα. Την ένιωθα σφιγμένη πίσω από έναν τοίχο κούρασης, πάντα έβρισκε τρόπους να θυμώνει με κάθε είδους τέλος.

 

Ήταν το πρώτο βράδυ που ο δρόμος μύριζε ανοιξιάτικα. «Έχουνε τελειώσει τα παραμύθια», της είπα, «ο Κυριάκος δεν έκλεψε για μένα. Ξέρω ότι σου είχε κλέψει μια διαμαντένια καρφίτσα που την άλλαξε μ’ ένα κουτί μεθαδόνες. Σίγουρα δεν ζήσαμε το καλύτερο εσύ κι εγώ. Στα παραμύθια υπάρχουν εσάρπες που άμα τις πετάξεις ψηλά στον αέρα, αργούν πολύ να πέσουν. Καμιά φορά κάποια φτάνει μέχρι το μπαλκόνι ενός νεαρού βασιλιά. Κατεβαίνει τρέχοντας τα μαρμάρινα σκαλοπάτια και πατώντας στο βρόμικο δρόμο παίρνει γυναίκα του την άξια υφάντρα. Αυτοί ίσως να περνάνε καλύτερα, ενώ εμείς που δε θα παίρναμε ούτ για παιχνίδι μας ένα βασιλιά, μόνο κανένα πρεζάκι ή κάποιον άλλο τελειωμένο που να μην αντέχει να συμμετέχει…» Ξεκλείδωσα την κάτω πόρτα κι άναψα το φως της σκάλας. Ανέβηκε λαχανιάζοντας, υπερβολικά αργά, πιασμένη από την ξύλινη κουπαστή.

«Ωραίο είναι αυτό το παλιό σπίτι, δεν είναι κρύο το χειμώνα; Πόσο καιρό δεν έχουμε συναντηθεί, πάνε δυο χρόνια…» Κάθισε στο σαλόνι, στην πιο βαθιά πολυθρόνα, κοίταξε τα μισομαραμένα κρινάκια στα δυο άσπρα βάζα. «Κι εμένα μ’ αρέσουνε τώρα τα άσπρα λουλούδια, καμιά φορά τα αγοράζω επίτηδες μισομαραμένα, τα πουλάει ένας γέρος, νομίζω ότι τα μαζεύει από τα νεκροταφεία. Πόσο θα ήθελα… Κι εσύ φύγε για λίγο, ανησυχώ πραγματικά για σένα».

Στο ηλεκτρικό τα μαλλιά της ήταν δυο αποχρώσεις του μελιού, το δέρμα της έδειχνε στεγνό, τα χείλη της είχανε μελανιάσει. Δεν ξαναχομεγέλασε να δω αν είχε σφραγίσει τα δόντια της. Την έπιασε ένας βήχας, περίεργος βήχας, ίσως ένας γιατρός να έλεγε αμέσως το όνομά του. Ήτανε άρρωστη. Μου ζήτησε να της βράσω να πιει νερό. Άφησα στο σαλόνι το φάντασμά της. Όταν της έφερα ο νερό, νόμισα ότι είχε εξαφανιστεί.

Ακολουθώντας το βήχα τη βρήκα στο κρεβάτι μου. Δε χρειάστηκε να της ζητήσω να κοιμηθεί μαζί μου, ήταν κιόλας χωμένη κάτω από τα σκεπάσματα με τα ρούχα. Μισογδύθηκα και ξάπλωσα δίπλα της. Άδειασε το φλιτζάνι φυσώντας το καυτό νερό.

«Πες μου τι να ονειρευτώ;» είπε και με τρόμαξε. Αποκοιμήθηκε αμέσως. Ένιωθα τον πυρετό μέσα από τα ρούχα της. Κάθε τόσο έβηχε. Είχα κολλήσει πάνω σ’ αυτή τη ζέστη που μου φαινόταν η τελευταία ζέστη. Ίδρωσα. Με τα μάτια ανοιχτά στο σκοτάδι, έμεινα δίπλα της μέχρι να ξημερώσει. Η αναπνοή της δε με μεθούσε πια. Με κρατούσε ξύπνια. Παλιά τη θαύμαζα, αλλά είχε δοκιμάσει πολλές φορές επάνω μου την αδυναμία της. Όταν φώτισε έξω, σηκώθηκα. Ήπια ένα δυνατό καφέ, έφτιαξα ένα μικρό ταξιδιωτικό σάκο, πήρα λεφτά από το πορτοφόλι της. Είδα πως έκανε συλλογή από πιστωτικές κάρτες. Περίμενα ν’ αρχίσει πάλι να βήχει για να τραβήξω πίσω μου την εξώπορτα. Την άφησα να κοιμάται κι έφυγα από το σπίτι μου σαν κλέφτα.

