Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Ο Κίτσος Μακρής γράφει για το Θεόφιλο

Εδώ και σαράντα πέντε περίπου χρόνια (1894-1895) ένας παράξενος τύπος άρχισε να γυρίζει στους δρόμους του Βόλου. Κοντός, με πρόσωπο μακρύ και υπερβολικές κινήσεις. Φορούσε μια φουστανέλα και στο σελάχι του είχε περασμένα τα σύνεργα της ζωγραφικής: πινέλα και μικρά σακουλάκια με χρώματα. Θα ’τανε τότε τριάντα περίπου χρονών αλλά έδειχνε πολύ μεγαλύτερος. «Άλλοι στα χρόνια του έχουν γιους για παντρειά» έγραφε στα 1900 ένας χρονογράφος. Μα οι περιπέτειες άφησαν επάνω του τα ίχνη τους. Μόνο ζωηρή αντίθεση αποτελούσαν τα χέρια Μακριά, λεπτοκαμωμένα, με καλοσχηματισμένα δάχτυλα έδειχναν χέρια καλλιτέχνη. Στην περιορισμένη τότε κοινωνία του Βόλου μια τέτοια εμφάνιση είναι φυσικό να έκανε μεγάλη εντύπωση. Έτσι κι έγινε: «Η παρουσία του απ’ την αρχή σημειώθηκε ως κάτι πράγμα σπάνιο κι επιθυμητό, που το ζητούσαμε απ’ το Θεό κι ήρθε μονάχο του» γράφει ο ίδιος χρονογράφος. Γρήγορα μαθεύτηκε πως ήτανε Μυτιληνιός ζωγράφος και τ’ όνομά του: Θεόφιλος Γ. Χατζημιχαήλ. Ξεσκολισμένος στην τέχνη του άρχισε να ζωγραφίζει παντού όπου έβρισκε λίγη ελεύθερη επιφάνεια. Στους τοίχους των μικρομάγαζων, στους πάγκους των μπακάλικων, σε βαρέλια, οι ήρωές του ποζάρουν με την ίδια πάντα έκφραση μιας λίγο κωμικής σοβαρότητας. Γοργόνες, ήρωες της Επαναστάσεως, πουλιά, λουλούδια, τοπία, Κουταλιανοί, κάθε τι που συγκινούσε τη λαϊκή ψυχή.

Η αμοιβή για τη δουλειά ήταν ελάχιστη. Λίγο ψωμί και φαγητό, ένα ποτήρι κρασί και λίγες δραχμές που μόλις έφταναν για την αξία των χρωμάτων αρκούσαν για μια ολόκληρη σειρά από τοιχογραφίες. Έτσι για να ζήσει αναγκάζονταν να κάνει χοντροδουλειές. Έσχιζε ξύλα, ασβέστωνε δωμάτια, έκανε μεταφορές κι άλλα τέτοια. Η φτώχεια του όμως ήταν μεγάλη. Έμενε σ’ ένα ελεεινό δωμάτιο ενός ερειπωμένου σπιτιού στην Ανακασιά. Το ίδιο του δωμάτιο χρησίμευε και για εργαστήριο. Συχνά τον άκουγαν να τραγουδάει – την ώρα που δούλευε – αυτοσχεδιάσματα της στιγμής. Αργότερα τον λυπήθηκε ένας νοικοκύρης και του έδωσε καλύτερο δωμάτιο.

