Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Η μάνα μας πέθανε όταν ήμουνα δεκαπέντε χρονών. Τελείωσα το δημοτικό, είπανε να με στείλουν και στο γυμνάσιο, στο Βόλο. Είχαμε κει μια θειά του πατέρα μας, θρήσκα και πλούσια, πλούσια και θρήσκα – αυτή μ’ είχε πάρει. Ήθελε, έλεγε, να με κάνει διάκο – για να ξεπληρωθούν αμαρτίες – εγώ δεν είχα κάνει καμία – δεν ήξερα γιατί το ’λεγε. Με το θάνατο της μάνας, τέλος και το γυμνάσια και τέλος τα παπαδίστικα τα δικά της. Γύρισα και ’γω, να δούμε τι θ’ απογίνουμε. Το ραφτάδικο δεν έκανε τίποτα, χτήματα δεν είχαμε, έπρεπε πια βοηθήσω και ’γω για να ζήσουμε.

Στο σπίτι που γύρισα, τότε φάνηκε τι φτώχεια μας έδερνε. Η μάνα μας τα κατάφερνε και τη σκέπαζε. Είναι μια τέχνη κι αυτό, παλιά, και την ξέραν οι γυναίκες στην Ελλάδα, κάτι σαν ελευσίνια μυστήρια δικά τους, την μαθαίναν η μία στην άλλη, η μία από την άλλη. Στα δεκατρία της χρόνια η Αναστασία μας δε μπορούσε να την ξέρει ακόμα. Ερχόντανε βράδια και δεν είχε τίποτα να μας δώσει – κρυβόταν στ’ άλλο δωμάτιο κ’ έκλαιγε. Ο πατέρας μας πρέπει να ντρεπότανε πάρα πολύ – γι’ αυτό δεν ξέρω να βρέθηκε καμιά τέχνη ως τα τώρα – θέλω να πω για τους πατεράδες.

Σηκώθηκα τότε και πήγα πάλι στο Βόλο. Τη μέρα βολόδερνα, το βράδυ πήγαινα και κοιμόμουνα σε κείνη τη θειά μου. Έκανα κάθε λογής μικροπράματα που μου τύχαιναν, το περισσότερο χαμαλίκια, θελήματα, φορτώματα, ξεφορτώματα, δούλευα και σε γιαπιά, χωρίς πουθενά να βρω μια δουλειά να ριζώσω.

Άμα μάζευα καμιά δεκάρα, σηκωνόμουν και τους την πήγαινα στο χωριό. Φοβόμουνα πως πεινούσαν. Ο πατέρας τότε τ’ άρχισε κάθε φορά που μ’ έβλεπε σπίτι:

─ Λίγο ακόμα να μεγαλώσεις και φύγε. Να σωθείς εσύ. Θέλεις μας βοηθάς και μας, θέλεις μας αφήνεις – να φύγεις. Δεν είναι τόπος αυτός… Το ’λεγε και ξανάπεφτε σε κείνη τη σιωπή του, αδιάφορος για καθετί που γινότανε γύρω του. Ακόμα και για τη φτώχεια μας.

Η Αναστασία μεγάλωνε κ’ είχε απομείνει με τις δυο σφιχτοδεμένες της κοτσιδούλες μπροστά – δεν τις έκοβε. Μικρή, λιγνή, πολύ λιγνή – σαν να μην έπιανε κανέναν τόπο. Δεν παραπονιότανε ποτέ, δεν έκλαιγε πια – εγώ σκεφτόμουν, να την αυτή που την παραδέχτηκε φρόνιμα-φρόνιμα τη μοίρα της φτώχειας. Και σκεφτόμουν ακόμα πως είχε αρχίσει να τη μαθαίνει την τέχνη της μάνας της, ταχτική, σωστή σ’ όλα τα μικρά, τα πραχτικά, να τα συμμαζεύει, να τα βολεύει. Μόνο σαν άνοιγε εκείνα τα μάτια της – μεγαλύτερα μάτια δεν ξέρω να ’ναι στον κόσμο – φοβόμουνα λίγο – μου φαινόταν σαν αλλοπαρμένη.

