Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

[…] Έτσι ράθυμη και ασάλευτη κυλάει η ζωή για το παλιό Κάστρο στη διάρκεια του 18ου αιώνα, έναν αιώνα ωστόσο που, στο δεύτερο μισό του, έχουμε, στο χώρο τουλάχιστον του Πηλίου, μεγάλες κοινωνικοπολιτικές και οικονομικές αλλαγές. Είναι τα χρόνια που τα χωριά του Πηλίου, εκμεταλλευόμενα τα προνόμια που αποσπούν ένα, σχεδόν, αιώνα νωρίτερα από τους Τούρκους κατακτητές, αναπτύσσονται σαν αυτόνομες και σχεδόν αυτοδιοικούμενες μικρές δημοκρατίες, με αποτέλεσμα την παράλληλη ραγδαία ανάπτυξη της δευτερογενούς παραγωγής αγαθών και της μεταπρατικής δραστηριότητας, που ανοίγουν νέους ορίζοντες στην οικονομία του τόπου και φέρνουν σ’ αυτόν την ευμάρεια και την πρόοδο. Παράλληλα, τον ίδιο καιρό, τα φιλελεύθερα ρεύματα της Ευρώπης κι ο ευρωπαϊκός διαφωτισμός μεταγγίζονται από τους ταξιδεμένους πηλιορείτες – καραβοκύρηδες και πραματευτάδες – στο χώρο του Πηλίου κι αναρριπίζουν της καθημαγμένες καρδιές των ραγιάδων και προετοιμάζουν το έδαφος για τον μελλούμενο ξεσηκωμό τους.
Φυσικά όλες αυτές οι εξελίξεις έχουν το αντίχτυπό τους, αν όχι στο μίζερο χώρο του Κάστρου του Γόλου, τουλάχιστον στο περιβάλλον του και κυρίως στο λιμάνι του, που, χρόνο με το χρόνο, γίνεται και ονομαστότερο στη χώρα αλλά και στο εξωτερικό σαν αξιόλογο διαμετακομιστικό κέντρο εμπορίου όχι μόνο γεωργικών προϊόντων, που, όπως πάντα, προέρχονται κυρίως από το εσωτερικό της Θεσσαλίας, αλλά και χειροτεχνικών ειδών, όπως κυριότατα είναι τα μετάξια, τα νήματα και τα σκουτιά της ανθούσας τότε πηλιορείτικης βιοτεχνίας. Άλλωστε στον εξωτερικό χώρο του Κάστρου, και κυρίως σ’ αυτόν της μεσημβρινής πλευράς του, όπου και η παραλία, υπάρχουν πάντα μεγάλες αποθήκες των Τούρκων, που αυτόν τον καιρό νοικιάζονται σ’ εμπόρους ή εμπορικούς αντιπροσώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι ξένοι (κανένας ωστόσο Τούρκος) και κυρίως Βενετσιάνοι, Γάλλοι, Γενοβέζοι και Εβραίοι. Οι τελευταίοι, προσαρμοσμένοι άλλωστε από τις συνθήκες της διασποράς τους, διατηρούσαν, όπως είδαμε και παραπάνω, κι από τα παλιότερα χρόνια μικρομάγαζα έξω κυρίως απ’ το Κάστρο, όπου, σ’ ελάχιστη απόσταση και βορειοανατολικά απ’ αυτό, είχαν και τα σπίτια τους και τη συναγωγή τους κι όπου έμεναν, με την ανοχή βέβαια των Τούρκων, μόνιμα με τις οικογένειές τους.
Ανάμεσα όμως στους εμπόρους αυτής της περιόδου έντονη πια εμφανίζεται και η παρουσία του ελληνικού στοιχείου, από μαγαζάτορες κυρίως, που είχαν μεν τα «εργαστήριά» τους μέσα κι έξω κυρίως από το Κάστρο, αλλά που έμεναν με τις οικογένειές τους στα γύρω από το Κάστρο χωριά, όπου και επέστρεφαν τα βράδια.