[…]

Η ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ

Ένα του ανέκδοτο θ’ αποτελέσει την αφετηρία της ερευνητικής πορείας της σκέψης μας. Πήρε παραγγελία από κάποιον φούρναρη να του ζωγραφίσει στον τοίχο το πορτραίτο. Ο Θεόφιλος άρχισε να τον ζωγραφίζει τη στιγμή που έβαζε στο φούρνο τα ψωμιά του. Αλλά αντί να τοποθετήσει το φουρνιστήρι οριζόντιο – όπως είναι φυσικό – έτσι που στην τοιχογραφία να φαίνεται σα μια γραμμή, το γύρισε κάθετα να δείχνει όλο του το πλάτος κι επάνω του τοποθέτησε το ψωμί. Όταν του παρατηρήθηκε ότι έτσι το ψωμί θα έπεφτε απάντησε: «Έννοια σου και μόνον τα αληθινά ψωμιά πέφτουν, τα ζωγραφισμένα στέκονται, στη ζωγραφιά πρέπει όλα να φαίνονται. Με την τελευταία του κυρίως φράση έκανε τον απολογισμό της τέχνης του. Ο ορθολογισμός δεν έχει τη θέση του εκεί όπου μια πλούσια καρδιά θέλει να εκφραστεί. Στην αντίληψη τη λαϊκή δε μπορούσε να χωρέσει πως η λεπτή γραμμή, της σωστής προοπτικής απόδοσης αντιπροσωπεύει το πλατύτατο φουρνιστήρι. Κι ο Θεόφιλος ποτισμένος βαθύτατα με την αντίληψη αυτή την απέδωσε ζωγραφικά. Την έλλειψη προοπτικής – ειδικά στις τοιχογραφίες – πρέπει να την αποδώσουμε στην καλλιτεχνική του αντίληψη γι’ αυτές. Η τοιχογραφία πρέπει να διακοσμεί την επιφάνεια κι όχι να την κομματιάζει. Μια τοιχογραφία με προοπτική δημιουργεί και τρίτη διάσταση που καταστρέφει την ενότητα της επιφάνειας. Ο ίδιος επιγραμματικά έδωσε την εξήγηση. Κάποτε εικονογραφούσε στον τοίχο ενός μανάβικου τον Αθανάσιο Διάκο. Όταν του παρατηρήθηκε η έλλειψη προοπτικής απάντησε: «Δύο πιθαμές τοίχος, δέκα μέτρα βάθος στην εικόνα, δεν ταιριάζει. Θα βρεθεί ο Αθανάσιος Διάκος στο κουρείο» (που βρίσκονταν στην άλλη πλευρά του τοίχου).

Όποιος γνώρισε την τέχνη του Θεόφιλου απ’ τις φορητές του μόνο εικόνες – τουλάχιστον της περιόδου αυτής – ελάχιστα γνωρίζει από την τέχνη του. Τον Θεόφιλο ακέριο μόνον στις τοιχογραφίες τον βρίσκουμε. Στις φορητές του εικόνες (σανίδια, χαρτόνια, πανιά και σπανιότερα μουσαμάδες) με την περιορισμένη επιφάνεια το χέρι του κινείται στενάχωρα. Μα στην τοιχογραφία με την μεγάλη επιφάνεια κινείται άνετα, κάνει – κατά τις ανάγκες του έργου – πιστώσεις χώρου, αφήνει ελεύθερη την καρδιά του.

Οι ζωγραφιές του δεν τέρπουν μόνον: Διδάσκουν. Μέσα στους πίνακες κι έξω απ’ αυτούς με γράμματα εξηγεί το περιεχόμενό του με μια αδέξια καθαρεύουσα. Όταν δεν του φτάνει ο χώρος, γράφει στα πλαγινά και πολλές φορές προχωρεί και στο ταβάνι. Σε μια του πολυπρόσωπη ιστορική σύνθεση αρίθμησε τα κυριότερα πρόσωπά της και στο κάτω μέρος έβαλε ευρετήριο.

