Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Σ’ ένα τσιπουράδικο: ο Ριχάρδος και η Μαρή

Κι απόψε με το θαλασσινό αεράκι σε τσιπουράδικο στην Αργοναυτών, αντικριστά στο λιμάνι, το ηλιοκαμένο δέρμα της, το άρωμα των μαλλιών της. Έπειτα από τόσους μήνες. Ο πρώτος ενθουσιασμός είχε εξανεμιστεί. Τι είχε αφήσει πίσω του; Έφταιγε αυτός που δεν την είχε κυνηγήσει; Έφταιγε αυτή που τον κρατούσε σε απόσταση; Πέρσι τον Ιούνιο γνωριστήκαμε; Ιούλιος ήταν, αρχές. Θα μπορούσε να της πει ακριβώς ημέρα και ώρα, ότι στις δέκα του μηνός έχουν επέτειο. Δεν ήθελε όμως να της δώσει την εντύπωση ότι κρατάει λογαριασμό. Πορτοκαλής, χρυσαφένιος ο ουρανός, έφερε αμέσως το βλέμμα του και το κάρφωσε στην άσφαλτο. Ποια δύναμη θα μπορούσε να τον βοηθήσει να απαλλαγεί απ’ την αδράνεια; Έβγαλε και καθάρισε με μια χαρτοπετσέτα τα γυαλιά του. Πόση μυωπία έχεις; Πέντε στο δεξί, εφτά στ’ αριστερό. Γιατί δεν φοράς φακούς επαφής; Δεν το σκέφτηκα ποτέ, δεν έχω πρόβλημα. Σωστά, σου πάνε πολύ τα γυαλιά, δες το ηλιοβασίλεμα, του ’δειξε αμέσως μετά, σαν μαγεμένη. Πώς να το δω με αυτά τα σαπιοκάραβα που μου κόβουν τη θέα, διαμαρτυρήθηκε ο Ριχάρδος, λες και δεν είχε θαυμάσει μόνος του, πριν από λίγο, όλην αυτή την ομορφιά. Δεν έχεις δίκιο, του απάντησε, χωρίς τα σαπιοκάραβα και τα σιδερικά και τους γερανούς, το λιμάνι δεν θα ’ταν λιμάνι και το ηλιοβασίλεμα στο λιμάνι δεν θα ’ταν ηλιοβασίλεμα στο λιμάνι, έχει σημασία να μην απομονώνουμε τη φύση απ’ τα έργα του ανθρώπου, φύση και άνθρωπος μαζί. Ο Ριχάρδος δεν δυσκολεύτηκε να συμφωνήσει, αρκεί να μην παραμορφώνουν τα έργα του ανθρώπου τη φύση. Συμφώνησε και η Μάρη.

Κι έτσι από συμφωνία σε συμφωνία και από κοινοτοπία σε κοινοτοπία προσπαθούσαν να επικοινωνήσουν. Γενικά και αφηρημένα, για τα βιβλία που τυχόν διάβασαν, για την Ευρωπαϊκή Ένωση και για τα προγράμματα, για το αιώνιο πρόβλημα του θεσσαλικού κάμπου. Ότι τα χρόνια που έρχονται θα είναι κρίσιμα. Άρχισε έπειτα να του λέει για ένα σπάνιο βιβλιαράκι που έπεσε στα χέρια της. Οι κολλίγοι της Θεσσαλίας – μελέτη περί μορτής. Μιλούσε μ’ ενθουσιασμό για τον Σοφοκλή Τριανταφυλλίδη, τον συγγραφέα του βιβλίου. Ρώτησε αν τον είχε ακουστά. Ο Ριχάρδος αποκρίθηκε ότι γνωρίζει μόνο τη γραμματική Τριανταφυλλίδη. Ήθελε να τη βολιδοσκοπήσει; Διόλου απίθανο να πρόκειται για την ίδια οικογένεια, ο Σοφοκλής Τριανταφυλλίδης πάντως, εξήγησε η Μάρη, γεννήθηκε στην Τραπεζούντα, ήταν γιος γυμνασιάρχη και φοίτησε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή. Εθελοντής στην επανάσταση του 1878. Απ’ τους πρώτους δικηγόρους στον Βόλο. Το 1910 με το σύνθημα Κάτω τα Τζάκια εκλέχτηκε επικεφαλής σαράντα οχτώ βουλευτών στη Θεσσαλία. Ο Ριχάρδος την άκουγε σχεδόν με δυσφορία. Πληροφορίες, σκέφτηκε, απλή ενημέρωση. Ποιες ήταν οι δικές της απόψεις;. Όσες φορές είχαν συζητήσει, δεν είχε καταλάβει ποια ήταν η γνώμη της ακόμη και για τα πιο απλά θέματα. Καταρτισμένη και αμέτοχη; Θα μπορούσε θαυμάσια να την παρομοιάσει με την κυρία πληροφορική, όσο πιο πολλές πληροφορίες, τόσο λιγότερη σκέψη, αυτό δεν θέλουν; Πρόσεχε τα χείλη της όπως μιλούσε. Με το μουτράκι της η Μάρη θα μπορούσε να σταδιοδρομήσει ως τηλεπαρουσιάστρια. Της χαμογέλασε εντυπωσιασμένος δήθεν, μετανιωμένος που την αντιμετώπιζε με τόση δυσπιστία.