Ύστερα, κάποτε, της τύχης ολότελα, βρήκα δουλειά στο ξυλάδικο. Πρέπει να σου πω γι’ αυτό να τα ξέρεις από την αρχή για το κεφάλαιο που θα γράψεις. Πάρ’ τα σαν εισαγωγή, να πούμε.

Το ξυλάδικο. Ήτανε μια μάντρα μεγάλη, γύρω-γύρω κλεισμένη με τοίχο. Στην άκρη της πόλης, πάνω στο δρόμο που περνούσε πρώτα το τρενάκι. Απ’ έξω, πάνω απ’ την πόρτα, είχε μια μεγάλη τσίγκινη ταμπέλα, με τα γράμματα ξεφτισμένα, Ξυλουργικόν εργοστάσιον. Καφάσια φκιάχναμε σ’ αυτό το Ξυλουργικόν εργοστάσιον, τα μικρά κασόνια για τις ντομάτες, τα σταφύλια, τα μήλα. Τέσσερις ήμασταν. Ο μάστορας, που τον λέγαμε Μάστορα, δυο μαραγκοί, τέταρτος εγώ. Εγώ δούλευα μια παλιά πριονοκορδέλα που βρισκόταν εκεί, την είχαν αφήσει και σκούριαζε – παλιά μα καλή, εγώ την έκανα μια χαρά. Κι έμαθα γρήγορα και την τέχνη. Αυτός ο Μάστορας ήταν που με λυπήθηκε και με περιμάζεψε, αυτός μου την έμαθε και την τέχνη.

Μαζί μ’ αυτά τα καφάσια, κάπου-κάπου κάναμε και τίποτ’ άλλες δουλειές της ξυλουργικής – μεγαλύτερα κασόνια, κιβώτια, τίποτε τάβλες, πατάρια, ό,τι μας τύχαινε. Μέχρι και κιβούρια φκιάξαμε μια φορά. Ένα Γραφείον κηδειών δεν πρόφταινε να τα ’χει στην ώρα τους από τον ταχτικό του το μαραγκό, παρακάλεσε τ’ αφεντικό το δικό μας να τους τα φκιάξουμε εμείς μάνι-μάνι, να θάψουν τον κόσμο, πέντε κιβούρια που χρειαζόντανε μονοκοπανιάς. Ο Μάστοράς μας ήξερε απ’ όλα, ήταν μεγάλος τεχνίτης.

─Να τα κάμομεν, του λέει τ’ αφεντικού, να μην μείνουν άθαπτοι οι καημένοι όπως ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος.

Τα κάναμε, λοιπόν, τα κιβούρια τους κι ήταν κι ωραία. Ήρθε ο πεθαμενατζής, δεν το πολυπίστευε πως θα τα ’βρισκε έτοιμα, τα είδε, τα καταχάρηκε.

─ Όταν αποθάνετε, να μας προτιμήσετε, του λέει κι ο Μάστορας και γελάσαμε.

Γελούσαμε από καμιά φορά με τίποτα τέτοια. Και παραπέρα από μας, έξω απ’ τη μάντρα, τι γινόταν δεν ήξερα, δεν έβλεπα πέρα απ’ τη μάντρα.

Πάμε παρακάτω ωστόσο, να τελειώνουμε μ’ αυτά. Τότε με πήρανε στρατιώτη. Εμείς, με το Σταύρο μαζί, τη βγάλαμε καθαρή – στη Λάρισα μας είχαν, εκεί γίναμε και τόσο φίλοι που γίναμε. Στο σπίτι πεινούσανε βέβαια – μήτε ξέρω πώς ζούσαν αυτόν τον καιρό. Απολυθήκαμε κάποτε – τέλος και μ’ αυτό. Ο Σταύρος, όπως τα κανόνιζε όλα σωστά, τα ’χε κιόλας τα χαρτιά του, ήρθε εδώ. Εμένα, πρώτος μου δρόμος για το ξυλάδικο – με τα φανταρίστικα ακόμα. Για κείνο το μεροκάματο. Και που δεν το περίμενα, με ξαναπήρανε στην παλιά τη δουλειά μου. Μεγάλο πράμα να το ’χω πάλι το μεροκάματο. Ανάσανα, ξεθάρρεψα – πήγα πια και στο σπίτι, τους τα ’πα να γλυκαθούνε λίγο και κείνοι – και δρόμο πίσω για το ξυλάδικο. Με τα φανταρίστικα πάντα – δεν είχα ν’ αλλάξω.

