Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Τον Ιούνιο τα σχολεία τελείωσαν όπως-όπως. Η θάλασσα γέμισε από κόσμο. Οι κοντινές ακτές ήταν ακόμη καθαρές καθώς και τα μπλόκια στο λιμάνι. Ούτε αποχετεύσεις ούτε τίποτα. Οι βενζινάκατες πηγαινοέρχονταν στα Πευκάκια και στις Αλυκές, ενώ ο Άναυρος και τ’ Αστέρια συγκέντρωναν εκατοντάδες λουόμενους. Δροσιά και καθαριότητα μαζί και το βουνό δίπλα με τα πλατάνια του να κατεβάζει τη βραδινή του δροσιά.

Την περίοδο εκείνη ο θείος Δημοσθένης, αδελφός της μάνας μου, κατασκεύαζε το δρόμο από την Τσαγκαράδα στον Κισσό και έμενε μόνιμα στην Τσαγκαράδα, στο ξενοδοχείο του Κονδράκη. Μου πρότεινε, αν ήθελα να πάω να μείνω κανένα μήνα κοντά του. Οι γονείς μου συμφώνησαν κι εγώ άλλο που δεν περίμενα. Ήταν οι πρώτες διακοπές στη ζωή μου. Παραμονή των Αγίων Αποστόλων, τα όργανα στη θέση τους, οι άνθρωποι καλοντυμένοι έπιαναν τα τραπέζια τους, η εκκλησία τελείωσε τον πανηγυρικό εσπερινό και το γλέντι ήταν έτοιμο. Εμπειρίες πρωτόγνωρες για μένα, τις απολάμβανα με του ονείρου το φευγαλέο ρυθμό, και τις ρουφούσα αχόρταγα. Με τα παιδιά γίναμε γρήγορα μια παρέα. […]

Μόλις μπήκε ο Αύγουστος επανήλθα στη μιζέρια της παραγκούπολης. Οι ίδιες συνθήκες, η ίδια κατάσταση, χωρίς ελπίδα, για την ώρα, αποκατάστασης. Όμως εγώ ζούσα με τις αναμνήσεις της Τσαγκαράδας κι αυτές γαλήνευαν την ψυχή μου.

Το Σεπτέμβριο άρχισαν τα πρωτοβρόχια. Η ζωή στα αντίσκηνα δυσκόλευε, ενώ στις παράγκες ήταν πιο υποφερτή. Υπερυψωμένες καθώς ήταν λίγο από το έδαφος, με πάτωμα στερεό, δεν κινδύνευαν να πλημμυρίσουν νερά. Η δική μας σκηνή, λόγω της κλίσης του εδάφους, συγκέντρωνε τα νερά από παντού. Σε μια καταιγίδα, αρχές περίπου του Οκτώβρη, γέμισε με νερό, το ίδιο και οι διπλανές. Διέξοδο να φύγουν τα νερά δεν υπήρχε, ήταν ο περίβολος της εκκλησίας που τα εμπόδιζε. Μόλις σταμάτησε η μπόρα, εκεί κατά το σούρουπο, αρπάξαμε τους κουβάδες και τις λεκάνες για ν’ αδειάσουμε το νερό από τη σκηνή. Μουσκεύτηκαν και τα σκεπάσματα, βράχηκαν και τα ρούχα. Οκτώ άτομα ν’ αδειάζουμε και το νερό να μην τελειώνει. Περασμένα μεσάνυχτα και φτάσαμε στο λασπωμένο έδαφος, κατάκοποι κι εξουθενωμένοι. Ευτυχώς το χιούμορ δεν μας έλειψε, και με τους τριγύρω συγκατοίκους διασκεδάζαμε την κατάσταση λέγοντας χωρατά. Μετά ξαπλώσαμε όπως-όπως πάνω στα κρεβάτια, χωρίς στρωσίδια, περιμένοντας να ξημερώσει. Η υγρασία και το κρύο έκαναν έντονη την παρουσία τους. Όμως δεν είχαμε άλλη λύση.