Της μίλησε για τον παππού του αποκαλώντας τον ληξίαρχο. Γεννημένος στο Αϊδίνι, από μικρός στον Αλμυρό κι ύστερα στον Βόλο, έμαθε την τέχνη του τυπογράφου. Πρόκοψε. Έχει σήμερα να λέει και να θυμάται. Και για τον οραματιστή δάσκαλο Μιχόπουλο και για τον γεωπόνο Γρηγοριάδη και για τον φωτισμένο Ηλία Φυτίλη. Όλα τα ζωντανεύει ο γερο-Κωνσταντής, όχι μόνο τα ιστορικά, αλλά και τα ιδιωτικά του καθενός, ποιος παντρεύτηκε ποια, ποιος ατύχησε στον έρωτά του, ποιος αδίκησε, ποιος έκλεψε, αρχίζει απ’ την Τουρκοκρατία και φτάνει ως την μπουρού της υφαντουργίας του Μουρτζούκου, το προπολεμικό ξυπνητήρι της πόλης, κι ως την καπνοβιομηχανία του Ματσάγγου. Χρόνια συνδικαλιστής, τι στο Μέτωπο, τι στο Βουνό, σαν το καράβι που ταξίδεψε, ταξίδεψε, και τώρα έδεσε στο λιμανάκι του φαγωμένο και αναπολεί. Η Μάρη ρώτησε εντυπωσιασμένη πόσο χρονών είναι. Γύρω στα ενενήντα, αλλά θυμάται πολλά και απ’ τις αφηγήσεις των παλαιότερων. Είναι και παραμυθάς, ξέρει πώς να τα δέσει όλα μεταξύ τους. Θα ’θελε πολύ να τον γνωρίσει, ενδιαφέρθηκε η Μάρη. Το πιο απλό, είπε ο Ριχάρδος, η κυρα-Λένη θα σε συμπαθήσει. Πώς το ξέρεις; χαϊδεύτηκε κολακευμένη η Μάρη. Δεν γίνεται, γέλασε ο Ριχάρδος, είσαι ακριβώς του γούστου της, αυτές της αρέσουν, οι γλυκές καστανές. Δηλαδή είμαι γλυκιά καστανή; Σου έχω πει, και την άγγιξε με τις άκρες των δαχτύλων στο μάγουλο, ότι θυμίζεις φαγιούμ; με την ίδια έκφραση, θλίψη και αρχοντιά, και με κάτι το άφθαρτο επάνω σου. Έπειτα άρχισε να της μιλάει για τη μάνα του, ότι δεν έχει άλλο σκοπό στη ζωή της παρά να τον παντρέψει. Να τον δει στεφανωμένο και με ένα-δυο παιδιά, έπειτα θα κλείσει ήσυχη τα μάτια. Κατάλαβες; Κατάλαβε η Μάρη και αναστέναξε. Τα ίδια αντιμετωπίζει και αυτή με τους δικούς της. Φέτος τέλειωσε και θέλουν να την παντρέψουν. Στη Θεσσαλονίκη, κάθε μήνα, της έκανε έφοδο ο πατέρας της. Του ’χε κολλήσει ότι θα μπλέξει με αλητοπαρέες. Κατά τα άλλα, υπέροχοι γονείς. Τους αγαπάει πολύ. Και μη νομίζεις, κάθε άλλο παρά αυταρχικοί, ό,τι θέλω κάνω, δεν μ’ εμποδίζουν, το μόνο που μ’ έχουν από κοντά, να, τώρα, για παράδειγμα, ξέρουν ότι είμαι εδώ, μαζί σου, το μεσημέρι τους τηλεφώνησα και τους έδωσα αναφορά. Μου λέει η μάνα μου: θέλω να ξέρω πού βρίσκεσαι ανά πάσα στιγμή, θέλω να ξέρω ότι είσαι καλά, τίποτ’ άλλο, ποτέ δεν θα σ’ εμποδίσω, ό,τι πεις εσύ, μόνο να ξέρω πού είσαι. Υπερβολικό; φαίνεται έτσι, αλλά κατά βάθος δεν είναι. Δηλαδή πόσες φορές τη μέρα τους τηλεφωνάς; Μεσημέρι και βράδυ, αν δεν τους πάρω, δεν κοιμούνται. Εφόσον δεν σ’ ενοχλεί, δεν σε κουράζει, εντάξει, της είπε. Με κουράζει, πώς δεν με κουράζει, αλλά τι να κάνω; τους έχω αδυναμία. Ο ήλιος είχε κρυφτεί πίσω απ’ τα βουνά. Παράγγειλαν άλλο ένα καραφάκι.