Ξαναγύρισα, λοιπόν, στο ξυλάδικο. Κοιτάζω, τώρα το βλέπω, αλλαγές μεγάλες είχανε γίνει τον καιρό που βρισκόμουνα εγώ στο στρατό. Βρίσκω μια καινούργια ταμπέλα – Ξυλεία Σουηδίας. Τ’ αφεντικό μας δεν είχε ιδέα από ξύλα, από τίποτα δεν είχε ιδέα αυτό το γομάρι – κληρονομιά την πήρε την μάντρα. Μου φάνηκε παράξενο να το ’χει γυρίσει τώρα στα εμπόρια. Άνοιξαν μια δεύτερη πόρτα στον πίσω τον τοίχο, εκεί τη βάλανε την ταμπέλα με το Ξυλουργικόν εργοστάσιον. Ξεχώρισαν αυτό το πίσω μέρος της μάντρας, πήγαν οι δυο μαραγκοί, πήρανε τα σύνεργά τους και παιδευόντανε πάντα με τα καφάσια τους. Στο μπροστινό της το μέρος, είχαν αγοράσει καινούργια ξυλεία, κάπου δέκα κυβικά, μαδέρια, δοκάρια, σανίδια διάφορα και την είχαν ακουμπισμένη στον τοίχο από δω κι από κει καθώς έμπαινες. Είχαν κι άλλη πιο πίσω στο υπόστεγο. Τ’ αφεντικό μας έφερε δυο δικούς του – ο ένας, είπαν, ήταν παιδί της αδερφής του, Θανάση τον έλεγαν, ένας κιτρινιάρης και τα μάτια του ήταν άσπρα, δεν ήξερες πού κοιτούνε, αν κοιτούνε. Τον παρομοιάζω λίγο μ’ αυτόν τον μαντράχαλο εδώ στο ΑΟΥΤΕΛ – τέτοιος Χάρος ήταν κι αυτός. Συγγενής τους ήταν κι ο άλλος, ανιψιός τους, δεν ξέρω τι διάβολος. Τους βρήκα εκεί και μεγάλες κουβέντες δεν είχαμε.

─ Και λοιπόν, μου λέει ο Μάστορας, ξαναπηαίνεις και συ, γιαβρούμ, στην κορδέλαν σου.

─ Και βέβαια, του λέω και παραλίγο να του πάρω το χέρι να το φιλήσω. Ήξερα πως σ’ αυτόν το χρωστούσα που με ξανάπαιρναν. Να τη σηκώσουμε την κορδέλα, να τη στήσουμε πίσω στο μαραγκούδικο, του λέω.

─ Όχι, λέει, δεν έχεις εσύ δουλείαν με το μαραγκούδικον. Εδώ θα μείνεις με μένα.

─ Όπως θέλεις, λέω.

─ Όχι, λέει πάλι, πρέπει να το θέλεις και συ.

─ Θέλω, του λέω κι ας μην ήξερα τι μου λέει – το μεροκάματο να μη χάσω.

