Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Ήταν ένα χάνι λιθόκτιστο, πιο παλιό απ' την πόλη του Βόλου. Βρισκόταν έξω από το ήδη γκρεμισμένο φρούριο, στην τοποθεσία με την ονομασία Παλαιά, και εξυπηρετούσε κάποτε τους εμπόρους που έρχονταν για το παζάρι και ήταν υποχρεωμένοι να διανυκτερεύσουν. Στο ισόγειο είχε ένα σταύλο, μια αποθήκη και ένα μαγέρικο και στον όροφο έξι δωμάτια.
Ένας λεβεντόγερος πάνω από εβδομήντα χρονών στεκόταν στην είσοδο. Μόλις είδε τον Άγγελο, γέλασαν ακόμη και τα κατάλευκα τσιγκελωτά μουστάκια του.
«Τι έγινε, Άγγελε; Πώς κι από δω;»
«Καλησπέρα, μπαρμπα-Θύμιο. Έφερα τον κύριο, θέλει δωμάτιο».
Ο γέρος στράφηκε προς το μέρος μου, με κοίταξε από πάνω ως κάτω και, χωρίς να τραβήξει το βλέμμα του, ρώτησε:
«Ήρθε με το καράβι;»
«Ναι, μπαρμπα-Θύμιο», απάντησε ο Άγγελος.
«Για δουλειές; Τι είναι, έμπορος;»
Ενοχλημένος από τον τρόπο του, πήρα το λόγο.
«Έχετε δωμάτιο τελικά;»
«Εξαρτάται», απάντησε ο γέρος. «Μπορεί και να έχουμε, μπορεί και όχι. Ανάλογα ποιος το ζητάει. Λοιπόν;»
Ήθελα να τον βρίσω και να φύγω, αλλά πάλι ένιωθα κουρασμένος και βαριόμουν το ψάξιμο. Αναποφάσιστος, κοίταξα προς τον Άγγελο. Το βλέμμα του έμοιαζε ανέκφραστο. Όμως κάπου στο βάθος σαν να υπήρχε μια υποψία παράκλησης, ένα αίτημα να αποδεχτώ το παιχνίδι και να πάω με τα νερά του γέρου.
«Ήρθα για να δουλέψω σε μια εφημερίδα, στη Θεσσαλία», απάντησα χαμηλόφωνα λες και ντρεπόμουνα.
«Δημοσιογράφος δηλαδή».
Φάνηκε να το σκέφτεται. Ύστερα στράφηκε προς τον Άγγελο, χαμογέλασε και είπε:
«Ας είναι, Άγγελε. Ας είναι - για σένα».
Ανεβήκαμε και μας έδειξε το δωμάτιο. Ήταν ευρύχωρο και πεντακάθαρο.
«Και η τιμή;» ρώτησα.
«Δυο δραχμές. Για τον Άγγελο».
«Σύμφωνοι».
Ο γέρος μάς άφησε κι έφυγε. Ο Άγγελος στεκόταν όλη αυτή την ώρα όρθιος δίπλα στην πόρτα.
«Άγγελε, τι είναι αυτός; Στέκει στα καλά του; Τι διάολο τον νοιάζει ποιος είμαι εγώ και τι κάνω; Δεν θέλει να νοικιάσει το δωμάτιο;»
«Είναι λίγο περίεργος ο μπαρμπα-Θύμιος. Δεν εμπιστεύεται εύκολα τους ξένους γιατί, όπως λέει, έχουν δει πολλά τα μάτια του. Είχε και μια ιστορία… Όμως είναι θαυμάσιος άνθρωπος, με χρυσή καρδιά».
«Ιστορία; Τι ιστορία;»
«Τίποτα… δηλαδή… κάτι παλιά, δικά του… Άμα τον γνωρίσετε καλύτερα, μπορεί να σας τα πει ο ίδιος».
Μασούσε τα λόγια του και φαινόταν σαν να τον στενοχωρούσε υπερβολικά το ότι δεν μπορούσε να ικανοποιήσει την περιέργειά μου.
