Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Ελληνικό Σταυρόλεξο

Θωμάς Σκάσσης, Ελληνικό Σταυρόλεξο, (σσ.56-69 & 137-139), Για τη στήλη «Πολιτική Κληρονομιά», (Συνέδριο ΠΑ.ΔΗΜ.Ε., απομαγνητοφωνημένη ομιλία γ.γ. για επεξεργασία)
  • Η καταγραφή δεν είναι συνδεδεμένη σε κάποια τοποθεσία

Θωμάς Σκάσσης

 

Ελληνικό Σταυρόλεξο

(σσ.56-69 & 137-139)

 

 

Για τη στήλη «Πολιτική Κληρονομιά»

(Συνέδριο ΠΑ.ΔΗΜ.Ε.,

απομαγνητοφωνημένη ομιλία γ.γ. για επεξεργασία)

 

 

Όπως σας είναι ήδη γνωστό, οι τοποθετήσεις των συνέδρων συνέβαλαν τα μέγιστα στη διαμόρφωση ενός ήπιου κλίματος επανένταξης των διαφορετικών απόψεων που διατυπώνονται στους κόλπους των κλαδικών οργανώσεων, στο πνεύμα της οριακής διακήρυξης της 30ής Ιούνη, η οποία σημασιοδοτεί τις κατευθυντήριες γραμμές για τη μεγιστοποίηση της απεγκλώβισης των υγιών δυνάμεων του λαού μας από τη λυσσαλέα προσπάθεια καθυπόταξής τους που καταβάλλει σύσσωμη η αντίδραση.

Όπως σας είναι εξάλλου γνωστό, ο Πρόεδρος, τόσο με την εμπεριστατωμένη εισήγησή του κατά την κήρυξη της έναρξης των εργασιών του συνεδρίου, όσο και με τις εμπνευσμένες επισημάνσεις του μετά το πέρας των τοποθετήσεων των συνέδρων, συνόψισε –ως κομβικό σημείο σύμπτωσης όλων των συνιστωσών και ρευμάτων– τις τάσεις που αναφύονται και ωριμάζουν στη διάρκεια του προσυνεδριακού διαλόγου, δρομολογώντας έτσι άμεσα τη νέα πορεία προς τη θεμελίωση των βάσεων των περαιτέρω εξελίξεων που θα οδηγήσουν άφευκτα στη θεσμοθέτηση του πλαισίου εκείνου που θα συμβάλει δραστικά τόσο στην εξυγίανση της βαρύτατα νοσούσης οικονομίας μας, όσο και στην άμεση αναγέννηση εκ της τέφρας μιας νέας κατάστασης πραγμάτων, η οποία θα στηρίζεται κατά κύριο λόγο στις παραδοσιακές δυνάμεις του έθνους και του ελληνισμού, με απώτερο στόχο την πραγμάτωση του πολιτικού μας οράματος, που δεν είναι άλλο από τη δημιουργία μιας κοινωνίας την οποία, όπως προσφυώς έχει επισημάνει ο Πρόεδρος στην πολιτική του διαθήκη, θα χαρακτηρίζει το σύνθημα: «ΟΛΑ ΑΠΟ ΤΟ ΛΑΟ ΓΙΑ ΤΟ ΛΑΟ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΛΑΟΥ».

Όπως σας είναι ήδη γνωστό, στη διάρκεια αυτών των ημερών, των πιο σημαντικών ίσως στη νεότερη πολιτική ιστορία του τόπου, τέθηκαν τα θεωρητικά πλαίσια αρχών για την άνδρωση των δομών εκείνων που θα επιτρέψουν την οριστική και δίκαιη ανακατανομή του εθνικού πλούτου μέσω της εκ βάθρων αναδιάρθρωσης του νομικού πλέγματος προς όφελος των οικονομικά ασθενέστερων τάξεων.

Μιλώντας με την ιδιότητα του γενικού γραμματέα της Ειδικής Επιτροπής του Κεντρικού Γραφείου του Εκτελεστικού Συμβουλίου της Διαρκούς Συνόδου του κόμματός μας, αλλά και εκ μέρους του ιδίου του Προέδρου, θα ήθελα να τονίσω ότι η ομάδα εργασίας που εκπόνησε το πρόγραμμα το οποίο σας παρουσιάζω σήμερα έσκυψε με ιδιαίτερη φροντίδα πάνω στα επιμέρους προβλήματα κάθε παραγωγικής τάξεως του τόπου και κατέληξε στα συμπεράσματα και τις προτάσεις που υπεβλήθησαν προς έγκριση στο συνέδριο, συνταιριάζοντας αρμονικά το δέον με το εφικτό, το ποθούμενο με το αρμόζον και το ιδεατό με το πραγματοποιήσιμο σε μια νέα, φιλελεύθερη, ριζοσπαστική, σοσιαλιστική πορεία προς το ρεαλισμό, προς το αύριο που είναι πλέον παρόν.