Έτσι ξανάρχισα τη δουλειά μου. Σ’ αυτά τα χρόνια που πέρασαν, τα πράματα αρχίσανε, λέει, και κάπως στρώνανε στην Ελλάδα – ξεφύτρωσε κόσμος που πιάστηκε από λεφτά. Στα χωριά ξαναφκιάχναν τα χαλασμένα, γκρεμισμένα σπίτια, μέσα το Βόλο γκρεμίζανε τα παλιά και χτίζαν καινούρια. Τ’ αφεντικό μας άρχισε τότε κι αγόραζε τη μεταχειρισμένη ξυλεία, τα υλικά από τα σπίτια που γκρέμιζαν. Νοίκιασε κάπου ένα γιαπί, τα πετούσε μέσα, έβαλε και κάτι γύφτους και τα πουλούσαν – κεραμίδια, κουφώματα, τούβλα, πλακάκια, σιδερικά. Την ξυλεία την κουβαλούσαν εδώ – γέμισε ο τόπος σωρούς ίσαμε πάνω, δοκάρια, μαδέρια από στέγες, κάθε λογής μεταχειρισμένη ξυλεία. Τα δυο τ’ ανίψια του αφεντικού, την παίρναν, ξεχωρίζανε κάπως τα ξύλα, τα πλέναν από σοβάδες κι ασβέστες, τους βγάζανε τα καρφιά, πριονίζανε τις χαλασμένες άκρες, τα σουλουπώνανε λίγο. Η δουλειά τους αυτουνών ήταν αυτή.

Ερχόταν τότες ο Μάστορας. Τα κοιτούσε, όπως τα ’χανε στοιβαγμένα, ξεχώριζε τα γερότερα, τα καλύτερα, και τα σημάδευε πάνω με το πλακέ το μολύβι του, πού να κοπούν, να πριονιστούν. Αυτός ο άνθρωπος δεν ήξερε μόνο τη μαραγκούδικη τέχνη, ήξερε το ξύλο, όπως δεν πιστεύω να γεννήθηκε άνθρωπος να το ξέρει. Το κοίταζε και το μισοκοιμισμένο του μάτι ζωντάνευε, το πασπάτευε, το ’ξυνε με το νύχι, το μύριζε, κοίταζε τα νερά του πώς πάνε, μετρούσε τους ρόζους – κανένα ξύλο δεν είχε μυστικά γι’ αυτόν. Αυτός τη σοφίστηκε τη δουλειά και για να βάλουν μπροστά με περιμέναν και μένα. Επειδής ήμουνα τόσο φτωχός – ίσον έμπιστος.

Τα ξύλα που ξεχώριζαν, σημαδεμένα απ’ το Μάστορα, μου τα περνούσαν εμένα. Πατάω το κουμπί, βάζω μπροστά την κορδέλα μου. Νιώθω πάνω μου το μάτι του Μάστορα προσεχτικό – είναι για τα ξύλα. Κι είναι και ζεστό – το νιώθω για μένα. Κάποτε με δασκαλεύει, μου δείχνει τους ρόζους, τα νερά πώς πάνε.

─ Πάρε το απ’ την άλλη. Έτσι γιαβρούμ… Καλός είσαι συ.

Πριονισμένα στην κορδέλα μου, τα παλιά ξύλα βγαίναν καινούρια. Από μεγάλα δοκάρια, τραβέρσες, ντουγραμάδες των οχτώ, που τα ’λεγε ο Μάστορας, φκιάχναμε χοντρά σανίδια, κόβαμε τα σανίδια φτενότερα, τ’ ακόμα φτενότερα τα πριονίζαμε για πήχες και για αρμοκάλυπτρα – τσατμάδες τώρα δεν γίνονται πια, φκιάχναμε ωστόσο πηχάκια. Τα ρέστα τα παίρναν οι μαραγκοί για καφάσια. Μέχρι και κοντραπλακέδες ακόμα πριονίσαμε κομμάτια μικρότερα. Και ξύλα για παρκέτο που μας τύχανε μερικές φορές – κι αυτά τα βολέψαμε. Καθώς βγαίναν από την κορδέλα μου, παίρναμε ύστερα τα καλύτερα και τ’ ανακατεύαμε με την καινούργια ξυλεία να πουληθούν κι αυτά για καινούρια – όποιον πάρει ο Χάρος. Τ’ άλλα, που φώναζαν από μακριά πως δεν είναι καινούργια, τα στήναμε όρθια δίπλα στην καινούργια ξυλεία.

