Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Τα παιδιά της Νιόβης στο Βόλο

.

Βόλος, 10 Φεβρουαρίου 1923

Ο Βόλος είναι πολύ ωραία πόλη. Θα την χαρακτήριζα «αμφίβια», γιατί είναι χτισμένη ανάμεσα σε θάλασσα και σε βουνό – τον Παγασητικό κόλπο και το Πήλιο. Έχει αρχοντόσπιτα για μια αριστοκρατική τάξη, που επιμένει ακόμη να αποτελεί κλειστή κάστα, παρ’ ότι η ελληνική κοινωνία εκδημοκρατείται και τα λεγόμενα «τζάκια» χάνουν την παλιά αίγλη τους. Έχουν λέσχη και κυκλοφορούν με πολυτελή αμάξια. Μου λένε πως στο γραφικό Πήλιο έχουν χτίσει θαυμάσιες επαύλεις Βολιώτες, που έχουν τις επιχειρήσεις στους στην Αίγυπτο, για να ’ρχουνται τα καλοκαίρια. Θυμάμαι, πως ο εκπαιδευτικός Ελισσαίος Βασματζίδης, όταν με μύησε στο Δημοτικισμό, μου είχε εξιστορήσει της περιπέτειες του παιδαγωγού Αλέξανδρου Δελμούζου, που είχε ιδρύσει εδώ «Το Πειραματικό Σχολείο Βόλου», για να εφαρμόσει νεωτεριστικά παιδαγωγικά συστήματα. Ο Ερμής με τη διφυή του μορφή – λόγιος και κερδώος – κατεβαίνει συχνά στο Βόλο απ’ το γειτονικό Όλυμπο. Ο Βόλος είναι πολιτικό φέουδο του τοπάρχη Καρτάλη. Έχει επιστρατευμένους δεκάδες μαγκουροφόρους μπράβους, για να φυλάνε τα πολυάριθμα οικόπεδά του. Περίεργο: Απ’ τη συμπεριφορά του πρώτου κάτοικου, όταν επισκεφτώ μια πόλη, μου αποκαλύπτεται το ήθος όλων. Ο Βολιώτης, που πήρε τα στοιχεία μου στο ξενοδοχείο, χαμογέλασε, όταν του είπα πως είμαι Μικρασιάτης. «Εσείς οι πρόσφυγες είσαστε καλοί άνθρωποι. Εδώ έχομε κάμποσες οικογένειες απ’ τη Μικρά Ασία. Είναι όλοι νοικοκύρηδες. Ο γιος μου έχει αρραβωνιαστεί μια προσφυγοπούλα, τη Γλυκερία. Είναι απ’ τη Φώκαια». Τον ρώτησα τι δουλειά κάνει ο γιος του. Μου αποκρίθηκε: «Έχει ζαχαροπλαστείο». Του είπα: «Όταν παντρευτεί τη Γλυκερία να την πάρει στο μαγαζί του. Θα του κάνει ωραία γλυκά…». Γελάσαμε.

Βόλος, 12 Φεβρουαρίου 1923

Πήρα καλές παραγγελίες απ’ τα φαρμακεία. Επισκέφτηκα μια παλαιά αποθήκη μακαρονάδικου, όπου έχουν στεγαστεί προσφυγικές οικογένειες. Όλες είναι πολύ ευχαριστημένες. Έχουν λίγο πολύ, βολευτεί σε καλές δουλειές. Κάποιος, που γνώριζε το Βασίλη Ωνάση, μου έδειξε το παραγγελιοδοχικό γραφείο του. Πέσαμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Ο παλιός μας πρόεδρος της κοινότητας έχει πια ξεχάσει τη δουλειά του σαράφικου και ασχολείται με δέρματα. Εκπροσωπεί ένα μεγάλο εργοστάσιο κατεργασίας δερμάτων στη Μυτιλήνη χάρη σε σύσταση του γαμπρού του στο νησί, του ίλαρχου Γιώργου Αβροτέλη. «Εδώ με ’ριξε τη τύχη μου, εδώ θα ριζώσω», μου είπε. Το βράδυ μου έκανε το τραπέζι. Έχει ένα συμπαθητικό σπιτάκι στην επάνω πόλη. Μιλήσαμε για τα περασμένα αλλά και για τα μελλοντικά…

Τάσος Αθανασιάδης, Τα παιδιά της Νιόβης, τομ. Γ΄, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1995, σ. 180-182.