Θα ήθελα να ολοκληρώσω τη σύντομη αυτή παρουσίαση των θέσεών μας δημοσιοποιώντας τη διαβεβαίωση την οποία έδωσε ο Πρόεδρος προς τους συνέδρους –την οποία παρακαλώ να διαβιβάσετε κι εσείς με τη σειρά σας προς τον ελληνικό λαό– ότι θα παραμείνουμε και θα πέσουμε, αν χρειαστεί, επί των επάλξεων όπου μας έταξε η ψήφος ενός λαού, του οποίου η αποδεδειγμένη πολιτική ωριμότητα τον κατατάσσει μεταξύ των πρώτων διεθνώς, επωμιζόμενοι με συνέπεια το βάρος της τεράστιας ευθύνης μας.

Σας ευχαριστώ.

Οφ δε ρέκορντ θα ήθελα στα ρεπορτάζ σας να υπογραμμίσετε τις λέξεις νέα πορεία, αναγέννηση και αναδιάρθρωση.

Και τώρα διευκρινιστικές ερωτήσεις παρακαλώ. Αν υπάρχουν.

 

 

Παρασκευή, 18 Μαρτίου — ώρα 16.30

(Ο αδελφός του Ύπνου)

 

Μάρσαρε τη μηχανή, έριξε μια αστραπιαία ματιά στον καθρέφτη, έγειρε το σώμα του λίγο προς τα δεξιά και προσπέρασε από την πλευρά του συνοδηγού το Όπελ που είχε πιάσει την αριστερή λωρίδα της Κηφισίας και πήγαινε με σαράντα. Από το πρωί ψιλόβρεχε κατά διαστήματα και ο δρόμος ήταν γλιστερός, αλλά η μοτοσικλέτα είχε καλό κράτημα και δεν καταλάβαινε από τόσο νερό. Συνέχισε το σλάλομ προσπερνώντας διαδοχικά ένα κλειστό επαγγελματικό φορτηγάκι και μια κυρία που οδηγούσε ένα κόκκινο Φίατ. Ίδιο χρώμα είχε και το φανάρι της Αγίας Βαρβάρας, όταν πήρε τη στροφή προς Χαλάνδρι μπαίνοντας σφήνα ανάμεσα σε δύο Ι.Χ. Ευτυχώς που οι τροχονόμοι δεν είναι σαλιγκάρια, σκέφτηκε.

Βιαζόταν. Η κηδεία ήταν στις τρεισήμισι και αυτός τέσσερις και δέκα ξεκινούσε από τα γραφεία της εφημερίδας. Πέρασε την πλατεία Δούρου και έπιασε την κατ’ ευφημισμό λεωφόρο Πεντέλης. Ο δρόμος ήταν ανοιχτός. Εκεί έδωσε όλα τα γκάζια. Το κίτρινο αδιάβροχο πλατάγιζε στα πλευρά του. Οι πιτσίλες της βροχής έφτιαχναν ακτινωτές γραμμές νερού πάνω στο τζάμι του κράνους προσφέροντας στα μάτια του μια πολυπρισματική εικόνα των αντικειμένων που προσπερνούσε. Τα φρένα των προπορευόμενων αυτοκινήτων φάνταζαν σαν δίδυμοι υπερμεγέθεις φάροι και οι κορμοί των δέντρων τρεμούλιαζαν ορθοί.

Άφησε πίσω του το γήπεδο του Χαλανδρίου, τη στροφή για το Σισμανόγλειο, έφτασε στις εγκαταστάσεις του Ναυτικού κι έκοψε δεξιά για το νεκροταφείο. Μια λακκούβα, καλά κρυμμένη κάτω από τη λεία επιφάνεια του νερού που την σκέπαζε, τον τράνταξε συθέμελα. Κωλόδρομος, βλαστήμησε μέσα από το κράνος. Κωλοεργολάβοι. Τίποτε δεν σέβονται. Πρέπει να κάνω ένα ρεπορτάζ για την κατάσταση των δρόμων που οδηγούν στα νεκροταφεία.

Έφτασε. Στήριξε τη μηχανή, την κλείδωσε, πέρασε το κράνος στο αριστερό του χέρι σαν κούφιο σιδερένιο κρανίο και τάχυνε το βήμα προς τα μέσα. Η βροχή είχε σταματήσει, αλλά τα σύννεφα έδειχναν ότι το πανηγύρι θα είχε και συνέχεια. Τα χαλίκια έτριζαν κάτω από σόλα της μπότας του. Δεν φαινόταν ψυχή πουθενά. Μπήκε στην εκκλησία. Μύριζε έντονα λιβάνι και μαραμένα λουλούδια. Μερικά απολειφάδια κεριών σιγόκαιγαν στα μανουάλια.

Βγήκε έχοντας την αίσθηση πως βρισκόταν, ξένος αυτός, σε λάθος τόπο και κατευθύνθηκε προς τους πρώτους τάφους. Τότε τις είδε που έρχονταν από μακριά, γκρίζες σκιές μέσα στο μούχρωμα. Μπροστά η Χαρίκλεια με μαύρη μαντίλα στα μαλλιά και σκούρα γυαλιά ηλίου, και πίσω της καμιά δεκαριά άνθρωποι όλοι κι όλοι, οι περισσότερες γυναίκες – κανένα πρόσωπο γνωστό. Η Χαρίκλεια πλαισιωνόταν από δύο ξερακιανές θεούσες με κότσους, μακριά γκρι παλτά και αυστηρά πρόσωπα. Την κρατούσαν αγκαζέ και της μιλούσαν. Αυτές ήταν η μόνιμη παρέα της τα τελευταία χρόνια που η Ζωή ήταν ολόκληρη η ζωή της. Κοντοστάθηκαν και την φίλησε στα πανιασμένα μάγουλα.