Την άλλη μέρα ο ήλιος πρόβαλε ολοφώτεινος. Τα κάγκελα του περίβολου γέμισαν στρωσίδια και ρούχα για στέγνωμα κι εκεί παρέμειναν ως την άλλη μέρα, μέχρι να φύγει και το τελευταίο ίχνος υγρασίας. Οι βροχές επαναλήφθηκαν, όχι όμως με την ένταση της προηγούμενης καταιγίδας κι ο χειμώνας που ερχόταν φάνταζε στη σκέψη μας απειλητικός. Μέσα στη σκηνή ήταν αδύνατο να τον περάσουμε. Ο Αλκιβιάδης, αρχηγός της μιας οικογένειας, αποφάσισε να νοικιάσει ένα μικρό ισόγειο τούβλινο δωμάτιο που δεν κινδύνευε άμεσα από τους σεισμούς, κι εκεί να στεγάσει την πενταμελή οικογένειά του. Ο πατέρας δεν είχε άλλη επιλογή από το να εγκατασταθούμε στο υπόγειο του σπιτιού, που με τον κίνδυνο ακόμη της κατάρρευσης των δύο ορόφων, θα μας πρόσφερε ασφαλές καταφύγιο, αφού ούτε πλάκες μπετόν υπήρχαν ούτε άλλα βαριά υλικά για να μας καταπλακώσουν. Το ένα δωμάτιο ήταν κατοικήσιμο, το πλυσταριό δίπλα και ο καμπινές. Ιδανικότερες συνθήκες στέγασης δεν θα μπορούσαν να βρεθούν. Έτσι κι έγινε. Μαζέψαμε τα μπογαλάκια μας και βρεθήκαμε στο υπόγειο. Η σκηνή παρέμεινε στον τόπο της για κάθε ενδεχόμενο. Ο Εγκέλαδος μάς έκανε κάθε τόσο αισθητή την παρουσία τους, άλλοτε με ελαφρές και άλλοτε με ισχυρότερες δονήσεις. Το σπίτι, παρ’ όλα τα μεγάλα ρήγματα που είχε στους πάνω ορόφους, άντεχε ακόμη. Μόνο εκείνο το φοβερό τρίξιμό του σε κάθε δόνηση, μας έκοβε το αίμα. Νομίζαμε κάθε στιγμή πως θα μας πλακώσει. Ας είναι όμως, γλιτώσαμε.

Το μικρό υπόγειο δωματιάκι το ζεσταίναμε με μια σόμπα μαντεμένια, τη λεγόμενη πάπια. Στο πλυσταριό είχα στήσει το γραφείο μου κι εκεί διάβαζα όλο το χειμώνα. Ούτε θέρμανση μ’ ενδιέφερε ούτε τίποτα. Και στο σχολείο τα πήγαινα καλά. Πρώτος μαθητής και σημαιοφόρος στην τελευταία τάξη. Κι εκεί στα μέσα του Οκτωβρίου κι ο καιρός αγρίευε, κι άλλο μεγάλο κακό βρήκε την πόλη. Λίγο μετά το μεσημέρι τις 13 Οκτωβρίου, ανοίξαν οι ουρανοί, και τ’ αστροπελέκια έπεφταν το ’να κοντά στ’ άλλο. Όσο νερό διέθετε η ατμόσφαιρα το ’ριξε πάνω στο Βόλο και στο Πήλιο. Τρεις ώρες ασταμάτητης νεροποντής, χωρίς διακοπή, χωρίς μείωση της έντασης. Αποχετευτικό δίκτυο την εποχή εκείνη δεν υπήρχε, ούτε και χρειαζόταν. Η πόλη διέθετε τη φυσική της κλίση προς τη θάλασσα και τα νερά παροχετεύονταν. Όμως η μεγάλη νεροποντή κατέβασε όλα τα νερά του Πηλίου, τα ξεροπόταμα γέμισαν και έγιναν απειλητικά. Το νερό κατέβαινε με βουητό από τις πλαγιές και τίποτα δεν το σταματούσε. Ο Κραυσίδωνας κι ο Άναυρος, οι δυο χείμαρροι που περιζώνουν την πόλη, γέμισαν μέχρι πάνω. Κι εκεί, κατά τις τέσσερις το απόγευμα, έγινε το μεγάλο κακό. Ο Άναυρος, σε μια καμπή του, έργο ανθρώπινο των αρχών του αιώνα για την παράκαμψη της πόλης, έσπασε, αφού δεν μπόρεσε ν’ αντέξει στα πολλά και ορμητικά νερά του. Το υγρό στοιχείο, ανεμπόδιστο πλέον, κατέκλυσε ολόκληρο το ανατολικό τμήμα της πόλης. Λάσπη, νερό και φερτά υλικά, συμπαρέσυραν στο διάβα τους το κάθε τι. Αντίσκηνα, παραπήγματα και ετοιμόρροπα σπίτια, μαζί με οικοσκευές και πτώματα ανθρώπων και ζωντανών, επέπλεαν και όδευαν προς τη θάλασσα. Θρήνος και κλαυθμός σ’ ολόκληρη την πόλη. Κι η νεροποντή να μη λέει να σταματήσει, και το Πήλιο να κατεβάζει εκατομμύρια κυβικά απειλητικής λάσπης. Τα υπόγεια που είχαν καταφύγει οι Βολιώτες για τον κίνδυνο των σεισμών ήταν όλα πλημμυρισμένα. Τον παππού μόλις που κατορθώσαμε να τον ανασύρουμε από το υπόγειο που κατοικούσε. Ήταν κι εκείνος ο Παρίσης Τσιγαρίδας, ο τερματοφύλακας του Ολυμπιακού, γεροδεμένο παλικάρι που το ’λεγε η καρδιά του, που έπεφτε συνεχώς στα νερά και έσωσε πάνω από δέκα ανήμπορους από βέβαιο πνιγμό. Το δικό μας υπόγειο, μόλις που διασώθηκε. Με τους πρώτους όγκους νερού, κατορθώσαμε με τον πατέρα μου να τοποθετήσουμε μαδέρια πίσω από τις σιδερένιες πόρτες της αυλής, ώστε να εμποδίζεται η εισροή του νερού. Αν το ύψος του περνούσε και το πεζούλι, τότε δεν μας έσωζε τίποτα. Ευτυχώς δεν συνέβη κάτι τέτοιο.