«Καλά, παιδάκι μου, μια ερώτηση έκανα. Δεν χρειάζεται να μου πεις, τι με νοιάζει εμένα;»
«Με θέλετε τίποτα άλλο; Πρέπει να γυρίσω στο σπίτι, έχω αργήσει».
«Όχι, Άγγελε, μπορείς να φύγεις».
Ξαφνικά είχα τη διάθεση να τον πειράξω.
«Έλα, πάρε κι αυτό για τον κόπο σου».
Έβγαλα και του έδωσα μια πεντάρα. Ο Άγγελος πήρε το νόμισμα και το έβαλε στην τσέπη του χωρίς να το προσέξει.
«Καληνύχτα. Και καλώς ήρθατε στον Βόλο».
Γύρισε να φύγει. Το αστείο μου είχε χαλάσει.
«Έλα δω, πού πας;»
Βρήκα μια δραχμή και του την έδωσα. Την έβαλε κι αυτή στην τσέπη χωρίς να αλλάξει καθόλου ύφος.
«Καληνύχτα», είπε ξανά.
«Καληνύχτα, Άγγελε».

[…]

Η ιστορία του μπαρμπα-Θύμιου
Δούλεψα μηχανικά στην εφημερίδα ως τις εννιά. Συγκέντρωσα τα τηλεγραφήματα, έκοψα, έραψα και παρέδωσα το κομμάτι μου στο Μέρο.
«Μήπως μπορώ να φύγω;» τον ρώτησα. «Δεν αισθάνομαι καλά».
Με κοίταξε με δυσπιστία, αλλά φαίνεται πως η όψη μου τον έπεισε κι ένευσε καταφατικά.
Πήρα τους δρόμους χωρίς να ξέρω κατά πού πηγαίνω. Το μυαλό μου ήταν άδειο και περπατούσα σαν υπνοβάτης χωρίς να δίνω σημασία ούτε σε ανθρώπους ούτε σε άμαξες ή σε ποδήλατα. Κάθε τόσο με έβριζαν, καθώς έπεφτα επάνω σε πεζούς ή βρισκόμουν μπροστά στις ρόδες των τροχοφόρων, αλλά συνέχιζα απτόητος, σαν να μην υπήρχε γύρω μου κανείς, σαν να μην άκουγα τίποτα, ώσπου κάποια στιγμή βρέθηκα, χωρίς να το καταλάβω, έξω απ' το χάνι του μπαρμπα-Θύμιου.
Ο γέρος καθόταν μόνος σε ένα τραπέζι στο βάθος του μαγαζιού. Είχε μπροστά του μία κανάτα κρασί και ένα ποτήρι. Το βλέμμα του ήταν καρφωμένο ίσια μπροστά και, μολονότι πέρασα από την τροχιά του, δεν έδειξε να με πρόσεξε. Ήταν φανερό ότι είχε μάθει τα νέα. Πήρα κι εγώ ένα ποτήρι από τον πάγκο και κάθισα απέναντί του.
Ούτε που γύρισε να με κοιτάξει. Γεμίζαμε τα ποτήρια και πίναμε σιωπηλοί, χαμένοι και οι δύο στις σκέψεις μας. Μόνο όταν στραγγίξαμε την κανάτα, ο γέρος έδειξε να ζωντανεύει κάπως. Σηκώθηκε και με σερνάμενα βήματα πήγε και την ξαναγέμισε. Επέστρεψε και, αφού κάθισε, μίλησε για πρώτη φορά.
