Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Μαγειρείο Μαυρομάτη

Σα δεν έχεις δουλειά γυροφέρνεις γειτονιά, στριφογυρίζεις παραπέρα, πας στην παραλία, πας στον Άναυρο, τραβάς για τον Άνω Βόλο, ξεμακραίνεις προς το Σαμπάναγα ή κάθεσαι και στο πάρκο της Βαγγελίστρας να φας κάμποση ώρα. Όταν κάνει ζέστη όμως και βράζει ο τόπος ή όταν βρέχει ή κάνει κρύο, τι γίνεται; Χώνεσαι στον καφενέ ν’ … αναπνεύσεις την τσιγαρίλα και τη χνοτίλα.

—Καφέ, παιδί!…

—Αμέσωωως! το λέει σε σένα το γκαρσόνι με την άσπρη μπλούζα, φωνάζοντας δυνατά, απ’ όπου βρίσκεται. Βαρύν γλυκύυν! φωνάζει το ίδιο και στον καφετζή.

Ύστερα, από το τζάμι παρακολουθάς την κίνηση του μεγάλου δρόμου της Νέας Ιωνίας στο Βόλο, που οι κάτοικοί της τον λένε από ανέκαθεν «ο φαρδύς». Ρίχνεις λοξά τη ματιά σου να ιδείς ποιοι κατεβαίνουν, ποιοι ανεβαίνουν στη στάση των λεωφορείων, ποιοι έρχονται, ποιοι φεύγουν. Όμως οι γυναίκες είν’ εκείνες που σου τραβούν πιότερο την προσοχή.

 

[…]

 

Ωστόσο, το «χόμπι» μου εμένα είναι άλλο: μ’ αρέσει ν’ ακούω. Γλεντάω και περνά η ώρα μου καλύτερα με… τ’ αφτί!..

Οι νέοι δεν έχουν να μου πουν πολλά πράγματα ή μάλλον, σαν νέος που ’μαι, η ζωή και τα προβλήματά τους είναι παρόμοια με τα δικά μου και τα ξέρω. Έτσι… κολλάω στους γέρους, ν’ ακούω. Λένε κι αυτοί βλακείες, καυχησιολογίες και μπούρδες. Λένε κι αυτοί ακόμα και σόκιν και βρίζονται καμιά φορά σαν τα χαμίνια, που σε κάνει ν’ απορείς που δεν έχουν σοβαρευτεί ως αυτή την ηλικία κι οι πιότεροι έχουν πιαστεί από τα μαλλιά της εποχής τους, δεν την αφήνουν· και κατηγορούν συνέχεια χαζά «τη σημερινή νεολαία». Είναι σαν να μη μπορούν να καταλάβουν τους τωρινούς ή δε θέλουν να μας καταλάβουν. Δεν παραδέχονται τίποτε το καινούργιο. Η «δική τους εποχή» ήταν «η τίμια», «οι δικές τους ηθικές αξίες» ήταν «οι μόνες σωστές» κι άλλα.

Μα να σας πω, απ’ αυτά τα γεροντάκια ξεπηδάει καμιά φορά και καμιά ιστορία της προκοπής, με ζουμί, με σοβαρό περιεχόμενο, άγνωστο σε μας τους νέους, εντυπωσιακό, παλιό, ιστορικό. Και γω ψοφάω για παλιές ιστορίες. Τις εκτιμώ, γιατί πιστεύω πως το παλιό — ακόμα κι ο γερασμένος άνθρωπος με την πείρα του — έχει την αξία του. Γιατί το παλιό, αν είναι ιστορία, εκτός που σ’ ευχαριστεί να την ακούς, βγάζεις συμπεράσματα, αν είναι ντοκουμέντο το ’χεις υπόψη σου, αν είναι διαγωγή ή έθιμο βλέπεις πώς συμπεριφερόταν άλλοτε και συγκρίνεις κτλ… Γι’ αυτό, άλλωστε, βλέπεις πόσο ενδιαφέρον υπάρχει για το παρελθόν, πόσα ξοδεύονται για έρευνες που γίνονται χωρίς σταματημό, συστηματικά, επιστημονικά, για τα παλιά, τ’ αρχαία, τα παμπάλαια κλπ.

Ο σημαδεμένος γηραλαίος ανθρωπάκος ήρθε καινούργιος στον καφενέ που συχνάζω. Καθότανε σ’ ένα τραπεζάκι μοναχός, στριμωχτά κοντά στους άλλους, παράγγελνε τον καφέ του και παρακολουθούσε δίχως μιλιά που παίζανε. Αν έβρισκε λεύτερη την εφημερίδα, την έπαιρνε και διάβαζε πρώτα.