Κανένας εργολάβος της προκοπής δεν μπορούσε βέβαια να γελαστεί μ’ αυτήν την καινούργια ξυλεία – ούτε μάστορας. Τ’ αφεντικό μας γυρνούσε όλη μέρα στα περίχωρα και μέσα στο Βόλο, τους έβρισκε, κεράσματα, τραπεζώματα – τα κάναν πλακάκια, να την πασάρουν όπου μπορούσαν – τα μισά καινούργια, τα μισά παλιά – και μοιραζόνταν το κέρδος. Πιάστηκε από λεφτά, όπως φάνηκε αργότερα. Του ’παμε να μας πάρει ένα τόρνο – γέλασε:

─ Βρε Μιχάλη μου, του λέει του Μάστορα, εργοστασιάρχη θέλεις να με κάνεις εμένα; Δε μου πάει, μωρέ παιδί μου – κοίταξέ με λίγο.

Γι’ άλλο σκοπό τα μάζευε αυτός τα κλεψιμαίικα τα λεφτά του. Είχε αρχίσει κι αγόραζε χέρσους τόπους, κάτω από τη Ζαγορά, ανάμεσα σε Χορευτό και Πουρί, να τα πουλήσει για οικόπεδα αργότερα – να την αρπάξεις δηλαδή την καλή – μία κι έξω, μωρέ Μιχάλη, τι τόρνους και φτωχοπράματα μου λες εμένα. Ιδέαν δεν έχεις από ρωμαίικο. Να τα κατάφερνε μια φορά και θα μας έπαιρνε, λέει, και μας, έτσι όπως ήμασταν – όλοι τίμια πράματα.

Δεν είχαμε ωστόσο κανένα παράπονο. Ένα πεντακοσιάρικο έπαιρνε ο Μάστορας, διακόσια τη μέρα μου δίναν και μένα. Με τ’ ανίψια δεν ξέρω πώς τα κανόνιζαν.

Διακόσια τη μέρα… Το ’ξερα βέβαια πως μέσα σ’ αυτά δεν ήταν μονάχα ο κόπος μου πληρωμένος, ήταν αγορασμένη κι η σιωπή μου. Δεν ήμασταν πια το φτωχό μαραγκούδικο με τα καφάσια και κάποτε τα κιβούρια μας – μια μικρή συμμορία κανονικοί λωποδύτες είχαμε γίνει. Ντρεπόμουνα καμιά φορά που σκεφτόμουν – έτσι την άρχισα εγώ τη ζωή μου, έτσι την πήγαινα. Ποια ζωή μου; - ξανασκεφτόμουν ύστερα. Εκείνα τα διακόσια τη μέρα ήταν εμένα η ζωή μου. Κι ήταν και των άλλων των δυο στο χωριό. Όπως και να το πεις, βολικά μας έρχεται κάποτε να τους έχουμε: Δικαιολογία ή πρόφαση.

Για να κάνω οικονομία, κοιμόμουν στο ξυλάδικο. Έφκιασα μόνος μου, ο Μάστορας με βοήθησε, ένα κάτι σαν πάτερο, κάτω απ’ το υπόστεγο. Έβαλα κει το κρεβάτι, το στρώμα μου, ένα πράμα σαν τραπέζι που στήσαμε. Τ’ αφεντικό καταχάρηκε που θα κοιμόμουνα μέσα – μην τυχόν και τον κλέψουν – τα πολύτιμα ξύλα του. Ύστερα κρεμάσαμε απ’ το ταβάνι, πάνω απ’ το στρώμα μου, ένα γλόμπο ηλεκτρικό κι είχα και το διακόπτη δίπλα μου. Είχα δηλαδή το κονάκι μου. Έφυγα από τη θειά μου. Από τη γυναίκα αυτή κακό δεν είδα ποτέ – και τη μισούσα πάντα, με κείνο το τυφλό κι ανειρήνευτο μίσος των παιδιών – δεν καταλάβαινα τότε γιατί – τώρα μου φαίνεται πως το ξέρω.