Τον μεταπρατικό, όμως, τόνο τον έδιναν στο λιμάνι του Κάστρου κυρίως οι πηλιορείτες καραβοκύρηδες πραματευτάδες, που με τα γνωστά «ζαγοριανά» τους καράβια όργωναν αυτή την περίοδο τους πόντους, μεταφέροντας σ’ όλα τα «πόρτα» της Μεσογείου τα διαλεχτά κυρίως προϊόντα της πηλιορείτικης χειροτεχνίας και κουβαλώντας από κει στην επιστροφή τους τα ευρωπαϊκά «καλούδια», και μαζί τα μηνύματα των νέων φιλελεύθερων καιρών…
Εμπόριο όμως, και μάλιστα λαθρεμπόριο, γινόταν, όπως και παλιότερα, από το λιμάνι του Βόλου και με τα σιτηρά της Θεσσαλίας, που ωστόσο η εξαγωγή τους ήταν αυστηρά απαγορευμένη από τους Τούρκους τα περισσότερα χρόνια, και κυρίως στη διάρκεια των συνεχώς πολέμων τους το 18ο αιώνα, οπότε οι ίδιοι χρειάζονταν το θεσσαλικό σιτάρι για να εφοδιάζουν την Κωνσταντινούπολη και το στρατό τους. Μάλιστα η τουρκική κυβέρνηση έπαιρνε ιδιαίτερα μέτρα για να επιβάλει την απαγόρευση αυτή. Κι είναι γνωστό πως στα 1737 έστειλε στο Κάστρο του Γόλου ειδικό φύλακα για να παρακολουθεί τις φορτώσεις των πλοίων και μάλιστα καθόρισε πρόστιμο 25.000 πιάστρων για κάθε λαθραία εξαγωγή. Το λαθρεμπόριο όμως ανθούσε όλα αυτά τα χρόνια κάτω από τη μύτη των Τούρκων αγάδων. Άλλωστε οι τελευταίοι, επιρρεπείς, όπως πάντα, στο «μπαξίς», έκαναν πολλές φορές «στραβά μάτια», έναντι, βέβαια, γενναίων ανταλλαγμάτων. Υπήρχαν όμως και περιπτώσεις που οι ξένοι κυρίως έμποροι, και προπαντός οι Βενετσιάνοι και οι Γάλλοι, έπαιρναν ειδικές άδειες από τις τουρκικές αρχές για εξαγωγή σιταριού από το λιμάνι του Γόλου, όταν αυτό περίσσευε από τους πλούσιους αγάδες του θεσσαλικού κάμπου. Κι έχουμε μάλιστα την πληροφορία ότι στα 1757 διορίστηκε κι ανέλαβε υπηρεσία ως υποπρόξενος της Βενετίας στο λιμάνι του Γόλου ο Γάλλος Barthelemy, που ήταν ήδη υποπρόξενος της Γαλλίας στο ίδιο λιμάνι, προκειμένου να εισπράττει από την εξαγωγή των σιτηρών τα νόμιμα προξενικά δικαιώματα.
Απ’ όλα τα παραπάνω καταφαίνεται πως το λιμάνι του Κάστρου του Γόλου είχε σπουδαία εμπορική κίνηση στο δεύτερο κυρίως μισό του 18ου αιώνα.
Κι αυτό αποδείχνεται έμμεσα κι από δυο επιδρομές που έκανε κατά του λιμανιού του Γόλου ο ρωσικός στόλος στη διάρκεια του ρωσοτουρκικού πολέμου που ξέσπασε στα 1768.
Στην πρώτη (Νοέμβριος του 1771) ο ρωσικός στόλος κατάφερε ν’ αρπάξει όλα τα προορισμένα για εξαγωγή σιτηρά που βρήκε στις δημόσιες και ιδιωτικές αποθήκες του λιμανιού του Γόλου. Και στη δεύτερη (16 Φεβρουαρίου του 1772), ο ίδιος στόλος πέτυχε μ’ αιφνιδιασμό να αιχμαλωτίσει όλα τα πλοία που βρήκε στο λιμάνι του Γόλου, ανάμεσα στα οποία αρκετά μεγάλα φορτηγά γεμάτα σιτάρι, καθώς και 150 βάρκες φορτωμένες κι αυτές με όσπρια και δημητριακά. Για τούτη μάλιστα τη δεύτερη επιδρομή έχει διασωθεί η εξής ενθύμηση του εξόριστου τότε στην πατρίδα του, τη Ζαγορά, Οικουμενικού Πατριάρχη Καλλίνικου του Γ: «1772 φευρουαρίου ιστ’ περί τον όρθρον ελθούσαι νήες τινές εις βώλον, άπαντα τα εις τον λιμένα πλοία σίτου γέμοντα είλον, και τα κενά, και πλείστα των τηλεβόλων χαλάσασαι εις αέρα ανέτρεψαν, φόβον μέγα πάσι τοις πέριξ οθ» [οθωμανοίς] και υπηκόοοις καταλιπούσαι, και έτερα πλοιάρια υπέρ τα 150 μεστά σίτου και οσπρίων λαβούσαι υπέστρεψαν…»
Είναι συνεπώς τουλάχιστον υπερβολική αν όχι άδικη η εκτίμηση του Βαγ. Σκουβαρά, πως δηλαδή «από εμπορική κίνηση το λιμάνι του Βόλου [αυτή την περίοδο] δεν παρουσίαζε κανένα ενδιαφέρον».
Άλλωστε το ενδιαφέρον αυτό αποδείχνεται κι από ένα πλήθος εκθέσεων, ξένων κυρίως, προξένων, εμπορικών πρακτόρων και αντιπροσώπων, μέσα από τις οποίες φαίνεται ολοκάθαρα πόσο ανεβασμένο στην εκτίμηση των διεθνών μεταπρατικών οίκων ήταν, αυτή κυρίως την περίοδο, τούτο το διαμετακομιστικό κέντρο.