 

 

ΚΥΡΙΑΚΟΣ

 

Ένα βράδυ στο κελί στον Κορυδαλλό του είχα πει «για σκάσε, ρε Αρτέμη» του Αρτέμη που δε μιλούσε, χαμένος κι αυτός στον κόσμο των αρτάν. Η γυναικεία φωνή στο ραδιόφωνο μου ήταν γνωστή, την είχα ακούσει κοντά στο αφτί μου. Ύστερα έπαιξε ένα Ρέη Τσαρλς. Η φωνή της είχε αδιαφορία, ήτανε μια φωνή μπλαζέ που λένε, αλλά εγώ αναγνώρισα το κρυφό πείσμα και επιθύμησα τα μυτερά κόκαλα της λεκάνης της. Μετά καρφώθηκα, περίμενα τι θα πει. «ο ηλιοσ τα μεσανυχτα, μια εκπομπή με την Κλείτα Καρρά.» «Αυτή είναι; Αυτή είναι;» ρωτούσε ο Αρτέμης. «Γι’ αυτήν που έκλεψες τα λεφτά;»

Όταν με είδε στα γόνατα, μ’ άφησε ήσυχο. Είχα κλείσει τέσσερα χρόνια μέσα κι έκανα πως ήμουνα κι εγώ σε φάση να προσευχηθώ.

 

 

ΚΛΕΙΤΑ

 

Στη λεωφόρο Αλεξάνδρας, στο ύψος της Ιπποκράτους, μπήκα ν’ αγοράσω κάτι καινούριο για το ταξίδι μου. Ένα μαλακό ανοιξιάτικο πουλόβερ από λινό και μετάξι στο χρώμα της σκουριάς. Καθώς πλήρωνα, η κυρία στο ταμείο ξεχάστηκε κοιτώντας έξω. «Κάτι σκέφτεστε» είπα περιμένοντας τη σακούλα και τα ρέστα. «Θα ήθελα να πω σ’ ένα λεωφορείο που να μη σταματήσει πουθενά. Στέκομαι τόσες ώρες όρθια επειδή πριν από τριάντα δύο χρόνια παντρεύτηκα από αγάπη… Ο ήλιος μπαίνει λίγο τ’ απογεύματα, η ζωή τρέχει απ’ έξω, εδώ μέσα φοράει τα στενά νούμερα και τα βράδια δεν έχω λόγο να γυρίσω σπίτι. Εσείς τι δουλειά κάνετε;»

«Μεταφράζω, διορθώνω τυπογραφικά, πριν έκανα εκπομπές στα ραδιόφωνα… Η μια λεγόταν ο ηλιοσ τα μεσανυχτα, μια άλλη half past doom…»

«Χαφπασντούμ;» επανέλαβε απορημένη. Βγήκα στο δρόμο. Η σκέψη της με παρακολουθούσε. Ήμουνα και είχα.

Ύστερα από χρόνια θέλησα να κλάψω. Να είμαι δυο τρεις σταγόνες δάκρυα που κυλάνε στη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Τα αυτοκίνητα προχωρούσαν αργά, αντίθετα με μένα. Όλα μαζί ζεσταμένο μέταλλο και μια βρόμα που μ’ αγκάλιαζε σφιχτά. Οδηγοί μου σφύριζαν, έκοβαν ταχύτητα να μου πούνε κάτι… Τίποτα δεν άκουγα, βιαζόμουνα να πεθάνω κι όλα τα βαριόμουνα.

 

 

Το καινούριο διαμέρισμα του Άλκη βρισκόταν σε μια πάροδο. Η είσοδος με τα γκρίζα μάρμαρα και τους λεκέδες από γράσα θύμιζε χώρο έκθεσης ανταλλακτικών.