Κι ήταν ο κι ο Μάστορας.

Το μεσημέρι δεν πήγαινα σε μαγέρικο. Τη Δευτέρα το φαΐ της Αναστασίας, τις άλλες μέρες αγόραζα τίποτα και το ’τρωγα εκεί στην κορδέλα μου. Το βράδυ που σκολνούσαμε πηγαίναμε μαζί με το Μάστορα – εγώ κι αυτός σ’ ένα μαγέρικο στα ψαράδικα. Αυτός είχε οικογένεια μέσα στο Βόλο, γυναίκα, μια κόρη, δυο γιους – το βράδυ το ’θελε στο μαγέρικο. Τον ξέραν όλοι –Καλησπέρα Μάστορα – μα στο τραπέζι του δεν ήθελε άλλον, μονάχα εμένα. Εγώ έτρωγα ένα πιάτο φαΐ με πολύ ψωμί. Αυτός ήθελε και τέσσερα πιάτα και πέντε – πήγαινε στην κουζίνα, τα κανόνιζε με το μάγειρα – και λίγο από τούτο και λίγο από κείνο, γιόμιζε το τραπέζι. Καλοκαθότανε στην καρέκλα του, ξεκουμπωνόταν, άρχιζε το φαγοπότι του. Χωρίς βιασύνη, να τη χαίρεται κάθε μπουκιά, κάθε γουλιά, χωρίς λαιμαργία, με το τέμπο μιας μικρής τελετής, χωρίς πολλές κουβέντες ακόμα. Εγώ δεν έπινα – και δεν ήθελα και δε μ’ άφηνε κι αυτός. Από το φαΐ του, μου ’λεγε να τσιμπήσω λίγο – δεν ήθελα. Στην αρχή με βίαζε, είδε που κατέβασα τα μούτρα, το κατάλαβε πώς έτσι πρέπει να γίνεται, για να ’μαστε κι οι δυο καλά – κι ήμασταν πολύ καλά.

Ήταν ένας άνθρωπος μεγάλος, πολύς στο κορμί, με βαριά κοιλιά σα δεσπότης μπροστά και φαλακρό, ολότελα γυμνό το κεφάλι του, το ξύριζε κιόλας. Σα να τον έβγαλαν ολοσούμπιτον από τα παραμύθια της Χαλιμάς – τέτοιος ήταν, σαν τα τζίνια.

Όταν έτρωγε κάμποσο, άρχιζε πια να μιλάει. Κάθε του λόγο τον έκλεινε με μια μικρήν ιστορία, πότε την έλεγε για δική του, πότε την ήξερε απ’ το φιλόσοφο το Συντίπα, τους εφτά βεζίρηδες, το Σεβάχ το θαλασσινό, τους μεγάλους εμίρηδες – τους έμαθα όλους κ’ εγώ και τους ξέρω.

Ήταν πρόσφυγας Μικρασιάτης – όχι απ’ τους παλιούς, από τους καινούργιους της Κωνσταντινούπολης – χρόνια πολλά μαραγκός εκεί φημισμένος, μέχρι και τα σεράγια. Κι ήταν άγιος. Άγιος άνθρωπος ήταν αυτός. Τον κοιτούσα και δε μπορούσα τότε να καταλάβω πως έγινε και ξέπεσε αυτός σ’ αυτό το ξυλάδικο να φκιάχνει καφάσια – πώς γίνεται και τη σοφίστηκε αυτός τέτοια δουλειά να ληστεύουμε τον κόσμο με την ξυλεία. Και σκεφτόμουν, άρχισα από τότε και το σκεφτόμουνα, γι’ αυτή τη δύναμη που τώρα την ξέρω – πως τον δουλεύει τον άνθρωπο, τον τρώει στο τέλος. Είχε προσπαθήσει, λέει, κατεβαίνοντας στην Ελλάδα, με κάτι λεφτά που ’χε φέρει, να το στήσει ένα δικό του ξυλάδικο, μαραγκούδικο. Τον κλέψανε, τον γελάσαν, θύμωσε, πικράθηκε, τα παράτησε όλα.