Όσο καιρό τον παρακολουθούσα, δεν έπιανε κουβέντα με κανέναν και με το γκαρσόνι συνεννοούνταν με μονές λέξεις. Δύσκολος φαινόταν στις κουβέντες του. Είχε μιαν ουλή στο δεξί του μάγουλο —μια κοψιά— και τα δάχτυλα του δεξιού του χεριού ήταν κοντά, παραμορφωμένα.

«Ένας γερασμένος άνθρωπος με τέτοια σημάδια, σκεφτόμουν, θα ’χει να σου πει πολλά, π.χ. πώς είχε τα σημάδια του;».

 

[…]

 

—Σαν ξένος φαίνεστε! Αθηναίος; τον ρώτησα.

—Όχι, απ’ εδώ ’μαι. Βολιώτης, μα πρόσφυγας απ’ τη Σμύρνη.

—Δε μένετε όμως εδώ! είπα γω με σιγουριά.

—Πώς, εδώ μένω, στο Συνοικισμό!

—Τότες;

—Θέλεις να πεις πως δε φαινόμουνα πούβετα (πουθενά);

—Μάλιστα. Δεν σας έχω ανταμώσει ποτές πιο μπρος.

Γέλασε κι είπε:

—Το μανάβικό μου το ’χα σ’ ένα μαχαλά του Βόλου, σ’ ένα στενό και για δαύτο ίσως. Μα, όχι!… Εγώ πιστεύω πως έχουμε ανταμώσει εμείς οι δυο. Είδε ο ένας τον άλλονε, μα δεν… είδε κανένας μας τον άλλο. Αυτό ήγινε γιατί προσπεράσαμε αδιάφορα.

—Τι έκανε, λέει;…

—Να, βλέπεις καρσί (απέναντί) σου ένα πράμα, μια ταμπέλα, να πούμε, ένα πρόσωπο, ένα οτιδήποτε που δεν αφορά εσένα, πέφτει βέβαια στην αντίληψή σου, στο υποσυνείδητό σου, μα επειδή ή δεν ήγινε κείνη τη στιγμή κάτι το σοβαρό, το εντυπωσιακό ή το παράξενο (κατά το συναισθηματικό σου κόσμο), κάτι που να σου κέντρισε τσ’ αισθήσεις σου δυσάρεστα ή ευχάριστα ή ολοκληρωτικά την περιέργειά σου ή δεν έχει κανένα ενδιαφέρον για τ’ άτομό σου, δεν το συνειδητοποιείς. Έτσι είναι σα να μην αντάμωσες ένα πρόσωπο, δεν είδες μια ταμπέλα ή ένα οτιδήποτε. Είναι σα να μην υπήρχαν αυτά ποτές για σένα.

Με κοίταξε στα μάτια.

—Άλλωστε τι ενδιαφέρει από πού είμαι ή ποιός είμαι ή τι είμαι; είπε σαν βαριεστημένα. Κανένας δεν είμαι!… Δισεκατομμύρια-δισεκατομμυρίων άνθρωποι γεννιούνται και πεθαίνουν και χάνονται χωρίς ν’ ακούσεις να γίνεται λόγος γι’ αυτούς. Είναι οι ανώνυμες μάζες, όχι που δεν ήκαναν ένα καλό ή κακό στη ζωή τους, μα γιατί οι ειδικές συνθήκες της γι’ αυτούς, τους άφησε άγνωστους.

Είπε αυτά και ξαναγύρισε να παρακολουθήσει τους τέσσερις στο διπλανό τραπέζι, που παίζανε πιλότα.

Εγώ που, φυσικά, δεν περίμενα να μου πει τόσες πολλές και με ολοκληρωμένες φράσεις λέξεις, που μόνον οι κουβενταράδες λένε, σκέφτηκα αμέσως πως έκανα λάθος για τον άνθρωπο. Αυτός, αδερφέ μου, μιλάει! Και μάλιστα έχει τέτοια ευφράδεια και τέτοια λογική παρατηρητικότητα, που θα ’ταν ένας ξεχωριστός τύπος γέρου. Γιατί πρώτη μου φορά άκουγα από ένα απλοϊκό γεράκο να τα λέει έτσι. Αυτός, λοιπόν, ο μπάρμπας θα ’χει πολλά να μου πει, θα ’χει πολλά να με μάθει.

—Πάντως, το σημάδι που έχετε στο πρόσωπό σας κι εντύπωση μου κάνει και το ενδιαφέρον μου κέντρισε, επέμεινα. Πώς έγινε;… και το χέρι σας;…

Έστρεψε το βλέμμα του πάλι σε μένα και με περιεργάστηκε από πάνω ίσαμε κάτω. Περίμενα πως θα θύμωνε και θα μ’ έστελνε στο διάολο. Μ’ αυτός γύρισε ξανά στην πιλότα, δίχως να μου δώσει σημασία.