Δεν ήξερα τον όροφο γι’ αυτό ανέβαινα με τα πόδια. Στον πρώτο άνοιξε μια πόρτα, βγήκε μια γριά με φρέσκο πρόσωπο και γκρίζο κότσο χαμηλό. Στην πλαστική πορτοκαλιά λεκάνη που κρατούσε άχνιζαν φρεσκοπλυμένα ρούχα. Ανέβαινε αργά τα σκαλοπάτια κόβοντάς μου το δρόμο. Με ίσια πλάτη ακολουθούσε μ’ ένα υπόλοιπο πίστης τους ατμούς. Δε μετρούσα πια σκαλοπάτια, παρατηρούσα την κίνηση των πρησμένων της αστραγάλων, τις σκασμένες φτέρνες που περίσσευαν από καφέ κοτλέ παντόφλες.

Στον τρίτο, ο Άλκης ξαφνιάστηκε αλλά το ’κρυψε, γι’ αυτό με φίλησε. Φαινότανε κουρασμένος. Κουρασμένος από μένα. «Έχω ξαναβρεθεί εδώ», του είπα όταν κάθησα στο μαύρο καναπέ. Είχαμε βρεθεί και σ’ ένα μπάνιο — στεκόμουνα μισόγυμνη με παρέα μπροστά στο νιπτήρα και μας διέκοψε.

Με κοιτούσε αμίλητος. Με νικούσε, τα τελευταία χρόνια με νικούσε με όπλο μια ανεξιχνίαστη μετριότητα. Πήρα μια ανάσα και είπα: «Με τους παγωμένους βοριάδες που κατέβαιναν στο λεκανοπέδιο τους τελευταίους τρεις μήνες, έβγαζε βιαστικά το χέρι από την τσέπη να σηκώσεις το γιακά σου, καμιά φορά για να με χαιρετήσεις, δεν ήμουνα εγώ, γιατί υπάρχουν μήνες ασήμαντοι, μήνες πρόβας και άλλοι μήνες-θέατρα όπου παίζονται οι εποχές, τα μεγάλα κρύα, οι μεγάλες ζέστες, τα φιάσκα, πολύ σπάνια, μια πράξη με μέγεθος… Περίμενα ν’ αλλάξει ο καιρός… Χάρηκες που βρήκα τη διεύθυνσή σου;»

«Τη διεύθυνσή μου;» Του ήταν δύσκολο να με ρωτήσει γιατί είχα σπάσει τον κώδικα, γιατί δεν είχα γίνει/μείνει σκόνη.

«Ναι, τη διεύθυνσή σου. Μου την έδωσε εκείνη η Ξενέ, η ξενέρωτη δημοσιογράφος με τ’ αγορίστικα μαλλιά που μου είχες πει ότι έχει ωραίο μεγάλο στήθος. Μοιραστήκαμε ένα ταξί, πάει πολύς καιρός, πριν από τα Χριστούγεννα. Ήτανε φορτωμένη σακούλες δώρων, με ρώτησε αν θα στολίσω δέντρο.»

Στον Άλκη άρεσαν οι γιορτές, η χρυσόσκονη, η ασημόσκονη στα γέλια και στο βουητό των άλλων. Είχε καθήσει πίσω από το γραφείο του κι έστριβε ένα τσιγάρο. Έβγαλα το μπουφάν μου. Τελείωσε το στρίψιμο, το άναψε και μου το έδωσε. Το πήρα χωρίς να είμαι σίγουρη.

Μερικές φορές τον θυμάμαι λάθος. Είχε καθήσει πάνω στο γραφείο ανάμεσα σε δυο στοίβες δικογραφίες κι έστριβε στον αέρα ένα τσιγάρο. Έβγαλα το μπουφάν μου. Μου έριξε μια ματιά κατάπληκτος και μου το έδωσε αναμμένο. Το πήρα χωρίς να είμαι σίγουρη, για να μείων στα όρια της ευγένειας. Τον είχα σώσει από τον τρελό έρωτα, είχα υποφέρει γι’ αυτό και μόλις πάτησε σε στέρεο έδαφος, έκανε τον ανήξερο, με κοίταζε σαν να ψάχνει το αποτύπωμα του αγίου του στον απέναντι τοίχο.