«Εσύ φταις. Από τότε που σε γνώρισε, άλλαξε. Δεν ήταν έτσι ο Άγγελος, όχι, δεν ήταν. Τι δουλειά είχε αυτό το παιδί με τους σοσιαλισμούς και τις άλλες αηδίες; Αυτά τον φάγανε, γι' αυτά τον ξεκάνανε…» Τι να του εξηγήσω του μπαρμπα-Θύμιου και μάλιστα τέτοια ώρα; Πως εγώ δεν είχα καμία σχέση; Πως δεν μου καιγόταν καρφί; Πως τα θεωρούσα όλα αυτά ουτοπίες, δονκιχωτισμούς, προσπάθειες καταδικασμένες εκ των προτέρων σε αποτυχία; Πώς να καταλάβει; Πώς να πιστέψει ο μπαρμπα-Θύμιος ότι δεν ήταν παρά μια σύμπτωση, ένα παιχνίδι του χρόνου με το τυχαίο η γνωριμία μου με τον Άγγελο και η ταυτόχρονη ένταξή του στο Εργατικό Κίνημα; Πώς να του το εξηγήσω και με ποια λόγια; Και άλλωστε προς τι; Σε τι θα ωφελούσε;
Μείναμε πάλι σιωπηλοί, κατεβάζοντας το ένα ποτήρι μετά το άλλο. Ώσπου εντελώς ξαφνικά έδωσε μια και πέταξε το δικό του στον απέναντι τοίχο. Ένας λεκές απλώθηκε πάνω στο άσπρο. Οι σταγόνες κυλούσαν αργά προς το δάπεδο, κόκκινες σαν αίμα.
«Τα καθάρματα», φώναξε με οργή και τα μάτια του άστραψαν, βγάλαν φωτιές. «Να μην είμαι πιο νέος… Θα τους έσφαζα κα θα έπινα το αίμα τους. Το χρωστάω… χρωστάω στο μακαρίτη τον Γιωργή. Αλλά τι να κάνω; Βλέπεις; Τα χέρια μου τρέμουν. Περπατάω και ζαλίζομαι, τα πόδια μου δεν με κρατούν, κάθε τόσο στηρίζομαι να μην πέσω. Πάει, τα 'φαγα πια τα ψωμιά μου, αλλιώς…»
Άφησε την ανήμπορη απειλή του μετέωρη και σηκώθηκε να πάρει καινούργιο ποτήρι και να ξαναγεμίσει την κανάτα.
Όταν κάθισε, ήταν πιο ήρεμος, χαμένος ξανά στις σκέψεις του. Ύστερα από δυο-τρία ποτήρια μίλησε πάλι.
«Εσύ όμως; Εσύ τι θα κάνεις; Έτσι θα τ' αφήσεις;»
«Θα τους βρω, μπαρμπα-Θύμιο. Ό,τι και να γίνει, όποιοι κι αν είναι, θα τους βρω. Θα τιμωρηθούν, στο υπόσχομαι.»
Με κοίταξε στα μάτια για πρώτη φορά. Με κοίταξε επίμονα για ώρα πολλή, σαν να 'θελε να διαβάσει βαθιά στο μυαλό μου αν θα έπρεπε να με πιστέψει. Στο τέλος φάνηκε να ησύχασε κάπως. Γέμισε τα ποτήρια μας, έγειρε προς το μέρος μου κι άρχισε να μιλάει χαμηλόφωνα.
«Ήρθα στον Βόλο για πρώτη φορά το σαράντα πέντε, όταν ήμουν οχτώ χρονών. Ποιο Βόλο δηλαδή… Δεν υπήρχε τίποτα - μονάχα το κάστρο, όπου έμεναν οι Τούρκοι, η φρουρά και καμιά δεκαριά οικογένειες και απέξω δυο-τρεις αποθήκες κι αυτό το χάνι.
»Μια φορά τη βδομάδα γινόταν παζάρι. Μαζεύονταν οι αγρότες από τον κάμπο κι από το Πήλιο με τις πραμάτειες τους ─σιτάρια, καπνά, ελιές, ζωντανά─, έρχονταν και οι εμπόροι με εργαλεία, μηχανήματα, υφάσματα κι άλλα χρειαζούμενα και αγοράζαν, πουλούσαν ή ανταλλάζαν τα προϊόντα.
»Ήρθα με τον πατέρα μου. Είχαμε χωράφια με στάρι έξω από τον Αλμυρό, είχαμε και κότες και λίγα γίδια και πρόβατα, τα δίναμε και παίρναμε ελιές και κανένα άλογο ή βόδι για το όργωμα ή εργαλεία, υφάσματα - ό,τι χρειαζόμασταν.
»Τότε είδα τη θάλασσα για πρώτη φορά. Ένιωσα μια ζάλη σαν λιγοθυμιά. Απέμεινα σαλεμένος να κοιτάζω αυτό το ατέλειωτο μπλε χωράφι να κυματίζει όπως τα στάχυα όταν φυσάει αεράκι.