─ Στο ρωμαίικο δεν γίνεται τίποτα. Να κλέψουν μόνον. Και να κλέψομεν όμως και εμείς.

Σταματούσε μια στιγμή, έγερνε το κεφάλι του στο πλάι και με κοιτούσε.

─ Αχ, γιαβρούμ, έλεγε, βάι-βάι εμένα… Έινες και συ πακαπόντης. Εγώ σ’ εποίκα. Το ’χω βάρος στην ψυχή μου… Να φύεις από τούτον τον τόπον…

Όταν το ’λεγε κι αυτό, ήταν ώρα να φύγουμε. Εγώ πλήρωνα το φαγάκι μου, αυτός τα ’γραφε στο λογαριασμό του και τα πλήρωνε κάθε Σάββατο. Όλα τ’ άλλα λεφτά του τα ’δινε στο σπίτι – δεν κάπνιζε, το μεσημέρι δεν έτρωγε, δεν χρειαζόντανε τίποτα – μονάχα αυτή τη βραδινή του αρχοντιά στο μαγέρικο.

Στεκόμουνα λίγο και τον κοιτούσα, καθώς έπαιρνε τον κατήφορο χωρίς να τρικλίζει, σαν ένα βαρέλι που το κυλούνε. Το Σάββατο που πήγαινα εγώ στο χωριό, καθότανε σπίτι και κείνος. Την Κυριακή το πρωί, καθαρός-καθαρός και ξεμέθυστος σηκωνότανε και πήγαινε πάντα στην Πορταριά.

—Είναι ένας παπάς από τους παλαιικούς εκεί, ξέρει τα βυζαντινά, πηγαίνω και ψάλλομεν. Όντεν αποθάνει κι αυτός, δεν θα πάω άλλο. Θα μεθάω και την Κυριακή.

Η δουλειά στο ξυλάδικο ήταν η τέλεια αταξία. Δεν είχε ώρες κανονικές να δουλέψουμε, να ξέρεις τι έχεις να κάνεις, υπερωρίες, παύση το μεσημέρι, συνδικάτο, κρατήσεις – τίποτα απ’ αυτά. Καθώς ερχόνταν τα φορτηγά και φέρνανε την ξυλεία, τα δυο τ’ ανιψίδια – αυτά μπορούσανε να κάνουνε τη δουλειά τους. Εγώ δε μπορούσα να κάνω τίποτα, έπρεπε να περιμένω το Μάστορα. Ερχότανε κάποτε το πρωί, τα χαράματα, ερχότανε κάποτε και στις δέκα, κάποτε αργότερα ακόμα, το μεσημέρι. Και γινόταν κάποτε και τ’ αφεντικό μας έφτανε λαχανιασμένο τ’ απόγεμα, να μας πει πως ένας εργολάβος δικός του, έτσι κι έτσι τα κανονίσανε και θα ’ρχότανε το πρωί και του χρειαζόταν τούτο και κείνο και τόσο να ’ναι καινούργια ξυλεία και τόσο παλιά. Και τότες έπρεπε να δουλέψουμε μαζί με το Μάστορα ως αργά το βράδυ – και δεν μπορούσα να ’χω παράπονο, αφού τις άλλες ώρες καθόμουνα.

Τα ίδια γινόντανε με την πληρωμή. Τ’ αφεντικό μας δεν είχε καθόλου βιβλία – μια φορά κάθε εξάμηνο ερχόταν ένας λογιστής και του τα ’φκιαχνε για την εφορία – όλα ψεύτικα. Μια φορά το χρόνο του ’φκιαχνε και τη δήλωση για τους φόρους – πάλι ψεύτικη. Δυο-τρεις μήνες ύστερα βρισκότανε σε λαχάνιασμα ατελείωτο με πιστοποιητικά κι αποδείξεις και δικηγόρους για την ψεύτικη δήλωση.