 

 

ΑΛΚΗΣ

 

Έτσι όπως βγήκε από το μπουφάν της, στον καναπέ που είχαμε αγοράσει όταν έμενα στη Δαφνομήλη, μου ήρθε φλας μια παλιότερη εικόνα της, τότε που ήμαστε μαζί κι ερωτευμένοι. Η Κλείτα με περίμενε στα σκαλοπάτια της Αναγνωστοπούλου. Τυλιγμένη στον έρωτά μου που με θάμπωνε. Φορούσε ρούχα μαύρα γυαλιστερά, ένα μπερέ με μουντό λουλούδι, ό,τι τόνιζε τη μαργαριταρένια λάμψη που ’χε το δέρμα της. Όλη τη μέρα βιαζόμουνα να τη δω, πίνοντας ατέλειωτους καφέδες. Τότε με κάθε άφιλτρο τσιγάρο σκεφτόμουν, η ώρα θα περάσει, θα έρθει το βράδυ, θα σηκώσει επιτέλους το τηλέφωνο και την επόμενη στιγμή θα σβήσω τη γόπα μου στο κουδούνι της. Κάθε φορά που την έβλεπα ένιωθα πολύ τυχερός.

Άρχισα να κάνω κέφι τις μπαργούμεν γιατί είναι πάντα στη θέση τους κι άμα σ’ τη δώσει σηκώνεσαι και φεύγεις μόνος.

Η Κλείτα όταν περνούσαμε μια νύχτα μαζί νόμιζε ότι είναι η τελευταία. Είναι η επέτειος της προτελευταίας, την κορόιδευα. Έφευγε πριν ξυπνήσω αφήνοντάς μου αποχαιρετιστήρια σημειώματα. Αργά, προσεκτικά, ξαναβρήκα μια γλύκα στους δρόμους, στα καφενεία, στο μήκος της σκιάς των δέντρων, στην αλλαγή των εποχών.

 

 

ΚΛΕΙΤΑ

 

Στεκόταν μπροστά στο πικ απ. Προτιμούσε ακόμα το βινίλιο. Δεν μπορούσε να διαλέξει, φοβόταν να με ευχαριστήσει, «διάλεξε εσύ», μου είπε με ύφος, λες κι ήμουνα παράξενη, κολλημένη στις λεπτομέρειες που, αντί για καφέ, ενώ υπήρχε έτοιμος, είχα όρεξη για τσάι. Γύρισε από την κουζίνα μ’ ένα μπλε φλιτζάνι. Κάθησε πάλι πίσω από το γραφείο. Σηκώθηκα και ήπια δυο γουλιές.

«Ακόμα τους τυραννάς τους καφέδες σου; Κάποιος μια μέρα θα σου χιμήξει», έλεγα και προσπαθούσα να μιμηθώ την αμηχανία του. Ήμουνα ξαφνικά στο σπίτι μου, κι ας μη ήξερα «πού έχει ολόσωμο καθρέφτη;»

«Στην ντουλάπα της κρεβατοκάμαρας.»

Βρήκα εύκολα το δρόμο στο καινούριο διαμέρισμα. Από το μπροστινό παράγωνο δωμάτιο ένας διάδρομος τελείωνε σε μια κρεβατοκάμαρα που έβλεπε πίσω.

«Θέλω να κοιμηθώ εδώ», φώναξα από μακριά στον Άλκη. «Θα φύγω νωρίς το πρωί.» Άρχιζε να μ’ αρέσει η ιδέα του ταξιδιού. Το κρύο με είχε στριμώξει. Είχε έρθει η ώρα να σκορπίσω. Θα πήγαινα κάπου που ο καιρός θα ήτανε πολύ άστατος. Το χειμωνιάτικο γκρίζο να κυνηγάει το συναισθηματικό κίτρινο της Άνοιξης. Οι τοίχοι της κρεβατοκάμαρας ήταν άδειοι. Σ’ ένα κρεβάτι άστρωτο, σ’ ένα χρόνο ανύπαρκτο, ο Άλκης μου είχε πει: «Σσσς!» Πλάι στο κρεβάτι υπήρχε σβηστή η ίδια λάμπα με την μπρούτζινη βάση, το ροζέ γυαλί λες και χυνόταν καταλήγοντας σε τρίτα ξαδέλφια γαμψών νυχιών. Στο πρώτο πρωινό φως της άλλης κρεβατοκάμαρας ο Άλκης μου είχε πει: «Σ’ έναν κόσμο χαδιών θα ήσουνα βασίλισσα.»

