Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Ο ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 μέσα από τα μάτια ενός παιδιού

Κατά την παραμονή μας στον Βόλο, στα 1897, ξέσπασε ο πόλεμος μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων. Υπήρξα μάρτυρας φοβερών επεισοδίων που προκαλούσαν αγωνία, οίκτο, θλίψη, πολλές φορές και αηδία, και που, πολλαπλασιασμένα επί εκατό και χίλια, τα ξαναείδα μετά από πολλά χρόνια, στον πρώτο πόλεμο και, αργότερα ακόμα, στο δεύτερο πόλεμο. Όταν κηρύχτηκε ο ελληνοτουρκικός πόλεμος, υπήρξαν, όπως κατ’ αρχήν σε όλους τους πολέμους, στιγμές ενθουσιασμού· οι επιστρατευμένοι περνούσαν τραγουδώντας. Πολλοί πολίτες που δεν επιστρατεύθηκαν πήγαιναν στο πεδίο βολής να εξασκηθούν στη σκοποβολή με τουφέκι τύπου Γκρας, που ήταν τότε το τουφέκι του ελληνικού στρατού. Το όπλο Γκρας ήταν μονοβολικό και με κεντρική κρούση· ανακαλύφθηκε, νομίζω, από ένα γάλλο αξιωματικό ονόματι Γκρας και ήταν μια τελειοποίηση του παλιού όπλου Σασπώ.

Έφθασαν οι πρώτες κακές ειδήσεις. Οι Τούρκοι προέλαυναν στη Θεσσαλία· ο στρατός του διαδόχου πρίγκιπα Κωνσταντίνου είχε νικηθεί. Στον Βόλο έγινε πανικός· πολλοί το έσκασαν· μικρά ατμόπλοια, ακόμα και ιστιοφόρα, παραφορτωμένα με φυγάδες έβγαιναν αγκομαχώντας από τον κόλπο με κατεύθυνση την Αττική. Έφθασαν πολεμικά πλοία εγγλέζικα, γαλλικά, ρωσικά, ιταλικά, για την προστασία των πολιτών των αντίστοιχων χωρών. Πάνω στο μπαλκόνι του σπιτιού μας κυμάτισε η τρίχρωμη σημαία. Το ιταλικό πλοίο λεγόταν Βεζούβιος· ήταν παλιό πλοίο κι ο κύριος οπλισμός του αποτελούνταν από ένα πελώριο κανόνι που γέμιζε από την ουρά, όχι με μια ολόκληρη οβίδα αλλά με την εκρηκτική ύλη, τα βλήματα και το φυτίλι, το καθένα χωριστά. Επιπλέον το κανόνι έμενε σταθερό κι έτσι, για να σκοπεύσουν, έπρεπε να μετακινηθεί όλο το πλοίο· με λίγα λόγια ένα πράγμα που σήμερα θα έφερνε κρίση επιληψίας στον κυβερνήτη του αμερικάνικου στόλου του Ειρηνικού. Ο κυβερνήτης του Βεζούβιου ονομαζόταν Αμπουνιάνι και ήταν ένας κύριος για τον οποίο ο πατέρας μου έτρεφε πολλή συμπάθεια. Ο κυβερνήτης του γαλλικού πολεμικού λεγόταν Παμπελόν· ήταν ο κλασικός τύπος του αξιωματικού του γαλλικού ναυτικού του δέκατου ένατου αιώνα: είχε μουστάκια γκρίζα και έμοιαζε με το ναύαρχο Κουρμπέ, έτσι όπως τον είδα σε μια χαλκογραφία που είχε τον τίτλο Ο ναύαρχος Κουρμπέ κατά την κατάληψη του Φου-Τσου. Ο στόλαρχος Παμπελόν ήταν έξοχος πιανίστας και ερχόταν σπίτι μας και έπαιζε· η ειδικότητά του ήταν τα πρελούδια και τα νυκτερινά του Σοπέν.

Κατά τη διάρκεια της κατοχής του Βόλου από τους Τούρκους συνέβηκαν και δράματα. Ανάμεσα στους κατοίκους της κωμόπολης ήταν κι ένας Έλληνας, φίλος του πατέρα μου, δικηγόρος, λεγόταν Μανούσος και ήταν άνθρωπος ηλικιωμένος, ψηλός και ευτραφής, με όψη ηράκλεια. Είχε ένα μούσι άσπρο και φορούσε γυαλιά. Δεν είχε οικογένεια. Συναναστρεφόταν πολύ λίγο κόσμο, ήταν σιωπηλός κι έμοιαζε πάντα να κατέχεται από κάποια σοβαρή σκέψη. Πολλά χρόνια πριν είχε σκοτώσει έναν άνθρωπο πάνω σ’ ένα ξέσπασμα οργής. Αφού δικάστηκε και καταδικάστηκε με ελαφρυντικά, εξέτισε την ποινή του και, όταν βγήκε από τη φυλακή, ξανάρχισε το δικηγορικό επάγγελμα. Αλλά είχε γίνει άλλος άνθρωπος. Τον έτρωγαν οι τύψεις. Η σκέψη εκείνης της ζωής που κόπηκε από το δικό του χέρι δεν τον άφηνε σε ησυχία. Μια νύχτα, όταν τα τουρκικά στρατεύματα είχαν καταλάβει τον Βόλο, μερικοί στρατιωτικοί, ντυμένοι με τη στολή του οθωμανικού στρατού, χτύπησαν την πόρτα του Μανούσου. Αυτός σηκώθηκε και πήγε ν’ ανοίξει. Αμέσως τον περικύκλωσαν, του φόρεσαν χειροπέδες κάτω από την απειλή των όπλων, κι έπειτα, περιστοιχισμένος από τους στρατιώτες με τις ξιφολόγχες έτοιμες, οδηγήθηκε έξω από την πόλη.