»Ήρθαμε πάλι ύστερα από τρεις-τέσσερις μήνες. Είχε αρχίσει τότε να χτίζεται το πρώτο σπίτι - του Γάτσου, αν έχεις ακούσει. Το απομεσήμερο, όταν είχαμε πια τελειώσει από τις δουλειές, με πήρε ο πατέρας μου απ' το χέρι και με πήγε ως το γιαπί. Στάθηκε μπροστά του και το κοίταζε κάμποση ώρα. Ύστερα έσυρε ένα γύρο το βλέμμα και μου είπε: "Γιε μου, να μου το θυμηθείς, ύστερα από λίγο καιρό, εδώ που στεκόμαστε, θα υπάρχει μια ολόκληρη πόλη".
»Όταν γυρίσαμε στο χωριό, ο πατέρας μου πούλησε ό,τι είχαμε και δεν είχαμε, μάζεψε τα λεφτά και κατάφερε τον προηγούμενο ιδιοκτήτη να του πουλήσει τούτο το χάνι.
»Από τότε μείναμε εδώ. Είδα με τα μάτια μου να χτίζεται όλη η πόλη. Γύρω στο πενήντα γίναν λίγα σπίτια ακόμη και μετά εκκλησίες και εργοστάσια και καφενεία, μέχρι και θέατρο.
»Το πενήντα τέσσερα πέθανε η μάνα μου, το πενήντα οχτώ ο πατέρας, οι αδελφές μου είχαν παντρευτεί νωρίτερα, η μία στον Αλμυρό, η άλλη στο Χαμάκου, κι έτσι το χάνι έμεινε σε μένα.
»Την αγάπησα αυτή τη δουλειά. Δεν ξέρεις τι είναι να γνωρίζεις κάθε μέρα καινούργιους ανθρώπους, τόσο διαφορετικούς και από σένα και μεταξύ τους. Να ακούς διαρκώς ιστορίες και, το πιο σπουδαίο, να λες τις δικές σου. Να λες ό,τι σου κατέβει, αλήθειες ή φαντασίες, και να μην προσέχεις, να μη σε νοιάζει, να μη χρειάζεται να είσαι ευχάριστος, να μη σκέφτεσαι πώς θα σε κρίνουν, αν θα σε πιστέψουν ή όχι, αν θα σε κουτσομπολέψουν, τίποτα απολύτως, γιατί αυτούς που σε ακούν δεν θα τους ξαναδείς, είναι περαστικοί από τη ζωή σου, γνωριμίες της μιας βραδιάς, της μιας οκάς κρασιού, που θα χαθούν με το πρώτο φως της αυγής, μια για πάντα.
»Με κορόιδευε ο Γιωργής, ο παππούς του Άγγελου. Δεν καταλάβαινε. "Δεν βαριέσαι;" μου έλεγε. "Τι κάθεσαι με τις ώρες και τους ακούς; Σου παίρνουνε το κεφάλι, σου φορτώνουν τα βάσανά τους. Τι είσαι συ; Εξομολόγος;"
»Άλλη πάστα ο Γιωργής. Τους φοβότανε τους ανθρώπους. Άντε ένας-δυο φίλοι. Οι άλλοι όλοι ήταν ξένοι, ήταν επικίνδυνοι - εχθροί. Αυτός προτιμούσε τα ζώα, τη γη, τα φυτά. Αυτά εμπιστευόταν. Μ' αυτά έκανε παρέα, σ' αυτά μιλούσε.
»Δίκιο δεν είχε; Αλλά πού μυαλό τότε… Με κορόιδευε εκείνος, τον κορόιδευα κι εγώ.
»Γνωριζόμασταν από παιδιά, μια πόρτα ήταν τα σπίτια μας. Ερχόταν για το παζάρι τέσσερις-πέντε φορές το χρόνο κι έμενε εδώ. Ξημερωνόμασταν. Κατεβάζαμε ένα βαρέλι κρασί και τα λέγαμε.