— Μπρε μπεζεβέγκη, του λέει ο Μάστορας μια φορά – έτσι του μίλαγε. Περισσότερον τυραννίζεσαι και ξοδεύεις και περισσότερα παρά να επλήρωνες όπως πρέπει τους φόρους.

— Ε ρε κούνια που σε κούναγε, κακομοίρη Μιχάλη μου… Γι’ αυτό τα πρόκοψες έτσι. Να πληρώνουμε τα κανονικά μας, να γίνει κράτος δηλαδή το ρωμαίικο. Και δεν πάμε να πνιγούμε καλύτερα;

Εμείς το προσωπικό, να πούμε, αποδείξεις δεν υπογράφαμε. Ερχόταν αυτός – με κείνη τη λερή του ρεπούμπλικα πίσω ριγμένη, ιδρωμένος πάντα, λαχανιασμένος, έβαζε το χέρι του στην τσέπη του παντελονιού, έβγαζε ένα μάτσο στραπατσαρισμένα λεφτά: —Πόσα σου χρωστάω; —Τόσα. Σάλιωνε τα δάχτυλά του, ίσιωνε λίγο τα λεφτά στην παλάμη του, τα ’δινε. Μια φορά – λογάριασα – έγινε λάθος, μου ’δωσε μια βδομάδα λιγότερα. Κάηκα και δεν είπα τίποτα – πού να τον βρεις να το πεις; Και ξανάγινε κάποτε λάθος – πήρα περισσότερα. Σκέφτηκα, ξανασκέφτηκα – και δεν είπα τίποτα πάλι. Μαθαίνεις έτσι – και γράψε το, αν θέλεις κι αυτό στις σφραγίδες – το πώς δηλαδή μαθαίνουμε ένας με τον άλλο το κλέψιμο.

Θα σου πω, λοιπόν, πως εκεί, σ’ αυτό το ξυλάδικο, την αγάπησα την τάξη, τη νόρμα που δεν την ήξερα ακόμα. Είναι βέβαια που δεν έχω πολύ μυαλό και γι’ αυτό τα θέλω κανονισμένα τα πράματα, να τα ’χουν οι άλλοι κανονισμένα. Δε μου πήγαινε αυτό το ξυλάδικο με την αταξία, την αναρχία, το κλεψιμαίικο, το ρωμαίικο. Τώρα που ’ρθα δω και τα ’δα λίγο πώς είναι τα πράματα, ακούω και κάτι, τα συλλογίζομαι και μονάχος μου – λέω καμιά φορά με το μικρό το μυαλό μου πως οι Ρωμιοί μας το θέλουν όλοι τους το άρτζι μπούρτζι, που ’χουμε κει. Όλοι τους νομίζουν τον εαυτό τους εξυπνότερο από τους άλλους – ο καθένας τους πιστεύει πως θα ’ναι αυτός που θα βγει κερδισμένος. Και στο τέλος, λέω, βγαίνουμε όλοι ζημιωμένοι.

Απ’ τους ζημιωμένους ήμουνα και ’γω: στενοχωριόμουνα πολύ σ’ αυτό το ξυλάδικο. Να το διορθώσω – δεν ήταν δικό μου. Τ’ αφεντικό μας δεν ήθελε, ο Μάστορας τα βαριόταν όλα, σχολίαζε μόνο. Άλλη ζωή – πού να τη βρω; Ήθελα να φύγω, να ξεφύγω μονάχα, όπου και να ’ναι. Έτσι λέω, γίνεται το σκόρπισμά μας, αυτός ο ξεριζωμός ο δικός μας. Δεν θέλουμε κάπου να πάμε. Θέλουμε να φύγουμε μόνο.

Δημήτρης Χατζής, «Το ξυλάδικο του Βόλου», στο Δημήτρης Χατζής, Το διπλό βιβλίο, Το ροδακιό, Αθήνα 1999, σ. 30-37, 42-47.