Ήταν μια πνιγηρή νύχτα του καλοκαιριού. Οι στρατιώτες έχοντας ανάμεσά τους τον αιχμάλωτο πέρασαν κάτω απ΄ τα παράθυρα ενός άλλου δικηγόρου. Αυτός ήταν έξω στο μπαλκόνι μην μπορώντας να κοιμηθεί από την πολλή ζέστη, και αναγνωρίζοντας τον φίλο και συνάδελφό του του φώναξε: «Μανούσο, πού πας;». Κι ο Μανούσος απάντησε υποταγμένος: «Πάω εκεί που με οδηγούν».

Την άλλη μέρα, σ’ έναν έρημο κάμπο, βρέθηκε το κορμί του Μανούσου κόσκινο από τις ξιφολόγχες. Το χώμα ολόγυρα ήταν ανακατωμένο από βαθιές πατημασιές. Οι χειροπέδες του θύματος ήταν σπασμένες. Ήταν κι ένα τουφέκι κομματιασμένο, φέσια και κομμάτια στολής. Ο γερο-Ηρακλής, παρά τις χειροπέδες, είχε κατορθώσει να σπάσει τα δεσμά του κι έπειτα αμύνθηκε όπως μπορούσε, καταφέρνοντας να συντρίψει και το τουφέκι ενός από τους δημίους του. Αλλά στο τέλος, κόσκινο από τα χτυπήματα, έχοντας χάσει όλο του το αίμα, έπεσε για να μην ξανασηκωθεί πια.

Έγινε μια ανάκριση που δεν κατέληξε πουθενά. Όλοι όμως είχαν πεισθεί ότι επρόκειτο για συγγενείς του ανθρώπου που ο Μανούσος είχε σκοτώσει πριν από χρόνια και που είχαν ντυθεί σαν τούρκοι στρατιώτες για να πάρουν εκδίκηση. Άλλο ένα έγκλημα έγινε πάλι τον ίδιο καιρό. Ένα πρωί ο καθολικός παπάς βρέθηκε νεκρός στην κρεβατοκάμαρά του από χτυπήματα ξιφολόγχης. Στις σκάλες του σπιτιού βρέθηκαν φέσια πεταμένα εδώ κι εκεί. Φαίνεται ότι και σ’ αυτό το έγκλημα επρόκειτο για ψεύτικους τούρκους στρατιώτες. Είπαν ότι ήταν Έλληνες που είχαν σκοτώσει τον καθολικό κληρικό για να τραβήξουν την προσοχή των ξένων δυνάμεων αφήνοντας να πιστευτεί ότι το αδίκημα εκτελέστηκε από τους Τούρκους, για να τις αναγκάσουν να επισπεύσουν την εκκένωση της Θεσσαλίας από τους Τούρκους.

Ο πατέρας μου που όλη εκείνη τη θλιβερή περίοδο δεν είχε φεισθεί κανενός μέσου για να σώσει το υλικό της σιδηροδρομικής γραμμής, όταν αποσύρθηκαν οι Τούρκοι, παρασημοφορήθηκε με το παράσημο της τάξεως του Αγίου Γεωργίου κατόπιν προσωπικής παρέμβασης του βασιλέως Γεωργίου της Ελλάδος.