—Αχ, Σώτο μου, εκοιμήθη εν Κυρίω.

—Ο Θεός ν’ αναπαύσει την ψυχούλα της, υποτονθόρυσαν εν χορώ οι παραστάσεις.

—Ανήμερα Αλεξίου, του ανθρώπου του Θεού.

—Μεγάλη η χάρη του, σιγοντάρισε η κουστωδία. Και τον προσπέρασαν. Και η Χαρίκλεια, σαν να την τράβηξαν οι άλλες, σαν να πήγαινε από μόνη της, ίδιο αυτόματο.

Δεν είδε καν το πρόσωπό της. Δεν πρόλαβε να της πιάσει το χέρι, ένα σφίξιμο συμπαράστασης, ένα βλέμμα συμμετοχής – τίποτε. Κι όμως ήταν αυτή, η θεία Χαρίκλεια, η Χαρικλώ, η Χάρις, που ένα πρωί στο Πήλιο, στο πλυσταριό, λουζόταν όρθια, γυμνή μέσα στη σκάφη, όταν εκείνος διάβηκε τη μαυρισμένη πόρτα. Αυτή που στράφηκε και τον κοιτούσε ακίνητη στα μάτια και τα νερά κυλούσαν από τα μυτερά της στήθη ώσπου γάβγισε ο σκύλος.

Ένα χέρι τον άγγιξε στο μπράτσο από πίσω.

—Πρέπει να είστε ο ανιψιός, του είπε ένα κοντό ανθρωπάκι με ψαλιδισμένο μουστάκι. Καραγεωργίου. Είμαι ο θυρωρός, του συστήθηκε. ΤΑ συλλυπητήριά μου. Σας αγαπούσε πολύ η συχωρεμένη· σας μνημόνευε συχνά. Το καμάρι μου, έλεγε, ίδιος ο πατέρας του. Και πάλι τα συλλυπητήριά μου, κύριε, κι απομακρύνθηκε αφήνοντάς τον μόνο μέσα στο σούρουπο που αβγάταινε ολοταχώς.

Βγήκε από τον περίβολο του νεκροταφείου κι έκανε να πάει προς τη μοτοσικλέτα. Απέναντι, ένα ανθοπωλείο είχε αναμμένα τα φώτα. Άλλαξε κατεύθυνση και μπήκε. Ζήτησε δώδεκα τριαντάφυλλα.

—Άσπρα ή κόκκινα; ρώτησε ο ανθοπώλης.

—Ό,τι να ’ναι, είπε ενώ σκεφτόταν τα δώδεκα καλοκαίρια που είχε περάσει κοντά τους στο χωριό. Κοιτούσε τριγύρω τις γλαδιόλες, τα γαρίφαλα, τα χρυσάνθεμα, ενώ, πίσω από την πλάτη του, ο άντρας έβγαζε ένα ένα τα τριαντάφυλλα από το στενόμακρο ανθοδοχείο. Ασυναίσθητα μετρούσε το σούρσιμο που έκανε κάθε μίσχος καθώς ξεχώριζε από το μάτσο. Το μηχανικό μέτρημα τελείωσε στο έντεκα και ο ανθοπώλης κινήθηκε προς τον πάγκο.

—Έντεκα είναι, τον σταμάτησε με ήρεμη, σχεδόν αδιάφορη φωνή.

Ο άλλος έκανε μεταβολή, τράβηξε ακόμη ένα τριαντάφυλλο από το βάζο και το πρόσθεσε αμίλητος στο μπουκέτο. Ύστερα φώναξε:

—Μαρί, έλα να τυλίξεις τα λουλούδια του κυρίου.

Μια μελαχρινή κοπέλα πρόβαλε μέσα από μια χάντρινη κουρτίνα που έκλεινε το πέρασμα προς τον πίσω χώρο του ανθοπωλείου και πλησίασε στον πάγκο.

—Δέστε τα μόνο με μία κορδέλα, της είπε ενώ κατευθυνόταν προς το ταμείο. Ο ήχος από τις ξύλινες χάντρες που σάλευαν ακόμη χαριεντιζόταν με τη σιωπή.

—Σας Μερσώ, κύριε, του είπε μ’ έναν περίεργο τόνο στη φωνή ο άντρας παίρνοντας το αντίτιμο.