Ήθελε να ανοιχτεί ο Ριχάρδος αλλά δίσταζε. Καλά τ’ αστεία και τα πειράγματα, οι θεωρητικούρες και οι φιλοφρονήσεις. άλλα όμως είναι αυτά που θρέφουν την ψυχή, που δένουν τους ανθρώπους. Και άλλα ήταν αυτά που τον έκαιγαν. Οι δικοί του μονίμως στη μουρμούρα, πότε με την κατάσταση, πότε με αυτόν. Τόσα χρόνια τον σπούδαζαν για να τον βλέπουν τώρα να βολοδέρνει. Κι εν τω μεταξύ ο τάδε και ο δείνα να προκόβουν. Όχι πως έφταιγε, βέβαια, ο Ριχάρδος, δεν του το ’θεταν ανοιχτά, αλλά κάπως έπρεπε να κινηθεί και αυτός, να ψάξει για καμιά δουλειά. Τους ενοχλούσε που ξενυχτούσε στα μπαράκια. Η κυρα-Λένη του ’ριχνε πλάγιες ματιές, τη στενοχωρούσε που είχε αδυνατίσει. Πρόσεχε, παιδί μου, τις συναναστροφές σου, πολλά ακούγονται, τις προάλλες, πάλι μας είχανε τα κανάλια. Τόσα και τόσα καλά γίνονται στην πόλη μας, τίποτα δεν δείχνουνε. Αλλά στο κακό σπεύδουνε. Μόνο το κακό είναι είδηση. Πρόσεχε μην μπλεχτείς. Τι κέφι θα ’χεις για ζωή, όταν ξυπνάς κάθε μέρα το μεσημέρι και μέχρι το απόγευμα έχεις πιει ένα λίτρο καφέ; πες μου. Τι να της πει; Δίκιο είχε. Αλλά και τι να κάνει τα βράδια στο σπίτι; Ως το νυχτερινό δελτίο ο πατέρας του με το τηλεκοντρόλ στο χέρι να αλλάζει κανάλια. Στη διαπασών απ’ το ένα τοκ σόου στο άλλο και απ’ το ένα ριάλιτι σόου στο άλλο. Όσες φορές έμενε τα βράδια μέσα, την άραζε στο δωμάτιό του με τ’ ακουστικά κι άκουγε μουσική. Αλλά δεν είναι και ζωή να κάθεσαι με τ’ ακουστικά ν’ ακούς τ’ αγαπημένα σου τραγούδια και να σκέφτεσαι ότι εσένα η ζωή σου πάει χαράμι.