Ξαφνικά βιαζόμουνα μπροστά στον καθρέφτη να φορέσω ο καινούριο πουλόβερ πάνω από το t-shirt μου. Είχανε περάσει τόσοι μήνες, θα προτιμούσα να είχαν περάσει χρόνια, χωρίς να έχουμε ιδωθεί, χωρίς ο κόσμος να διαλύεται σε μελαγχολικά χαμόγελα. Μου έμενε όμως η πικρή γεύση. Πίσω από τα κλειστά τζάμια περίμενα να δω μια γέφυρα από σκόνη να οδηγεί πίσω στην τρυφερή συγγένεια της αφής. Προχώρησα προς την μπαλκονόπορτα.

 

 

Περίμενα να δω πολυκατοικίες να πνίγουν το σούρουπο, ή το πίσω μιας οικοδομής με διαδοχικές μπαλκονόπορτες που χάσκουν, αφήνοντας να φαίνεται στο βάθος κάποιο πανωσήκωμα, ανάμεσά τους να κυκλοφορεί στενάχωρα η γαλάζια ώρα.

Με τύλιξε μια ζέστη βλέποντας από το τζάμι το φοινικόδεντρο. Ήταν ένα από τα πολύ λιγνά, τα πανύψηλα, με μια μικρή τούφα στην κορυφή του. Εδώ θα έπρεπε να τρέχουν πάνω κάτω μαϊμούδες με ασημένιο τρίχωμα, μαϊμούδες με κλεμμένα περιδέραια και όταν θα ’φευγαν για να κρύψουν καλύτερα τη λεία τους, θα ’ρχοταν άλλες, μαδημένες με μυτερά δόντια… Κάτι φοβάμαι, σκέφτηκα, με πείραξε κι αυτό το τσιγάρο. Άκουσα τον Άλκη να έρχεται. Το βήμα του τόσο ελαφρύ στο διάδρομο όσο το χώμα που ήθελα να με σκεπάσει. Ο ίδιος ανάλαφρος, άλλο ένα φάντασμα που φέρνει και παίρνει δε θέλω να ξέρω τι.

Στάθηκε δίπλα μου μπροστά στο τζάμι και μου έδωσε το μπλε φλιτζάνι με το τσάι. «Είδες;» μου είπε, «αυτά τα πίσω σπίτια δεν έχουν γίνει ακόμα πολυκατοικίες.» Ήταν χαμηλά και βαμμένα κίτρινα. Άφηναν να φαίνονται τα κτίρια στον πίσω δρόμο. Νύχτωνε και η καύτρα ανάμεσα στα δάχτυλά του ήτανε άποψη για το φόβο του σκοταδιού. Δεν ήθελα να ανάψουμε.

Σαν να έκανε με την καύτρα του σινιάλα άναψαν απέναντι τα φώτα ενός μαγαζιού, μια μοβ φωτεινή επιγραφή: ο φυλακα αγγελοσ. Γύρισα και κοίταξα το κλειστό πρόσωπό του, τα ωραία ελαφίσια μάτια του. Ο Άλκης θα μπορούσε να είναι το σπίτι μου αλλά είχα μάθει να ζω χωρίς αυτή την καταδίκη. «Αυτή η θέα με κλείνει απ’ έξω. Πες μου τι έχει σ’ αυτό το μαγαζί; Τι πουλάνε; Φτηνά υποκατάστατα απ’ αυτά που σ’ αρέσουνε ή αβγά στρουθοκαμήλου και δαχτυλίδια με μια φυλακισμένη σταγόνα που φέρνει την εποχή των ζεστών βροχών; Σκουλαρίκια για το βήχα, υπνωτικά, μεθυστικά μυρωδικά-υπνωτικά για έναν ύπνο από τη μια άνοιξη στην άλλη όταν είναι όλα φρεσκοπλυμένα. Πες μου, με ξέρεις καλά, νομίζεις ότι είμαι τελειωμένη; Έχω αδειάσει εντελώς.» Κάνοντας πως δε με άκουσε, πάντα αμήχανος ο Άλκης, με χάρη ασυγχώρητη, χωρίς συγκίνηση, χωρίς λύπη, ούτε κανένα θαυμασμό, προδόθηκε γιατί είπε βασικά. «Βασικά πουλάνε απ’ αυτά που σου αρέσουν, μαϊμούδες από πορσελάνη που τραβάνε η μια την ουρά της άλλης, παλιές κάρτες δαντελωτές…» Μέσα χτυπούσε το τηλέφωνο, «δεν πειράζει άσ’ το», είπα.