»Έπαθε ζημιές ο φουκαράς. Ο καθείς και τα βάσανά του -έτσι λέω εγώ. Έχασε τα ζώα από αρρώστια, το χαλάζι του τσάκισε τη σοδειά κι έτσι στις αρχές του εβδομήντα αναγκάστηκε να 'ρθει στον Βόλο και να δουλέψει κοντά δέκα χρόνια.
»Με 'φαγε ο άτιμος. Παντρέψου και παντρέψου. Να κάνεις οικογένεια, να μη μείνεις έτσι, μαγκούφης. Ε, και, πες πες πες, με κατάφερε.
»Πιο πολύ όμως με καταφέραν τα μάτια της. Δυο μαγεμένες θάλασσες, να ταξιδεύεις μέσα, να χάνεσαι. Αυτά τα μάτια τα θέλω δικά μου, είπα με το που τα είδα. Κι έγινε το κακό. Σαράντα χρονών εγώ, είκοσι η Χρυσάνθη. Αλλά ποιος με κρατούσε… Και τον άλλο χρόνο γεννήθηκε το Μαριώ μου. Ένα ξανθό αγγελούδι, μια ζωγραφιά, με τις θάλασσες της Χρυσάνθης στα μάτια.
»Καταραμένη ζωή! Γιατί να θυσιάζονται πάντα οι καλοί, οι αθώοι - κι όλα τα αποβράσματα να αλωνίζουνε ανενόχλητα, να σκοτώνουνε, να βιάζουν, να κλέβουνε ατιμώρητα;
»Μόλις είχε κλείσει τα δεκατρία. Πώς διάολο την κορόιδεψε και την έβαλε στο δωμάτιο; Ή την τράβηξε με το ζόρι; Ποτέ δεν θα μάθω.
»Ακούσαμε το γδούπο, τρέξαμε και τη βρήκαμε κάτω, στο δρόμο, πνιγμένη στο αίμα. Την είχε ξεσκίσει, της είχε διαλύσει τα σωθικά. Δεκατριών χρονών αγγελούδι… Είχε ακόμη την πετσέτα δεμένη στο στόμα της. Βγήκε στο μπαλκόνι και πήδηξε. Γιατί; Τι δεν άντεξε; Την ντροπή της, τον πόνο; Ποτέ δεν θα μάθω. Ώσπου να πεθάνω, θα με βασανίζουν αυτές οι ερωτήσεις. Θα τριγυρνάνε μες στο μυαλό μου όσο είμαι ξύπνιος, ή θα γίνονται όνειρα και θα τυραννάνε τον ύπνο μου. Όπως τόσα χρόνια - μέχρι το τέλος…
»Έτυχε να 'ναι δω κι ο Γιωργής. Μόλις πέρασε κάπως το πρώτο ξάφνιασμα και καταλάβαμε τι είχε γίνει, κοιταχτήκαμε στα μάτια και, χωρίς να πούμε λέξη, καβαλήσαμε δυο άλογα και φύγαμε.
»Τον προλάβαμε έξω απ' τη Λάρισα, πέντε ώρες αργότερα.
»Του άνοιξα το στήθος με το μαχαίρι και του ξερίζωσα την καρδιά με τα ίδια μου τα χέρια. Θάψαμε το κορμί του, για να μην το βρουν, κι αφήσαμε την καρδιά του έξω, να τη φαν τα σκυλιά και τα όρνια.
»Καταραμένη, […] ζωή…
»Δυο χρόνια αργότερα πέθανε κι η Χρυσάνθη μου. Πλάνταξε από το κλάμα, δεν άντεξε.
»Πέθανε κι ο Γιωργής, μου 'μεινε μόνο ο Άγγελος. Τον έβλεπα και τον καμάρωνα, τον αγαπούσα σαν να 'ταν δικό μου παιδί, σαν να 'τανε το Μαριώ μου.
»Και τώρα…
»Δημοσιογράφε, κοίτα να τους βρεις, το καλό που σου θέλω… Αλλιώς θα την πληρώσεις εσύ, σ' τ' ορκίζομαι…»

Παπαδόπουλος Γιάννης, Ελπίδα, Εξάντας, Αθήνα 1999, σ. 30-32, 41-48