Ήξερε η Μάρη ότι ουσιαστικά είναι άνεργος, ότι περιμένει τον διορισμό του, αλλά ποτέ δεν τον ρωτούσε τι κάνει και πώς τα βολεύει. Δεν ήθελε ίσως να φανεί αδιάκριτη ή να τον φέρει σε δύσκολη θέση. Του ’δινε όμως και την εντύπωση ότι αδιαφορεί ή ότι είναι απολύτως απορροφημένη με τα δικά της. Ποιες φιλοδοξίες θα μπορούσε να έχει ως νεαρή ασκούμενη δικηγόρος στον Βόλο; Πρωτ’ απ’ όλα, μαζί με τη Φωτεινή, την εξαδέλφη της, την άλλη ανιψιά του γεροντοπαλίκαρου θείου τους, ονειρεύονταν να διαφυλάξουν στο ακέραιο και να επαυξήσουν την καλή φήμη του οικογενειακού δικηγορικού γραφείου. Την ενδιέφερε επίσης η πρωτοβάθμια και η δευτεροβάθμια αυτοδιοίκηση. Θα τη μάθουν κάποτε στην Αθήνα, επειδή θα ’χει καταξιωθεί στον τόπο της. Έτσι αντιλαμβανόταν αυτή τη συμμετοχή της στα κοινά. Κι έτσι θα περνούσε κάποτε και στην πολιτική! Είχε επαφές με τον δήμαρχο και με τον νομάρχη, γνώριζε υψηλά ιστάμενους στα τσιμέντα Ηρακλής, κάτι πανεπιστημιακούς, κάτι φιλολόγους, κάτι μεγαλογιατρούς. Έβγαινε όμως και μαζί του. Από τότε που εγκαταστάθηκε οριστικά στην πόλη, εδώ κι ένα μήνα του τηλεφωνούσε σχεδόν μέρα παρά μέρα, είχαν συναντηθεί και πέντε φορές. Πότε του φαινόταν διαθέσιμη για δεσμό, πότε ότι τον είχε για να διανθίζει απλώς την καθημερινότητά της. Μόλις χθες, προφασιζόμενη κούραση και κακοκεφιά, είχε αναβάλει πάλι το ραντεβού τους.

[…]

Άδειασε το ποτηράκι του κι άρχισε να της λέει για την Κασσαβέτεια που ήταν παλιά γεωργικό σχολείο, σαν Κ.Α.Τ.Ε.Ε. δηλαδή. Τώρα όμως είναι φυλακές ανηλίκων, δεν είναι; τον διέκοψε η Μάρη. Μέσα στα σχέδιά της ήταν να γνωρίσει τον διευθυντή, πολύ το κάνει κέφι, την ενδιαφέρει το σωφρονιστικό μας σύστημα. Ο Ριχάρδος την κοίταξε ενοχλημένος. Σοβαρά; σ’ ενδιαφέρει ακόμη κι αφού; τελικά όλα σ’ ενδιαφέρουν! Πώς μιλάς έτσι; Α, ρε Μάρη, τι πώς μιλάω; σου είπα ότι βρήκα δουλειά και δεν με ρωτάς, τι δουλειά; Εγώ δεν σε ρώτησα, εντάξει, εσύ για τι δεν μου λες; Βρες το. Δεν έχω μαντικές ικανότητες, δεν σε ρώτησα, διότι δεν μου αρέσει να ρωτάω, ξέρω ότι έχεις πρόβλημα μ’ αυτόν τον διορισμό που περιμένεις, δεν θέλω να επιδεινώνω την κατάσταση. Μόνο και μόνο επειδή ήταν αποφασισμένος να εισπνεύσει χαλαρωμένος το θαλασσινό αεράκι, της χαμογέλασε και τη χάιδεψε πάλι στα μαλλιά. Το ’χω εκτιμήσει, της είπε, αλλά να ξέρεις, η διακριτικότητα θα μπορούσε να εκληφθεί και ως αδιαφορία. Δεν περίμενε να του πει κάτι, να δικαιολογηθεί ή να τον αντικρούσει. Εδώ και τρεις μήνες, συνέχισε, δουλεύει στην Κασσαβέτεια, στο λογιστήριο, τον φαντάζεται; Όχι, είπε αυθόρμητα η Μάρη, δεν μπορούσε να τον φανταστεί. Από δάσκαλος λογιστής; σαν να του ’λεγε το βλέμμα της. Κατ’ αρχάς, πώς; Τι πώς; έχει ο πατέρας μου γνωστό έναν γραμματέα στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, είναι και ο διευθυντής του Σωφρονιστικού Καταστήματος παλιός μαθητής του, πήγα εκεί με την προοπτική να λειτουργήσω και το σχολείο.