Το τσιμέντο στην πιο κοντινή ταράτσα κουνήθηκε, συσπειρώθηκε γύρω από το σκουριασμένο βαρέλι. Ένα χαλί από γάτες μαζεύτηκε στην κορυφή της εξωτερικής σιδερένιας σκάλας. Υποδέχτηκαν τη γυναίκα με το χαμηλό γκρίζο κότσο που φάνηκε στο πλατύσκαλο. Κρατούσε τη λεκάνη άδεια κάτω από τη μασχάλη της. Έβγαζε και τους πέταγε ξερή τροφή από μια σακούλα. Οι γάτες σταμάτησαν τις υποκλίσεις και τα τριψίματα. Έτρωγαν σε κύκλους γύρω από τα πόδια της. Εκείνη σήκωσε στον αέρα ένα παιδικό ποδήλατο με τρεις ρόδες, το περιεργάστηκε, το άφησε πάλι κάτω κι έμεινε —αυστηρή θεότητα μιας συνήθειας— με κουρασμένο πρόσωπο στραμμένο στον ουρανό.

 

 

Μας ξάφνιασε και τους δυο το κουδούνι. Ο Άλκης πήγε ν’ ανοίξει, τον άκουσα που μιλούσε στο θυροτηλέφωνο. Ξάπλωσα κι άναψα ένα τσιγάρο. Το τασάκι ήτανε τόσο άσπρο που φώτιζε το σκοτάδι. Ο Άλκης άναψε στο διάδρομο, μπήκε στην κρεβατοκάμαρα μισοκλείνοντας πίσω του την πόρτα. «Είναι μια φίλη και πελάτισσά μου, γνωριζόσαστε, θέλεις να έρθεις μέσα;» Μου φάνηκε πως θα προτιμούσε να μην ήμουν εκεί, έφερνα μαζί μου ταραχή. «Δεν έχω κοιμηθεί. Αν μπορείτε, αγνοήστε με». Στο φως της χαραμάδας τον είδα να κρατάει το πόμολο διστάζοντας να φύγει.

«Μην ανησυχείς, το πολύ πολύ να κοιμηθώ. Δεν ήρθα να πεθάνω στο κρεβάτι σου, δε μου φτάνει, θέλω να πεθάνω παντού.»

Αυτά δεν του αρέσανε. Γλίστρησε πίσω στο διάδρομο. Άκουσα τη φωνή της Ζωής κοφτή αλλά εύθυμη, λίγο εξαντλημένη.

«Βάλε salsa», του έλεγε, «βάλε Ισάκ Ντελγάδο. Θέλω να πάω στην Αβάνα, να βρω έναν ωραίο μαύρο που να με μάθει να χορεύω στη σκεπή μιας Oldsmobile.» Η φωνή του τραγουδιστή ισορροπούσε πάνω στην κόψη ηλεκτρισμένου ξυραφιού. Ανάμεσα σε δυο τραγούδια άκουσα ξανά τη δική της: «Ποιος είναι μέσα; Έχεις παγόνια στο σπίτι σου; Πρόσεξε, γιατί η ομορφιά της ουράς τους φέρνει κακό καιρό.»

«Παγόνια», επανέλαβε ο Άλκης. «Ένα παγόνι είχαν οι πολεμιστές του Γέρου του Βουνού που νόμιζαν ότι είναι πεθαμένοι ανάμεσα στους ναργιλέδες και τα ηδύποτα…»

Άκουγα κι άλλη salsa, ένα ντουέτο. Πίστευα ότι ο Άλκης και η Ζωή δεν είχαν πει ούτε γεια τα τελευταία δώδεκα χρόνια. Ανακάλυπτα ότι τους άρεσε η salsa, ότι τρώγανε μαζί, γιατί η Ζωή του φώναζε τώρα, τον είχα ακούσει να μπαίνει στην κουζίνα. «Πάμε να φάμε κάτι έξω, έχω βαρεθεί τις φρυγανιές και το φαγητό από το τηλέφωνο τόσο καιρό που ήμουν άρρωστη.»

