Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Η εργατική τάξη δε ζει πάντα στον Παράδεισο

Αφήγηση Πρώτη

Δουλεύω από δεκατριών χρονών παιδάκι. Ο πατέρας μου, Μικρασιάτης στην καταγωγή, ήρθε στο Βόλο και συνέχισε την εργασία που ήξερε, τα ασβεστοκάμινα. Με το σφυρί, κάτω από τον ήλιο, σπάζαμε την πέτρα και φτιάχναμε χαλίκι και με τα ζιμπίλια στον ώμο το κουβαλούσαμε στο καμίνι.

Το 1940 ο πατέρας μου από την καλή του καρδιά καταστράφηκε. Πήγε να εξυπηρετήσει έναν έμπορα κάρβουνου κι αυτός τον εκμεταλλεύτηκε και του έβγαλε όλη την περιουσία του στο σφυρί. Έτσι ξεπέσαμε κι εγώ άρχισα να δουλεύω στις οικοδομές. Όπου έβρισκα. «Αφεντικό, έχεις δουλειά;» «Ναι, έχω. Τι μεροκάματο θες;» «Δώσ’ μου δέκα δραχμές». «Άμα θες μ’ ένα τάλιρο, έλα». Τι να κάνω; Ανάγκη είχα, πήγαινα.

Ύστερα το 1951 πήγα στρατιώτης και η τύχη μου ήταν να με στείλουν και στην Κορέα. Όταν με το καλό γύρισα απ’ εκεί, μου έδωσαν ένα χαρτί που μ’ αυτό, όπως μου είπαν, θα ήμουνα ευπρόσδεκτος και θα έβρισκα εύκολα δουλειά. Το είδες εσύ αυτό; Ε, άλλο τόσο το είδα κι εγώ. Μετά συγχωρήσεως, κωλόχαρτο ήταν. Δεν είχε καμιά πέραση. Μπήκα στο νόμο 751 και μέσω ενός κουμπάρου μου πήγα και ζήτησα δουλειά στο μύλο του Ζαρζάμπα και Καπουρνιώτη. Ποιον να πρωτοπάρουν; Στο νόμο αυτόν υπάγονταν πολλοί. Ήταν πολύ στριμωχτά τα πράγματα.

Το 1963 πήγα στην επιχείρηση Τσαλαπάτα. Δούλευα στα στεγνωτήρια. Ο Τσαλαπάτας είχε μεγάλο εργοστάσιο στο Βόλο που έφτιαχνε τούβλα και κεραμίδια. Βαριά κι ανθυγιεινή εργασία, αλλά δεν μπορούσα να κάνω και διαφορετικά γιατί το μεροκάματο ήταν με το τουφέκι που λέει ο λόγος. Μπήκα με μεροκάματο εξήντα δραχμές κι ύστερα από δεκαεννιά χρόνια, το 1979, που έκλεισε το εργοστάσιο έπαιρνα εφτακόσιες.

Με τ’ αφεντικά είχα καλές σχέσεις. Ήταν καλά ανθρωπάκια. Ένα παράπονο έχω μόνο, που δεν πήρα επικουρικό. Όπως μου είπαν από τη διοίκηση, το κατάργησαν, λέει, το επικουρικό γιατί ο εργάτης έπρεπε να πληρώνει μια δραχμή τη βδομάδα και δεν το ήθελε αυτό επειδή το μεροκάματο ήταν μικρό. Έτσι το έχασα το επικουρικό. Τώρα πώς άλλοι συνάδελφοι το πήραν, αυτό είναι μυστήριο.

Κλιάφα Μαρούλα (έρευνα–συλλογή), Σιωπηλές φωνές. Μαρτυρίες Θεσσαλών για τον 20ό αιώνα, Καστανιώτη, Αθήνα 2000, σ. 241-242.