 

[…]

 

—Κάποτε, άρχισε, όταν κοίταζες από τη θέση που βρισκόταν άλλοτε το παλιό Δημοτικό Θέατρο του Βόλου — από το σημερινό πάρκο τση πλατέας Ρήγα Φεραίου, που ’ναι το καινούργιο Δημαρχείο και το καινούργιο Δημοτικό Θέατρο — προς το βοριά, ο χωματόδρομος τσ’ οδού 2ας Νοεμβρίου ξετυλιγότανε κι ήφτανε ως το χείμαρρο Κραυσίνδωνα. Πέρα από το ποτάμι αυτό δεν υπήρχαν παρά χωράφια μόνον ίσαμε τον Ξεριά, απλωμένα στην κοιλάδα του Ξηρόκαμπου και μερικά χτίσματα σκορπισμένα σ’ όλη την άπλα του. Βορεινά ήπιανε κάμποσο χώρο η περιτριγυρισμένη έχταση του βολιώτικου Νεκροταφείου. Λίγο πιο ψηλά ήταν το περιφραγμένο χτήμα του Μπαλαφούτη. Μερικά αγροτόσπιτα —καλύβια— μακρυνιτσιώτικα βρισκότανε μπροστά, ας πούμε νότια, κοντά στο μπαράζι του Κραυσίνδωνα και δυτικά του το εργοστάσιο Οινοπνευματοποιίας, ή παλιά βίλα του Ιωσαφάτ — το «Οβραίικο» — που στη θέση του είναι τώρα άλλα σπίτια και στην Κατοχή το χρησιμοποίησαν οι Ιταλοί σαν φυλακή – στρατόπεδο συγκεντρώσεως κι ένα-δυο καζέλα των σιδηροδρόμων — δηλαδή σπιτάκια-καταφύγια για τους εργάτες του — το ’να σ’ αρκετή απόσταση από τ’ άλλο κατά μήκος τση σιδηροδρομικής γραμμής, που ξετυλιγότανε, περνώντας ανάμεσα από το Οβραίικο και το εργοστάσιο Οινοπνευματοποιίας, από το σταθμό του Βόλου ως τη γέφυρα του Ξεριά, στρίβοντας αριστερά μέσ’ από τη Λαμία για να χωθεί μέσ’ στα χωράφια γύρω από τους λόφους του Κάκαβου.

[…]

 

—Εμείς με τη μάνα μου, συνέχισε, μέναμε στο Οβραίικο, όπου μας πήγαν, όταν μας άδειασε το μεγάλο επιβατηγό ελληνικό βαπόρι «Μεγάλη Ελλάς» στο λιμάνι του Βόλου το ’22 από την καταστραμμένη Σμύρνη, που μας παράλαβε. Εκεί μένανε και κάνα-δυο άλλες φτωχές οικογένειες ντόπιων, που κείνες τσι πρώτες μέρες τση προσφυγιάς μας βοήθησαν όσο μπορούσαν…».

Εδώ στάθηκε μια στιγμή, έκλεισε τα μάτια, σα να ’θελε να ιδεί, λες, κάποιο όραμα κι όταν ακούστηκε πάλι η φωνή του να μιλάει, νόμιζες πως αυτό που ’λεγε τώρα, ήταν κάτι το τραγικά οδυνηρό, που αν ήταν μπορετό, δε θα το ’λεγε.

—Όταν τα τρένα, ακούστηκε να λέει, ήφευγαν ή ήφταναν από το εσωτερικό τση Θεσσαλίας και περνούσαν από μπρος μας, εμείς τα λιγοστά παιδιά του Οβραίικου, τρέχαμε ύστερα να μαζέψουμε τα καρφιά και τσι καρφίτσες, που ’χαμε αφήσει πάνω τσι σιδερένιες ράγες και το τρένο με το βάρος του τα ’φτιαχνε σα μαχαιράκια.

Αναστέναξε κι όταν συνέχισε, μου ’πε:

—Σ’ αυτόν τον κάμπο, λοιπόν, το 1924, αποφασίστηκε να ιδρυθεί μια καινούργια συνοικία, ένας προσφυγικός συνοικισμός — η Νέα Ιωνία — που σιγά-σιγά γιγάντωσε σε μιαν ολάκερη πολιτεία…

 

[…]

 

—Το καλοκαίρι του 1924, έλεγε τώρα, εκατό πενήντα μέτρα ως διακόσια, βορεινά από το καλύβι με το «θαυματουργό τζάμι» κι άλλα τόσα από τα Καραγιανναίικα χωράφια του δυτικού μπαραζιού του Κραυσίνδωνα, που ’ναι σήμερα οι κινηματογράφοι, η σκαπάνη άρχισε να σκάβει την ξερή γης, τη γεμάτη πέτρες που κατέβαζε το μεγάλο ρέμα του Ξεριά από τους πολύ πανάρχαιους αιώνες, γιατί, όπως λένε, αυτός ήταν ο αρχαίος Άναυρος τση μυθολογίας. Άνοιγε θεμέλια ξεριζώνοντας τα γομαράγκαθα, τσι κάπαρες και τις ρίζες των αγριοθάμνων, τα μόνα που ’ταν φυτρωμένα εκεί.