«Τώρα είσαι καλά; Για να σταθείς στα πόδια σου τι πήρες;»

«Όχι αυτό που νομίζεις. Δυο temgesic. Δεν ξέρεις τι χάνεις. Σου ’φερα κι ένα καινούριο μυθιστόρημα. Λέγεται Ο Δρόμος Για Τη Ματαγάλπα, το έχει γράψει ένας από τη Νικαράγουα, παλιός σαντινίστας. Έχει ενδιαφέρον, είναι σαν αστυνομικό.»

Βάλανε τζαζ. Πριν τελειώσει ο δίσκος κατά λαβα ότι έπαιζε για μένα στο άδειο σπίτι. Είχα χάσει τη συνέχεια, έμενε το μυστήριο της σχέσης τους, των συναντήσεών τους. Έπρεπε να χαίρομαι γιατί επιζώ σ’ έναν κόσμο γεμάτο εκπλήξεις.

 

 

Θα προτιμούσα να τον έχω παρέα στο κρεβάτι. Άναψα τη λάμπα, το δωμάτιο ρόδισε, ξημέρωσε απάντηση στην προσευχή που απευθύνω στα πέντε στοιχεία, στη φωτιά, στο νερό, στον αέρα, στη γη και στη σκέψη. Κοιμήθηκα βαθιά. Έπεσα σε λήθαργο μέχρι την αυγή της επόμενης μέρας. Ήτανε η σειρά μου να προσέχω να μην ξυπνήσω τον Άλκη. Παρών-απών δίπλα μου γυμνός, είχε καταφέρει το στενό κρεβάτι να γίνει μεγάλο, να σχηματίζει καμπύλη ακολουθώντας την επιφάνεια της γης. Κάθε πάθος το είχαμε ανταλλάξει με εισιτήρια για διαφορετικές μέτριες συναυλίες. Όμως κάτι έμενε. Μύριζε γλυκά.

Δε βιαζόμουν να σηκωθώ. Είχα κοιμηθεί μέσα σε μια πυραμίδα και τώρα ξεκουραζόμουνα απ’ τους απόκρυφους αριθμούς που ορίζανε την πίεσή της επάνω μου. Το κρεβάτι ταξίδευε, αυτός δεν το ’ξερε, περνούσαμε πολύ κοντά από την Ιθάκη όπως την είχαμε δε μαζί στις αστραπές νυχτερινής θύελλας. Τα απότομα βράχια φωτίζονταν από βεγγαλικά που σφύριζαν σβήνοντας στο πράσινο νερό. Κι ο θόρυβος των αυτοκινήτων στη λεωφόρο ήταν το βουητό από τα κύματα.

Ακούστηκαν αληθινοί κεραυνοί. Έβρεξε για λίγο δυνατά, πέντε λεπτά ή δέκα. Το μυστικό της κούρασης και της ανάπαυσης κοιμότανε δίπλα μου. Ο Άλκης είχε προσπαθήσει να μου μάθει να ελέγχω τη βιασύνη μου για να βρω την πίστη μου, στα τραπέζια, στις καρέκλες, στα ψυγεία, σε μια φωνή ευχάριστη, λίγο αυτάρεσκη και σ’ ελαφίσια μάτια νυσταγμένα πάνω σε καναπέ που γίνεται κρεβάτι.

Θα προτιμούσα να είμαι ουρανοκατέβατη. Δεν είχα διαλέξει προγόνους ούτε απογόνους, δεν είχα ντραπεί που η μητέρα μου ήτανε τρελή, που με λέγανε η κόρη της τρελής όταν ερχόταν και πέταγε το μπέρδεμα που είχε στο κεφάλι της πάνω από τον τοίχο του σχολείου.

Στο μπροστινό δωμάτιο δεν του έγραψα αποχαιρετιστήριο σημείωμα. Θα του είχα γράψει: «Αγαπητέ Άλκη, αυτό που μ’ ενοχλούσε περισσότερο κι από την τέχνη σου να συνδιαλέγεσαι με το καθημερινό, που μ’ έκανε να εξαφανίζομαι για μέρες, για βδομάδες, κι ύστερα εσύ για μήνες, ήταν ο φόβος πως μαζί σου θα έπαυα να ακολουθώ την περιπλάνηση. Να, τώρα με περιμένουν επαρχιακά ξενοδοχεία, μαλλιά αγγέλων στα μαξιλάρια, τα πόδια τους ανεβάζουν στα σεντόνια τη σκόνη νυχτερινής συνάντησης. Οι δρόμοι με ακολουθούν.»

