Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Ίδιοι δρόμοι, άλλοι κόσμοι

Γεννημένη και μεγαλωμένη στο Βόλο, σε μια κοινωνία πολύ αναπτυγμένη καλλιτεχνικά και πνευματικά, έμαθα να αγαπώ την τέχνη. Ως μαθήτρια του ωδείου της Αννέτας Τσολάκη, μιας γυναίκας πολύ καλλιεργημένης, αυτό που λέμε αστής, είχα την ευκαιρία παράλληλα με τις μουσικές μου σπουδές να ζήσω σ’ ένα ονειρικό περιβάλλον. Το ωδείο Τσολάκη εκτός από συναυλίες οργάνωνε και διάφορες καλλιτεχνικές γιορτές. Αποδίδαμε τα παραμύθια με χορό, ντυνόμαστε με ρούχα εποχής… Όλα αυτά για μένα που ήμουνα παιδάκι ήταν κάτι σαν όνειρο.

Με τον πόλεμο βέβαια η μαγεία αυτή χάθηκε. Τα δύο πρώτα χρόνια της Κατοχής επικρατούσε στο Βόλο βουβαμάρα. Ύστερα σιγά σιγά ξεθαρρέψαμε. Ο καλλιτεχνικός σπόρος που είχαμε μέσα μας θέριεψε και από το 1943 και μετά, τις Κυριακές, παρ’ όλο το άγχος, παρ’ όλους τους σκοτωμούς, τα αντίποινα, την πείνα, άρχισαν να οργανώνονται στο «Τιτάνια» καλλιτεχνικά πρωινά. Ντόπιοι, άνθρωποι ταλαντούχοι, έπαιζαν επί σκηνής διάφορα αυτοσχέδια σκετς, απαγγέλανε παρλάτες, συχνά σατιρίζοντας με αλληγορικό τρόπο τους κατακτητές, κι εγώ, δεκατριών δεκατεσσάρων χρονών τότε, με την ικανότητα που είχα να παίζω ολόκληρα κομμάτια prima vista, τους συνόδευα στο πιάνο.

Ήταν μια ανάσα αυτά τα πρωινά. Μια ανάπαυλα, γιατί η κατάσταση στο Βόλο ήταν φρικτή. Άνοιγες το πρωί το παράθυρο κι έβλεπες στις γραμμές του τρένου, στην οδό Δημητριάδος, κάθε πέντε μέτρα κι έναν νεκρό. Μόλις έκαναν κάποια επίθεση οι αντάρτες στο Πήλιο, αμολιόντουσαν οι γερμανοτσολιάδες και μέσα στα άγρια μεσάνυχτα έμπαιναν στα σπίτια των Βολιωτών, τους συνελάμβαναν και χωρίς δίκη τους τουφέκιζαν για αντίποινα.

Παρά τη ζοφερή αυτή κατάσταση, εμείς τις Κυριακές συνεχίζαμε το καλλιτεχνικό μας πρόγραμμα. Ήταν ένας τρόπος αντίδρασης, ένα σωσίβιο.

[…]

Αφήγηση Δεύτερη

Την ανέχεια την έζησα από την ώρα που γεννήθηκα. Τον πατέρα μου τον ξέρω μόνο από τη φωτογραφία. Πέθανε όταν ήμουνα δυο τριών χρονών. Πήγα στο Δημοτικό σχολείο πολύ μικρή, γιατί η μάνα μας δούλευε στις καπναποθήκες, όπως δούλευαν και τα τρία μεγαλύτερα αδέλφια μου, κι εγώ με τον αδελφό μου τον Δημητρό, που ήταν δυο χρόνια μεγαλύτερος, μέναμε στο σπίτι. Τότε το κράτος, για να πολεμήσει τον αναλφαβητισμό, υποχρέωνε όλα τα παιδιά να πάνε στο σχολείο. Επειδή ο αδελφός μου, που ήταν οχτώ χρονών, αναγκάστηκε να πάει σχολείο κι εγώ θα έμενα μόνη στο σπίτι, η δασκάλα δέχτηκε να με πάρει κι εμένα στην τάξη.

Από την πρώτη μέρα μου άρεσαν τα γράμματα. Τέλειωσα το Δημοτικό με εννέα.