Μόλις σουρούπωσε για καλά, η βροχή σταμάτησε, όμως τα νερά κατέβαιναν, για δύο ακόμη ώρες, ορμητικά. Μετά τις εννιά όλα ηρέμησαν. Βγήκαμε με τον πατέρα λίγο στην αυλή, οι δρόμοι κατασκότεινοι, το περιβάλλον εφιαλτικό. Κάποιες σκιές που κινούνταν μέσα στη λάσπη μας πλησίασαν. Ήταν φίλοι της οικογένειας από την πέρα γειτονιά. Το υπόγειό τους ήταν γεμάτο νερά και λάσπη. Ζήτησαν να τους φιλοξενήσουμε. Μέσα στο μοναδικό δωμάτιο του υπογείου κοιμηθήκαμε δώδεκα άτομα.

Την ίδια ώρα που προσπαθούσαμε στον σκοτεινιασμένο δρόμο ν’ αντιληφθούμε το μέγεθος της θεομηνίας, κάποιες άλλες σκιές μας πλησίασαν. Ήταν ο παλιός φίλος του πατέρα, ο Δήμαρχος Βόλου Γιώργος Καρτάλης, που με τις μπότες και καταλασπωμένος περιτριγύριζε την πόλη για να διαπιστώσει με τα ίδια του τα μάτια την καταστροφή. Το ίδιο κιόλας βράδυ. Ήταν η εποχή που οι άρχοντες, όσο ψηλά κι αν βρίσκονταν από καταγωγή, κατέβαιναν στο λαό την ώρα των συμφορών. Ο πατέρας τον κάλεσε στο υπόγειο, τον κέρασε λίγο τσίπουρο, είπαν μερικές κουβέντες κι ο Δήμαρχος χάθηκε και πάλι στα σκοτάδια με τη λάσπη. Η νύχτα πέρασε ήσυχα για μας, παρ’ όλο που ο φόβος του σεισμού μας συνέτρεχε. Αν εκδηλωνόταν και κανένας τέτοιος, η κόλαση θα κατέβαινε στη γη.

Με το ξημέρωμα της καινούριας μέρας, το ψιλόβροχο συνέχιζε, χωρίς να προκαλεί ανησυχίες, μέχρι το μεσημέρι που σταμάτησε. Από το πρωί, όλα τα παιδιά της γειτονιάς, φορέσαμε τις μπότες και βουτηγμένοι στην λάσπη περιδιαβαίναμε την πόλη. Βιβλική καταστροφή σ’ ολόκληρο το ανατολικό τμήμα του Βόλου. Παρασυρμένα σπίτια, γκρεμισμένες σκηνές και παραπήγματα, η λάσπη μισό μέτρο, οι οικοσυσκευές στο δρόμο, πτώματα από γάτους, σκύλους και πουλερικά κι ο απολογισμός να φτάνει στους 36 νεκρούς και 24 τραυματίες. Ούτε με τους σεισμούς δεν είχαμε τόσα θύματα. Οι άνθρωποι όλοι, σε μια πυρετώδη κινητοποίηση, να προσπαθούν να βγάλουν τα λασπόνερα από τα σπίτια, να ξαναφτιάξουν τα παραπήγματα, να στεγνώσουν τις κουβέρτες και τα ρούχα, να μαζέψουν τα διαλυμένα υπάρχοντά τους, ώστε να μπορέσει να ξαναμπεί η ζωή στον κανονικό της ρυθμό. Η κρατική αρχή κινήθηκε κι αυτή συντονισμένα, ενίσχυσε αμέσως το ανάχωμα του χειμάρρου και καθάρισε την πόλη από τις φερτές ύλες. Ήταν να το περάσουμε κι αυτό.

Μουγογιάννης Γιάννης, Χωρίς σουρντίνα, Εκδόσεις Μακρινίτσα Πηλίου, στο (επιμ.) Ακρίβος Κώστας, Βόλος. Μια πόλη στη Λογοτεχνία, Μεταίχμιο, Αθήνα 2001, σ. 214-219.