—Η προσωπικότητα του Θεόφιλου διαφαίνεται και στις αντιγραφές που αποτελούν σημαντικότατο μέρος του έργου του. Από το «Λεύκωμα της Επαναστάσεως» από χαλκογραφίες και κοινότατα καρτ-ποστάλ δανείζονταν τα θέματά του. Αλλ’ αντιγραφές μ’ όλη τη σημασία της λέξης δεν έκανε. Η εκφραστικότατη γραμμή του, η πτύχωση, η χρωματική του ευαισθησία μαρτυρούν την προβολή της δικής του ψυχής σε δανεισμένα θέματα. Πολλές φορές προσθέτει φιγούρες που δεν υπάρχουν στο πρωτότυπο που αντιγράφει, άλλοτε αφαιρεί, τροποποιεί, μ’ ένα λόγο κάνει εντελώς δική του δημιουργία. Τη σύνθεση μεταβάλλει ανάλογα με την επιφάνεια που πρόκειται να διακοσμήσει.

—Ο Θεόφιλος αντίκρισε τον κόσμο με μάτι καθαρό και παρθενική ψυχή κι έδωσε πορτραίτα και τοπία σπαρταριστά. Μα ο δικός του κόσμος είναι ο κόσμος της φαντασίας: Αρχαία μυθολογία, ιστορία, Κρητικά έπη, προεπαναστατικοί ήρωες, Επανάσταση, Παλαιά Διαθήκη.

[…]

Ο Θεόφιλος σχεδίαζε στην αρχή με σκούρο χρώμα (μαύρο ή καφέ) κι ύστερα χρωμάτιζε. Τα χρώματά του - που τα είχε πάντοτε μαζί του – τα άπλωνε χωρίς ποικιλία τονικών διαφορών, αναλύοντάς τα σε καθαρό νερό ή κόλα. Μερικές λεπτομέρειες (σκαλίσματα όπλων, κεντήματα φορεσιών κ.τ.λ.) τις χαρακτήριζε ύστερα απ’ το χρωμάτισμα με σκούρο χρώμα του σχεδιάσματος. Στις συνθέσεις του δεν σημείωνε τις κύριες γραμμές για να προχωρήσει σε λεπτομέρειες αλλά άρχιζε από τη μια πλευρά προχωρώντας προς την άλλη. Πολλές φορές αναγκάζονταν να πιάνει περισσότερο χώρο απ’ ό,τι αρχικά υπολόγιζε. Αυτό τον ανάγκαζε να ζωγραφίζει ένα μέρος μιας εικόνας μέσα στη γειτονική της. Παράδειγμα οι δύο συνεχόμενες εικόνες της «Αντάμωσης Ερωτόκριτου και Αρετούσης» και της «Μονομαχίας Ερωτοκρίτου και Άριστου» (Αριθ. 41) όπου τα σπαθιά των μονομάχων προχωρούν στο κάτω μέρος της «Αντάμωσης».

Ας σημειωθεί ότι ο Θεόφιλος ζωγράφιζε με τ’ αριστερό του χέρι.

Η επίσημη κριτική ασχολήθηκε πολύ αργά με το έργο του Θεόφιλου. Ό,τι γράφονταν γι’ αυτόν όσο ζούσε δεν ήταν καθόλου τιμητικό. Διαβάζουμε κάπου πως ο Θεόφιλος «μάτια μου, είναι ζωγράφος, ζωγράφος φοβερός, ούτε είναι ανάγκη ν’ αναφέρουμε Ραφαήλους και άλλους Ευρωπαίους συντεχνίτες του για να τον παραβάλουμε και να πούμε τάχα πως ο Έλληνας ζωγράφος είναι καλύτερος ή χειρότερος απ’ τους Ευρωπαίους». Αργότερα όμως άνθρωποι με λιγότερη εύκολη εξυπνάδα και με περισσότερη γνώση και καρδιά σκύψανε στα φτωχικά σανίδια κι αφουγκράστηκαν το χτύπο μιας μεγάλης καρδιάς. Τότε όμως ο φτωχός Θεόφιλος δεν ζούσε για να χαρεί την αναγνώρισή του.

Κίτσος Μακρής, Ο ζωγράφος Θεόφιλος στο Πήλιο, Βόλος 1939, σ. 9-10, 18-19, 22-23.