Δεκαπέντε δεκάξι χρονών δούλεψα στο εργοστάσιο του Τσαλαπάτα και το 1947 πήγα κι έπιασα δουλειά στο εργοστάσιο του Παπαγεωργίου σαν υφάντρια με μεροκάματο εννιά χιλιάδες δραχμές. Τότε ήταν ακόμα τα εκατομμύρια.

Δεν ξέρω, αλλά είχα πάρει καλά τη δουλειά. Μόλις έβαζα την πρώτη σαϊτιά, άρχιζα το τραγούδι. Ήταν αλλιώς ο κόσμος τότε. Μπορεί να μην είχαμε δεύτερο φουστάνι, να είχαμε φτώχια κι ανέχεια, αλλά δε μας ένοιαζε και τόσο. Δεν είχαμε το άγχος που έχει ο κόσμος σήμερα.

Δε θυμάμαι ημερομηνίες, γιατί έχουν περάσει πολλά χρόνια, αλλά θυμάμαι πως κάναμε μια απεργία. Δεν ξεκίνησε απ’ εμάς που ήμασταν στα αργαλειά. Την ξεκίνησαν αυτές που δούλευαν στα κλωστήρια. Εμείς στα αργαλειά είχαμε μόνο δυο βάρδιες, ενώ αυτές που ήταν στα κλωστήρια είχαν και ξενύχτι. Η τρίτη βάρδια έπιανε δουλειά στις δέκα το βράδυ και τέλειωνε στις έξι το πρωί.

Η απεργία όμως δεν έγινε για τις βάρδιες. Έγινε γιατί η εργοδοσία δεν πλήρωνε κανονικά τα μεροκάματα. Μας χρωστούσε δυο και τρία μηνιάτικα. Στο τέλος της βδομάδας ήταν να λάβεις, ας πούμε, τρακόσες δραχμές και σου έδιναν μόνο πενήντα. Άμα παραπονιόσουνα, σου έλεγαν «Να, πάρε αυτό το κομμάτι ύφασμα». Ίσα ίσα για να σου βουλώσουν το στόμα.

Το σωματείο που είχαμε αποφάσισε τότε να κατέβουμε σε απεργία. Κλείστηκαν οι εργάτες και οι εργάτριες μέσα κι έκαναν απεργία πείνας. Υπήρχαν κι εργάτες απεργοσπάστες που ήθελαν να δουλέψουν και θυμάμαι που έμπαιναν οι άλλοι μέσα από τα παράθυρα για να τους εμποδίσουν. Το ίδιο γινόταν κι όταν κάναμε στάσεις εργασίας. Πηγαίναμε, όσοι υπακούαμε στα συνδικάτα, και κόβαμε το μασούρι απ’ εκείνες που ήθελαν να δουλέψουν. Ε, με όλα αυτά είχαν δημιουργηθεί ανάμεσα στους εργάτες παρεξηγήσεις. Και το αποτέλεσμα όλης αυτής της ιστορίας ήταν οι μεν κύριοι συνδικαλιστές να πάρουν τα λεφτά τους κι όλοι εμείς οι άλλοι να μην πάρουμε δραχμή. Και δεν ήταν μόνο που δεν μας πλήρωναν κανονικά, ήταν που μας έτρωγαν και τα ένσημα. Εμείς δεν ξέραμε τότε απ’ αυτά και δε ζητούσαμε τα βιβλιάρια να τα ελέγξουμε. Δουλεύαμε όλο το μήνα και μας έβαζαν ένσημα μόνο έξι κι εφτά μέρες ενώ δεν είχαμε λείψει ούτε μία.

Είκοσι χρόνια αργότερα ήρθε στο Βόλο μια γερμανικιά φίρμα που εγκαταστάθηκε μέσα στο παλιό εργοστάσιο του Παπαγεωργίου. Πήγα εκεί και δούλεψα. Απ’ αυτούς δεν έχω κανένα παράπονο. Μας πλήρωναν κανονικά και μας έβαζαν όλα τα ένσημα.

Μαρούλα Κλιάφα (έρευνα–συλλογή), Σιωπηλές φωνές. Μαρτυρίες Θεσσαλών για τον 20ό αιώνα, Καστανιώτη, Αθήνα 2000, σ. 113-114, 242-245.