Κατά τη διάρκεια της τουρκικής κατοχής στον Βόλο, μια μέρα παίζοντας στον κήπο έπεσα και μετατοπίστηκαν τα κόκαλα του δεξιού μου αγκώνα. Το χέρι μου έμεινε διπλωμένο και άκαμπτο και δεν μπορούσα να το κουνήσω με κανέναν τρόπο. Η μητέρα μου ζήτησε από ένα γέρο Εβραίο, που εμπορευόταν άδεια μπουκάλια κι έλεγε ότι είναι και λίγο γιατρός, να θεραπεύσει το μπράτσο μου. Αυτός μου έκανε εντριβές με λίπος χοιρινό αλλά το μπράτσο μου δεν καλυτέρευε και χρειάστηκε να καλέσουμε το γιατρό του πλοίου Βεζούβιος που ήρθε και με παρακολούθησε μέχρι που έγινα τελείως καλά. Εκείνος ο γερο-Εβραίος αγόραζε μποτίλιες άδειες γυρίζοντας στη μικρή πόλη μ’ ένα σάκο στους ώμους. Όταν τύχαινε στο σπίτι μας, ενώ βρισκόταν εκεί ο πατέρας μου, έδινε εντολή στους υπηρέτες, να του δίνουν όλα τα άδεια μπουκάλια και να μην του παίρνουν λεφτά. Τα χαμίνια της γειτονιάς γελούσαν όταν έβλεπαν το γερο-Εβραίο να έρχεται και τον πειράζανε. Μια φορά, καθώς έβγαινε από το σπίτι μας με το σακούλι γεμάτο μπουκάλες, αυτό άρχισε να στάζει γιατί καθώς φαίνεται μερικές μπουκάλες μεταλλικού νερού δεν ήταν τελείως αδειανές. Εκείνη τη μέρα η φασαρία των παιδιών της γειτονιάς έφτασε στο αποκορύφωμα, βλέποντας το γερο-Εβραίο σαστισμένο, ακίνητο στη μέση του δρόμου, περιμένοντας να σταματήσει να τρέχει το σακούλι πίσω από τις πλάτες του. Ο πατέρας μου, που κατά τύχη είχε παρακολουθήσει τη σκηνή, θύμωσε και κυνήγησε τα παιδιά μαλώνοντας και απειλώντας τα. Σαν όλους τους πραγματικούς ευγενείς του δέκατου ένατου αιώνα, ο πατέρας μου ήταν φιλοσημίτης. Εκείνα τα αλητάκια που περιγελούσαν το γερο-Εβραίο, έτσι ανυπεράσπιστος όπως ήταν, μόνος και ανίκανος να αμυνθεί, έδειχναν σε μικρογραφία αυτό που συνέβη πολλά χρόνια αργότερα: την αισχρή αντισημητική προπαγάνδα που προκλήθηκε από τον Χίτλερ και βρήκε ιδανικό έδαφος για να αναπτυχθεί στη σαδιστική διαστροφή του γερμανικού λαού. Ο αντισημιτισμός δεν είναι άλλο από σαδισμό που από ένα απλό γεγονός, όπως όταν λες ότι κάποιος είναι Εβραίος, όταν «ανακαλύπτεις» τον Εβραίο, οδηγεί στις ατιμίες του μαρκήσιου ντελ Γκρίλλο, που κουβαλούσαν μνήμες του 1700, και που ύστερα μέσω γεγονότων λιγότερο ή περισσότερο σοβαρών, του είδους της υπόθεσης Ντρέιφους, μπορεί να φτάσει στο σαδισμό και στην εγκληματικότητα που έδειξαν οι σημερινοί Γερμανοί με τη συστηματική καταδίωξη και τις μαζικές σφαγές. Εκείνα τα αλητάκια του Βόλου, ίσως από μια υποσυνείδητη ανάγκη να δικαιώσουν την κακία τους, λέγανε για το γερο-Εβραίο ότι «δεν πίστευε στο Θεό». Εγώ περίεργος θέλησα μια μέρα να ξεκαθαρίσω το πράγμα και, ενώ ο γερο-Εβραίος έβγαινε από τον κήπο του σπιτιού μας με το σάκο γεμάτο άδειες μπουκάλες, τον πλησίασα και τον ρώτησα τι είναι Θεός. Αυτός σταμάτησε, με κοίταξε, ακούμπησε μαλακά το σάκο του χάμω και αφού μου έδειξε με το μακρύ άσαρκο χέρι του τις πλαγιές του Πηλίου που ύψωνε στο βοριά τη ράχη του, κατάσπαρτη από άσπρα χωριά, αφού μου έδειξε τον ουρανό και τα σύννεφα που πλανιόνταν ψηλά, μου είπε: «Να, Θεός είναι τα βουνά, ο ουρανός, τα σύννεφα…». Εγώ δεν απάντησα· τον βοήθησα να φορτωθεί στους ώμους και πάλι το σακούλι και ξαναμπήκα στο σπίτι με το νου γεμάτο μπερδεμένες σκέψεις.

Τελειώνοντας ο πόλεμος, κι αφού η Θεσσαλία εκκενώθηκε από τα τουρκικά στρατεύματα, η επαρχιακή ζωή στη μικρή πόλη του Βόλου ξαναπήρε το συνηθισμένο ρυθμό της.

 

Ντε Κίρικο Τζιόρτζιο, Αναμνήσεις από τη ζωή μου, Μετάφραση: Έμμυ Λαμπίδου–Βαρουξάκη, Ύψιλον/βιβλία, Αθήνα 1985, σ. 30-33.