Διέσχισε πάλι τη βρεγμένη άσφαλτο και επέστρεψε στο περιβόλι των νεκρών. Στο γραφείο τού υπέδειξαν τη σωστή κατεύθυνση. Προχώρησε μόνος ανάμεσα στους σταυρούς και τις μαρμάρινες πλάκες. Ονόματα και χρονολογίες. Παντού ονόματα και χρονολογίες με μία μικρή παύλα στη μέση: αρχή και τέλος. Και μερικές μαυρόασπρες φωτογραφίες βαλμένες σε κακόγουστες κορνίζες. Όνομα, εικόνα και αριθμός. Κανένα άλλο στοιχείο απ’ όσο διήρκεσε αυτή η παύλα δεν μένει στην επιφάνεια. Κι αυτά τα χωνεύει σιγά σιγά η πέτρα, τα ξεθωριάζει το φως. Πρώτα την εικόνα, ύστερα τα γράμματα ένα ένα και τέλος τους αριθμούς.

Στάθηκε πάνω από το σκάμμα. Μαύρο, λασπωμένο χώμα το σκέπαζε. Λίγα λουλούδια ήταν ριγμένα εδώ κι εκεί. Μια αξίνα και δυο φτυάρια είχαν αφεθεί παραδίπλα. Έστεκε ακίνητος και προσπαθούσε να θυμηθεί το πρόσωπό της. Τα σύννεφα άνοιξαν κατά τη δύση και μια ποροκαλοκόκκινη απόχρωση έβαψε για λίγο την κοιλιά τους και τις κορυφές των κυπαρισσιών. «Να μαζέψουμε τα πούσια». Η μνήμη που του αρνιόταν την εικόνα του προσώπου του ’φερε τα λόγια της στο νου. Και τότε την είδε ολοζώντανη να σκύβει στην αυλή του πηλιορείτικου σπιτιού και να ποτίζει τις γαρδένιες και τα γιασεμιά. Ύστερα η τρύπα έκλεισε και το μολυβί κυριάρχησε ξανά σε γη και ουρανό.

«Στο καλό, Φιλύρα», ψιθύρισε. «Καλό ταξίδι».

Έλυσε την κορδέλα κι έριξε τα τριαντάφυλλα στη μέση του τάφου. Ένα αγκάθι του τρύπησε το δάχτυλο. Το ζούληξε και μια σταγόνα αίμα έσταξε στο χώμα την ώρα που άρχιζε πάλι το ψιχάλισμα.

 

 

Εκ βαθέων

 

Έλα τώρα, καημένε Σωτηράκη. Παραπονιέσαι κι εσύ για τρέξιμο. Δες κι εμάς. Στηνόμαστε με τις ώρες σε προθαλάμους, πεζοδρόμια, αεροδρόμια, νοσοκομεία, δεξιώσεις, τελετές και όπου αλλού τύχει. Και στην ουσία τι περιμένουμε; Μία δήλωση. Το διανοείσαι; Μία από τις χιλιάδες δηλώσεις που κάνει στη διάρκεια της ζωής του ένας από τους εκατοντάδες πολιτικούς της χώρας. Μια χούφτα λέξεις, που την άλλη μέρα θα αναιρεθούν, θα μεταβληθούν, θα επεξηγηθούν, ανάλογα με την αντίδραση που θα έχει υπάρξει. Δηλαδή αέρας κοπανιστός.

Κι όμως, όταν εκείνος, ο λαϊκός ηγέτης, ο πρόεδρος, ο γενικός γραμματέας, ο υπουργός, ξεπροβάλλει στο κατώφλι, ορμάμε. Εκεί να δεις στριμωξίδι, σπρωξιές και αγκωνιές για το ποιος θα πάρει καλή θέση. Κοντά, δίπλα στο στόμα που ετοιμάζεται να μιλήσει, μέσα του, αν είναι δυνατόν. Κι όλα τ’ αυτιά τεντωμένα μήπως ξεφύγει μία συλλαβή από τα μηχανήματα και πέσει χάμω, μήπως χαθεί κάποια λέξη και μαζί της και η πεμπτουσία της στιγμής.

Κι εκείνος βγαίνει από μια συζήτηση με τους βιομηχάνους και έχει το ύφος του Καίσαρα που είναι έτοιμος να σημαδέψει με τον αντίχειρα τη μοίρα μας. Πάντα βιαστικός, αλλά κοντοστέκεται. Παραχωρεί με μεγαθυμία λίγο από τον υπερπολύτιμο για όλη τη χώρα χρόνο του, καταφάσκοντας στην ιερή στιγμή της ενημέρωσης του πολίτη. Περιμένει μερικά δευτερόλεπτα να γίνει απόλυτη σιγή, για να ρίξει το μάννα του ουρανίσκου του στους πεινασμένους, και δηλώνει: «Η ιδιωτική πρωτοβουλία θα αποτελέσει την αιχμή του δόρατος για την ανάκαμψη». Ύστερα χαμογελάει συγκαταβατικά για την ύψιστη παραχώρηση που μας έκανε και αποχωρεί ενώ γύρω του πέφτουν βροχή οι ερωτήσεις των ανικανοποίητων λογοθήρων.