Γράφει λ.χ., για να δώσουμε ένα μικρό μονάχα σχετικό δείγμα, ο γάλλος πρόξενος στη Θεσσαλονίκη Arasy τον Απρίλη του 1777: «Ο Βόλος [κι εννοεί τον Άνω Βόλο]… ένα μικρό χωριό, χτισμένο έξω από ένα ισχυρό κάστρο που είναι φτιαγμένο στο βάθος του κόλπου που φέρνει το ίδιο όνομα… είναι σκάλα όπου φτάνουν όλα τα εμπορεύματα από την Αίγυπτο, τη Σμύρνη, την Κρήτη κ.λπ., τα προορισμένα για όλη τη Θεσσαλία κι απ’ όπου μπαρκάρουν τα λίγα ντόπια προϊόντα τα οποία κάνουν εξαγωγή».
Ποια είναι τα εξαγόμενα αυτή την εποχή από το λιμάνι του Κάστρου προϊόντα, εκτός από τα γεωργικά; Θα μας τα πει, όπως τα είδε δυο χρόνια αργότερα, ο γνωστός μας Σουηδός περιηγητής κι ανατολιστής Jacob Bjomstahl: μετάξι (γύρω στις 30.000 με 35.000 οκάδες το χρόνο) για την Ολλανδία, Αγγλία, Γαλλία και το λιμάνι της Βενετίας κι αλλού.
Και μια και ο λόγος για τον Bjomstahl, ας μου επιτραπεί να κάνω εδώ μια παρέκβαση, για να σημειώσω ότι στο Σουηδό αυτόν περιηγητή χρωστάμε έμμεσα και μια… παιδική ζωγραφιά, που παρουσιάζει τη μεσημβρινή πλευρά του Κάστρου του Γόλου. Στην ουσία πρόκειται για ένα σκίτσο που το σχεδίασε ο άρρωστος τότε γιος του καπετάνιου της σουηδικής φρεγάδας «Samuel», που μετέφερε τον Bjomstahl, ο δωδεκάχρονος Lars Petter Morren.
Το σχέδιο αυτό, που είναι μάλιστα έγχρωμο, βρίσκεται σήμερα στη Βασιλική Βιβλιοθήκη της Στοκχόλμης, όπου το φωτογράφισε και το έστειλε πριν από λίγα χρόνια στο Βολιώτη ερευνητή Γιάννη Μουγογιάννη ο σουηδός ελληνιστής Lars Holm, για να φτάσει έτσι έμμεσα και στα δικά μου χέρια. Το ίδιο σχέδιο έχει και τη λεζάντα του, που σε πιστή μετάφραση τα ελληνικά, που έκανε ο Holm, λέει: «Του Βόλου φρούριο στην Ελλάδα. Εις ανάμνηση ενός αρρώστου που δεν έμαθε να ιχνογραφεί, είναι 12 χρονών. Βόλος τη 24 Φεβρουαρίου 1779 Λαρς Πέττερ Μορέεν. Στη σουηδική φρεγάδα Σάμουελ».
Μ’ όλο, ωστόσο, που το σκίτσο αυτό είναι παιδιάστικο, η αποτύπωση σ’ αυτό του κάστρου είναι, θα μπορούσαμε να πούμε, υποδειγματικά λεπτομερειακή, κάτι άλλωστε που προσιδιάζει στην παιδική καλλιτεχνική φύση. Έτσι φαίνεται καθαρά το τείχος της μεσημβρινής πλευράς του Κάστρου με τους προμαχώνες και τις πολεμίστρες του, φαίνεται το ασφυκτικό συνονθύλευμα των σπιτιών μέσα στο Κάστρο – γεγονός που, αν δεν οφείλεται στη φαντασία του μικρού Lars, θα πρέπει να σημαίνει πως το περιτείχισμα ήταν αρκετά χαμηλό - , φαίνεται επίσης δυσανάλογα, είναι αλήθεια, μεγάλος ο μιναρές του Κάστρου, η μικρή ξύλινη σκάλα – αποβάθρα του λιμανιού και πίσω, σαν φόντος, φαντάζει ο άδεντρος και τότε ορεινός όγκος του «Σαρακηνού».
Κοντολογίς, θα έλεγα, πρόκειται για ένα σχέδιο-ντοκουμέντο (αυτός είναι άλλωστε κι ο λόγος που ο Bjomstahl το κράτησε ανάμεσα στα γραφτά του) με όλη την αφέλεια των γραμμών του, σχέδιο που θυμίζει πολύ εκείνο που μας έδωσε ένα, σχεδόν, αιώνα νωρίτερα ο Coronelli. Κι αυτό και μόνο μας υποχρεώνει, θαρρώ, να χρωστάμε πολλά στο μικρούλη Lars Moreen, χάρη στον οποίο κι έχουμε μια από τις ελάχιστες αποτυπώσεις του Κάστρου του Γόλου…

Λιάπης Κώστας, «Το Κάστρο του Βόλου», στο (επιμ.) Ακρίβος Κώστας, Βόλος. Μια πόλη στη Λογοτεχνία, Μεταίχμιο, Αθήνα 2001, σ. 69-73.