Άρχισε απρόσμενα η Μάρη να υπολογίζει τα δεκάδες ενδιαφέροντα πράγματα που θα μπορούσε να ανακαλύψει ο Ριχάρδος σ’ αυτήν τη δουλειά. Τον παρότρυνε τρυφερά και με μια δόση διδαχής στον τόνο της φωνής να βλέπει τα πάντα απ’ τη θετική τους πλευρά, του ανέφερε μάλιστα και την κοινοτοπία με το μισογεμάτο-μισοάδειο ποτήρι, ίσως αυτό να είναι το ελάττωμά του, δεν αντιδρά, δεν διεκδικεί, η ζωή όμως είναι μάχη, αγώνας, όχι μόνο σήμερα, σε όλες τις εποχές ίσχυε και θα ισχύει το carpe diem. Έμεινε για λίγο σκεφτική, σφίγγοντάς του το χέρι. Δες το και σαν εμπειρία, συνέχισε, δεν πήγες εκεί για να μείνεις παντοτινός, δες το και σαν κοινωνική προσφορά, ποιος άλλος δάσκαλος θα δεχόταν να ανοίξει το σχολείο; Τον κάκιζε χαϊδευτικά, που δεν της το ’χε πει τόσες μέρες. Ξαφνικά φύσηξε αεράκι. Ο Ριχάρδος, υπερβαίνοντας τον εαυτό του, της αποκάλυψε ότι ντρεπόταν, ούτε καν στους φίλους του δεν το είπε ακόμη. Τον εντυπωσίασε με την κατανόησή της. Υπάρχει, δυστυχώς, προκατάληψη σ’ αυτό το θέμα, όλοι κόπτονται, αλλά κανείς δεν ενδιαφέρεται ουσιαστικά. Προς στιγμήν του φάνηκε πως άκουγε τη μάνα του. Δεν ήθελε όμως να αφεθεί σε παρόμοιους συσχετισμούς. Είχε αρχίσει κιόλας να ζαλίζεται, αν και δεν έκανε ιδιαίτερη ζέστη, ένιωθε τον ιδρώτα να κυλάει στη ραχοκοκαλιά του.

[…] Η Μάρη τον έπιασε απ’ το χέρι, πόσο αγαπάει τον Βόλο! ας μεγάλωσε στη Λάρισα, πιο πολύ νιώθει Βολιώτισσα. Η προγιαγιά απ’ τη μεριά της μάνας της είχε φοιτήσει για δυο χρόνια στο Ανώτερο Παρθεναγωγείο. Καμάρωνε ως τα βαθιά της γεράματα που είχε δάσκαλο τον Αλέξανδρο Δελμούζο. Ε, καλά τώρα, της είπε ο Ριχάρδος, ποιος το αμφισβητεί, ο Βόλος έχει παράδοση στον πολιτισμό. Ενώ η Λάρισα! αυτό θέλεις να πεις; η Λάρισα των νεόπλουτων με τα σκυλάδικα! Ψέματα είναι; γέλασε ο Ριχάρδος. Δεν μπορώ να το καταλάβω αυτό το μίσος. Ποιο μίσος; ρώτησε ο Ριχάρδος παραξενεμένος, θύμωσες; Σου είπα ότι λατρεύω το Βόλο και μου απαντάς ότι η Λάρισα έχει μόνο νεόπλουτους και σκυλάδικα! Με συγχωρείς, εγώ δεν είπα τίποτα, εσύ το ’πες. Δεν το ’πες, αλλά αυτό εννοούσες. Δεν το εννοούσα, είπα μόνο ότι ο Βόλος έχει παράδοση στον πολιτισμό, γιατί θίχτηκες; Ποιος σου είπε ότι θίχτηκα; Την κολοκυθιά θα παίξουμε;

Μάρω Δούκα, Ουράνια Μηχανική, Κέδρος, Αθήνα 1999, σ. 56-66.