Και τι να γράψω μετά εγώ για τους αναγνώστες; Πού είναι η είδηση, το γεγονός; ότι τώρα πήγε με τους άλλους; Αυτός, ένας ένθερμος σοσιαλιστής, με τους βιομηχάνους; Και μήπως αυτό σημαίνει ότι πριν τους πολεμούσε; Επειδή είχε μεταχειριστεί άλλες λέξεις καιείχε μιλήσει για βάρη που πρέπει να τα επωμιστούν όλοι, και για παραγωγικές τάξεις που πρέπει να συνεισφέρουν;

Εσύ είσαι τυχερός. Έχεις την τρέχουσα πραγματικότητα που σε τροφοδοτεί με γεγονότα χειροπιαστά και ξεκάθαρα. Ξέρεις τι έγινε και περιγράφεις. Ό,τι βλέπουν τα μάτια σου είναι η αλήθεια. Κι είσαι και σίγουρος ότι έκανες καλά τη δουλειά σου, γιατί όλα τα πράγματα έχουν τη λέξη που τα εκφράζει, την κυριολεξία τους. Εγώ δεν έχω να πιαστώ παρά από σαπουνόφουσκες. Βολιδοσκοπήσεις του άδηλου μέλλοντος ή συγκαλύψεις του περιπεπλεγμένου παρόντος ενός κυκεώνα αντικρουόμενων συμφερόντων. Ποια είναι η πραγματικότητα που αντικατοπτρίζεται στα λόγια ενός πολιτικού;

Τα παίρνω λοιπόν, τα αναμασάω, τα κάνω τίτλο, τα ερμηνεύω κι έτσι φουσκώνω το μπαλόνι για να το πάει ο αέρας κατά τη μεριά που φυσάει η γραμμή της εφημερίδας.

Τα λόγια του μάγου της φυλής δεν γιατρεύουν πια από μόνα τους. Κι όμως είναι ό,τι σημαντικότερο υπάρχει στην καθημερινή ειδησεογραφία. Γιατί; Διότι εμείς οι πολιτικοί συντάκτες δίνουμε διάσταση σ’ αυτό το τίποτε. Το κάνουμε είδηση. Ξεσηκώνουμε τον κόσμο εναντίον του, ή υπέρ του, δημιουργούμε θετική ή αρνητική αντίδραση εκεί που δεν έχει υπάρξει ακόμη δράση και έτσι προκαλούμε τη δράση. Κι αυτή είναι η μαγεία.

Τους στριμώχνουμε, τους πιέζουμε, τους βομβαρδίζουμε με άρθρα και ερωτήσεις και, τέλος, αναγκάζονται να αποσύρουν ό,τι είχαν εξαγγείλει, ή να το πραγματοποιήσουν. Έτσι γεννιέται το γεγονός. Χωρίς εμάς, Σωτηράκη, οι πολιτικοί δεν θα εφάρμοζαν καμιά πολιτική, απλώς θα μιλούσαν μέσα από ένα γυάλινο κώδωνα και δεν θα τους άκουγε κανένας. Για να μη σου πω ότι διαβάζοντας τα δικά μας σενάρια για τις πιθανές εξελίξεις παίρνουν τελικώς ιδέες και καταλήγουν σε αποφάσεις. Κι εμείς είμαστε πάντα από την πλευρά του πολίτη που αντιμάχεται την εξουσία. Είμαστε η φωνή του. Φωνή λαού, όπως λένε…

Στην αρχή της καριέρας μου νευρίαζα, λύσσαγα με τα ψέματα και τη συστηματική συγκάλυψη που επιχειρεί κάθε εξουσία. Ήμουν και αντιθέτων πολιτικών φρονημάτων από την τότε κυβέρνηση, από κάθε κυβέρνηση. Κι εγώ στον καιρό μου επαναστάτης ήμουνα και μάλιστα βαρβάτος: ενάντια στους εξουσιαστές, ενάντια στους πουλημένους κονδυλοφόρους του αστικού Τύπου, ενάντια γενικώς — μην κοιτάς τώρα… Υπάρχουν κάποιοι στοιχειώδεις κανόνες εσωτερικής δεοντολογίας –πες την, αν θες, αυτολογοκρισία–, αλλά όταν δουλεύεις κάπου, οφείλεις να τους σέβεσαι. Μετά, τα πράγματα είναι πάντα τόσο σχετικά. Αυτό όμως σου παίρνει καιρό για να το χωνέψεις.

Τότε λοιπόν αναζητούσα πάση θυσία την κρυμμένη αλήθεια, τη μία και μοναδική αλήθεια. Ήθελα να αποκαλύψω γεγονότα, να εκπορθήσω το κάστρο όπου ήταν οχυρωμένοι οι πολιτικοί, να βγάλω κάθε φορά την είδηση, με έψιλον κεφαλαίο. Τώρα πια το διασκεδάζω. Εξάλλου το κάστρο έγινε ένα ανοιχτό γκάρντεν πάρτι στο οποίο είμαστε όλοι καλεσμένοι. Και οι μύθοι δεν ευδοκιμούν σε περιβάλλον τέτοιας έκθεσης λόγου και εικόνας. Ας είναι.

Εδώ μπαίνουμε στα βαθιά νερά, Σωτηράκη. Δεν μπορεί ο καθένας να κάνει αυτή τη δουλειά. Για μας η πραγματικότητα δεν είναι ποτέ απτή. Την κυνηγάμε μέσα από τις λέξεις και την σμιλεύουμε ρωτώντας. Αυτή είναι η δύναμή μας.