»Εδώ, λέγαν οι ντόπιοι, δε φυτρώνουν τίποτις άλλα, γιατ’ είναι ξερός ο τόπος και για δαύτο λέγεται και Ξηρόκαμπος. Ωστόσο αυτό δεν ήταν σωστό, γιατί αργότερα αποδείχτηκε πως ό,τι και να φυτεύτηκε, ανδρώθηκε και καρποφόρησε, φτάνει να του ρίχναν λίγο νερό, που το υπέδαφος είχε άφθονο. Άλλη απόδειξη ήταν το Νεκροταφείο με τα δέντρα του καθώς και το χτήμα του Μπαλαφούτη, που ’ταν φουντωμένο με βλάστηση.

»Το πρώτο συνεργείο εργατών ήφτασε.

»Τα κάρα ξεκινούσαν από το Βόλο, διέσχιζαν τρίζοντας την οδό 2ας Νοεμβρίου και κουβαλούσαν σανίδια, τσιμέντα, άμμο, ασβέστη, πέτρες κι ένα σωρό άλλα οικοδομήσιμα υλικά. Οι επιστάτες φώναζαν και διάταζαν και οι μαστόροι ιδρωκοπούσαν. Μα ήταν ευχαριστημένοι όλοι τους, γιατί οι πιότεροί τους ήταν απ’ αυτούς που καθότανε τσι κάμαρες που ετοίμαζαν και γιατί όλοι τους γέμιζαν και τις τσέπες τους παράδες.

»Ένας ανθρωπάκος μικρασιάτης γλυκομίλητος, γλυκομίλητος, κοντός, αδύνατος και μελαγχροινός, είχε στήσει μια φουφού και πάνω της ένα τηγάνι, που συνέχεια τηγάνιζε κεφτέδες για τους εργάτες. Ήταν ο πρώτος μάγερας τση νέας πόλης, ο πρώτος μαγαζάτοράς της. Τον έλεγαν Νίκο Μαυρομάτη και την πρώτη κάμαρα που χτίστηκε στο ντουρσέκι (στη γωνιά), αυτός την ήπιασε και απέ την ήκανε πραγματικό μαγέρικο. Το μαγέρικο αυτό βρίσκονταν δίπλα στη σημερινή στάση των λεωφορείων νούμερο 1 τση συγκοινωνίας Βόλου — Νέας Ιωνίας, στη στάση «Μαυρομάτη». Βλέπεις, είχε βάλει ο άνθρωπος τη σφραγίδα του και τ’ όνομά του έχει μείνει για πάντα στη νέα πολιτεία.

—Α!… έκανα γω διακόπτοντάς τον.

—Ναι, ναι… έκανε κι αυτός, γιατί κατάλαβε τι εννοούσα με το θαυμαστικό μου. Για δαύτο σου ’πα τότες πως το κατάλληλο μέρος ν’ ακούσεις την ιστορία μου ήταν εδώ.

—Βέβαια!… μουρμούρισα, μη καταλαβαίνοντας γιατί μου τα ’λεγε όλ’ αυτά.

—Το καφενείο που καθόμαστε τώρα και κουβεντιάζουμε, βρίσκεται ακριβώς στη θέση του πρώτου κείνου μαγαζιού τση Νέας Ιωνίας, του πρώτου μαγέρικου του Μαυρομάτη, που ’δωσε και τ’ όνομά του στο σημείο αυτό του «φαρδύ» δρόμου, στη στάση των λεωφορείων. Αυτή τη μαχαιριά που βλέπεις στο μάγουλο, όξω από το μαγέρικο κείνο την ήφαγα. Κι ήμουν τότες μικρό παιδί 14 χρονών.

Έψαχνε με το μάτι του από το τζάμι να ιδεί έξω, λες σε ποιο σημείο ακριβώς έγινε το κακό.

Μα γω δεν περίμενα τόσην ώρα ν’ ακούω τέτοια. Περίμενα να μου πει πώς είχε αυτά τα τραύματά τους αμέσως κι ανυπομονούσα. Αλλ’ ας είναι, κάτι άρχισε να λέει πάνω σ’ αυτό…

 

Κατσιρέλος Κ. Παναγιώτης, Στάση Μαυρομάτη, Προμηθεύς, Βόλος 1974, σ. 7-13, 19-24.