Έξω ήταν ένα βρεγμένο πρωινό. Απομακρυνόμουν βιαστικά με τον ταξιδιωτικό μου σάκο ξέροντας ότι ήταν η τελευταία φορά που βρισκόμουν τόσο κοντά στο σπίτι μου. Είδα φρεσκοπλυμένες τις μουριές της οδού Καλλιδρομίου. Πήρα ταξί μέχρι τις Τρεις Γέφυρες. Σε λίγα λεπτά έφευγε το υπεραστικό λεωφορείο για το Βόλο.

 

 

Το λεωφορείο διέσχιζε τις τελευταίες γειτονιές της Αθήνας. Πρόφτασα να δω τις νοικοκυρές να χτενίζουν τα μαλλιά τους σαν καπέλα στα συνοικιακά κομμωτήρια, να παχαίνουν καταβροχθίζοντας χρώματα από τις σελίδες των λαϊκών περιοδικών, αφιερωμένες στο κυνήγι της σκόνης ενώ ονειρεύονται τον έρωτα. Ποτέ δε θα μάθω πώς περνάει ο χρόνος περιμένοντας να φουσκώσει μια φανουρόπιτα. Λέω αλήθεια όταν λέω πως δεν περιμένω τίποτα. Μόνο μερικές φορές αισθάνομαι και φαντάζομαι ένα μέλλοντα αόριστο.

Η μέρα ήτανε ίδια μέσα και έξω από την πόλη, μια μέρα ζεστή και θαμπή, νωρίς στην ώρα της. Νύσταζα, μίκρυνα και χώρεσα στην τσέπη του μπουφάν μου. Εκεί βρήκα το βιβλίο που είχα πάρει φεύγοντας από τον καναπέ του Άλκη. Λεγόταν Ο Δρόμος Για Τη Ματαγάλπα. Έκανα οτοστόπ κάτω από δυνατό ήλιο σ’ έναν αυτοκινητόδρομο της Λατινικής Αμερικής. Βιαζόμουν να φτάσω σ’ αυτή την πόλη, τη Ματαγάλπα. Δε σταμάτησε να με πάρει κανείς. Μετά από ώρες γύρισα σ’ ένα καγκελόφραχτο σπίτι, στα σύνορα της Γειτονιάς των Κλεφτών.

 

 

ΖΩΗ

 

Νάτη πάλι η πράσινη ανταύγεια από το φίδι και το γουδί του απέναντι φαρμακείου, ξάπλωσε στο πάτωμα. Κι αργότερα τη νύχτα ίσως να βγω, ίσως να μείων ξαπλωμένη ώρες ακίνητη στο σκοτάδι.

Πάνω στην εφημερίδα με το ματωμένο πρόσωπο της Κλείτας χτυπούσε το τηλέφωνο. «Λάθος», είπα. το έκλεισα και δεν είπα ότι στα λάθη κρύβονται συναρπαστικές ιστορίες. Κι εγώ που έχω κάνει το λάθος να ζω για να ξεχνιέμαι δεν μπορώ να ξεχάσω την ιστορία ενός στόχου που τρέχει να βρει το βέλος του, με βιασύνη να στάξει αίμα, σαν τη βιασύνη της Κλείτας. Περαστικές κόρνες. Πολλές σειρήνες. Τις άκουγα χτες το βράδυ. Δεν βγήκα να δω. Στην τηλεόραση είπαν ότι συνεχίζεται ο καύσωνας, το δολοφόνο της Κλείτας τον λένε Θα Ζήσει Μόνος Του.

Έτσι είπε στην οθόνη σαστισμένη η γυναίκα που βγήκε από την πολυκατοικία με μια βαλίτσα στο χέρι. «Έτρεξα να τη βοηθήσω. Την τράβηξα λίγο πιο πέρα, μου ζήτησε να μην την ξεχάσω, ψιθύρισε “Θα Ζήσει Μόνος Του”, ακόμα τρέμω, το λυπήθηκα το κορίτσι, μαζεύτηκε κόσμος, μέσα στη φασαρία μου κλέψανε τη βαλίτσα μου.»