 

 

Σάββατο, 19 Μαρτίου — ώρα 08.30

 

Βγήκε στην Πατησίων. Ο δρόμος ήταν σχεδόν άδειος. Η πόλη ακόμη κοιμόταν. Κανείς εκτός από αυτόν δεν είχε λόγο να τρέχει στους δρόμους τέτοια ώρα. Κι ο λόγος δεν ήταν καν δικός του. Ήταν της Ντίνας που τον είχε παρακαλέσει να πάει στην πρωινή συνεδρία ενός συμποσίου ιστορικών που γινόταν στην Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού, γιατί εκείνη θα είχε μια «συνεργασία» μέχρι αργά την Παρασκευή και το πρωινό ξύπνημα της έπεφτε βαρύ. «Ιστορική πραγματικότητα και Νεοελληνική Πεζογραφία είναι το θέμα», είχε πει η Ντίνα. Και: «Για καμιά ωρίτσα μόνο. Μέχρι να ’ρθω. Έπειτα φεύγεις». Και: «Θα με υποχρεώσεις», είχε πει η Ντίνα. Με το μυαλό δοσμένο στην ανατομία της Ντίνας, το δρόμο ανοιχτό και τα γκάζια στο φουλ, έστριψε αριστερά στη λεωφόρο Αλεξάνδρας, προσπέρασε την οδό Φαναριωτών που έπαιρνε συνήθως για ν’ ανέβει στον περιφερειακό του Λυκαβηττού, και χωρίς να το καταλάβει, έφτασε σχεδόν στο ύψος του γηπέδου του Παναθηναϊκού. Αριστερά ο καλλιμάρμαρος Άρειος Πάγος και παραδίπλα η γραβιέρα των προσφυγικών πολυκατοικιών τον προσγείωσαν στην πεζή πραγματικότητα. Έκοψε απότομα ταχύτητα. Μισός αιώνας κι ακόμη να βουλώσουν τις τρύπες, σκέφτηκε αντικρίζοντας πάνω στον κίτρινο ξεφλουδισμένο τοίχο τις πληγές που άφησαν τα βλήματα εκείνου του Δεκέμβρη. Να θέμα για να προτείνω στον Καπάτο: Προσφυγικά και κρατική μέριμνα.

Μπαίνοντας ανάποδα στην Κόνιαρη πήρε την ανηφόρα προς τον περιφερειακό. Παλιγγενεσίας, Σαρανταπήχου, Ευέλπιδος Ρογκάκου, δεξιά Χερσώνος, ακολουθούσε τυφλά –ακόμη και σήμερα που δεν χρειαζόταν– την τεθλασμένη που τις καθημερινές τον γλίτωνε από το μποτιλιάρισμα της Ιπποκράτους. Δεν πρόσεχε τις πινακίδες. Ήξερε τη διαδρομή, οπότε τα ονόματα περίττευαν. Τα ονόματα είναι για κείνους που ψάχνουν να βρουν το δρόμο τους. Όσοι ξέρουν την πόλη ταξιδεύουν με κλειστά μάτια.

Πέρασε μπροστά από το φρούριο του Γαλλικού Ινστιτούτου, με τα χαίνοντα καλλιτεχνικά τραύματα στον τοίχο, και άφησε τη μηχανή στο αριστερό πεζοδρόμιο, λίγο παρακάτω από τη συμβολή της Σίνα με τη Διδότου. Τα βήματά του έκαναν τα σκαλιά της στριφτής ξύλινης σκάλας να τρίζουν ενοχλητικά καθώς τον έφεραν στα δύο συνεχόμενα δωμάτια του πρώτου ορόφου –πρώην σαλόνι και τραπεζαρία– του παλιού σπιτιού που από χώρος ιδιωτικών συνομιλιών ολίγων είχε μετατραπεί σε χώρο δημόσιων προβληματισμών πολύ ολίγων.

Η αίθουσα, με καμιά εικοσαριά ανθρώπους καθισμένους αραιά αραιά, του θύμισε κινηματογράφο πριν αρχίσει η προβολή πορνοταινίας. Η εγγύτητα των σωμάτων εμπόδιζε, προφανώς, τη σύγκλιση των πνευμάτων πομπού και δεκτών. Ίσως πάλι να ήταν απλώς ζήτημα συστολής ανθρώπων με περιθωριακά ενδιαφέροντα. Σκάρωσε αμέσως τίτλο: «Οι ηδονοβλεψίες της Ιστορίας». Ό,τι από τα δύο κι αν ίσχυε πάντως, βρήκε την αναλογία των εικόνων ταιριαστή.

Πήρε από ένα τραπεζάκι το πολυγραφημένο πρόγραμμα του συμποσίου, κάθισε στην προτελευταία σειρά κι έριξε μια ματιά στον κατάλογο των συμποτών (ή μήπως συμποσιαστών;). Αναγνώρισε αμέσως τα ονόματα πέντε έξι γνωστών λογοτεχνών (του ’ρθε στο νου η λέξη «καταξιωμένων»), ισάριθμων κριτικών («διακεκριμένων») και ανάμεσά τους, κάτω από την επικεφαλίδα «Εισηγήσεις μελετητών» πρόβαλε ένα γυναικείο μπουκέτο: Φραγκίσκη, Βενετία, Μικαέλα, Έρη, Τζίνα, Λίζυ, Νάτια… Τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα στον ίσκιο των ανθισμένων ιστορικών – έτσι θα το ’γραφα, σκέφτηκε παρατηρώντας τις ανοιχτόχρωμες φούστες και τα εμπριμέ τους σακάκια που βιάζονταν να φέρουν την άνοιξη. Τις είχε εντοπίσει με την πρώτη ματιά. Κάθονταν όλες μαζί στη δεύτερη σειρά, κρατώντας στην ποδιά τους βιβλία και εισηγήσεις και μιλώντας με έξαψη, σαν φοιτήτριες που περιμένουν να εξεταστούν. Αλλά γιατί μελετητών και όχι μελετητριών; Με το θηλυκό γένος διακυβεύεται το κύρος του ιστορικού λόγου;

Ύστερα από το εναρκτήριο καλωσόρισμα του προέδρου-ιστορικού, τα κορίτσια-μελετητές άρχισαν να ανεβαίνουν διαδοχικά στο βήμα κι αυτός ξεχάστηκε. Δεν πρόσεχε τα λεγόμενα. Βαριόταν. Κοιτούσε έξω από το παράθυρο. Στο γείσο του απέναντι μπαλκονιού δυο περιστέρια ερωτοτροπούσαν. το αρσενικό ακολουθούσε καταπόδας το θηλυκό στο ατελείωτο πήγαιν’ έλα του. Έσο έτοιμος, είπε μέσα του, κι ύστερα το μυαλό ξεστράτισε σε άλλα: Πόση θα ήταν η διάρκεια της «ωρίτσας» της Ντίνας, πόσο εκνευρισμένη θα έβρισκε τη Χριστίνα που θα τον περίμενε να πάνε για ψώνια, πόσο θα του κόστιζε το σέρβις της μηχανής… Ώσπου ξαφνικά, σαν μια χοντρή ψιχάλα που σκάει πάνω σε τσίγκινη στέγη, αντήχησε στ’ αυτιά του η πρώτη λέξη: «Εκτελεστικό». Κι έπειτα από λίγο ακολούθησε άλλη: «Παρανομία». Κι άλλη, κι άλλη: «Φάκελοι, Ασφάλεια, Δήλωση».

Οι λέξεις πύκνωσαν κι έγινα βροχή και αυτός άρχισε να αναπνέει τη μυρωδιά που το ιστορικό υπέδαφος ανέδιδε καθώς αρδευόταν από τη γλώσσα. Οι λέξεις ήταν γνωστές. Ίδιες με αυτές που καθημερινά γεμίζουν την εφημερίδα. Λέξεις κοινότοπες, αλλοιωμένες, ακυρωμένες από τη χρήση, που όμως τώρα αντλούσαν ζωντάνια από την υπόγεια φλέβα της Ιστορίας, από το καινούργιο παλιό νόημα. Ένα εκτελεστικό που δεν αναφερόταν σε κομματικό όργανο, μια παρανομία άσχετη με παρκάρισμα ή φοροδιαφυγή, ένας φάκελος που δεν προοριζόταν για το ταχυδρομείο, μια ασφάλεια χωρίς κλάδους πυρός, ζωής και ατυχημάτων, και μια δήλωση που δεν έγινε από κανέναν προπονητή ποδοσφαίρου, τον παρέσυραν στη δίνη της ζωής μιας άλλης γενιάς: της γενιάς του πατέρα.

Άνοιξε το μπλοκάκι και άρχισε να καταγράφει σκόρπιες φράσεις, τίτλους μυθιστορημάτων, ονόματα και χρονολογίες. Σημείωνε πυρετωδώς χωρίς να τον απασχολεί το πώς και το γιατί. Δεν δούλευε για το ρεπορτάζ της Ντίνας, για την εκδούλευση, την υποχρέωση ή την υπόσχεση των ματιών της. Δεν βρισκόταν πια εκεί ως δημοσιογράφος ή επίδοξος εραστής. Ήταν ήδη καθ’ οδόν γι’ αλλού.

 

[…]

 

Δευτέρα, 16 Μαΐου — ώρα 12.00

 

Ώσπου εκείνο το μεσημέρι, περιμένοντας στο πεζοδρόμιο της Πανεπιστημίου, μπροστά στην Αρχαιολογική Εταιρεία, να περάσει μια αργοκίνητη διαδήλωση, πρόσεξε διαγωνίως απέναντι τη χαλκόχρωμη επιγραφή που ήταν εντοιχισμένη στο κτήριο της Τράπεζας της Ελλάδος, λίγο πιο πάνω από τα κεφάλια των περαστικών.

«Εδώ έπεσαν αντιμετωπίζοντας άοπλοι τα χιτλερικά τανκς την 22-7-1943 οι Επονίτες φοιτητές Παναγιώτα Σταθοπούλου 17 ετών, Θώμης Χατζηθωμάς 20 ετών, Κούλα Λίλη 19 ετών».

Τρία ονοματεπώνυμα, μία ημερομηνία και το αναπόφευκτο ρήμα του έφεραν ακαριαία στο νου το Ονομαστικό Λεξικό Ανωνύμων Θανάτων, που του είχε αναφέρει ο Καπάτος χρόνια πριν, στη μοναδική τους έξοδο λίγες μέρες αφότου είχε προσληφθεί στην εφημερίδα. Το ίδιο βράδυ, καπνίζοντας πάνω από σημειώσεις και βιβλία, ένιωσε ξαφνικά πως αυτή η σκέψη που τότε του είχε φανεί σαν μια ακόμη κεφαλλονίτικη παραδοξολογία φώτιζε τώρα άπλετα το δικό του δρόμο.

Οι δρόμοι της πόλης και τα πεπραγμένα των ανθρώπων που τους διάβαιναν ήταν το σχέδιο που αναδυόταν κάτω από την επιφάνεια των γραπτών του. Όχι όμως οι δρόμοι των καταξιωμένων της επίσημης ονοματοθεσίας, της εσπευσμένης μαζικής αναγνώρισης των νικητών ή της όψιμης και επιλεκτικής των νικημένων. Αυτοί υπήρχαν ήδη στο ορατό πρόσωπο κάθε στενού, λεωφόρου ή πλατείας, αρκεί το βλέμμα να σηκωνόταν λίγο πάνω από το πλακόστρωτο. Ούτε των λίγων αφανών που τα ονόματά τους σώζονται σκόρπια σε μαρτυρίες και αφηγήσεις μόνο και μόνο για να υπογραμμίζουν ότι, πήραν μαζί τους την ιδιωτική τους αρετή και τη δημόσια ανωνυμία.

Οι δρόμοι τους οποίους τον έβγαζαν τα γραμμένα του βήματα ήταν της κάτω πόλης· των υπόγειων εκείνων διαδρομών που οδήγησαν τόσους και τόσους στον καιρό τους και τώρα βρίσκονταν αποκρυσταλλωμένες σε λεκτικά συμπλέγματα αραδιασμένα μπροστά του. Οι λεωφόροι των συλλογικών ελπίδων και των οραμάτων, της ψυχικής ανάτασης και της αυτοθυσίας· τα στενά του φόβου και της σθεναρής πίστης, της καρτερίας και της απαντοχής· τα αδιέξοδα της απελπισίας, της απογοήτευσης και της διάψευσης. Με δυο λόγια, οι δρόμοι των αφηρημένων ουσιαστικών που αντηχούσαν από τη βουή των πατημάτων των πολλών.

Τόσον καιρό είχε μπροστά του ένα φανταστικό πολεοδομικό σχέδιο που δεν θα γινόταν ορατό, όσο κι αν διάβαζε, αφού ποτέ δεν περιδιάβαζε στους δρόμους της πόλης με νου ανοιχτό, μαθημένο να προσέχει, μα έτρεχε πίσω απ’ το πνεύμα των καιρών που σαν βέλος στόχευε την εικόνα ενός κόσμου πάντα αυριανού. Κι έφτασε μια στιγμή κι ένα εντοιχισμένο αγγελτήριο παλαιών θανάτων για να φωτιστεί αυτό που βρισκόταν στα χάρτινα σπάργανα μπροστά του. Ο χάρτης του εφάρμοζε πάνω στην επίσημη αποτύπωση των οδών με τα κύρια ονόματα, ιχνογραφώντας τις σκοτεινές διαδρομές των πράξεων και των λόγων που λίγα χρόνια πριν από τη δική του γέννηση συνέδεαν άρρηκτα το ιδιωτικό με το δημόσιο, τον έναν με τους πολλούς, το είμαι με το ανήκω.

Στα δικά του οδωνυμικά της Κάτω Πόλης δεν θα βάραινε το δοξαστικό ποιος, το αποστειρωμένο πού ή το ανιαρό πότε της επίσημης Ιστορίας, αλλά το τι, το πώς κι ό,τι κρυβόταν πίσω τους. Τα γεγονότα δεν θα αναδείκνυαν σε πρώτο πλάνο τους πρωτεργάτες και τους τόπους, αλλά τις συγκαλυμμένες προθέσεις, τις ματαιωμένες υποσχέσεις, τις άφρονες παραλείψεις και, μέσα από αυτές, τη νοοτροπία εκείνων των καιρών που έχουν σωπάσει προ πολλού.

Παρέμενε, βέβαια, αναπάντητο το γιατί. Όχι το γιατί των γεγονότων, για το οποίο οι γραφές πρόσφεραν αφειδώς τις αντικρουόμενες εκδοχές τους, αλλά το δικό του εσωτερικό γιατί, που κάθε τόσο έκανε φευγαλέα την εμφάνισή του μέσα απ’ το προπέτασμα καπνού των λέξεων και των τσιγάρων. Πίσω από το «τι γράφω;» αναβόσβηνε σαν φάρος στην πυκνή ομίχλη το «γιατί γράφω;»